της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη
«Ξέρετε ποια ήταν η Μερσέ Ροδορέδα;» ρωτά ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες με κείμενό του στην ισπανική εφημερίδα El País το 1983, αποχαιρετώντας τη μεγάλη Καταλανή συγγραφέα που γεννήθηκε το 1908 στην Βαρκελώνη και αναγνωρίσθηκε ως μία από τις σημαντικότερες πεζογράφους της πατρίδας της.
Όσα έγραψε στην εφημερίδα ο Μάρκες αποτελούν σήμερα το επίμετρο στην πρόσφατη επανέκδοση του μυθιστορήματος «Πλατεία Διαμαντιού» της Ροδορέδα από τις εκδ. Καστανιώτη σε μετάφραση Ευρυβιάδη Σοφού.
Για ένα σημαντικό βιβλίο του 1962 όπως η «Πλατεία Διαμαντιού», οι συστάσεις θα έπρεπε να περιττεύουν. Η Ροδορέδα κέρδισε μια θέση στον περίφημο «Δυτικό Κανόνα» του Χάρολντ Μπλουμ. Στην ελληνική έκδοση του «Κανόνα» από τις εκδ. Gutenberg καταχωρήθηκε, μάλιστα, η πρώτη μετάφραση της «Πλατείας Διαμαντιού» από τη Ντίνα Σιδέρη για τις εκδόσεις Δωρικός.
Την πρώτη αυτή ελληνική έκδοση του 1987, που είναι σήμερα εξαντλημένη, προλόγισε ο Κώστας Ασημακόπουλος, εστιάζοντας στη «δεξιοτεχνία της έντεχνης απλότητας» με την οποία η Ροδορέδα περνά από την προσωπική τραγωδία της ηρωίδας, στην τραγωδία ενός ολόκληρου λαού.
Στα αγγλικά η «Πλατεία Διαμαντιού» κυκλοφόρησε αρχικά υπό τους τίτλους “The Times of the Doves” και “The Pigeon Girl”, όπου και χαρακτηρίστηκε πολιτικό μυθιστόρημα με μία ιδιαιτερότητα. Στις 235 σελίδες πρωτοπρόσωπης αφήγησης, η πλοκή καλύπτει σχεδόν τριάντα χρόνια πολιτικής ιστορίας, από τον Ισπανικό Εμφύλιο και το Καθεστώς Φράνκο ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δίχως η πολιτική κατάσταση να έρχεται στο προσκήνιο.
Η ιστορία ξεκινάει στην Βαρκελώνη αρχές της δεκαετίας του 1930 μία νύχτα χορού. Η κεντρική ηρωίδα, η Νατάλια, διηγείται τη γνωριμία της με ένα αγόρι, τον Κιμέτ, τον γάμο τους, τη γέννηση των παιδιών τους και την καθημερινότητα τους. Τα πολιτικά γεγονότα που θα ακολουθήσουν κλονίζουν την ήδη άνιση σχέση. Ο πόλεμος γίνεται μία ακόμη κακοποιητική συνθήκη στην οποία η Νατάλια εισέρχεται αδιαμαρτύρητα.
Η δικτατορία, η καταστολή κι ο αγώνας των Καταλανών είναι ένα πλέγμα αόρατο στα μάτια της απλοϊκής ηρωίδας της Ροδορέδα. Στο περιθώριο των μεγάλων αφηγήσεων αφουγκραζόμαστε την μικρό-ιστορία μίας γυναίκας στο κομμάτι του 20ου αιώνα που της αναλογεί.
Το μεγάλο πλεονέκτημα άλλωστε αυτού του βιβλίου είναι το ποιητικό βλέμμα της Ροδορέδα και οι αριστουργηματικά εκτελεσμένες αφηγηματικές της επιλογές. Όπως η μετατόπιση της προσοχής στη γυναικεία εκδοχή, αφηγηματική στρατηγική που προτιμήθηκε από τις συγγραφείς του 20ου αιώνα (βλ. Rachel Blau DuPlessis, “Writing beyond the ending”) και η ροή συνείδησης, η πλέον διαδεδομένη αφηγηματική τεχνική στη μοντερνιστική πεζογραφία.
