Ο χαμένος παππούς
Ήταν η εποχή της αθωότητας, της πίστης, των ευχών και των προσευχών, τότε που τα παιδιά του δημοτικού γαλουχημένοι από τις μαμάδες και τις γιαγιάδες μας πιστεύαμε στα θαύματα. Το σχολείο ήταν μια καθημερινή αγγαρεία, αλλά το αγαπούσαμε γιατί όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, καθόμαστε στα θρανία, μαθαίναμε ένα σωρό πράγματα και τριγυρνούσαμε στην αυλή, ζωηρά και ανέμελα.
Τις Κυριακές, μετά την λειτουργία στην εκκλησία της Παναγίας, τα αγόρια παίζαμε στην Πλατεία του χωριού ποδόσφαιρο με μια ξεφούσκωτη μπάλα. Ακόμα στήναμε κέρματα στο χώμα και παίζαμε με γυάλινους βώλους. Μερικοί από μας, μαζί με τους μεγαλύτερους, πηγαίνανε στο καφενείο του Σκόρτση για να παίξουν μπιλιάρδο και ποδοσφαιράκι.
Δεν έκανα ευχές, έκανα μόνο προσευχές, ήθελα να είμαι καλός μαθητής και διάβαζα πιο πολύ από τα άλλα παιδιά. Για ποιο λόγο; Δεν θυμάμαι. Νομίζω πως εύρισκα στα μαθήματα τη χαρά που δεν μου πρόσφεραν τα παιγνίδια στην Πλατεία και στη γειτονιά, το Κρυφτό, το Κουτσό, το Δεν περνάς κυρά Μαρία.
Κι όμως το σχολείο κάποια στιγμή το βαριόμαστε, αισθανόμαστε πως εξαιτίας του χάναμε την ελευθερία μας. Γι’ αυτό περιμέναμε να έρθουν οι γιορτές για να χαλαρώσουμε, να απαλλαγούμε από την καταπίεση της δασκάλας μας, της κυρίας Αμαλίας που ήταν όμως καλός άνθρωπος, όχι σαν την άλλη, τη στριμμένη κυρία Σοφία.
Τις μέρες του χειμώνα, όταν ερχόταν η γιαγιά Μαγδαληνή κοιμόταν δίπλα στο τζάκι, όπου η φωτιά έκαιγε και τα ξύλα τριζοβολούσαν. Τις κρύες νύχτες, καθισμένη σ’ ένα σκαμνί, ψήνοντας στις στάχτες πατάτες, γλυκοπατάτες και ρεβίθια, μας διηγιόταν σε μένα και την αδελφή μου το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας. Τα Χριστούγεννα, μας έλεγε την ιστορία της θείας Γέννησης και των Τριών Μάγων με τα δώρα.
Τα Χριστούγεννα ήταν μεγάλη γιορτή, η μεγαλύτερη. Το σπίτι εκείνες τις μέρες έπαιρνε εορταστική όψη. Όπως κάθε χρόνο, στα δύο παράθυρα που έβλεπαν στον κήπο με την πορτοκαλιά, τη λεμονιά και τη νοσπολιά, είχαν μπει άσπρες κουρτίνες, ενώ οι εξωτερικοί τοίχοι είχαν βαφτεί με ασβέστη.
Τα περιμέναμε με ανυπομονησία τα Χριστούγεννα. Όχι μόνο επειδή έκλειναν τα σχολεία. Η προσμονή μας οφειλόταν και στα κάλαντα. Με τα παιδιά της γειτονιάς βγαίναμε να τα πούμε τρεις φορές: την παραμονή της Γέννησης, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Τα δικά μας κάλαντα δεν είναι ίδια μ’ εκείνα της υπόλοιπης Ελλάδας, έχουν άλλη μουσικότητα επειδή είναι γραμμένα πάνω σε ιταλικές μελωδίες.
Θυμάμαι καλά τα Χριστούγεννα που ήμουν στην έκτη τάξη. Η μητέρα από μέρες πριν είχε βγάλει από το μπαούλο το άσπρο λινό τραπεζομάντιλο με τα κρόσσια. Είχε ετοιμάσει και τα παραδοσιακά γλυκίσματα. Το πιο νόστιμο ήταν οι τηγανίτες που τις έφτιαχνε στο μικρό χάλκινο καζάνι με μαγιά, αλεύρι, γάλα, αλάτι, λάδι και μέλι. Πρόσθετε ζάχαρη και κανέλα, ύστερα, τις έβαζε σε πιατέλες και μοσχοβολούσε το σπίτι. Μόλις τις έτρωγε, ο πατέρας χαμογελούσε ικανοποιημένος.
Το πρωί ήρθε στο σπίτι μας η μία νόνα, η Μαγδαληνή, που έμενε στου θείου Βασίλη (ο πάππους, ο Φιλιππής, είχε πεθάνει πριν από την Κατοχή). Έφερε κυδώνια, τα έψησε στα κάρβουνα και πρόσθεσε ένα σιρόπι από λιωμένη ζάχαρη, κανέλα και μαστίχα.
Η άλλη νόνα, η Μαρία, έμενε στο σπίτι των άλλων θείων και μαγείρευε κορονιά, έναν χυλό από αλεύρι καλαμποκιού. Τον άλλο πάππου, τον Δημήτρη, δεν τον είχα γνωρίσει. Δεν ήξερα πώς είναι, τον θεωρούσα χαμένο. Ήταν ναυτικός και τυχοδιώκτης, γύριζε από δω κι από κει. Δεν ξέρω τι ευχές έκαναν οι άλλοι, αλλά εγώ έκανα μία: να έρθει κάποτε ο πάππους Δημήτρης να τον δω και να με αγκαλιάσει.
Όχι, δεν ήρθε, δεν ήρθε ποτέ, δεν ξέρω τι απέγινε.
Σήμερα ατενίζω εκείνη την εποχή από απόσταση και χαμογελάω. Τη νοσταλγώ κι επιστρέφω πίσω, στη χαμένη αθωότητα και τη χαμένη πίστη, βλέπω τον εαυτό μου να πηγαίνει στην εκκλησία, να ανάβει κερί, να φιλάει εικόνες, να ψιθυρίζει το «Πάτερ Ημών», και να παρακαλάει νοερά τους αγίους να πάνε όλα καλά.
Πήγαν; Δεν ξέρω. Τότε τα παιδιά κάναμε ευχές και προσευχές, μα δεν κάναμε όνειρα, δεν είχαμε σχέδια, ούτε φιλοδοξίες, δεν βάζαμε στόχους, δεν γνωρίζαμε τι είναι επιτυχία, ευτυχία και καλοτυχία. Η λέξη τύχη ήταν συνδεδεμένη με τα λαχεία, το ΠΡΟΠΟ, και τον Άη Βασίλη. Τι καλό θα μας έφερνε τον καινούργιο χρόνο αυτός ο γεροντάκος με τα’ άσπρα γένια; αναρωτιόμαστε. Πάντως, η ευχή μου για τον πάππου, παρόλο που την επανέλαβα, δεν πραγματοποιήθηκε.