του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Με τη συλλογή διηγημάτων της Κακός χαρακτήρας (2004) η Λουκία Δέρβη κατόρθωσε να αποσπάσει από τα αφηγηματικά της πρόσωπα μια βαθύτερη και δεξιοτεχνικά ισορροπημένη ανθρωπιά, που πέρασε και στη νουβέλα της Ομπρέλες στον ουρανό (2009), με τη συμπύκνωση του δράματος του διωγμού των Εβραίων στις εικόνες μιας αντιφατικής και συνάμα ολοζώντανης καθημερινότητας, σε μιαν αφήγηση όπου ο φόβος και η απόγνωση εναλλάσσονται ανακουφιστικά με τη χαρά της νιότης και την ακατανίκητη όρεξη για ζωή. Ανάλογα συστατικά, συστατικά σχετικά με την καθημερινή ανθρωπιά, μπορούμε να εντοπίσουμε και στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων της Δέρβη, υπό τον τίτλο Αλλού, στο πουθενά (2015). Μετά από δύο μυθιστορήματα, η Δέρβη επανακάμπτει τώρα στο διήγημα με το ανά χείρας Ακούω φωνές.
Τι μπορεί να σημαίνει ένας τέτοιος τίτλος; Ας μη φανταστούμε την κοινή χρήση της φράσης, κάτι σαν ψήλωμα του ή σαν επικοινωνία με φασματικές υποστάσεις, ικανές να προβάλουν διάφορες υπερβατικές σκιές στο μυαλό μας. Μακριά από οποιαδήποτε τέτοια προοπτική, η Δέρβη θα βυθίσει τις επινοήσεις της για άλλη μια φορά στον κόσμο της καθημερινότητας και του κατ’ επίφασιν κοινού ή τετριμμένου. Με ποιον ακριβώς, όμως, τρόπο συμβαίνει αυτό στα καινούργια διηγήματά της;
Πέρα από τις αναφορές σε καθιερωμένους χαρακτήρες του Σαίξπηρ ή της ρωσικής πεζογραφίας, εύκολα θα διακρίνουμε καταστάσεις όπως το ξύπνημα, η επιθυμία και η νοσταλγία του έρωτα, το βίωμα της μοναξιάς, η αίσθηση της απουσίας και ο τρόμος του κενού, σε συνδυασμό με το χιούμορ και έναν μετριοπαθή αυτοσαρκασμό. Ας υπολογίσουμε ακόμα, σε τεχνικό επίπεδο, μεθόδους όπως το παιχνίδι με την προσθήκη λέξεων σε μια αρχική φράση, συν τη λεκτική μεταγραφή των σημείων στίξης, την ημερολογιακή γραφή και το ανοιχτό τέλος των ιστοριών. Ποια σχέση, ωστόσο, είναι δυνατόν να έχουν όλα τα προηγούμενα με το Ακούω φωνές του τίτλου; Δεν ξέρω αν πρόκειται εντέλει για φωνές ή για κλωστές και νήματα: φωνές των προσώπων που πρωταγωνιστούν στα διηγήματα και των οποίων τη χορδή η πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη αφήγηση δονεί με σκοπό άλλοτε την αποκάλυψη του ιστορικού τους και άλλοτε τη διερεύνηση των εσώτερων αντανακλάσεών τους. Αν πρόκειται για φωνές, είναι πιθανόν να σκεφτούμε μια άτυπη πολυφωνία του βιβλίου, ένα συνθετικό άθροισμα των τόνων που είμαστε σε θέση να ακούσουμε, να εικάσουμε ή να συλλάβουμε σε κάθε διήγημα. Αν πρόκειται πάλι για νήματα (άργησα να μιλήσω για το διαζευκτικό μου σκέλος), δεν αποκλείεται να καλούμαστε να παρακολουθήσουμε το δέσιμο μιας σειράς διαφορετικών κλωστών στην ίδια πλέξη ή στο ίδιο νήμα. Όποιο σκέλος κι αν ισχύει, οι φωνές ή οι κλωστές και τα νήματα, αμφότερα αποτελούν το σημαντικότερο εύρημα, εφόδιο και θεμέλιο του βιβλίου. Δεν παραγνωρίζω το θεματικό βάρος, αλλά αυτό ανήκει, έτσι κι αλλιώς, στην ποιητική της καθημερινής ανθρωπιάς της Δέρβη, όπως την παρακολουθήσαμε προεισαγωγικά. Το ζήτημα είναι να δούμε πώς αυτή η ποιητική θα αποκτήσει ένα επαυξημένο νόημα μέσω της διασύνδεσης είτε των φωνών είτε των νημάτων.
