της Όλγας Σελλά
Αυτό είναι πάντα το στοίχημα: πώς και με ποιους τρόπους θα «φρεσκαριστούν», με ποιους τρόπους θα κεντρίσουν το σύγχρονο κοινό, με ποιον τρόπο το μήνυμα των λόγων τους θα γίνει ελκτικό για θεατές που τους χωρίζουν έτη φωτός από το έτος γραφής πολλών σημαντικών κειμένων -που σήμερα είναι πλέον κλασικά-, γιατί στην εποχή τους σχολίασαν εύστοχα και θαρραλέα πολλά και σημαντικά θέματα, που συνεχίζουν ν’ απασχολούν τις ζωές και τις ψυχές των ανθρώπων. Και αυτό είναι πάντα το μέτρο αποτίμησης παραστάσεων που στρέφονται σ’ αυτά τα σπουδαία κείμενα. Θα επιλέξουν την κλασική ανάγνωση; Θα τα μπολιάσουν με κάποιες νότες του σήμερα; Θα τα ανανεώσουν εύστοχα και ουσιαστικά; Ή θα αλλάξουν εντελώς το ύφος τους κρατώντας μόνο την ιστορία; Με τρεις παραστάσεις που επέλεξαν κλασικά ή σύγχρονα κλασικά κείμενα θ’ ασχοληθώ σήμερα: με «Το σχολείο των γυναικών» του Μολιέρου, που παρουσιάζεται, σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Μυλωνά, με την «Κόρη του λοχαγού» του Αλεξάντρ Πούσκιν, σε διασκευή και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ασπιώτη και με το έργο του Τενεσί Ουίλιαμς «Τριαντάφυλλο στο στήθος» σε σκηνοθεσία Γιωργή Τσουρή. Πώς κινήθηκε καθεμιά από αυτές τις παραστάσεις; Ποιον δρόμο ακολούθησε για να προσεγγίσει αυτά τα κείμενα;
«Η κόρη του λοχαγού» σαν θεατρικό παιχνίδι
Η όψη της σκηνής θυμίζει, σαφέστατα, μια όψη παρασκηνίων. Τα ρούχα των ηθοποιών στις κρεμάστρες γύρω, κάποια μουσικά όργανα, αλλόκοτα ή συμβατικά, σε μια γωνιά, και οι πέντε ηθοποιοί της παράστασης εμφανίζονται μπροστά μας και μας συστήνουν τον συγγραφέα του έργου, τον Αλεξάντρ Σεργκέγιεβιτς Πούσκιν (1799-1837), τον δημιουργό της νεότερης ρωσικής λογοτεχνίας. Και μας μιλούν για την ιστορία που έγραψε, την «Κόρη του λοχαγού», εμπνεόμενος από τη ζωή του επαναστάτη Εμιλιάν Πουγκατσόφ και την αγροτική εξέγερση του 1773. Μια ιστορία που βαδίζει στα μονοπάτια του ρομαντισμού, σχολιάζοντας ευθαρσώς και την πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα της Ρωσίας εκείνης της εποχής (στάση για την οποία πολλές φορές βρήκε τον μπελά του ο Πούσκιν). Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης, που υπογράφει τη θεατρική διασκευή και τη σκηνοθεσία του κειμένου του Πούσκιν, το παρουσίασε με τρόπο ανάλαφρο, παιγνιώδη, σκαμπρόζικο, και, αναμφίβολα, θεατρικό, εντάσσοντας και το ρομαντικό στοιχείο του Πούσκιν, και τον ρεαλισμό του κειμένου του, και μπολιάζοντας με εύστοχο χιούμορ τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις.
