Ο Γιάννης Η.Παππάς γράφει το Δ’ μέρος για τις μοιραίες γυναίκες στη ζωή του Τσάζαρε Παβέζε. Βλέπε στις σημειώσεις τα λινκ για τα τρία προηγούμενα άρθρα.
ΦΕΡΝΑΝΤΑ ΠΙΒΑΝΟ[1]
Σχεδόν όλα είναι γνωστά για τον δεσμό που ένωσε τον Τσέζαρε Παβέζε και την Φερνάντα Πιβάνο, τον νεαρό συγγραφέα που ήταν ήδη η κινητήρια δύναμη του νεοσύστατου εκδοτικού οίκου Einaudi και τη φοιτήτρια που αναρωτήθηκε «Μα ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην αμερικανική και την αγγλική λογοτεχνία;», οι οποίοι έγιναν πυλώνες του πολιτισμού του 20ού αιώνα.
Η ίδια η Πιβάνο αφηγείται την πρώτη τους συνάντηση στα Ημερολόγιά της 1917-1973 (εκδ. Bompiani): ο «νεαρός» αναπληρωτής που το 1935 για λίγους μήνες ενθουσίασε την τάξη στο Λύκειο D’Azeglio του Τορίνου με αναγνώσεις των Μομιλιάνο, Ντε Σάνκτις και Μπενεντέτο Κρότσε Croce, πριν από τη σύλληψη και την εξορία του, ήταν ο Παβέζε, ενώ η Πιβάνο ήταν η μαθήτρια που κατέγραψε «το εξαιρετικό προνόμιο» να τον ακούει ενώ «διάβαζε τον Δάντη ή τον Γκουίντο Γκουινιτσέλι και τους έκανε διαυγείς σαν το φως της ημέρας».
Το κοινό τους πάθος για τις σπουδές παρέμεινε ισχυρό σημάδι ακόμη και όταν συναντήθηκαν ξανά το καλοκαίρι του 1938: ο συγγραφέας επέστρεψε από την εξορία και η Πιβάνο ήταν ήδη φοιτήτρια. Ήταν τότε που ο Παβέζε πρότεινε στη νεαρή Φερνάντα, τη «Gôgnin» («προσωπάκι»), να διαβάσει τα βιβλία του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, του Γουόλτ Γουίτμαν, του Σέργουντ Άντερσον και του Έντγκαρ Λη Μάστερς, μια πρόταση που θα άλλαζε τη ζωή της Πιβάνο [θα γίνει η μεγαλύτερη και σημαντικότερη μεταφράστρια της αμερικανικής λογοτεχνίας στην Ιταλία] και στη συνέχεια, χάρη σε αυτήν, την ιταλική κουλτούρα και τις εκδόσεις.
Καθώς τη φιλούσα με την ψυχή μου στα χείλη, / η ψυχή μου πέταξε ξαφνικά.
Αυτοί οι στίχοι, οι καταληκτικοί του ποιήματος «Francis Turner», πείθουν τη Φερνάντα Πιβάνο για την ανάγκη να μεταφράσει την Ανθολογία του Spoon River. Ήταν οι αρχές της δεκαετίας του 1940, η μελλοντική «Νάντα» ήταν 26 ετών και το υπερ-απαγορευμένο βιβλίο, όπως θα το όριζε η ίδια, της είχε παραδοθεί από τον Τσέζαρε Παβέζε, ο οποίος είχε ασχοληθεί με το έργο του Έντγκαρ Λη Μάστερς από το 1930.
Αυτό ακριβώς το πάθος για τις σπουδές και τη λογοτεχνία, πολύ περισσότερο από τον ανεκπλήρωτο έρωτα του Παβέζε για τη Φερνάντα (ήδη πολύ ερωτευμένη με τον μελλοντικό σύζυγό της Ettore Sottsass, στον οποίο είπε όχι δύο φορές, το 1940 και το 1945, όταν ο Παβέζε της ζήτησε να τον παντρευτεί), είναι αυτό που προκύπτει από τις επιστολές και την αλληλογραφία που δημοσιεύουμε πιο κάτω.
