Φονικά πάθη (του Ηλία Καφάογλου)

0
317

 

 

του Ηλία Καφάογλου

 

Στην αυγή της Μεταπολίτευσης, το 1975, το 1975 στη Μαγνησία, τόπο καταγωγής και του συγγραφέα, στον Φάρο Τρικερίου, βρίσκεται δολοφονημένος ο πρώην  νομάρχης Μαγνησίας Σταύρος Σούλας.  Έχει προηγηθεί η συνάντησή του με τον ηγούμενο των Μετεώρων. Αυτή είναι η αφορμή  για να αναδυθεί και να εξελιχθεί η αφήγηση του Γιάννη Μόσχου σε αυτό το δεύτερο, ύστερα από το Τοκορόρο (εκδ. Τόπος, 2019), αστυνομικής κοπής μυθιστόρημα του. Η έρευνα ανατίθεται στον υποβαθμισμένο  κατά τα προηγούμενα χρόνια υπομοίραρχο Μάνο Πετράκη, οποίος επανέρχεται στην ενεργό δράση στο πλαίσιο  εντολών άνωθεν για την αξιοποίηση  φρέσκου και «άφθαρτου» αίματος στα Σώματα Ασφαλείας. Την υπόθεση αναθέτει στον Πετράκη ο διοικητής της Χωροφυλακής Βόλου και νοσταλγός της Επταετίας, Ηλίας Μπάρδας. Ο τρόπον τινά κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, ο Πετράκης, ξεκινά την έρευνά του από τα Μετέωρα. Το γαïτανάκι των γεγονότων τον οδηγεί από τον Πολιτικό στον Έμπορο και από αυτόν στον Αγρότη και στην  Αστυνομικό, στην Αστυνομία την ίδια, σε τούτο το μυθιστόρημα, με   την κατάχρηση εξουσίας και το μίσος για τη διαφορετικότητα στο στόχαστρο, που διαβάζεται, ψιλοκεντημένο,  απνευστί. Ο Πετράκης διερευνά το περιβάλλον του θύματος, το κοινωνικό και πολιτικό  περιβάλλον της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών,  με τη δυσωδία να αναδύεται και να δίνει τον τόνο στην εξέλιξη της πλοκής και στην επιφάνεια της γραφής. Πρόκειται εδώ για τη δυσωδία των χαλασμένων κρεάτων, ενός από τα μείζονα σκάνδαλα της Επταετίας. Ο λόγος για  «κρέατα του Μπαλόπουλου», υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας επί θεμάτων εμπορίου στη διάρκεια της Επταετίας (1972-1973).  Πρόκειται για σάπια κρέατα από τη Ροδεσία που διοχετεύτηκαν στην ελληνική αγορά –«να διοχετευτούν το ταχύτερον δυνατόν», είχε διατάξει ο Παττακός, απαγορεύοντας τη διάθεση ντόπιων κρεάτων–, μέσω Αργεντινής και Ροδεσίας, σπάζοντας, βεβαίως, το σχετικό εμπάργκο στην  τελευταία. Τις άδειες εισαγωγής υπέγραφε προσωπικά ο Μιχάλης Μπαλόπουλος  Λίγοι, «εκλεκτοί», έμποροι έπαιρναν τις άδειες αυτές και, εννοείται,  καθόριζαν και τις τιμές. Το εν λόγω σκάνδαλο συναριθμείται μαζί με τα αντίστοιχα του  Τάματος του έθνους, των χρηματικών ποσών που αξιοποιήθηκαν  για την προεκλογική εκστρατεία του Νίξον, του σκανδάλου Λίττον, που είχε αναλάβει «την οργάνωσιν και διεκπεραίωσιν της οικονομικής αναπτύξεως στην Κρήτην και την Δυτικήν Πελοπόννησον», αυτό του ΜακΝτόναλντ, που  κατ΄ ουσίαν υπεξαίρεσε τα χρήματα που είχε εισπράξει για να  κατασκευάσει την Εγνατία οδό με τότε σύγχρονες προδιαγραφές, έργο που έμεινε στα χαρτιά – ας μην καθυστερήσουμε εις τα του Τομ Πάππας.