Το έργο, που γράφτηκε λίγο πριν το θάνατο του Πούσκιν, το 1836, παρακολουθεί την ιστορία του Πιοτρ Αντρέγιεβιτς Γκρινιόφ (Μιχάλης Οικονόμου) από την ώρα που ενηλικιώνεται. Είναι ένας κακομαθημένος ευγενής, που στα 17 του υποχρεώνεται από τον στρατιωτικό πατέρα του να υπηρετήσει σ’ ένα οχυρό της ρωσικής επαρχίας, κάπου στα σύνορα της αχανούς ρωσικής αυτοκρατορίας. Εκεί γνωρίζει την οικογένεια του διοικητή του οχυρού, του λοχαγού Μιρόνοφ (Παντελής Δεντάκης, που υποδύεται δύο ακόμη ρόλους) και ερωτεύεται την κόρη του, Μαρία Ιβάνοβνα (Θάλεια Σταματέλου). Οι δυο νέοι αποφασίζουν να παντρευτούν, αλλά πολλών ειδών αναποδιές, αντιζηλίες και δολοπλοκίες και μία εξέγερση που η Μεγάλη Αικατερίνη, η Τσαρίνα θέλει να καταστείλει, ανατρέπει την καθημερινότητα των ανθρώπων και βάζει σε μεγάλη δοκιμασία τον έρωτα των δύο νέων. Όμως, όλα αυτά θα τα υπερβούν οι δύο νέοι, χάρη στην τόλμη, την ειλικρίνεια, την αφοσίωση, τη συμβολή καλών φίλων και τις ηθικές αξίες που υπερασπίστηκαν μέχρι τέλους, με κίνδυνο της ζωής και της ευτυχίας τους, συχνά.
Όλα αυτά, χωρίς να μπατάρει στο μελό, τα αφηγούνται οι πέντε καλοί ηθοποιοί της παράστασης, που υποδύονται περισσότερους από έναν ρόλους με αστραπιαίες και χαριτωμένες αλλαγές ενός μόνο ενδυματολογικού στοιχείου, με χιούμορ, με γοργό ρυθμό, και έδωσαν μια παράσταση με έμφαση στο παιχνίδι και στην αποκάλυψη της θεατρικής συνθήκης. Κι ήταν αυτός ο τρόπος που επέλεξε ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης για να προσεγγίσει ένα κλασικό κείμενο, πολύ ευφρόσυνος, χωρίς να αφαιρεί τίποτα από το κείμενο, την ατμόσφαιρά του και τα μηνύματά του. Μόνο προς το τέλος, υπήρχε κάτι που έμοιαζε σαν δίδαγμα, όπως στα παραμύθια…. Συνέβαλαν, αναμφίβολα, στο τελικό αποτέλεσμα, η μουσική, η κίνηση, τα φώτα, τα σκηνικά και τα κοστούμια. Ασφαλώς και οι ερμηνείες όλων, χωρίς να διαχωρίζω κανένα: οι Παντελής Δεντάκης, Μιχάλης Οικονόμου, Μαριάμ Ρουχάτζε, Σταύρος Σβήγκος, Θάλεια Σταματέλου μετέδωσαν με κέφι και ταλέντο την απαιτητική, σκηνικά, συνθήκη.
Η ταυτότητα της παράστασης
Θεατρική διασκευή – Απόδοση – Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Πρωτότυπη μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης, Σκηνικά: Ζωή Μολυβδά Φαμέλη, Κοστούμια: Διδώ Γκόγκου, Κινησιολογία: Σεσίλ Μικρούτσικου, Σχεδιασμός Φωτισμών: Τάσος Παλαιορούτας, Βοηθός Σκηνοθέτη: Νατάσα Πετροπούλου, Φωτογραφίες / Trailer: Χρήστος Συμεωνίδης, Γραφιστική επιμέλεια: Δημήτρης Γκέλμπουρας @forbidden.designs, Εκτέλεση Παραγωγής: Μαργαρίτα Κυριάκου
Διεύθυνση & Οργάνωση παραγωγής: Αναστασία Γεωργοπούλου – Μαρία Αναματερού. Η μουσική της παράστασης ηχογραφήθηκε στο studio Royal Alzheimer Hall στην Θεσσαλονίκη με τεχνικό ήχου τον Τίτο Καργιωτάκη. Μίξη και mastering : Τίτος Καργιωτάκης – Γιώργος Χριστιανάκης
Έπαιξαν οι μουσικοί: Βασίλης Μπαχαρίδης – τύμπανα, κρουστά, Arseniy Nebin –πνευστά, Φώτης Σιώτας- βιολί, βιόλα, Γιώργος Χριστιανάκης- πιάνο, πλήκτρα, κρουστά, ηλεκτρονικά
Παίζουν: Παντελής Δεντάκης, Μιχάλης Οικονόμου, Μαριάμ Ρουχάτζε, Σταύρος Σβήγκος, Θάλεια Σταματέλου
Σύγχρονο Θέατρο (Ευμολπιδών 45, Γκάζι), Τετάρτη και Πέμπτη στις 9.15μ.μ. Σάββατο στις 6.15μ.μ., Κυριακή στις 6μ.μ.
