της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη (*)
«Τότε ένιωσα πως τον μισούσα όπως μόνο μία γυναίκα μπορεί να μισήσει έναν άντρα, όπως μόνο ένας δούλος μπορεί να μισήσει τον αφέντη του. Στα μάτια του διάβασα πως με φοβόταν όπως μόνο ένας αφέντης μπορεί να φοβηθεί το δούλο του, όπως μόνο ένας άντρας μπορεί να φοβηθεί μια γυναίκα».
Με αυτά τα λόγια η θανατοποινίτισσα Φιρντάους, η ηρωίδα του ομότιτλου βιβλίου της Ναουάλ Αλ Σααντάουι, διηγείται τα δευτερόλεπτα που προηγήθηκαν της εγκληματικής της πράξης, όταν βρισκόμενη σε αυτοάμυνα άρπαξε το μαχαίρι του προαγωγού της. Η ίδια η πράξη όμως, όπως συχνά συμβαίνει, έχει λιγότερη σημασία από τα γεγονότα που την προκάλεσαν.
Σε 141 σελίδες, η Αιγύπτια συγγραφέας και κορυφαία προσωπικότητα του φεμινιστικού κινήματος, γράφει την ιστορία μιας νέας γυναίκας που συνάντησε με την επαγγελματική ιδιότητα της ψυχιάτρου στη φυλακή αλ Κανάτιρ την παραμονή της εκτέλεσής της. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1975 στο Λίβανο, είναι πολυμεταφρασμένο, θεωρείται κλασικό στις σπουδές φύλου, διδάσκεται στα πανεπιστήμια και κυκλοφόρησε στα ελληνικά μόλις τον Φεβρουάριο του 2019 από τις εκδόσεις Δώμα. Η πολύτιμη μετάφραση από τα αραβικά είναι της Ελένης Καπετανάκη, η οποία και συστήνει πρώτη φορά την Ναουάλ Αλ Σααντάουι στο ελληνικό κοινό, καθώς δεν υπάρχει άλλο μεταφρασμένο της βιβλίο στην ελληνική παραγωγή.
Η Ναουάλ Αλ Σααντάουι έχει χαρακτηριστεί η Σιμόν Ντε Μπωβουάρ του αραβικού κόσμου και στα 87 της χρόνια παραμένει μάχιμη. Πρόεδρος της Αραβικής Ένωσης Αλληλεγγύης των Γυναικών και συνιδρύτρια της Αραβικής Ένωσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, έχει στο ενεργητικό της φυλάκιση για την ακτιβιστική της δράση, διώξεις, απειλές κατά της ζωής της και μία υποψηφιότητα για την Προεδρία της Αιγύπτου το 2004. Το έργο προστίθεται στην μακρά λίστα της λογοτεχνίας του εγκλεισμού (prison literature) και θίγει ζητήματα οπωσδήποτε οικουμενικά, όπως η υποταγή, η ελευθερία και μοιραία η επιλογή.
Τα όσα εξομολογείται η Φιρντάους στον τελευταίο της μονόλογο ξεκινούν από τα παιδικά της χρόνια. Με μία γραμμική αφήγηση, κρυστάλλινη, ακολουθούμε την ηρωίδα πίσω στο πατρικό της, στη φτωχή αγροτική οικογένεια. Οι ξυλοδαρμοί, η ασέλγεια, η παντρειά, ο εξευτελισμός, οι βιασμοί, το φευγιό, η ύστατη προσπάθεια για μια ενάρετη ζωή γραμματέως, η εκπόρνευση, είναι κεφάλαια στη σύντομη ζωή της που καταλήγουν στη φυλακή. Κάθε χώρος δημόσιος ή ιδιωτικός είναι σκηνή εγκλήματος και κάθε σχέση κομμάτι ενός πλέγματος εξουσίας. Δεν πρόκειται απλώς για μαρτυρία. Είναι ένα χρονικό ψυχολογικής, σωματικής, σεξουαλικής και αναπόφευκτα ταξικής κακοποίησης, σωρευτικής που βαραίνει σαν κληρονομιά.
Επιλέγω μερικά αποσπάσματα.
Στο σπίτι: «Κάθε φορά που ακουγόταν σούρσιμο ποδιών στην είσοδο του σπιτιού τραβούσε το χέρι του, για να το ξανακολλήσει βίαια και δυνατά όποτε βασίλευε ξανά σιωπή και ησυχία».
Στο σχολείο: «Προτιμούσα να διαβάζω για κυβερνήτες παρά για έρωτες. Έμαθα για κάποιον που οι δούλες και οι παλλακίδες του έφταναν σε αριθμό τους άντρες του στρατού του, και για έναν άλλον που τον ενδιέφερε μονάχα το κρασί, οι γυναίκες και να μαστιγώνει τις σκλάβες του». Και μερικές γραμμές πιο κάτω: «Όλοι τους ήταν άντρες, με ψυχές αχόρταγες, διεστραμμένες και με δίψα για χρήμα, σεξ κι αχαλίνωτη εξουσία, δίχως όρια και δίχως κρατημό[…]. Η ιστορία δεν αποκαλύπτει την αληθινή τους φύση παρά μόνο μετά το θάνατο τους. Η ιστορία ανόητα και επίμονα επαναλαμβανόταν».
