Franz Mechsner , Η μαγεία της μεταφοράς (μτφρ: Γιώργος Καρτάκης)

0
438

του Franz Mechsner  – Φραντς Μέχσνερ  (*) 

(μετφρ. Γιώργος Καρτάκης)

 

.

 

Σχετικά με τον διφορούμενο ρόλο της αναλογικής σκέψης στην επιστήμη

Δεν ήταν κάποιος κομπογιαννίτης, αλλά ένας από τους σημαντικότερους γιατρούς της εποχής του Λούθηρου, ο οποίος συνέστησε ένα παράδοξο φάρμακο για τη θεραπεία των ανίκανων ανδρών: «Για δείτε τη σατυριανή ρίζα.  Δεν έχει σχήμα όπως τα αρσενικά γεννητικά όργανα; Γι΄αυτό το λόγο και την ανακάλυψε η μαγεία και έδειξε, ότι μπορεί να βοηθήσει έναν άνδρα να ξανακερδίσει τον ανδρισμό και τη θέρμη του». Ο Παράκελσος ήταν πεπεισμένος, ότι ο Θεός μιλάει στον άνθρωπο όχι μόνο μέσω της Βίβλου αλλά και μέσω της φύσης. Θεωρούσε τις εξωτερικές ομοιότητες των πραγμάτων ως παραπομπές εκ μέρους του Θεού σε εσωτερικές συγγένειες. Έβλεπε την μέθοδο του, να βρει φάρμακα «per analogiam», ως το αντίθετο από τον «δολοφονικό» κομπογιαννιτισμό, ως ευσυνείδητη φυσική επιστήμη.

Τα φύλλα του γαϊδουράγκαθου δεν τρυπούν σαν βελόνες;  Σημάδι άρα από τον Δημιουργό, ότι δεν υπάρχει καλύτερο βότανο ενάντια στις εσωτερικές σουβλιές. Η ψίχα του καρυδιού δεν μοιάζει με εγκέφαλο; Άρα: Όποιος έχει πονοκέφαλο, πρέπει να φάει  καρύδια.

Σε όλες τις εποχές το παιχνίδι με αναλογίες έχει επιδράσει στην δημιουργία μαγικών και επιστημονικών αντιλήψεων για τη φύση. Έτσι, οι παλαιότερες βιολογικές και ιατρικές θεωρίες είναι γεμάτες αναλογικά συμπεράσματα: Πολλά από τα χαρακτηριστικά της φωτιάς έχουν αποδοθεί στον πυρετό μέχρι και την σύγχρονη εποχή. Αλλά και στην καρδιά υπάρχει μια «φωτιά» που καίει. Πολλοί ερευνητές φαντάστηκαν την ψυχή ως ένα είδος «λεπτού αέρα»,  που «κατοικεί» σε κοιλότητες του εγκεφάλου ή «κυκλοφορεί»  στα νεύρα, τα οποία – η μια αναλογία παράγει την άλλη – κατά συνέπεια αποδόθηκαν με την παραστατική δύναμη της φαντασίας ως σωλήνες. Όπως πρόσφατα ανέφερε ο κλασσικός φιλόλογος Φόλκερ Λάγκχολφ σε μια ημερίδα με θέμα την «αναλογία στις επιστήμες», η οποία έλαβε χώρα στη Στουτγάρδη το καλοκαίρι, οι βασικές θεωρίες των αρχαίων Ελλήνων γύρω από τις νόσους είχαν προκύψει μέσα από ασυναίσθητη κυριολεκτική υιοθέτηση μεταφορών.

Έτσι βρίσκει κανείς στα αρχαία ελληνικά κείμενα ιδιωματικές εκφράσεις,  όπως για παράδειγμα, ότι ένας πόνος «αποδημεί» ή ότι ένα οίδημα των αρθρώσεων «απομακρύνεται». Με την πάροδο του χρόνου, τέτοιες ιδέες αποκρυσταλλώθηκαν σε θεωρίες,  ότι όλες οι πιθανές ασθένειες προκαλούνται από τοξικές ουσίες, η «απέκκριση» των οποίων από το σώμα πρέπει να υποστηριχθεί από τον γιατρό. Τέλος, αυτές οι θεωρίες οδήγησαν – ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αναλογικής γενίκευσης – σε μια εκτενή «διδασκαλία της απέκκρισης», η οποία καθόριζε τη σκέψη πολλών γιατρών μέχρι και την σύγχρονη εποχή. Ακόμα και σήμερα γίνεται συχνά λόγος για τον – από ιατρικής ωστόσο άποψης, αμφίβολο – αναγκαίο «καθαρισμό» του οργανισμού.