«Το Σχολείο των γυναικών» σε ρυθμό έμμετρο
Το έργο γνωστό, αγαπημένο και πολυπαιγμένο από το 1662 οπότε πρωτοπαρουσιάστηκε στην αίθουσα Παλέ Ρουαγιάλ με τους Ιταλούς ηθοποιούς του Παρισιού, εγκαινιάζονται την εποχή των μεγάλων επιτυχιών του Μολιέρου. Αυτό το έργο επέλεξε το Εθνικό Θέατρο φέτος, για να εγκαινιάσει (και ν’ αποχαιρετίσει για λίγο καιρό μέχρι την αποκατάστασή του) το REX και τη σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη». Σκηνοθεσία, Αλέξανδρος Μυλωνάς, μετάφραση –έμμετρη, αέρινη, λαμπερή, πλούσια- Χρύσας Προκοπάκη. Στο ρόλο του Αρνόλφου, του πλούσιου που φοβάται μην απατηθεί, ο Γιάννης Μπέζος. Κι επειδή φοβάται, διαλέγει ένα κορίτσι φτωχής οικογένειας, την Αγνή (Ελίνα Ρίζου) και την ανατρέφει μακριά από τον κόσμο, ώστε να παραμείνει αθώα, απονήρευτη και μακριά από πειρασμούς, γιατί πεποίθησή του είναι «να φτιάξω τη γυναίκα μου, όπως ποθεί η ψυχή μου». Μετά το μοναστήρι όπου την έκλεισε όσο ήταν μικρή, η νεαρή Αγνή διαμένει στο πλούσιο σπίτι του Αρνόλφου απομονωμένη –το τεράστιο κλουβί-σπίτι το υπογραμμίζει- και την φρουρούν δύο υπηρέτες (Στέλιος Ιακωβίδης, Κατερίνα Πατσιάνη). Όμως η Αγνή θα συναντήσει τον έρωτα της ζωής της, παρά τον εγκλεισμό της, στο πρόσωπο ενός εύπιστου και καλόκαρδου νέου, του Οράτιου (Αινείας Τσαμάτης). Και ο εμμονικός Αρνόλφος δεν θα καταφέρει να κρατήσει για πάντα κλειδωμένη την Αγνή… Ασφαλώς είναι ένα έργο πρωτοπόρο στην εποχή του, ασφαλώς είναι ένα έργο που έθιγε, τον 17ο αιώνα, τα θέματα της εκπαίδευσης και της χειραφέτησης των γυναικών. Και είναι ένα έργο που καταπιάνεται με τις ανθρώπινες εμμονές, (με τη νοσηρή ζήλεια στην προκειμένη περίπτωση) κάτι που έκανε συχνά στα έργα του ο Μολιέρος.
Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, έμπειρος θεατράνθρωπος και με βαθιά παιδεία, επέλεξε να κάνει ένα κλασικό, αλλά δροσερό ανέβασμα, με μικρές ενέσεις σύγχρονων στοιχείων, αναδεικνύοντας το μολιερικό κείμενο με όλους τους χυμούς του, κι αφήνοντάς το καθαρό από περιττά πλουμίδια να πει την καυστική του ιστορία. Τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη συνέβαλαν σ’ αυτή την ανάλαφρη αλλά καθαρή ανάγνωση του κειμένου (φωτεινά, χρωματιστά, που υπογράμμιζαν όμως την κοινωνική θέση και την προσωπικότητα του καθενός από τους ήρωες). Καθοριστικό στοιχείο της παράστασης ήταν ασφαλώς η έμμετρη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη (πρωτακούστηκε στην παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή τον Απρίλιο του 2004). Ο τρόπος που έφτασε στην πλατεία όλος ο ρυθμός του κειμένου, χωρίς να χαθεί ούτε κόμμα από τον έμμετρο ρυθμό (δεν είναι καθόλου εύκολο), οφείλεται, αναμφίβολα, στους καλούς και έμπειρους ηθοποιούς της. Ο Γιάννης Μπέζος, ως Αρνόλφος, έκανε κάτι που γνωρίζει καλά και το έκανε με άνεση. Ο Αινείας Τσαμάτης ήταν απολαυστικό τρελόπαιδο ως Οράτιος πάνω στο πατίνι του, η Ελίνα Ρίζου ήταν μεταμορφωμένη σε μια απλή, συνεσταλμένη και αθώα κοπέλα, ο Στέλιος Ιακωβίδης και η Κατερίνα Πατσιάνη έφεραν, με σπαρταριστό τρόπο, στοιχεία της Commedia dell arte, ο Λαέρτης Μαλκότσης ήταν ο συνετός φίλος του Αρνόλφου, ο Δρόσος Σκώτης και ο Γιώργος Τζαβάρας υποστήριξαν άξια τους μικρότερους ρόλους και η Μάγδα Καυκούλα ήταν η φιγούρα που παρέπεμπε στην εποχή του Μολιέρου.
Δεν έφερε κάποια νέα σκηνική πρόταση η παράσταση του Αλέξανδρου Μυλωνά και του Εθνικού Θεάτρου, δεν επιχείρησε να προσεγγίσει τον Μολιέρο με ανατροπές. Έφερε όμως την καθαρότητα ενός κλασικού έργου που μπορεί να φτάσει σε κάθε θεατή, «χρωμάτισε» εύστοχα τη σκηνική του όψη, και αφέθηκε στα «χέρια» του ρυθμού της έμμετρης μετάφρασης, που στ’ αλήθεια καθοδήγησε όλο τον ρυθμό της παράστασης, σαν χορογραφία.
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη, Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Μυλωνάς, Συνεργάτις σκηνοθέτρια-Κίνηση: Κατερίνα Φωτιάδη, Σκηνικά: Λουκάς Μπάκας, Φιλάνθη Μπουγάτσου, Κοστούμια: Άγγελος Μέντης, Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου, Φωτισμοί: Βαλεντίνα Ταμιωλάκη, Στίχοι τραγουδιού: Φωτεινή Λαμπρίδη,Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά, Βοηθός σκηνοθέτη: Εύη Νάκου, Β’ Βοηθός σκηνοθέτη: Μάγδα Καυκούλα, Βοηθός ενδυματολόγου: Αλεξάνδρα-Αναστασία Φτούλη, Φωτογραφίες-βίντεο: Χρήστος Συμεωνίδης.
Παίζουν: (με αλφαβητική σειρά): Στέλιος Ιακωβίδης, Μάγδα Καυκούλα,
Λαέρτης Μαλκότσης, Γιάννης Μπέζος, Κατερίνα Πατσιάνη, Ελίνα Ρίζου,
Δρόσος Σκώτης, Γιώργος Τζαβάρας, Αινείας Τσαμάτης.
Μουσικοί επί σκηνής: Γιάννης Αγγελόπουλος, Μένιος Γούναρης,
Παρασκευάς Κίτσος, Βαγγέλης Παρασκευαΐδης, Δημήτρης Χουντής.