Το συνεχές αυτό αφηγηματικό ρεύμα σκέψεων, διαθέσεων και αναμνήσεων (stream of consciousness) – η αποτύπωση του οποίου διαφέρει από τον εσωτερικό μονόλογο γιατί είναι πούρα, υποκειμενική, χωρίς εκλογικεύσεις – προήλθε από το πεδίο της ψυχολογίας και στη λογοτεχνική κριτική εντάχθηκε χάρη στην Βρετανίδα σουφραζέτα, συγγραφέα και κριτικό May Sinclair. Πρώτη εκείνη αναγνώρισε την αποδέσμευση που χαρίζει αυτή η τεχνική ιδίως στις γυναίκες δημιουργούς που διεκδίκησαν την έκφραση του φύλου τους.
Μία τέτοια περίπτωση είναι και η Ροδορέδα στην «Πλατεία Διαμαντιού». Στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Νατάλια αισθάνεσαι πως παρακολουθείς μία συνεδρία ή μία εξομολόγηση. Κι ενώ ο λόγος είναι εξουσία, στις καταστάσεις αυτές η εξουσία εκχωρείται σε εκείνον που σιωπά. Η Νατάλια από τις πρώτες σελίδες κάνει παραχωρήσεις, ακόμα και προς τους αναγνώστες, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Εξαναγκάζεται να αφήσει τη δουλειά της και να ακούει πλέον στο όνομα Κολομέτα (μικρό περιστέρι). Όταν πια αποκτήσει δυο παιδιά και κανέναν έλεγχο της ζωής της, ο άνδρας της θα αποφασίσει να εκθρέψει περιστέρια και μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Εδώ τα περιστέρια δεν συμβολίζουν ούτε την ειρήνη, ούτε την ελευθερία αλλά την απουσία τους.
Στην «Πλατεία Διαμαντιού» τα περιστέρια αναπαριστούν και την ίδια την ηρωίδα. Την οικόσιτη επιβίωση σε ένα συζυγικό καθεστώς χειραγώγησης, μειωτικών συμπεριφορών και διαρκούς καταπίεσης. Μία βία που είναι και συμβολική/γλωσσική με τη Νατάλια να ετεροκαθορίζεται, να αποδομείται και να κατορθώνει να ανακτήσει την προσωπικότητά της και την γυναικεία της εξατομίκευση πολύ πικρά.
Σύντομα ο Κιμέτ αφοσιώνεται στα περιστέρια και η “pigeonholed” Νατάλια θα πρέπει να αναλάβει την αποκλειστική ευθύνη των παιδιών της. Πιάνει δουλειά με το απαιτούμενο permiso marital, στην αρχή ως οικιακή βοηθός τα πρωινά σε ένα σπίτι πλουσίων. Απολύεται αργότερα, με το ξέσπασμα του εμφυλίου, λόγω της πολιτικής δράσης του άνδρα της. Ολόκληρη η Καταλονία θα δοκιμαστεί σκληρά, μαζί και η ηρωίδα της Ροδορέδα χωρίς να κατανοεί την πολιτική πραγματικότητα, χωρίς αντίληψη της ταυτότητάς της, μόνη με σκέψεις και τάσεις αυτοκαταστροφικές.
Πρόκειται για ένα σπαρακτικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης γένους θηλυκού. Ένα frauenroman σύμφωνα με τη φεμινιστική προσέγγιση στην λογοτεχνική κριτική. Η σταδιακή μεταμόρφωση και αυτοπραγμάτωση της ηρωίδας γίνεται με βαθιά τραγικότητα που δεν συναντάς σε άλλα δημοφιλή έργα αυτού του είδους. Όπως για παράδειγμα στην Jane Eyre της Μπροντέ, όπου η προσωπική ανάπτυξη μέσω της εκπαίδευσης και η ωριμότητα της ηρωίδας είναι ένα κεκτημένο της, ενταγμένο στο βικτωριανό πλαίσιο του κοινωνικοοικονομικού στάτους.