Τούτων λεχθέντων, το αστυνομικό μυθιστόρημα του Μόσχου εδράζεται σε συγκεκριμένο πολιτικό υπόβαθρο, με συγκεκριμένες και σαφείς πολιτικές αναφορές και, από αυτή την άποψη,  διαβάζουμε ένα πολιτικό μυθιστόρημα. Η μαστοριά του Μόσχου, όπως, άλλωστε, και στο προηγούμενο μυθιστόρημά του είχε αναδυθεί, βρίσκεται στο ότι δεν εκπίπτει σε λόγο καταγγελτικό, ούτε καταθέτει ένα  μανιφέστο-ντοκουμέντο για τις μέρες και τα έργα της Επταετίας, απόνερα της οποίας λίμναζαν ακόμα  κατά την πρώτη περίοδο της  Μεταπολίτευσης  – το έργο, η έρευνα του Μάνου Πετράκη εμποδίζεται από τη Χωροφυλακή και κάποιοι από τους έμπλεους μίσους για το αλλότριο και διαφορετικό  βασανιστές κυκλοφορούν ελεύθεροι, όπως αυτοί που συναντά ο Πετράκης,  τοποθετημένοι σε καίριες θέσεις,  στην προσπάθειά του να διαλευκάνει τα κίνητρα της δολοφονίας, αλλά να   βρει και τον δικό του δρόμο, να ανασυνθέσει τη δική του ταυτότητα ως ανθρώπου και  δημόσιου λειτουργού, αυτός που καταπιέστηκε χωρίς, πάντως, να συνθλιβεί. Υπό αυτή την έννοια, το μυθιστόρημα του Μόσχου, στο οποίο εξεικονίζεται το κλίμα εκτός μεγάλων αστικών κέντρων κατά την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης, κλίμα που ο συγγραφέας καλά γνωρίζει καλά λόγω τόπου καταγωγής, θα μπορούσε να διαβαστεί ως κείμενο για την ανθρώπινη συνθήκη σε χαλεπούς καιρούς, σε συνθήκες που επωάζουν παραβατικές συμπεριφορές. Ακριβώς αυτές οι παραβατικές, έκνομες  συμπεριφορές οδηγούν τους φορείς τους σε οριακές εκδηλώσεις – οι βασανισμοί είναι ένα μόνον παράδειγμα. Και ακριβώς η ματιά του Μόσχου στα πάθη των ανθρώπων στο πλαίσιο μιας κοινωνίας υπό διαρκή επιτήρηση, όπως αυτή κατά την Επταετία και όχι μόνον, επικεντρώνεται. Πρόκειται για ανθρώπους  συχνά της «διπλανής πόρτας», εμ-παθείς με την εξουσία που στηρίζεται σε ένα πλέγμα αποκλεισμών και ανάλογων προκρίσεων. Δεν διστάζουν αν φτάσουν σε συμπεριφορές εγκληματικές ή και να διαπράξουν εγκλήματα, φόνο για λόγους εκδίκησης, όπως στο εν λόγω μυθιστόρημα. Μέσω αυτών των συμπεριφορών, των παραβατικών για τα μέτρα του ανθρωπισμού και του ανθρώπου, ο Μόσχος ακτινογραφεί τα πάθη  του κοινωνικού συνόλου, αλλά και τα πάθη των ανθρώπων, όπως, άλλωστε,  οι καλύτερες στιγμές των νουάρ μυθιστορημάτων πράττουν, σε διάλογο με τη μικροïστορία των παθών.

Κλείνει, έτσι, το μάτι στον αναγνώστη και τον παρασύρει, με διαλόγους κρουστούς και πλοκή που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον, σε μια ακτινογραφία μιας περιόδου της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, που, πάντως, δεν έχει ακόμα εν πολλοίς επιστημονικά μελετηθεί.  Προφανώς, «κανείς δεν πρέπει να σιωπά όταν βλέπει τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα», όπως η οιονεί ακροτελεύτια φράση του κατορθωμένου μυθιστορήματος του Μόσχου, που εξελίσσεται με ταχύτητα κινηματογραφική και γερά κρυμμένους τους αρμούς του, αρμοδίως μάς προειδοποιεί σε τούτο το μυθιστόρημα.  Και μας κρατά εν εγρηγόρσει. Γιατί κοινωνία υπό επιτήρηση, σε μια κατάσταση εξαίρεσης, δεν ήταν απλώς αυτή κατά την Επταετία.

 

  Γιάννης Μόσχος, Και οι τέσσερις ήταν απαίσιοι, εκδ. Τόπος, 2021

Βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθροΠανόραμα της Ελληνικής Επανάστασης από τον Μαρκ Μαζάουερ (του Σπύρου Κακουριώτη)
Επόμενο άρθροΨυχαναλυτικές Σκέψεις για την «ΠΑΓΙΔΑ» του Ανδρέα Μήτσου (του Σωτήρη Μανωλόπουλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