Εθνικό Θέατρο, REX, Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», από Τετάρτη ως Κυριακή στις 8.30μ.μ.
«Τριαντάφυλλο στο στήθος», σαν ιταλικός νεορεαλισμός
Είναι το μόνο έργο του Τενεσί Ουίλιαμς που έχει happy end, ίσως γιατί ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας το έγραψε στη διάρκεια της μακρόχρονης σχέσης του με τον Ιταλό μετανάστη Φρανκ Μέρλο. Έχει άλλωστε πολλά στοιχεία που παραπέμπουν στο πρόσωπο του Φρανκ Μέρλο, αφού κι εκείνος ήταν οδηγός φορτηγού, όπως ο ήρωάς του έργου «Τριαντάφυλλο στο στήθος». Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Μπροντγουέι το 1951 και το 1955 έγινε κινηματογραφική ταινία με την Άννα Μανιάνι και τον Μπαρτ Λάγκαστερ. Αγαπημένο έργο της παγκόσμιας σκηνής –και της ελληνικής. Πρώτη παράσταση το 1956 στο Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν με τη Νέλλη Αγγελίδου στο ρόλο της Σεραφίνας. Ακολούθησαν: η παράσταση του Αλέξη Σολομού στο Εθνικό (1970) με Σεραφίνα τη Μαίρη Αρώνη, του Κώστα Μπάκα στο ΚΘΒΕ (1989) με Σεραφίνα την Καίτη Παπανίκα, της Νικαίτης Κοντούρη στο Θέατρο «Αθηνών» (1994) με Σεραφίνα την Κατερίνα Μαραγκού και του Γιώργου Αρμένη στο ΔΗΠΕΘΕ Βόλου (1999) με Σεραφίνα τη Βέρα Κρούσκα.
Το ιστορικο «Πτι Παλαί» της οδού Ριζάρη, εγκαινίασε τη νέα του εποχή μ’ αυτό το έργο σε σκηνοθεσία Γιωργή Τσουρή. Ο Σάκης Μπιρμπίλης έστησε το ατελιέ, το ραφτάδικο για την ακρίβεια της Σεραφίνας (Μαρία Καβογιάννη), μιας Ιταλίδας μετανάστριας στη Λουιζιάνα της Αμερικής. Μια απλή, λαϊκή γυναίκα, πιστή στις παραδόσεις που έφερε από τον τόπο της, και επιρρεπής σε δεισιδαιμονίες, προσπαθεί να ορθοποδήσει στη νέα της πατρίδα. Ακούγονται οι φωνές των παιδιών που παίζουν στην αυλή και της χαλάνε τις τριανταφυλλιές με τη μπάλα τους, κι όλο τσακώνεται μαζί τους. Λατρεύει τον άντρα της, που είναι οδηγός φορτηγού, κι έχει ένα τατουάζ τριαντάφυλλο ζωγραφισμένο στο στήθος του, πιστεύει ότι κι εκείνος δεν έχει μάτια για καμιά άλλη, και όταν τον χάνει σ’ ένα δυστύχημα καταρρέει το σύμπαν της. Κλείνεται στο σπίτι της, παρότι είναι μια ζωντανή και πληθωρική γυναίκα, γίνεται επιθετική και αρνητική με όλους, καταπιέζει την έφηβη κόρη της, τη Ρόζα (Τόνια Μαράκη) και εμποδίζει τον έρωτά της με τον ναύτη Τζακ Χάντερ (Στρατής Χατζησταματίου), παρ’ όλο που εκείνος ορκίζεται ότι οι σκοποί του είναι αγνοί. Ο λόγος της αλλαγής της δεν είναι μόνο ο θάνατος του άντρα της, αλλά και κάποια σημάδια απιστίας του… Που δεν θέλει να τα πιστέψει, αλλά δεν μπορεί και να τα ξεχάσει.