Όπου βλέπουμε, είναι αλήθεια, τον νεαρό Τσέζαρε «ζηλιάρη σαν γορίλας», αλλά και, για παράδειγμα στη σημείωση του 41, την αντιπαθητική προτροπή για «μελέτη και επιμέλεια». Άλλα παραδείγματα βρίσκονται στα ημερολόγια της ίδιας της Πιβάνο, όταν η συγγραφέας θυμάται ότι «ο Παβέζε προσπαθούσε να με κάνει διανοούμενη», ή όταν απαριθμεί τα άρθρα του συγγραφέα στο περιοδικό La cultura, τα οποία καταβρόχθιζε, ή τέλος σε άλλα ανέκδοτα έργα του Παβέζε στα οποία ο συγγραφέας προτρέπει τη Φερνάντα να «μελετήσει, να μελετήσει, να μελετήσει». Αλλά κυρίως σε αυτό το αδημοσίευτο έργο, με ημερομηνία 11 Ιανουαρίου 1943, ξεδιπλώνεται η προτροπή του συγγραφέα με τα λόγια του μέντορά του. Ο Παβέζε ανησυχεί με την πρόσκληση να καταταγεί στο στρατό, που μόλις έλαβε: αλλά αντιμετωπίζει το θέμα με ειρωνεία και ασχολείται με τη Φερνάντα. Σίγουρα ενσάρκωνε το ιδανικό του για μια γυναίκα, «πολύτιμη σε μια αγνοημένη ύπαρξη» (Η τέχνη του ζην, Einaudi), η οποία όμως του έκανε εντύπωση ως έξυπνη και διαφορετική από τα «συνηθισμένα κορίτσια» (Η ζωή μέσα από τα γράμματα, Einaudi). Σ’ αυτό το ανέκδοτο έργο, λοιπόν, δίνει κάποιες οδηγίες για τη μετάφραση της Ανθολογίας του Spoon River, της ιστορικής μετάφρασης της Πιβάνο που επρόκειτο να εκδοθεί την ίδια χρονιά, το 1943, μαζί καθησυχάζοντας («Θα τα κάνω όλα εδώ») και καλώντας ταυτόχρονα σε προσοχή. Αλλά αυτό που «ανησυχεί» περισσότερο τον Παβέζε είναι η στάση της πρώην μαθήτριας, φίλης και πολλά υποσχόμενης μελετήτριας: μια «μελαγχολία» που σίγουρα, με άλλους τρόπους, μοιράζονταν όλοι οι νέοι διανοούμενοι της εποχής, καταπιεσμένοι από το καθεστώς, τον πόλεμο, τη φτώχεια και μια απομόνωση που δεν ήταν μόνο προσωπική.
Ο Παβέζε φανερώνει όλο το θάρρος μιας γενιάς που μεγάλωσε μέσα σε δυσκολίες και λογοκρισία, και είναι σε θέση να δει την καινοτομία αυτού που έχει μπροστά της, σε αυτή την αυτόνομη και ικανή γυναίκα. Εδώ σχεδόν προϊδεάζει για τον τρόπο με τον οποίο η Ιταλίδα γυναίκα, όχι μόνο η Φερνάντα, θα πρέπει να εγκαταλείψει τους μέτριους ρόλους που επιβάλλει η εποχή και ο φασισμός. «Είναι μόνη και άπορη», γράφει ο Παβέζε, «αλλά μπορεί να σπουδάσει και να εργαστεί», εξηγεί. Και ακόμη: «Δεν τα πηγαίνει καλά με τους γονείς της, αλλά μελετώντας και δουλεύοντας προετοιμάζει τον δρόμο για την ανεξαρτησία της». Μια ανεξαρτησία που θα είναι ακριβώς αυτή της Πιβάνο, ζωηρής εμψυχώτριας του πολιτισμού, εξερευνήτριας ταλέντων, γέφυρας μεταξύ της Αμερικής της γενιάς των Μπητ και της Ιταλίας, και πολλά άλλα. Ένα μέλλον που, προτού υπάρξει στην πραγματικότητα, υπάρχει ήδη εν συντομία εδώ, στις λίγες γραμμές ενός συγγραφέα που δίνει ελαφρά, αλλά σταθερά, την προτροπή και την αυτοπεποίθηση που μπορεί να προέρχεται μόνο από έναν δάσκαλο.
Ο φίλος του Παβέζε Ντάβιντε Λαγιόλο γράφει για την Πιβάνο στο βιβλίο του Το παράλογο πάθος:
«Προς το τέλος του 1940, μια άλλη γυναίκα μπαίνει στη ζωή του Παβέζε, η οποία κατέχει σημαντική θέση στη ζωή του και στο ημερολόγιό του για περισσότερα από πέντε χρόνια.