Ο κίνδυνος των εικόνων

Όπως αναφέρει ο Φόλκερ Λάνγκχολφ, γύρω στα 400 π.Χ. , ένας Έλληνας γιατρός προσπάθησε  να κατανοήσει βάσει αναλογίας  την προέλευση του εμβρύου: Οι κινήσεις της γυναίκας αναμειγνύουν θηλυκό και αρσενικό σπέρμα. Υπό την επίδραση της θερμότητας του σώματος,  η σπερματική μάζα αποκτά μια πιο σταθερή σύσταση –  ανάλογη με αυτήν της πήξης του γάλακτος στη ζέστη. Κατόπιν, όμοια όπως το ψωμί στο φούρνο αποκτά μια κρούστα, έτσι και γύρω από το σπέρμα σχηματίζεται δέρμα κτλ.

Τα αναλογικά συμπεράσματα έχουν κακή φήμη μεταξύ των θεωρητικών των επιστημών, επειδή κάποιος μ΄αυτά μπορεί να σπάσει τα μούτρα του. Οπαδοί μάλιστα του πουρισμού δεν τους αναγνωρίζουν απολύτως καμιά ερμηνευτική αξία: Μια αναλογία, για την οποία κανείς δεν γνωρίζει, αν είναι δικαιολογημένη, είναι άχρηστη, και μια, για την οποία κανείς το γνωρίζει, είναι περιττή. Ο άτεγκτος Γκαστόν Μπασλάρ έγραφε ήδη από το 1938: «Το επιστημονικό πνεύμα  πρέπει να μάχεται ασταμάτητα κατά των εικόνων, των αναλογιών, των μεταφορών».

Η ακμή της αναλογικής ονειροπόλησης σε σχέση με τη φύση ήταν η Αναγέννηση –  η εποχή του Παράκελσου και του Δόκτορα Φάουστους – η οποία δεν ικανοποιούνταν πλέον με τη «γνώση» του Μεσαίωνα και ήθελε να δει με τα μάτια της την επίδραση κάθε δύναμης και τους σπερματικούς πυρήνες. Οι «ομοιότητες» μεταξύ των φυσικών φαινομένων, οι «μυστικές» αντιστοιχίες μεταξύ ανθρώπου και φύσης θεωρήθηκαν μαγικές συγγένειες,  που έπρεπε να αποκρυπτογραφηθούν. Οι γιατροί είδαν τον «μικρόκοσμο» του ανθρώπου σε αναλογία με το σύμπαν, τα μέταλλα και τα φυτά. Οι αλχημιστές θεώρησαν τις αντιδράσεις στους δοκιμαστικούς σωλήνες και τους αποστακτήρες ως ηθικά σύμβολα – έναν αποκρυφισμό, τον οποίο  αργότερα αναβίωσαν οι ρομαντικοί και που ο Γκαίτε προσπάθησε επίσης  να κινητοποιήσει με νέα μορφή ενάντια στις σύγχρονες φυσικές επιστήμες.

Η ιστορικός των επιστημών Λοραίν Ντάστον  προσπάθησε να σκιαγραφήσει στην ημερίδα της Στουτγάρδης την πνευματική κατάσταση πολλών ερευνητών της Αναγέννησης: Η φύση θεωρήθηκε περίπλοκη, συγκρίσιμη με καλλιτέχνιδα, της οποίας η δημιουργικότητα ή ακόμα και το συχνά αιφνιδιαστικό χιούμορ απετέλεσε τον υψηλότερο στόχο κατανόησης και θαυμασμού εκ μέρους του ερευνητή. Στον ιστό των αναλογιών, ο ερευνητής αναγνώρισε το πνεύμα που συνέχει τον κόσμο. Οι πιο περίεργοι φαντασιακοί συσχετισμοί προέκυψαν κατά τη διάρκεια ενθουσιωδών συνειρμών.