Στον πρόλογο της έκδοσης του 1987 διαβάζω πως η ηρωίδα της Ροδορέδα είναι «περίπαθη του έρωτα και πικραγαπημένη». Το βιβλίο, πράγματι, μιλάει για την αγάπη. Πάντα, όμως, με όρους τραύματος. Πώς αξίζει να διαβαστεί, επομένως, η «Πλατεία Διαμαντιού» σήμερα; Μία απάντηση που θα όξυνε το αναγνωστικό αισθητήριο θα ήταν ως οδηγός για την άμεση αναγνώριση και τη μηδενική ανοχή στην συστηματική και διαβρωτική διαδικασία της συναισθηματικής κακοποίησης. Η ηρωίδα της Ροδορέδα δεν είναι απλώς μία αδαής κοπέλα, ένα τυχαίο θύμα της σύγχρονης ισπανικής ιστορίας. Στη δική μου ανάγνωση είναι και μία επιζήσασα έμφυλης βίας, μ’ όλο το θαυμαστό της ψυχικό σθένος.
Στο οπισθόφυλλο της πρόσφατης έκδοσης του Καστανιώτη διαβάζω πως «η Πλατεία Διαμαντιού είναι μια αξέχαστη αναγνωστική εμπειρία, ναρκώνει γλυκά το μυαλό και την καρδιά». Δεν με νάρκωσε, όμως. Με αφύπνισε. Η αυτοϋπονομευτική αφέλεια της Νατάλια, η αβαθής και γυμνή από δεύτερες σκέψεις αφήγησή της, η απουσία οποιασδήποτε εξήγησης των κινήτρων του περίγυρου, προκαλούν μία όλο και εντεινόμενη ανησυχία για τα εμφανή σημάδια της ψυχολογικής κακοποίησης που βιώνει η ηρωίδα.
Καθώς οι αναγνώστες συνδέουν και αξιολογούν τις συμπεριφορές που η Νατάλια δέχεται άκριτα, καλύπτουν τα κενά που επιδέξια έχει τοποθετήσει η Ροδορέδα. Αυτή η δυνατότητα του βιβλίου οφείλεται εν πολλοίς στην τεχνική της ροής που προαναφέρθηκε. Το διάβασμα γίνεται από παθητικό, ενεργητικό.
Θα αποφύγω την καταγραφή και περίληψη περιστατικών που θα αιτιολογούσαν «ξεκλειδώνοντας» την παραπάνω προσέγγιση, αφενός για να μην στερήσω τίποτα από την αναγνωστική εμπειρία του σύμπαντος της Ροδορέδα και αφετέρου για να μην προσπεράσει καμία και κανείς ως ειπωμένα και αναγνωρισμένα τα σημάδια εκείνα – τα παραμικρά και τα καταφανή – που συνιστούν την πολύτροπη κακοποίηση. Σε κάθε ένα από τα πρώτα δεκαεπτά σύντομα κεφάλαια του βιβλίου υπάρχει τουλάχιστον ένα συμβάν με θύμα την Νατάλια.
Αρκούμαι σε καθοριστικές στιγμές του βιβλίου που οι άμυνες επανέρχονται, όπως η επίμονη προσπάθεια της Νατάλια να απαλλαχθεί από τα περιστέρια επιτιθέμενη κρυφά στις φωλιές και τα αυγά τους. Την αποστολή αυτή την ονομάζει «μεγάλη επανάσταση». Ένα σαφές σχόλιο για την μητρότητα δοσμένο απαράμιλλα.