Ήταν μια νεαρή μαθήτρια από το Τορίνο -η Φερνάντα Πιβάνο- η οποία ήταν μαθήτριά του κατά τους λίγους μήνες που δίδαξε ως αναπληρωτής καθηγητής στο Λύκειο D’Azeglio.
Αυτός ο νεαρός δάσκαλος, ο οποίος μπήκε στο σχολείο με εξαιρετική συστολή, σχεδόν σαν να μην ήθελε να τον προσέξουν, κατέληξε να προσελκύει την ιδιαίτερη προσοχή όλων των μαθητών, ιδίως των κοριτσιών. Πολύ καλός στο διάβασμα και στην παρουσίαση Ιταλών συγγραφέων, κλασικών και σύγχρονων, ακριβώς λόγω της επιφυλακτικότητάς του και της κλειστής και ντροπαλής συμπεριφοράς του, προκαλούσε τη γενική περιέργεια με τις αποδράσεις που έκανε, στα μικρά διαλείμματα μεταξύ του ενός μαθήματος και του άλλου, για να τρέξει στο τηλέφωνο. Αυτά ήταν οι κλήσεις προς τη γυναίκα με τη βραχνή φωνή, αλλά παρόλο που δεν το γνώριζαν, οι μαθητές υπέθεταν από την έκφραση του προσώπου του ότι ο ντροπαλός και συνεσταλμένος καθηγητής είχε μια δική του κρυφή αγάπη.
Μόλις τελείωσαν οι σύντομοι μήνες της διδασκαλίας, ο καθηγητής Τσέζαρε Παβέζε δεν συνάντησε ποτέ ξανά κανέναν από εκείνους τους μαθητές. Λίγα χρόνια αργότερα, συνοδευόμενος από τον φίλο του Νορμπέρτο Μπόμπιο στο κολυμβητήριο, ο Παβέζε ξαναβρήκε την Πιβάνο.
Ήταν πια μια ολοκληρωμένη νεαρή κοπέλα, όμορφη, ερωτεύσιμη, φλύαρη, κομψή και ευτυχισμένη. Ήταν εκείνη που του υπενθύμισε ότι ήταν μαθήτριά του στο Λύκειο και από εκείνη τη συνάντηση ο Παβέζε –επί πέντε χρόνια– έβλεπε τη Φερνάντα κάθε μέρα.
Μετά την τρομερή συναισθηματική και σεξουαλική του εμπειρία με τη γυναίκα με τη βραχνή φωνή [την Τίνα Πιτσάρντο], είχε την ψευδαίσθηση ότι είχε βρει μια διέξοδο από τη μοναξιά του σε αυτό το κορίτσι που οι αισθήσεις του κοιμόντουσαν ακόμα, βρίσκοντας ζεστασιά και ελπίδα να αποκτήσει επιτέλους οικογένεια.
Αποφασισμένος να την κατακτήσει πνευματικά, μέσα σε πέντε χρόνια, ο Παβέζε δεν ζήτησε ποτέ από τη Φερνάντα να τη φιλήσει.
Κάθε πρωί την περίμενε στη viale Stupinigi, καθόταν μαζί της σ’ ένα παγκάκι και της διάβαζε ποιήματα του Μοντάλε, του Ουνγκαρέτι και μερικές φορές και δικά του. Η ανθρώπινη και ψυχολογική πίεση που άσκησε στη Φερνάντα με όλη την καλοσύνη και την προσοχή του, την ώθησε ν’ αλλάξει τη ζωή της. Από μια κατάσταση χαράς και ανέμελης κοσμικότητας σε μια κατάσταση μελέτης, για την οποία ο Τσέζαρε παρείχε προτάσεις, βιβλία και παρέα. Βρήκε στο πρόσωπο της φίλης του ένα καταφύγιο από τις ερωτομανίες που τον είχαν βασανίσει με τη γυναίκα με τη βραχνή φωνή.
Τότε ξαφνικά, καθώς συνέχισαν να μιλάνε ο ένας στον άλλον με το «εσείς», της ζήτησε να τον παντρευτεί. Η Φερνάντα ήταν τότε πολύ νέα και πολύ μακριά απ’ αυτή τη σκέψη για να πει «ναι» και «όχι».