Έτσι, για παράδειγμα, συνέκρινε ένας συγγραφέας,  ο οποίος  προσπαθούσε να «ερευνήσει» την αναλογία μεταξύ «μακρόκοσμου -μικρόκοσμου»,  τα άγρια ζώα στη γη με τις ψείρες στο ανθρώπινο σώμα, τα θαλάσσια ζώα με τα εντερικά σκουλήκια και τους ανέμους με τα αέρια του εντέρου. Ένας άλλος αντίθετα  έγραψε,  ότι δεν ήταν δυνατόν να συγκριθεί η ποταπή λάμψη των σάπιων ξύλων με την ευγενή λάμψη των αστεριών. Το ιδεώδες του φυσιοδίφη δεν ήταν σε καμία περίπτωση «η λιτότητα».  Η γοητεία, η πρωτοτυπία και η ποίηση τού ήταν συχνά πολύ πιο σημαντικά από την επιστημονική αντικειμενικότητα με τη σύγχρονη έννοια. Ήταν λοιπόν κατά κάποιον τρόπο ένας καλλιτέχνης, όπως έχει παρατηρήσει  ο Γκαστόν Μπασλάρ. Ακριβώς αυτή όμως η αξιαγάπητη ιδιότητα είναι και εκείνη που τον αποχαρακτηρίζει από σοβαρό επιστήμονα: «Οι πηγές της τέχνης είναι οι πηγές λάθους στην επιστήμη».

Το γεγονός, ότι η ορθολογική φυσική και χημεία δυσκολεύτηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν να υπερισχύσουν τόσο της φυσικής μαγείας, αλλά και των συχνών επιθέσεων εκ μέρους κάποιων ρομαντικών, ο Μπασλάρ το εξηγεί με το ότι είμαστε διαισθητικά πιο κοντά στις μαγικές – καλλιτεχνικές προσεγγίσεις, ότι το πολύχρωμο, το αισθησιακό, καθώς και το ποικιλοτρόπως περίεργο μάς είναι πιο συμπαθητικά από την αφηρημένη εικόνα του κόσμου, η οποία μας παρέχεται μέσω  της «ακρίβειας» των φυσικών επιστημών. Έτσι, ένα μεγάλο μέρος της γοητείας,  που άσκησε ο ηλεκτρισμός και ο μαγνητισμός  σε πολλούς ανθρώπους, δεν οφειλόταν στην ανακάλυψη του νόμου του Ωμ, αλλά πολύ περισσότερο στα τρελά, «θαυμάσια» εφέ, τα οποία μπορούσαν να προκληθούν με ηλεκτροφόρα εργαλεία και μαγνήτες και, ίσως μάλιστα ακόμα περισσότερο, στις απόκρυφες φαντασιώσεις και ονειροπολήσεις που θα μπορούσαν να συσχετιστούν μαζί τους: οι αστραπές και τα μαλλιά που «πετάνε», το μούδιασμα  στα δάχτυλα και  τα κομματάκια  χαρτιού που έλκονται από μια σιδερένια βέργα σαν από κάποιο «αόρατο χέρι».

Για μερικούς, αυτό ήταν δουλειά της ύλης, από την οποία αποτελείται η ζωή, μιας απολύτως κατά κάποιον τρόπο ζωογόνας δύναμης. Το ότι ο μαγνητόλιθος είναι ζωντανός,  ήταν ήδη σαφές στον Θαλή, αφού κινεί πράγματα, χωρίς να κινείται ο ίδιος. Η ιδέα, ότι το «ηλεκτρικό υγρό» –  ο κατ΄αναλογία ως «αόρατο υγρό» αντιλαμβανόμενος ηλεκτρισμός –  είναι ζωντανή ουσία, εξηγεί επίσης, για παράδειγμα, γιατί το πόδι ενός βατράχου συσπάται, όταν ηλεκτριστεί. Κοντά βρισκόταν το διαισθητικά αναλογικό συμπέρασμα,  ότι όλες οι κινήσεις είναι τελικά το αποτέλεσμα μιας δύναμης ζωής που διέπει τον κόσμο, κάτι που  σύμφωνα με τον Μπασλάρ, ήταν ένα από τα σημαντικότερα «εμπόδια στη γνώση» στο δρόμο προς τη σύγχρονη φυσική επιστήμη.  Κατά τον ίδιο τρόπο, και η έννοια της βαρύτητας έπρεπε να καταπολεμήσει παρόμοιες ιδέες:  Αν δεν είναι μια θεϊκή δύναμη, που κρατά τους πλανήτες σε τροχιά, τότε,  τι είναι αυτό;

