Του Λευτέρη Ξανθόπουλου.
Στην τελευταία ποιητική του συλλογή «Μην ακούς τον Παράδεισο» από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης, ο Γιώργος Κακουλίδης, σε κατάσταση ποιητικής μέθης και εξανάστασης επιχειρεί ένα ακόμη τρελό σκασιαρχείο. Ο ποιητής εδώ, δηλαδή στην παρούσα κατάσταση σκασιαρχείου, από τα πάρα πολλά που επιχειρεί κάθε τόσο στη ζωή του και που γενναιόδωρα μας προσκαλεί να γίνουμε κοινωνοί των ανακαλύψεών του, μας φέρνει στο νου εκείνους τους μοναχικούς ήρωες του Τζακ Κέρουακ, που διαρκώς φεύγουν τρελαμένοι και περιφέρονται από πολιτεία σε πολιτεία επειδή τους κυνηγάει κάτι.
Δανείζομαι από ένα άλλο βιβλίο του Κακουλίδη, από το πεζό «Μίστερ Μπούλντοκ», που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Λιβάνη, το μότο της εισαγωγής το οποίο ο ποιητής το χρεώνει στον Μπωντλαίρ:
Για να βρει την ανάπαυση τρέχει πάντα σαν τρελός.
Το σκασιαρχείο, ακόμα και από τον ίδιο του τον εαυτό είναι κοινός τόπος στην ποιητική ζωή του Κακουλίδη, εσωτερική και εξωτερική. Φεύγει, δραπετεύει δηλαδή από το παρόν, για να βλέπει κάθε φορά τον κόσμο με άλλα μάτια. Ο κόσμος του σκασιάρχη ορίζεται από μια διαφορετική γεωμετρία, που τίποτα δεν έχει να κάνει με την κοινή γεωμετρία που διδαχτήκαμε στο σχολείο και είναι ένας κόσμος που παρουσιάζει μεγαλύτερο και πολλαπλάσιο ενδιαφέρον από τον παρόντα politically correct κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε.
Ο κόσμος του σκασιαρχείου είναι απρόβλεπτος, πολύχρωμος, χωρίς περιορισμούς και απαγορεύσεις, εξελίσσεται ανιστορικά, είναι πιο πλήρης και πιο χαρούμενος ή μάλλον είναι ο κόσμος όπου η οδύνη και η χαρά, πιασμένες χέρι – χέρι δεν ντρέπονται να δείχνουν τον έρωτά τους η μία για την άλλη δηλαδή να δείχνουν το αληθινό τους πρόσωπο. Αυτόν ακριβώς τον εκπληκτικό, μοναδικό και αδιαπραγμάτευτο κόσμο μάς παραδίδει ο ποιητής στο «Μην ακούς τον Παράδεισο».
Ο Γιώργος Κακουλίδης (γεν. 1956), μείζων ποιητής με 14 ποιητικές συλλογές από το Λίμπερτυ τού 1979 μέχρι την παρούσα Μην ακούς τον Παράδεισο κινείται έξω από κατηγοριοποιήσεις, ταμπέλες, ποιητικές γενιές και λοιπά φιλολογικά φληναφήματα που περισσότερο συσκοτίζουν παρά τοποθετούν ή ορίζουν. Από την εμφάνισή του υιοθέτησε το ρόλο του μοναχικού περιπατητή, συχνά τού ριψοκίνδυνου σχοινοβάτη και από τότε μέχρι σήμερα μετρά την αιωνιότητα όχι γενικά και αφηρημένα αλλά πολύ συγκεκριμένα και απτά, δηλαδή σαν ένας λογιστής του σύμπαντος κόσμου και εξηγούμαι:
Ο Κακουλίδης επιχειρεί με τα βιβλία του να βρει και να φανερώσει το αφανέρωτο, επιχειρεί να δώσει φωνή στο άρρητο όμως πόσο τα καταφέρνει, αν ποτέ είναι τούτο δυνατό; Ο ίδιος δεν θα κουραστεί να επαναλαμβάνει:
Δεν είμαι φτιαγμένος για τίποτα
και το τίποτα ακολουθώ.
Με αυτούς τους δύο πρώτους στίχους στην πρώτη στροφή του ποιήματος, που γίνονται στη συνέχεια το λάιτ μοτίβ της ποιητικής σύνθεσης, θέτει τις βάσεις της προσωπικής του κοσμογονίας. Αν δεχτούμε εδώ έναν από τους πιο γνωστούς ορισμούς που λέει ότι «στους κοσμογονικούς μύθους το τίποτα γίνεται κάτι, το χάος γίνεται κόσμος και μπαίνει σε τάξη από τον Λόγο» τότε εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι ο σκασιάρχης – ποιητής επιχειρεί να δημιουργήσει το δικό του μετρικό σύστημα για τον κόσμο και να ορίσει την δική του προσωπική κοσμογονία.
Γιατί μας γοητεύει η αφήγηση του Κακουλίδη; Σε αυτό το οδοιπορικό οδύνης, σε αυτή τη μεγάλη βόλτα και αλητεία που επιχειρεί, θα συναντήσει στο δρόμο του όλα τα παράδοξα και τα απρόβλεπτα τού κόσμου και πάνω απ’ όλα θα συναντήσει τον ίδιο του τον εαυτό όπως ποτέ δεν τον έχει ξαναδεί κανείς, ούτε και ο ίδιος ακόμη και αυτή η περιπλάνηση θα εξελιχθεί σε οδοιπορικό ζωής.
Όμως ποιους συναντά, ζωντανούς ή νεκρούς, που εδώ είναι πιο ζωντανοί και υπαρκτοί από τους ζωντανούς τριγύρω μας, τι βλέπει, τι ακούει, ποια είναι τα εργαλεία που χρησιμοποιεί για να τους πλησιάσει; Αραδιάζει πάνω στη σκακιέρα τού χρόνου ως μονάδες μέτρησης της μείζονος απουσίας που τον περιβάλλει, συγκεκριμένες μορφές, σχήματα και ιδέες που καταφθάνουν σε συνδρομή του από όλες τις διαστάσεις του χρόνου, παρελθόν, παρόν και μέλλον: σκυλιά, άλογα, ο πατέρας, η μάνα, και πάλι η μάνα, μια κούκλα, ένας δράκος από την Κίνα, η παιδική ηλικία, ιδίως η παιδική ηλικία, το Ιππικό, ο Εθνικός Αστέρας και η Γ΄ Εθνική στην Καισαριανή, ο Οιδίπους, η Θήβα, η Αυλίδα και η αναπότρεπτη θυσία του ποιητή, ο Νταλί και τα ρολόγια, η Νέκυια του Ομήρου…
Αν σώνει και καλά επιχειρούσαμε να τον φέρουμε κοντά σε κάποιο ποίημα της νεοελληνικής γραμματείας ή σε κάποιον ποιητή μας, τότε χωρίς δισταγμό θα τον τοποθετούσαμε δίπλα στον Διονύσιο Σολωμό και ιδίως στη Γυναίκα της Ζάκυθος.
Μας εξανθρωπίζει η ποίηση του «Μην ακούς τον Παράδεισο», μας επαναφέρει στην ανθρώπινη υπόσταση, στις διαστάσεις και τα μέτρα που χάνονται με την καθημερινή τριβή. Ο Γιώργος Κακουλίδης ταπεινώνεται και ζητά και από εμάς να ταπεινωθούμε.-
INFO: ΜΗΝ ΑΚΟΥΣ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Του Γιώργου Κακουλίδη
Εκδ. Γαβριηλίδης 2016