Οι γείτονες
Ζούσαν όλοι μαζί
σε ένα μικρό δυάρι, από κάτω.
Μητέρα-Κόρη-Γιος
Μα ίσως να “ταν παραπάνω…
Θαρρώ υπήρχε και μια γιαγιά.
Η μάνα μαγείρευε
και λιβάνιζε…συνεχώς
η κόρη όμορφη, καλοντυμένη
της άρεσε να ισορροπεί σε ψηλοτάκουνα.
Ο γιος απλά τριγύριζε, περιστρεφόταν
ντυνόταν σεκιούριτι
γυρνούσε τα μεσημέρια
η κόρη τα βράδια
η μάνα έβγαινε μόνο νωρίς το πρωί.
Συχνά ακούγαμε τις φωνές τους.
Η μάνα φώναζε στην κόρη
η κόρη στο γιο
ο γιος έσκυβε απ” το μπαλκόνι
και φώναζε στο κενό.
Πολλές φορές μάνα και κόρη
φωνάζανε μαζί στο γιο.
Ο γιος τότε μούγκριζε στο κενό.
Καθημερινά
Η κόρη φορούσε κόκκινο κραγιόν
η μητέρα λιβάνιζε
ο γιος έπινε καφέ στο μπαλκόνι
με τις παντόφλες.
Ώσπου μια μέρα απέλυσαν το γιο
και δεν ντυνόταν πια σεκιούριτι
και δεν γυρνούσε πια το μεσημέρι
και δεν πλήρωνε τα κοινόχρηστα
ούτε το νοίκι, ούτε το νερό.
Κι η μάνα φώναζε στη κόρη που έμενε
στην κρεβατοκάμαρα
κι η κόρη φώναζε στο γιο
που έμενε στο χολ
ο γιος τότε έμενε σιωπηλός για να μη ξυπνήσει τη μάνα
που κοιμόταν στο σαλόνι.
Την ημέρα που ο γιος έκλεινε τα σαράντα τέσσερα
μια μέρα πριν αφήσουν το διαμέρισμα.
Η κόρη έλουζε τα μακριά μαύρα μαλλιά της
η μάνα μαγείρευε χοιρινό βραστό
κι ο γιος κρεμασμένος στο κάγκελο του μπαλκονιού
για πρώτη φορά έσκυβε να δει
πού γκρεμίζονταν τόσα χρόνια οι φωνές του.
ο τόπος που θα “θελαν
Είναι ο τόπος
που θα “θελαν όλοι να ξεχάσουν…
Οι γαλοπούλες και οι κότες
που δεν πατούν στο χώμα
αλλά αγνατεύουν τη θάλασσα πάνω απ’τα δέντρα.
Οι άγριες αγελάδες
που βόσκουν στους αμμόλοφους
κουνώντας περήφανα τις φουντωτές ουρές τους.
Οι ντόπιοι
που καθισμένοι στο παγκάκι της πλατείας
τα απογεύματα ξεμπλέκουν τα δίχτυα τους.
Τετράγωνα μικρά σπιτάκια
χτισμένα στον ίδιο ρυθμό
σβήνουν, επίσης τις μνήμες.
Λίγοι γκρεμισμένοι τοίχοι από τον σεισμό
τρεις νεκροί σε μια φωτογραφία
από κεραυνό
ο ένας χαμογελά στραβά
κι ένα γράμμα
πρόχειρα γραμμένο την τελευταία στιγμή.
Ό,τι απόμεινε σε ανάμνηση.
Όμως ανοίγοντας μια-μια τις πόρτες
πίσω απ” τα ξερά χωράφια με τις βελανιδιές
σε μια έρημη ακρογιαλιά, μες στη μικρή του παράγκα
συναντάς το βοσκό.
Κερνάει καφέ και καρπούζι
ενώ περηφανεύεται για το παλιό του ψυγείο
δεν τον πρόδωσε ποτέ εικοσιπέντε χρόνια τώρα.
Ο βοσκός δεν κατεβαίνει συχνά στη χώρα.
Ανησυχεί για εκείνα τα πρόβατα που έφυγαν
και δεν ακούνε πια το κάλεσμά του.
Για τις ακρίδες που πέφτουν μιλιούνια στο χώμα
και τρώνε τα πάντα.
Όταν μια φορά τους λείψει η τροφή
τις έχει δει να τρώγονται μεταξύ τους.
Γι αυτό ανησυχεί περισσότερο.
Η κυρα Μαρία καπνίζει στο πεζούλι της αυλής
ή τηγανίζει τα ψάρια στην κουζίνα
ή ταΐζει το μικρό της κουτάβι.
Η κυρά Μαρία δεν κατεβαίνει πια στη χώρα.
Ο χρόνος περνά, σαν εξορία.
Γύρω από το στενό τραπέζι της κουζίνας
δίπλα στο τζάκι, πάνω από τη φιάλη του γκαζιού.
Σταματά καμιά φορά στο κρώξιμο της κουρούνας
ή στο χλιμίντρισμα του αλόγου.
Κι η Ζωή;
Ποια ζωή;
Η κυρά Μαρία ήρθε απ” αλλού
ξέρει αλλά δεν θυμάται τίποτα.
Ο βοσκός κρατάει
τα κλειδιά του παραδείσου
στην πίσω τσέπη του.
Γνωρίζει καλά
ότι η μνήμη και η λήθη
στον ίδιο δρόμο οδηγούν…
Αναπόφευκτα.
Εξαιρετικα!!!!!!!!