του Παύλου Σπύρου
Καμιά λογοτεχνική ιστορία δεν είναι απολαυστική. Τι είναι τα λογοτεχνικά κείμενα, πατάτες τηγανιτές ή μακαρόνια με κιμά, για να μείνω στη γαστρονομική εκδοχή, ή εγκαρδιωτικές ενέσεις που σε κάνουν να αισθάνεσαι καλά, σε ηρεμούν και σε ταξιδεύουν, όπως είναι η άποψη που κυριαρχεί στην αναγνωστική κοινότητα; Αν χρειάζεσαι κάποια από αυτά τηλεφώνησε, συνομίλησε με φίλους, βγες για ποτό, ταξίδεψε, πέρνα μια βόλτα από το γιατρό. Ευτυχώς η επιστήμη έχει κάνει προόδους και δεν χρειάζεται τη συνδρομή της λογοτεχνίας.
Η λογοτεχνική αφήγηση δεν έχει κάποιο κοινωφελή σκοπό, σκοπός της είναι να αποτρέψει τον πειθαναγκασμό τού μυαλού από νόρμες ομοιοφωνίας, να αμφισβητήσει τα αποδεικτικά στοιχεία της αφηγηματικής «ορθοδοξίας». Στοχεύει στην άρση των περιορισμών της κανονικότητας και της πνευματικής σταθερότητας, σε κάνει να αμφιβάλλεις γι’αυτό που έχει ορισθεί ως πρέπον μιας πολυχρησιμοποιημένης αφηγηματικής τακτικής, που θεωρείται απαραίτητη για την συναισθηματική και πνευματική συγκρότηση του αναγνώστη ως μέλος μιας ομογάστριας κοινότητας. Το λογοτεχνικό κείμενο δεν είναι μια αφηγηματική κατάκτηση που συγκινεί, οργίζει, προτείνει, διερωτάται, ενδοσκοπεί, συνομιλεί με την θορυβώδη πραγματικότητα, αλλά ένας τρόπος που αισθητικοποιεί τους αντικατροπτισμούς και τις ψευδαισθήσεις της ανθρώπινης συνείδησης.
Τα φωτογραφήματα του Αχιλλέα ΙΙΙ, για να μπω στην ουσία των λόγων μου, είναι κείμενα, πρώτα και πάνω απ’όλα, εμπνευσμένα. Αυτή η ιδιότητά τους τα καθιστά αποτρεπτικά για μια συμβατική περιγραφή του περιεχομένου τους και την ερμηνευτική αποκωδικοποίηση τους. Τα εμπνευσμένα κείμενα δεν κατατάσσονται σε λογοτεχνικά είδη, δρουν ελεύθερα από γραμματολογικούς και ειδολογικούς περιορισμούς, προκαλούν με την αιρετικότητά τους, δεν υπακούουν σε συνταγές λογοτεχνικής μαγειρικής, αποφεύγουν την «αρετή της πρόγνωσης», στοχεύουν στην έκπληξη του αναγνώστη, κυρίως όμως βουλώνουν το στόμα των κουτσομπόληδων της λογοτεχνικής γειτονιάς, που, πάσχοντας από ψυχρό διανοουμενισμό, αδυνατούν να αντιληφθούν το αφηγηματικό πυρομαχικό που τους προσφέρεται, αρνούμενοι να αποδεχθούν κάτι που δεν ταιριάζει στα καλούπια του μυαλού τους.
Ο Αχιλλέας ΙΙΙ μας διηγείται ιστορίες μ’ένα λιτό και συνοπτικό λόγο, δείγμα απόλυτου ελέγχου του γλωσσικού και υφολογικού υλικού του, γνωρίζοντας από την πρώτη στιγμή τι θέλει να να αφηγηθεί. Αν αυτό φαίνεται αυτονόητο για ένα λογοτεχνικό κείμενο, η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνική βιβλιογραφία, απ’όσο γνωρίζω, μας διαψεύδει κατηγορηματικά. Όσο αυθαίρετο ή αφοριστικό φαίνεται, αρκεί να διατρέξουμε την λογοτεχνική παραγωγή για να διαπιστώσουμε ότι η βασική αδυναμία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας είναι η αδυναμία των συγγραφέων να ξεκαθαρίσουν τι θέλουν να ιστορήσουν και μετά να οικοδομήσουν το γλωσσικό και υφολογικό τους τους οικοδόμημα. Όταν το αρχιτεκτονικό σχέδιο στερείται ιδεών, τα καλύτερα υλικά να χρησιμοποιήσεις, δεν αποτρέπεται ένα αμήχανο, φλύαρο, ανιαρό αποτέλεσμα.