Αν μείνουμε στις φωνές και στους διαφοροποιημένους τονισμούς και μετατονισμούς τους, η διερεύνηση και η αποτύπωση των εσωτερικών αντανακλάσεών τους έχει να κάνει με τη διαγραφή των χαρακτήρων και του βίου τους, που ακόμα κι αν ελάχιστα προλαβαίνουν να αναπτυχθούν και να διαμορφωθούν στα μικρής έκτασης διηγήματα του βιβλίου, είναι ήδη εκεί με τις βιασύνες και τις πιέσεις τους, με τις παρορμήσεις και τους δισταγμούς τους, με τις αναστολές και τα τολμήματά τους, σχηματίζοντας, έστω και αποσπασματικά ή ελλειπτικά, έστω και επί τροχάδην, μια γκάμα αντιδράσεων απέναντι σε όσα συνέχουν το βιογραφικό τους και υπαγορεύουν τις ψυχικές και τις συναισθηματικές επιλογές τους: αντιδράσεις που επιταχύνουν, επιβραδύνουν ή παγώνουν τις ερωτικές επιδιώξεις τους, που κατευθύνουν τις μνημονικές ανακλήσεις τους, που τρέφουν με θέρμη τις προσδοκίες τους, που υπονομεύουν ειρωνικά τις ματαιώσεις τους και που επιχρωματίζουν υποβλητικά τους αποκλεισμούς τους από τους άλλους, σε ένα πλέγμα ηθελημένα μισοφωτισμένων ή μισοσκιασμένων προσώπων, τα οποία δεν συνιστούν εν κατακλείδι ημιτελείς ή ανολοκλήρωτους χαρακτήρες, αλλά μια εκ πεποιθήσεως ασταθή ανθρωπογεωγραφία – ίσως γιατί η ποιητική της καθημερινής ανθρωπιάς δεν χρειάζεται συμπαγείς όγκους και προγραμματικά συμπεράσματα, αλλά μια διαρκή κίνηση -και μετακίνηση- της αφήγησης, έτοιμη να υποδεχτεί, και να ενοφθαλμίσει, αντί για την οποιαδήποτε διάρκεια, τη ρευστότητα και την αδιάκοπη μεταλλαγή του στιγμιαίου χρόνου.
Αν πάμε στις κλωστές και στα νήματα, η συνάρθρωση και η συναρμογή τους έχει να κάνει με κάτι διαφορετικό, αλλά και παρόμοιο: συνταιριάζεται, όπως τις έχουμε κιόλας εντοπίσει, με τεχνικές επάλληλων φραστικών μεγεθύνσεων, με παράθεση ημερολογιακών εγγραφών, καθώς και με τη στρατηγική όλες, ή εν πάση περιπτώσει, οι περισσότερες ιστορίες του βιβλίου να καταλήγουν σε ένα είδος αναβολής και μετάθεσης. Έτσι διαπλεγμένα τα νήματα του Ακούω φωνές, κατά πρώτον συναντούν τον ελλειπτικό τρόπο διαγραφής των προσώπων ή των χαρακτήρων του και κατά δεύτερο υποβοηθούν, ως δραστικά εργαλεία υποστήριξης, τους τονισμούς και τους μετατονισμούς των φωνών του.
Να, λοιπόν, για ποιο λόγο η συλλογή διηγημάτων της Δέρβη είναι επιτυχής με προστιθέμενη αξία: επειδή αναχωνεύει δοκιμασμένα υλικά σε ένα νέο πεδίο όρασης, επειδή μας επιτρέπει, χάρη στις φωνές και τα νήματα που τη διατρέχουν, να κοιτάξουμε την καθημερινή ανθρωπιά της πεζογραφίας της μέσα από ένα ανανεωμένο, αφηγηματικά ανήσυχο και γλωσσικά προηγμένο βλέμμα.
Λουκία Δέρβη , Ακούω φωνές, Μεταίχμιο