Είναι σαφές: Η αναλογική σκέψη είναι ποιητική, αλλά όχι επιστημονική. Αποτελεί, τρόπον τινά, καλλιτεχνική πρωτοτυπία σε λάθος μέρος, η οποία μόνο εμποδίζει την πρόοδο της σοβαρής φυσικής έρευνας. Ωστόσο, ακόμη και η αναζήτηση ομοιοτήτων στην Αναγέννηση οδήγησε σε αρκετές περιπτώσεις στην ανακάλυψη γνήσιων συμπερασμάτων, όπως οι συζητήσεις για τις ομοιότητες μεταξύ του ανθρώπινου σκελετού και αυτού των πτηνών. Η συγκριτική βοτανική οδήγησε αργότερα στο σύστημα του Λινέ και ο Γκαίτε, αναζητώντας  ομοιότητες μεταξύ ανθρώπων και ζώων, ανακάλυψε το ανθρώπινο υπερώιο  οστό, το οποίο παρέπεμπε σε μια στενότερη συγγένεια μεταξύ των δυο αυτών ειδών από ό, τι οι περισσότεροι ανατόμοι θα μπορούσαν μέχρι τότε να παραδεχτούν. Ο Νεύτωνας απέδειξε την αναλογία μεταξύ τροχιάς της Σελήνης και αυτής μιας εκτοξευμένης πέτρας, επιβεβαιώνοντας έτσι την ύπαρξη της γενικής βαρύτητας.

Όμως και η πρόοδος της φυσιολογίας στις αρχές της σύγχρονης εποχής υποστήριξε μια αναλογία: την ιδέα ότι τα όργανα του ανθρώπου και των ζώων είναι υδραυλικές «μηχανές». Απ΄αυτήν την αντίληψη επηρεασμένος ο Γουίλιαμ Χάρβεϊ, γιατρός του Καρόλου Ι, αναγνώρισε στις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα, ότι τα φλεβικά καπάκια είναι βαλβίδες ανακαλύπτοντας έτσι την μεγάλη κυκλοφορία του αίματος, κάτι που ωστόσο δεν τον εμπόδισε να δει την καρδιά ως τον «ήλιο του μικρόκοσμού μας» ή ότι η κυκλική κίνηση του αίματος προσομοιάζει στον κύκλο του νερού στη Γη

Το πρόβλημα δεν είναι, λοιπόν, η αναλογία αυτή καθαυτή, αλλά η επιστημονική γονιμότητα ή στειρότητά της, το «παράδειγμα» – για να εκφραστούμε με πιο σύγχρονο τρόπο  – μέσα στο οποίο είναι ενσωματωμένη. Η για την εμφάνιση των σύγχρονων φυσικών επιστημών κεντρικής σημασίας διαφοροποίηση της κοσμοθεωρίας  μας ήταν ίσως η εκθρόνιση της ζωτικής δύναμης από τη θέση της ως «απλής» αιτιολόγησης για το σύνολο των κινήσεων. Η εκθρόνιση αυτή δεν συνέβη μεμιάς – όπως ο Χάρβεϊ, έτσι και ο Νεύτωνας έδειχνε, για παράδειγμα, μεγάλο ενδιαφέρον για τις απόκρυφες εικασίες. Αλλά η αντίληψη,  ότι πράγματι θα μπορούσε να υπάρχει ένας μηχανισμός χωρίς ζωτική δύναμη, άνοιξε τελικά το δρόμο για μια μηχανική βιολογία, όπως ο αυτήν του Ντεκάρτ, η οποία ανέτρεψε το αρχικό πλαίσιο συλλογιστικής: Τώρα ο περίπλοκος  μηχανισμός δεν εξηγείται πλέον μέσω της απλής ζωτικής δύναμης, αλλά η ίδια η ζωή γίνεται αντιληπτή ως ένα περίπλοκο φαινόμενο, το οποίο προσπαθούσε κανείς να εξηγήσει μέσω ενός απλού συγκριτικά μηχανισμού.

