Φλεγόμενη βάτος (χριστουγεννιάτικο της Γεωργίας Τάτση)

0
262

Γεωργία Τάτση (*)

 

Μνήμη Γιώργου Ιωάννου

 

Ασκημένος από την εφηβεία  μου στο ημερήσιο γρέζι και στην μπασαρισμένη φωνή με την οποία πλαστογραφούσα τον εαυτό μου αλλά και στη σιωπή ασκημένος και στον ψίθυρο, στη σιωπή και τον ψίθυρο που μέσα τους γίνομαι αυτό που είμαι,  περπατούσα στα δρομάκια της πλατείας Θεάτρου, αναζητώντας νύχτα την  χειρονομία του άγνωστου, του απρόσωπου σώματος, το νεύμα  που μόνο εγώ και οι όμοιοί μου βλέπουμε, μόνο εμείς είμαστε σε θέση να αποκρυπτογραφούμε στο σκοτάδι, μόνο εμείς κατέχουμε την ερμηνεία της κίνησης, της στάσης, του βαδίσματος.

Είχε ήδη πέσει το σπίρτο εντός μου και περπατούσα, φλεγόμενη βάτος και  περπατούσα πίσω από τη Βαρβάκειο Αγορά, ψάχνοντας, από την κοπριά και τις πατημασιές του τον λαγό, κυνηγόσκυλο, μύριζα τις αναθυμιάσεις των σωμάτων και τα ακολουθούσα, άλλαζα πεζοδρόμιο σε δρομάκια που γνώριζα καλά την Αρμοδίου, την Αριστογείτονος, την Φιλοποίμενος, τριγύριζα σε στενά με εγκαταλελειμμένα υπόγεια και σπίτια περίτεχνα που είχαν πολλές φορές στεγάσει το υπογάστριο φτεροκόπημά μου, καιγόμουν και οσφραινόμουν τον αέρα, βυσσοδομούσε ο πόθος κάτω από την κοιλιά, σπαρταρούσε εκεί, μου έκοβε την ανάσα εμποδίζοντας ως και την ούρηση όταν παραμέριζα γι’ αυτόν το λόγο στις γωνίες, ο βάτος φλέγεται πυρί, ο δε βάτος ου κατακαίγεται, περπατούσα, έσομαι μετά σου, σκεφτόμουν, ενθυμούμενος αγγίγματα χειρός κραταιάς, ενθυμούμενος τα χέρια που έσφιγγαν τους ώμους μου κοντά στο σβέρκο, νύχια που είχαν χωθεί στη σάρκα μου, το ρίγος που με διαπέρασε πριν ακόμα αφεθούν τα σώματά μας στα σεντόνια, λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου ο γαρ τόπος εν ω συ έστηκας γη αγία εστί.

Λάμψη μεγάλη, εκτυφλωτική.  Έλαμπε η ασπράδα, το σώμα έλαμπε, ακτινοβολούσαν  γυμνωμένα μπράτσα, πλάτες, πόδια και μηροί τι τούτο εστί το εν τη χειρί σου; Ο δε είπε ράβδος. Και είπε ρίψον αυτήν επί την γην. Και έριψον αυτήν επί την γην και εγένετο όφις. Περιπλέκονταν τα μέλη μας στην αγία κλίνη και δούλευαν πυρετωδώς μέχρι που φτάσαμε εις γην ρέουσα γάλα και μέλι. Μετά ένας Χριστός μού μίλησε, σαν να μου είπε εγώ ειμί ο Ων, αλλά τίποτε δεν μου είπε, δεν μου μίλησε, άναψε αμέσως τσιγάρο και άρχισε να ντύνεται. Φόρεσε τη στολή παραλλαγής, έδεσε τα άρβυλα  ακουμπώντας το πόδι του  στο κρεβάτι,  έβαλε τον πράσινο μπερέ με το εθνόσημο και γεια μου πέταξε χωρίς καθόλου να ανοίξει το στόμα του. Πες μου τουλάχιστον το όνομά σου, φώναξα. Χρυσοβαλάντης είπε κι έφυγε. Ταράχτηκα πολύ γιατί είμαι τέκνο του αγιασμένου μήλου, είμαι τέκνο της Αγίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου. Έκτοτε όλα τα σώματα του είδους του, Χρυσοβαλάντη τα έλεγα, όλοι είχαν το όνομα και το πρόσωπό του.

Οσία του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών. Μη εγκαταλείπεις με, Χρυσοβαλάντου το κλέος των πιστών το στήριγμα, αλλά δείξαι δέησιν του ικέτου σου θλίψις γαρ έχει με…

Πολύ συχνά η μάνα μου που παιδεύτηκε να με φέρει στη ζωή και ο ερχομός μου ήταν γι’ αυτήν ανταμοιβή των κόπων της, ήταν θείο δώρο, ήταν  θαύμα, εξιστορούσε τα της σύλληψεώς μου, τα τάματα, τις προσευχές, τις μετάνοιες, τις νηστείες και ήρθαν τώρα τα λόγια της και κλείστηκαν μες στο όνομά του.

Πέντε χρόνια παντρεμένη και δεν έπιανε παιδί. Ήρθε στην Αγία Ειρήνη τη Χρυσοβαλάντου να φάει το αγιασμένο μήλο της ατεκνίας. Χαίρε δούλη Υψίστου, Ειρήνη. Προσκύνησε την εικόνα με την αγία να κρατάει στο αριστερό της χέρι το ειλητάριο φως μοναχών άγγελοι, φως κοσμικών μοναχοί, προσκύνησε το ιστορημένο κυπαρίσσι δίπλα της, προσκύνησε τον άγγελο και τη Μονή, ηγουμένη της οποίας υπήρξε η Οσία, προσκύνησε τα τρία θεόσταλτα μήλα στο δεξί της…  Χαίρε, ω Ειρήνη θαυμαστή… σπεύσον και ατέκνοις παράσχου τέκνα, θεοδόξαστε κόρη, ως και υγείαν, καλλιπάρθενε.

Ευλογήθηκαν τα μήλα, λιτανεύτηκαν, τους διαβάστηκε η προσευχή, αγιάστηκαν και μοιράστηκαν στις άτεκνες για να συλλάβουν. Σαράντα μέρες νήστευε η μάνα μου, εξομολογημένη και αποκαθαρμένη, έτρωγε το μήλο επί τρείς ημέρες, μια φετούλα κομμένη σε τρία ίσα μέρη, ένα για κάθε μέρα, και  -όπως η οσία-  άκουγε μια αντρική  φωνή, «υποδέξου τον ναυτικό που σου φέρνει τα εσπεριδοειδή και φάε να ευφρανθεί η ψυχή σου».

Νοσταλγώντας το γυμνωμένο σώμα και τη λάμψη του, τριγυρίζω στην Αρμοδίου, την Αριστογείτονος, στην Φιλοποίμενος, αν και γνωρίζω πως κάθε θαύμα κρατάει τρεις μέρες. Το μεγάλο τέσσερις.

 

(*) Η Γεωργία Τάτση είναι συγγραφέας, τελευταίο της βιβλίο Γάμπαρη Αμβρακικού, Γαβριηλίδης

Προηγούμενο άρθροΟ Μαντρακούκος (χριστουγεννιάτικο του Λευτέρη Ξανθόπουλου)
Επόμενο άρθροΜονόπρακτα εορτής ΙΙ (χριστουγεννιάτικα της Έφης Κατσουρού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