Μέχρι που κάποιο βράδυ ακούει ήχο φορτηγού κάτω από το σπίτι της και αλαφιάζεται. Και ξαφνικά την πόρτα της χτυπάει ο Αλβάρο Μαντζακαβάλο (Μάκης Παπαδημητρίου) που προσπαθεί να σωθεί από κάποιους που τον κυνηγάνε. Ένας λαϊκός άνθρωπος, χωρίς πονηριά, ευθύς, ειλικρινής και στοργικός. Και σιγά σιγά η Σεραφίνα αφήνει τον εαυτό της ελεύθερο, αφήνει τον εαυτό της να δεχτεί ότι η ζωή συνεχίζεται και όταν βεβαιώνεται για την απιστία του άντρα της –όσο ζούσε- αποφασίζει να προχωρήσει. «Παρέα θέλω, παρέα!» λέει στον Αλβάρο πριν δεχθεί να χορέψει μαζί του.
Ένα έργο αρκετά διαφορετικό από τα υπόλοιπα του Τενεσί Ουίλιαμς, που αγγίζει όμως πολλά θέματα: την ενσωμάτωση των μεταναστών στη νέα τους πατρίδα, τις παραδόσεις που φέρνουν μαζί τους και δεν γίνονται αντιληπτές από τους νέους τους γείτονες, τις πρώτες αντιδράσεις των νέων προς τους γονείς της την εποχή του rock n’ roll, και τη μοναξιά που δεν έχει ούτε πατρίδα ούτε χρόνο. Ο Γιωργής Τσουρής έγειρε την πλάστιγγα προς ένα πιο κωμικό και πιο εύπεπτο πλαίσιο, αλλά μάλλον την έγειρε περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν, δημιουργώντας μια αμηχανία σε αρκετά σημεία (όπως σ’ εκείνα τα πήγαινε-έλα στο πίσω μέρος του σκηνικού), αφού παρέπεμπε είτε στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο είτε στον ιταλικό νεορεαλισμό. Θα μπορούσα να πω ότι ο Γιωργής Τσουρής μετέφερε το πλαίσιο του Τενεσί Ουίλιαμς στο δικό του πλαίσιο, που το κάνει καλά, αλλά όταν πρόκειται για δικά του έργα. Η Μαρία Καβογιάννη και ο Μάκης Παπαδημητρίου, με εμπειρία και ταλέντο και οι δύο, ανταποκρίθηκαν στο πλαίσιο που τους ζητήθηκε, σε μια εύκολη «αποστολή» και για τους δύο. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί υπηρέτησαν το πλαίσιο της παράστασης χωρίς να ξεχωρίσει κάποιος ιδιαιτέρως.
Η ταυτότητα της παράστασης
Απόδοση – Σκηνοθεσία: Γιωργής Τσουρής, Σκηνικά-Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης, Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ, Μουσική: Σταύρος Λάντσιας, Κίνηση: Σεσίλ Μικρούτσικου, Βοηθός σκηνοθέτη: Φοίβος Ριμένας, Β’ βοηθός σκηνοθέτη: Λυδία Γιαννουσάκη, Βοηθός σκηνογράφου: Βασιλική Ζωχιού, Βοηθός ενδυματολόγου: Εύα Κουρέλια, Δραματουργική ομάδα: Φοίβος Ριμένας, Βάλια Παπακωνσταντίνου, Λυδία Γιαννουσάκη
Παίζουν: Μαρία Καβογιάννη, Μάκης Παπαδημητρίου, Ζώγια Σεβαστιανού, Φοίβος Ριμένας, Βάλια Παπακωνσταντίνου, Ορνέλα Λούτη, Τόνια Μαράκη, Στρατής Χατζησταματίου, Λυδία Γιαννουσάκη, Κατερίνα Μεφσούτ.
«Πτι Παλαί», Ριζάρη 24, Παγκράτι. Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 9μμ., Κυριακή στις 6μ.μ.