Λέω λοιπόν ότι τα φωτογραφήματα(επιμένω στη λέξη γιατί έτσι αναφέρονται στο τρέιλερ του οπισθόφυλλου) του Αχιλλέα ΙΙΙ στηρίζονται στην ικανότητά του να προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την πρώτη παράγραφο και φευ! να το διατηρεί μέχρι το τέλος.
Ας δώσω κάποια πρόχειρα παραδείγματα από το εναρκτήριο λάκτισμα των ιστοριών:
Αλλανταλλαντανακλάσεις
«Η Ζωίτσα έβλεπε τα πάντα μέσω ενός καθρέφτη που συνεχώς φοιτούσε στα χέρια της, ασχέτως αν επρόκειτο για τους ανθρώπους με τους οποίους συνομιλούσε, τον δρόμο στον οποίο βάδιζε, τα σύννεφα στον ουρανό ή τις βιτρίνες των καταστημάτων που συναντούσε καθώς έκανε τη βόλτα της στην αγορά. Μαζί με τον καθρέφτη κοιμόταν και τον καθρέφτη έψαχνε ψηλαφιστά πριν ανοίξει τα μάτια της κάθε πρωί, προκειμένου μέσα από αυτόν να δει το φως του ήλιου να γλιστρά τεμαχισμένο από το κλειστό παντζούρι και να σχηματίζει παράλληλες γραμμές στο ξύλινο πάτωμα της κρεβατοκάμαράς της».
σ.146
Σε γνωρίζω από την κόψη
«Η Κατερινούλα είχε δείξει από νωρίς ότι διέθετε έμφυτη την ικανότητα να κόβει πράγματα, καθώς το πρώτο που έκανε μόλις γεννήθηκε ήταν να κόψει μόνη της τον ομφάλιο λώρο που τη συνέδεε με τη μητέρα της».
σ.151
Δυνατά και καθαρά
«Ο Παράσχος είχε από γεννησιμιού του τόσο χαμηλή φωνή που έπρεπε οπωσδήποτε να χρησιμοποιεί τηλεβόα κάθε φορά που μιλούσε σε κάποιον, όσο κοντά του και αν στεκόταν αυτός. Όμως, ακόμη και τότε ο άλλος έπρεπε να είναι εξαιρετικά συγκεντρωμένος και να κάνει απόλυτη ησυχία για να τον ακούσει».
σ.174
Στη διασταύρωση των πεπρωμένων
«Ήταν κάποτε ένας ταύρος και ένας ταυρομάχος οι οποίοι κάθε μέρα βάδιζαν δίπλα δίπλα κατά το ηλιοβασίλεμα σαν καλοί φίλοι. Άλλαζαν κάθε τόσο σκιές και ρόλους, αγνοώντας ότι κάποτε θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλον και ο καθένας τον εαυτό του. Όταν εκείνη η ώρα έφτασε, στάθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο και αλληλοκοιτάχτηκαν».
σ.187
Υπάρχουν άλλα, τολμώ να πω όσες και οι ιστορίρες του βιβλίου, που κυριολεκτικά σε αποδεσμεύουν από την προσπάθεια εξυγίανσης του μυαλού και σε οδηγούν, ελαφρωμένο από κάθε συναισθηματική σαβούρα, στο λογοτεχνικό παιγνίδι των αφηγηματικών προκλήσεων, υπερβολών, απροσδόκητων συμπεριφορών και συναντήσεων.
Ένα βιβλίο διάκοσμος μιας διορθωτικής πραγματικότητας.
info: Αχιλλέας ΙΙΙ, Παραχαράκτης, Εκδόσεις «ΝΕΦΕΛΗ»