Η υπέρβαση της εικόνας που ήθελε τη ζωή ως μεταφορά διαφοροποίησε και τη λειτουργία της αναλογίας: Η εικασία, ότι (σχεδόν) όλα είναι αποτέλεσμα μιας ζωογόνας δύναμης ή ενός παιχνιδιού της καλλιτέχνιδος φύσης βάζει τέλος σε όλα τα περαιτέρω ερωτήματα. Τα μηχανικά μοντέλα είναι αντιθέτως επαληθεύσιμα και θέτουν σε κίνηση μια πνευματική δυναμική ενός τελείως  διαφορετικού είδους. Από τέχνη του ενθουσιασμού, η σκέψη σε αναλογίες μετατράπηκε σε τέχνη της υπόθεσης. Η νέα, μηχανική θεώρηση του κόσμου ήταν απρόθυμη να συνυπάρξει με το παλιό.

Ο Γαλιλαίος, για παράδειγμα, θεώρησε ότι η κανονικότητα δεν ήταν παρά μόνο μια από τις πολλές δυνατότητες της φύσης, η οποία, ωστόσο, είναι τόσο εφευρετική, ώστε η εξαγωγή από  ορατά φαινόμενα μηχανικο- αναλογικών συμπεράσματων βασισμένων σε κρυμμένα αίτια θα ήταν πολύ επικίνδυνη. Ο Ντεκάρτ όμως δεν μοιράστηκε τους ενδοιασμούς του Γαλιλαίου και επέκτεινε τη μηχανική θεώρηση του κόσμου και στα αόρατα πράγματα. Την διάθλαση και τον μαγνητισμό, αλλά και την κίνηση των μυών και τον καρδιακό παλμό, τα εξήγησε με μηχανικά μοντέλα. Η αυξανόμενη τόλμη  να υποθέτουμε αόρατες  μηχανικές αιτίες πίσω  από ορατά φαινόμενα (σε «κάθετες αναλογίες») θεωρείται από τους ιστορικούς της επιστήμης ως ένα πολύ σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση μιας επιστημονικής θεώρησης του κόσμου.

 

Τέτοιες «κάθετες αναλογίες» διαδραμάτισαν συχνά σημαντικό ρόλο κυρίως στη φυσική, όπως στην εξήγηση της θερμοδυναμικής μέσω διεργασιών στα άτομα (την στατιστική μηχανική) ή στην προσπάθεια κατανόησης  της αγωγιμότητας των μετάλλων. Μια από τις πιο παραγωγικές αναλογίες της φυσικής ήταν η υπόθεση, ότι ένας «αιθέρας» γεμίζει ως φορέας κυμάτων φωτός το σύμπαν: η αναίρεση της οδήγησε στη θεωρία της σχετικότητας.

Η δύναμη των εικόνων

Η δαρβινική θεωρία της εξέλιξης οφείλει σε μεγάλο βαθμό την προέλευσή της στην παρατήρηση του Δαρβίνου, ότι η φύση – σαν άλλος κτηνοτρόφος – επιλέγει ικανά  όντα για αναπαραγωγή απορρίπτοντας  άλλα. Ωστόσο, η ιστορία της δαρβινικής μεταφοράς  σχετικά με τον  «αγώνα ύπαρξης», η οποία τον κάνει να βλέπει, ότι και «τα φυτά μάχονται έντονα μεταξύ τους», δείχνει πόσο δικαιολογημένες είναι οι προειδοποιήσεις που αφορούν τη σαγηνευτική δύναμη των εικόνων. Ακόμη και αυτοί, οι οποίοι είχαν συνηθίσει να βλέπουν το «ασυνείδητο» και το «συνειδητό» ως δύο εγκεφαλικούς θαλάμους, στην μεταξύ των οποίων πόρτα στέκεται ο «λογοκριτής» με σκοπό να «μεταμφιέσει» τις επιθυμίες που  σπρώχνονται από το σκοτεινό ασυνείδητο στο φωτεινό συνειδητό, θα ξέρουν, πόσο δύσκολο είναι να διαλυθούν τέτοιες εικόνες που έχουν ληφθεί ως πραγματικές. Αυτός όμως είναι τελικά ο τρόπος λειτουργίας της πνευματικής δραστηριότητας: η μια εικόνα αντικαθιστά την άλλη και κανόνες για την παραγωγή αξιόπιστων συμπερασμάτων δεν υπάρχουν.