Άλλωστε, η άλλη, η πραγματική επανάσταση βρίσκει την Νατάλια αμέτοχη. Σε αντίθεση με τη φίλη της την Ζουλιέτα που είναι υπεύθυνη για τις παιδικές κατασκηνώσεις και της μιλάει για τον αρραβωνιαστικό της και τον αγώνα με το ίδιο πάθος. Αν δεν ήταν η επανάσταση, της λέει η Ζουλίετα, θα ήταν ακόμη μία φτωχή εργάτρια. Εδώ η ζωτικότητα του έρωτα ταυτίζεται με την ορμή της επανάστασης, αναδεικνύοντας την υποδειγματικά επιλεγμένη ονοματοδοσία των χαρακτήρων. Η Νατάλια του αναπαραγωγικού ρόλου και του natale domini μπροστά σε μία σαιξπηρικής έμπνευσης Ιουλιέτα.
Στα τελευταία κεφάλαια, συνάντησα το σημείο με το μεγαλύτερο ψυχικό διάνυσμα. Η Νατάλια ζει με το φόβο πως ο στρατιώτης Κιμέτ θα επιστρέψει. Αντιμετωπίζει αυτή την εμμονική σκέψη μένοντας πεισματικά κλεισμένη στο σπίτι. Όταν μετά από καιρό αρχίσει τους περιπάτους θα πει:
«Σταματούσα μπροστά στα σπίτια που μου άρεσαν και τα κοίταζα καλά, κι ήταν κάποια που αν έκλεινα τα μάτια τα ήξερα από μνήμης. Αν έβλεπα ένα ανοιχτό παράθυρο και μέσα δεν ήταν κανείς, κοίταζα μέσα. Ενώ περπατούσα σκεφτόμουν, να δούμε αν το παράθυρο με το μαύρο πιάνο θα είναι ανοιχτό, ή να δούμε αν θα είναι ανοιχτή η πόρτα με το φως από τα κεριά, ή να δούμε αν ο θυρωρός της εισόδου με το άσπρο μάρμαρο θα έχει τις γλάστρες με τα πράσινα φύλλα στο δρόμο για να τα ποτίσει, ή να δούμε αν στον πύργο με τον κήπο μπροστά και την πηγή με τις γαλάζιες πλάκες θα τρέχει το νερό…».
Κλεφτές ματιές σε εσωτερικούς χώρους και ξένες ζωές. Ασκήσεις παρατηρητικότητας μονάχα γιατί η ενδοσκόπηση είναι ακόμη επίπονη. Εικόνες και μνήμες από την Καταλονία που αποτέλεσαν το υλικό για το συγγραφικό εργαστήρι της εξόριστης Ροδορέδα για πάνω από σαράντα χρόνια.
Μια ηρωίδα εξουσιαζόμενη σύζυγος που υπομένει να την φωνάζουν με άλλο όνομα στην αυτονομιστική Βαρκελώνη τα χρόνια του βίαιου εξισπανισμού και της απαγορευμένης καταλανικής γλώσσας. Ένα βιβλίο αλληγορικό που περνά με ευαισθησία από το συλλογικό τραύμα της καταδυνάστευσης στο προσωπικό και μία συγγραφέας που επικυρώνει πως κάθε λογοτεχνικό έργο εκφράζει φανερά ή κρυφά την εποχή στην οποία ανήκει.
Η Ροδορέδα έζησε και έγραψε εξόριστη στην Γαλλία και την Ελβετία από το 1937, χρονιά κυκλοφορίας του πρώτου της βιβλίου. Επέστρεψε στην Ισπανία το 1980 και τρία μόλις χρόνια πριν τον θάνατο της έλαβε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων. Κατέλιπε στην Καταλονία και τη λογοτεχνία πολύτιμο έργο. Εν ενί λόγω, διαμάντι.
Κλείνω με τη σκέψη στον «Τελευταίο Πατριάρχη». Βιβλίο σκληρό και γραμμένο το 2008 στα καταλανικά από τη μαροκινής καταγωγής βραβευμένη συγγραφέα Najat el Hachmi. Μοναδικό καταφύγιο της κακοποιημένης ηρωίδας της είναι τα βιβλία της Μερσέ Ροδορέδα.
info: Μερσέ Ροδορέδα, Πλατεία Διαμαντιού, μτφρ: Ευρυβιάδης Σοφός, Καστανιώτη