της Λίλας Κονομάρα.
Λογοτεχνικοί κριτικοί και ψυχολόγοι έχουν ασχοληθεί εκτεταμένα με τον ήρωα του Καρόλου Ντίκενς στα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα, Εμπενίζερ Σκρουτζ. Ο ίδιος ο Φρόυντ είχε διαβάσει τα έργα του Ντίκενς και θαύμαζε τους ποιητές και συγγραφείς που συνελάμβαναν όλες τις πτυχές της ανθρώπινης φύσης και κατάφερναν ενστικτωδώς με τα γραπτά τους ό,τι με τόσο κόπο προσπαθούσε να πετύχει εκείνος με την επιστήμη του. «Αν μπορούσαμε τουλάχιστον να ανακαλύψουμε μέσα μας μία δραστηριότητα που να είναι με κάποιο τρόπο συναφής με τη συγγραφή…» έλεγε στο κείμενό του Creative writers and Daydreaming.
Στα επόμενα χρόνια πολλές μελέτες επεσήμαναν τις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στην πλοκή της ιστορίας του Ντίκενς και τη φροϋδική θεωρία.
Όπως ξέρουμε όλοι, ο Εμπενίζερ Σκρουτζ είναι ένας πλούσιος, φιλάργυρος και σκληρόκαρδος άνθρωπος. Οι γιορτές δεν έχουν γι’ αυτόν καμιά σημασία, είναι απλώς χάσιμο χρόνου γιατί τον κάνουν γεροντότερο και όχι πλουσιότερο. Σε όσους του εύχονται ‘Καλά Χριστούγεννα’, απαντάει πάντα ‘Σαχλαμάρες’ (μτφρ. Μ. Αγγελίδου, εκδ. Νάρκισσος). Την παραμονή των Χριστουγέννων, τον επισκέπτεται το φάντασμα του παλιού του συνεταίρου καθώς και τρία χριστουγεννιάτικα πνεύματα, του Παρελθόντος, του Παρόντος και του Μέλλοντος. Όπως και η φροϋδική μέθοδος, του ξυπνάνε αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία, τον κάνουν να σταθεί σε σημαντικά γεγονότα της ζωής του και να αναλογιστεί τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε. Όπως συμβαίνει και με τη διαδικασία της ψυχανάλυσης, για να καταλάβει ο Σκρουτζ τις αιτίες της συμπεριφοράς του, πρέπει να κοιτάξει στο παρελθόν και δη στα παιδικά του χρόνια. Μόνο κατανοώντας καταπιεσμένα συναισθήματα, παλιά τραύματα και κρυφά κίνητρα, θα μπορέσει να αλλάξει την τωρινή του συμπεριφορά και να διαμορφώσει διαφορετικά το μέλλον του. Προκειμένου να το πετύχει, χρειάζεται ένα οδηγό, κάποιον που θα τον βοηθήσει να πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι.
Πράγματι, μέσω της αναδρομής στο παρελθόν, ο Σκρουτζ θυμάται ότι υπήρξε ένα εγκαταλελειμμένο παιδί που περνούσε μόνο του τις διακοπές των Χριστουγέννων σ’ ένα άδειο σχολείο, ενώ όλα τα άλλα παιδιά είχαν φύγει με τους γονείς τους. Εκείνος έμενε συντροφιά με τους μυθιστορηματικούς ήρωες των βιβλίων του, όπως για παράδειγμα τον Ροβινσώνα Κρούσο και τον Παρασκευά. Ας μην ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο Ντίκενς είχε μια δύσκολη παιδική ηλικία, ειδικά από τη στιγμή που στα δώδεκά του χρόνια, τον έβγαλαν απ’ το σχολείο επειδή ο πατέρας του μπήκε στη φυλακή για χρέη, και αναγκάστηκε να αρχίσει να δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο βερνικιών για παπούτσια. Ο συγγραφέας αναφέρεται σ’ αυτήν την περίοδο της ζωής του ως ‘τη μυστική αγωνία της ψυχής του’ και δεν είναι τυχαίο ότι κατάφερε να αποδώσει τόσο πιστά την ψυχοσύνθεση και τα προβλήματα των παιδιών σε πολλά του έργα. Μετά από τόσες δυσκολίες, μοιάζει να λέει ο Ντίκενς για τον ήρωά του, δεν είναι φυσικό να γίνει ένας άσπλαχνος άνθρωπος που δεν εκφράζει κανενός είδους συναίσθημα αγάπης και δεν γελάει ποτέ; Τα φαντάσματα που επισκέπτονται και τρομάζουν τον Σκρουτζ δεν είναι τραύματα και φόβοι που κουβαλάμε μέσα μας και στοιχειώνουν κάθε τόσο τα όνειρά μας;
Πέρα από την ακριβή αποτύπωση της βικτωριανής Αγγλίας, της κοινωνικής αδικίας και της φτώχειας, η διεισδυτική ματιά του Ντίκενς κατάφερε να πλάσει μια πληθώρα χαρακτήρων που μένουν ανεξίτηλα χαραγμένοι στη μνήμη μας και να περιγράψει με τον πιο παραστατικό τρόπο τις διαφορετικές όψεις της ανθρώπινης ψυχής. Όπως και η φροϋδική θεωρία, πίστευε ότι οι άνθρωποι αλλάζουν κι έτσι ο ήρωάς του, μετά την ‘αφύπνισή’ του, έρχεται ξανά σε επαφή με τα συναισθήματά του και συμπεριφέρεται με καλοσύνη και φιλευσπλαχνία προς τους γύρω του, αποφασίζοντας ότι το πνεύμα των Χριστουγέννων πρέπει να κυριαρχεί όλο το χρόνο στις σχέσεις των ανθρώπων. Η αλλαγή δε αυτή σηματοδοτείται ακόμα και λεκτικά αφού η στερεότυπη απάντηση ‘σαχλαμάρες’, η γκρίνια και τα αγανακτισμένα μουρμουρητά εξαφανίζονται.
Στις 24 Δεκεμβρίου του 1939, το αμερικανικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο CBS μετέδωσε για πρώτη φορά τα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα του Ντίκενς με αφηγητή τον Όρσον Γουέλς και στο ρόλο του Εμπενίζερ Σκρουτζ τον Λάιονελ Μπάριμορ. Από τότε ξεκίνησε η ετήσια αυτή παράδοση σε Βρετανία και Αμερική να μεταδίδεται ραδιοφωνικά και στη συνέχεια τηλεοπτικά η διάσημη χριστουγεννιάτικη ιστορία. Εκατό χρόνια πριν από τον Φρόυντ, αλλά και στις μέρες μας ακόμη, ο Ντίκενς μας θυμίζει πόσο αυτό που είμαστε σήμερα έχει να κάνει με αυτό που ήμασταν χθες, αλλά και πόσο είναι στο χέρι μας να φτιάξουμε ένα καλύτερο αύριο.