Οι αναλογίες χτίζουν επίσης γέφυρες μεταξύ των επιστημών: το πρόγραμμα του κυκλώματος ελέγχου, για παράδειγμα, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την κατανόηση με αναλογικό τρόπο εντελώς διαφορετικών πραγμάτων, όπως η δυναμική της προσφοράς και της ζήτησης ή η ρύθμιση μιας σταθερής θερμοκρασίας του σώματος. Με τις νέες αναλογίες ανάμεσα στην «τεχνητή νοημοσύνη», την ψυχολογία και την φυσιολογία του εγκεφάλου γίνεται προσπάθεια κατανόησης του φαινομένου «νοημοσύνη» και ίσως και του εγκεφάλου. Αν και ο στόχος παραμένει μακρινός, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί την ύπαρξη προόδου. Οι προσομοιώσεις μέσω ηλεκτρονικών  υπολογιστών παίζουν σήμερα όλο και πιο σημαντικό ρόλο, η διεξαγωγή δηλαδή πειραματικών μοντέλων, τα οποία αναλογούν όσο το δυνατόν περισσότερο στην «πραγματικότητα».

Κάποιοι ορθόδοξοι θεωρητικοί επιστήμονες, οι οποίοι δεν  θα ήθελαν να γνωρίζουν με τίποτα την ύπαρξη αναλογιών, θα πρέπει να έχουν τουλάχιστον κάπως μπερδευτεί, που ειδικά τα μαθηματικά, η αυστηρότερη όλων των επιστημών, βασίζεται κυρίως σε αναλογίες. «Τα μαθηματικά είναι το κατεξοχήν πεδίο αναλογιών», ανέφερε ο μαθηματικός Έμπερχαρτ Κνόμπλοχ στο συνέδριο της Στουτγάρδης. Η θεωρία του άπειρου, της επέκτασης των αριθμών, η έννοια της ύψωσης σε δύναμη και των φανταστικών αριθμών, ο λόγος για περισσότερους των τριών διαστάσεων «χώρων» με διανοητικά ασύλληπτα, αλλά πολύ συγκεκριμένα «σώματα»,  η αφηρημένη έννοια της ομάδας – ο κατάλογος των αναλογιών με τις οποίες εργάζονται τα μαθηματικά , είναι μακρύς. Ο Κέπλερ αγαπούσε «πάνω απ΄όλα» τις αναλογίες στη γεωμετρία – ήταν οι «πιο αξιόπιστοί του δάσκαλοι» -, οι οποίες του έδειξαν τη σχέση μεταξύ ευθείας, υπερβολής, παραβολής, έλλειψης και κύκλου στο πλαίσιο των «κωνικών τομών». Σημαντικές προτάσεις των μαθηματικών θεωρήθηκαν αρχικά ως αναλογίες ήδη γνωστών θεωρημάτων, πριν στη συνέχεια να αποδείχθηκαν. Ο Γκέοργκ Πόλυα συνέγραψε μάλιστα ένα ολόκληρο βιβλίο σχετικά με τον τρόπο χρήσης αναλογιών με σκοπό την εξαγωγή εύλογων μαθηματικών υποθέσεων.

Η σκέψη, επομένως,  με αναλογίες δεν είναι μόνο σταθερά εδραιωμένη στην επιστήμη, αλλά – δεδομένου ότι ουσιαστικά πρόκειται για την τέχνη της υπόθεσης – μια από τις σημαντικότερες δεξιότητές της. Οφείλουμε λοιπόν να μην την παραμελήσουμε, ακόμη και αν ο  κίνδυνος να βρεθούμε περιστασιακά σε λάθος διαδρομή, είναι υπαρκτός.

 

Info:

(*)Δημοσιεύθηκε στη γερμανική εφημερίδα «die Zeit», 1988

(**) O Φράντς Μέχσνερ (1953) είναι Γερμανός ανθρωπολόγος και συγγραφέας.

Προηγούμενο άρθροΟι κλασικές αξίες του αστυνομικού μυθιστορήματος (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)
Επόμενο άρθροΤο ώριμο πείσμα του Γιώργου Ζιόβα (του Θανάση Μαρκόπουλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