Θέλω -εμένα- μαμά-μου
Ο πρώτος θάνατος είναι της γιαγιάς. Το αγόρι είναι έξι χρονών. Λένε πως η πρώτη απώλεια σημαδεύει κατευθείαν στο κέντρο της καρδιάς σου. Ο χρόνος χωρίζεται σ ένα πριν και σ ένα μετά. Ανεξερεύνητες μέσα σου περιοχές απειλούν με αιφνίδιες αναταράξεις. Όμως η μαμά είναι η ασπίδα που διώχνει το θάνατο μακριά. Εύθραυστο σαν φτερό περιστεριού είναι το στήθος σου. Η μαμά θα μεριμνήσει ώστε το τραύμα να μην είναι διαμπερές. Ενας τόσο δα ανεπαίσθητος, ελάχιστης διάρκειας, πόνος και η ρωγμή θα επουλωθεί. Η μαμά έχει τον τρόπο της. Άλλωστε είναι εκείνη που σε έβγαλε από το μακρύ σκοτάδι για να σε φέρει, δίχως την άδεια σου, σε ένα φως που δεν διάλεξες.
Το αγόρι είναι το αγαπημένο πλάσμα της γιαγιάς του. Καθώς μένει ώρες πολλές μαζί της, κάποιες φορές από το ξημέρωμα μέχρι τη βαθειά νύχτα, αφήνοντας το κεφάλι του στην αγκαλιά της, θαρρεί πως εκείνη είναι ο γεννήτορας του, η μια και μοναδική μαμά του. Κλείνει τα μάτια του κι ονειρεύεται, δεν χρειάζεται να λένε πολλά. Μέσα στη σιωπή πάλλεται από ευχαρίστηση η ψυχή του. Μέσα στη σιωπή το αγόρι νοιώθει την ευφορία μιας αγάπης που σώζει. Κάτι το αλλόκοτο ενώνει το αγόρι με τη γιαγιά του. Ένα ανείπωτο κάτι που σπρώχνει το αγόρι να αποκαλεί τη γιαγιά του ‘’Μαμά-μου’’΄. ‘’Μαμά’’αποκαλεί την άλλη, την κανονική μαμά. Το ‘’μου’’ είναι μόνο της γιαγιάς του.
Η γιαγιά πέθανε τα Χριστούγεννα του 2023. Δεν είναι να απορείς. Ήταν 84 ετών. Όταν συνέβη το αγόρι έλειπε. Επαιζε αμέριμνα μ ένα γειτονόπουλο σ ένα άλλο σπίτι. ‘’Ευτυχώς’’ σκέφτηκε η μαμά ‘’Δεν θα αντικρύσει το άψυχο σώμα, τα έντρομα μάτια’’ Δεν ήτανε εύκολο να τα σφαλίσει. Το βλέμμα του νεκρού καρφώνεται μέσα σου και σε στοιχειώνει. Μακριά από μια τέτοια εικόνα θα κρατήσει το γιο της. Θα τον προστατεύσει από την ασχήμια του θανάτου. Χρειάστηκαν λίγες ώρες για να πιστοποιήσει ο γιατρός το αίτιο του θανάτου ‘’ανακοπή καρδιάς’’ και να παραλάβει το γραφείο κηδειών τη σωρό για τα δέοντα.
Πες μου ποιος είναι ο πρώτος θάνατος που έζησες και θα σου πω ποιος είσαι. Το αγόρι τα Χριστούγεννα του 2023 αποκλείστηκε από την εμπειρία του πρώτου θανάτου. Γυρνώντας χαρούμενος αργά το απόγευμα σπίτι του, φωνάζοντας όπως πάντα ‘’εγώ-είμαι-μαμά-μου’’ ξαφνιάστηκε που η μαμά, η κανονική μαμά, ήταν εκείνη που τον περίμενε στην πόρτα και τον πήρε αγκαλιά.
– Η γιαγιά σου έφυγε.
-Τι πάει να πει ‘’έφυγε’’; Ποτέ δεν φεύγει.
–Χριστούγεννα μια τέτοια μέρα ιερή, γιε μου, η γιαγιά σου, άκουσε με, χάσαμε τη γιαγιά σου. Ο θεός διάλεξε να την πάρει κοντά του κλπ κλπ κλπ
–Βλακείες λες, πες μου που είναι
–Πέθανε δεν θα την ξαναδείς, έγινε άγγελος στον ουρανό. Πέθανε τη μέρα που γεννήθηκε ο Χριστούλης. Στην πραγματικότητα έγινε άγγελος, με τις φτερούγες του προστατεύει τον Χριστούλη στη φάτνη. Όμως το μυαλό της είναι σε σένα…..Εσύ είσαι ο μικρός θεός της.
Το αγόρι όρμησε στο δωμάτιο της απούσας, ανοίγει τη ντουλάπα, το κομοδίνο, τα συρτάρια, τα ρούχα, όλα είναι στη θέση τους. Στο κρεβάτι το βαθούλωμα από το σώμα της. Άρπαξε το πεταμένο νυχτικό της, κίτρινο με γαλάζιες βούλες. Το φόρεσε. Έπλεε μέσα του. Ντύθηκε τη μυρωδιά της. Φόρεσε τις χοντρές της κάλτσες, γκρι με μια μικρή τρύπα στο πλάι, έβαλε το δάχτυλο του, η τρύπα μεγαλώνει, μεγαλώνει. Θέλω τη ‘’μαμά-μου’’ λέει σιγανά το αγόρι. Και η κανονική μαμά του σκοτεινιάζει. Ένας θυμός την πιάνει. ‘’Δεν θα την ξαναδείς ποτέ….ποτέ…τέλειωσε αυτό το παραμύθι με το μαμά μου και μαμά μου’’ ούρλιαξε. Κι έπειτα προσπάθησε να μαλακώσει ‘’Η γιαγιά έγινε άγγελος με φτερά στον ουρανό’’
-Δεν θέλω φτερά αγγέλων, θέλω-εμένα, εμένα-θέλω, είπε το αγόρι.
Eπιθυμία Χριστουγέννων, προορισμένη να μη πραγματοποιηθεί ποτέ. ‘’Θέλω-εμένα΄΄ ‘’Πάψε ανόητο παιδί’’ ψιθυρίζει η κανονική μαμά, ‘’Πάψε, βγάλε το σκασμό’’ κι αίφνης μια κρυφή χαρά την κατακλύζει που ο γιος της από δω και πέρα δεν θα μπορεί να αποκαλεί κανέναν άλλον ‘’μαμά-μου’’. Θα του περάσει. Δεν πάει να λέει ‘’θέλω-εμένα’’ στην τελική, εκείνη και μόνο εκείνη, είναι η μαμά του. Χαμογελά αχνά. Κάποιες επιθυμίες αξίζει να μην πραγματοποιούνται ποτέ. Άκου ‘’θέλω – εμένα’’…! Τι αποτρόπαιη κι αναιδής επιθυμία!