Στου συζύγου: «Παθητικά χωρίς να θέλω, δίχως να αντισταθώ, ασάλευτη, δίχως ψυχή, δίχως ζωή, λες και το σώμα μου ήταν νεκρό, λες και ήταν ένα παλιό, φθαρμένο έπιπλο που το είχαν αφήσει στη γωνιά του ή ένα παπούτσι που έμεινε μόνο, χώρια από το ταίρι του, κάτω από μια καρέκλα».
Στου σωτήρα: «Μια φορά ένιωσα στο κορμί μου μεγαλύτερο βάρος απ’ ότι συνήθως και μια αναπνοή που μύριζε διαφορετικά».
Τη στιγμή της σύλληψής της, όταν οι αστυνομικοί της φωνάζουν «είσαι εγκληματίας και η μάνα σου το ίδιο», η Φιρντάους απαντά «Το έγκλημα χρειάζεται τον άντρα». Αυτή τη φράση κρατώ ως κλειδί για την δική μου ανάγνωση.
«Ποιος το άρχισε; Ο πατέρας σου, ο αδερφός σου, ο θείος σου;» ρωτάει τη Φιρντάους μια άγνωστή της γυναίκα που αργότερα την μυεί στο επάγγελμα της πόρνης και φυσικά την εκμεταλλεύεται. Στο σημείο αυτό, οι γυναικείοι χαρακτήρες του βιβλίου σκοτεινιάζουν, όπως ο πατέρας, ο θείος, ο σύζυγος, οι διάφοροι σωτήρες, οι προϊστάμενοι, οι πελάτες, οι καλλιεργημένοι επαναστάτες και οι μαστροποί.
Η Φιρντάους έμαθε να μην περιμένει το καλό. Το έμαθε νωρίς, με τρόπο άγριο και αποκρουστικό από την ίδια της την μητέρα. «Εκείνη πρώτα μ’ έδειρε κι ύστερα έφερε μια γυναίκα που κρατούσε ένα μικρό σουγιά ή ένα ξυράφι κι έκοψε ένα κομμάτι κρέας στην περιοχή ανάμεσα στα πόδια μου», λέει στην αρχή της αφήγησής της. Την αντίστοιχη προσωπική της εμπειρία μεταφέρει η συγγραφέας σε άλλο της βιβλίο (The Hidden Face of Eve: Women in the Arab World), όταν στα 6 της χρόνια υπέστη κλειτοριδεκτομή και το τραυματικότερο ήταν η παρουσία της χαμογελαστής της μητέρας.
Προερχόμενη από τον πλασματικά ασφαλέστερο δυτικό κόσμο των άνισων μισθών, των υπό συζήτηση εκτρώσεων, της εξιδανικευμένης μητρότητας, των παρενοχλήσεων, των βιασμών και των γυναικοκτονιών, σκέφτομαι πως η κλειτοριδεκτομή δεν είναι πρακτική, είναι κουλτούρα. Έχει πολλές εκδοχές και φέρνει πολλαπλούς ακρωτηριασμούς ανεπαίσθητους που άλλοτε γίνονται στα πλακάκια του μπάνιου κι άλλοτε στα τραπέζια της κουζίνας με το μαχαιράκι του φρούτου, εκεί όπου μητέρες και κόρες συζητούν με συγκατάβαση. Όσα δεν λέγονται ανάμεσά τους, είναι ακριβώς όσα θα έπρεπε να ειπωθούν.
Το νέο ρεύμα θέλει το φεμινισμό να ξεκινάει από το σπίτι. Ούτε δυτικά, ούτε ανατολικά, θα πρόσθετα. Ξεκινά κατάματα με βαθιά συνείδηση του σαιξπηρικού of woman born, που συναντάμε στον Μακμπέθ και είναι ίσως το ισχυρότερο επιχείρημα στην προβοκατόρικη ερώτηση του ποιους αφορά τελικά ο φεμινισμός.
Το βιβλίο, όπως κι ο φεμινισμός, αφορά όσους έχουν γεννηθεί από γυναίκα. Σκληρές σελίδες που ανεβάζουν παλμούς κι υπενθυμίζουν πόσο συχνά το θύμα γίνεται θύτης. Αλλά και πόσο σπάνια συναντιούνται τα βλέμματα των θυμάτων υπό τον φόβο της κατακραυγής. Η ηρωίδα φοβήθηκε πολλά αλλά όχι τον θάνατο. «Όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν. Προτιμώ να πεθάνω για το δικό μου έγκλημα παρά για τα δικά τους», διαβάζουμε στο τέλος. Φιρντάους σημαίνει Παράδεισος, είναι άραγε αυτή η μόνη απελευθέρωση;
(*) Η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη είναι ποιήτρια τελευταίο βιβλίο της : Dyno: Με τα ζάρια στον αέρα, Πόλις