Αντιθέτως, χωρίς να το πει στον Παβέζε, η Πιβάνο είχε αρχίσει να μεταφράζει μόνη της τα ποιήματα της Ανθολογίας του Spoon River και όταν κατάφερε να του διαβάσει τις μεταφράσεις κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης στο σπίτι της, την ευχαρίστησε σαν να επρόκειτο για επίδειξη αγάπης.
Ο Παβέζε αγόρασε ένα ποδήλατο για να τρέχει στα ραντεβού του και έπεισε τη Φερνάντα να κάνει το ίδιο, ώστε να μπορεί να τη συνοδεύει σε μεγάλες βόλτες στις όχθες του Πάδου ή του Σανγκόνε.
Για πέντε χρόνια η Φερνάντα ήταν η έμπιστή του και σ’ αυτήν επέστρεψε ο Παβέζε για να ελπίζει σε ένα σπίτι και μια αγάπη.
Αλλά ακόμη και αυτή η εμπειρία -τόσο διαφορετική- κατέληξε σε αποτυχία γι’ αυτόν.
Στη σελίδα τίτλου του μυθιστορήματος Διακοπές τον Αύγουστο σημειώνονται δύο ημερομηνίες: 26 Ιουλίου 1940 και 10 Ιουλίου 1945, οι οποίες θυμίζουν τις δύο αιτήσεις γάμου που υποβλήθηκαν στη Φερνάντα και οι δύο σταυροί αντιπροσωπεύουν το νόημα των απαντήσεων. Και εδώ, μαζί με την ομάδα των επιστολών που έγραψε ο Παβέζε στον Στουράνι και την άλλη ομάδα, αυτές που γράφτηκαν από τον εγκλεισμό, χάρη στην εξαιρετική ευγένεια της Φερνάντα Πιβάνο, έχω την τύχη να μπορώ να προσθέσω μια τρίτη ομάδα επιστολών του Τσέζαρε.
Αυτές συμπληρώνουν μια πολύ ιδιαίτερη αυτοβιογραφία του συγγραφέα και του ανθρώπου, όχι λιγότερο μυστική και όχι λιγότερο έγκυρη από εκείνη που μας άφησε με το ημερολόγιο Η τέχνη του ζην. Η Φερνάντα Πιβάνο διατηρεί την ύψιστη μνήμη του Παβέζε. Μόνο με την ελπίδα ότι αυτές οι επιστολές θα βοηθήσουν στην ολοκλήρωση της βιογραφίας της, αποφάσισε, μετά από πολλή σκέψη, να τις δημοσιοποιήσει.
Το πρώτο γράμμα –με ημερομηνία 22 Αυγούστου 1940– έχει τη δική της αφιέρωση, η οποία, ακόμη και αν φαίνεται σιβυλλική, δεν θα είναι τόσο δύσκολο να την καταλάβει κανείς όταν αντιληφθεί αμέσως ότι ο Νάντο τής κατ’ οίκον εργασίας περιγράφεται ως Φερνάντα και ότι ο «ηλίθιος» φίλος δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Τσέζαρε.
Ο φίλος του Νάντο είναι ανόητος. Εδώ και πέντε ημέρες, για δεύτερη φορά στη ζωή του, έχει μπει σε φυλακή.
Εργασία στο σπίτι
22 Αυγούστου 1940
Θέμα: Περιγράψτε πώς περνάτε τις διακοπές σας και ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον.
Πόσο όμορφες είναι οι βόλτες μας με το ποδήλατο γύρω από το Τορίνο!
Τηλεφωνώ στον φίλο μου τον Νάντο κάθε πρωί μόλις ξυπνήσω, και μετά συναντιόμαστε στις δέκα και μισή, την ώρα κατά την οποία εκείνος έρχεται πάντα. Μου αρέσει όταν τον βλέπω να βγαίνει από την πόρτα, σχεδόν πάντα με διαφορετικό κοστούμι από την προηγούμενη φορά, αλλά τα χρώματα που προτιμώ σ’ αυτόν είναι το λευκό ή το έντονο κόκκινο, και βρίσκω ότι του ταιριάζουν πολύ καλά.
Τότε Ανεβαίνουμε στα ποδήλατά μας και ο Νάντο, που είναι πιο συστηματικός από μένα, διπλώνει πάντα προσεκτικά τις κάλτσες του. Οδηγούμε προς τα περίχωρα του Τορίνου, και κάνοντας πετάλι με όλη τη φλόγα που έχουμε στο σώμα μας, μιλάμε πάνω απ’ όλα για τις σπουδές μας, γιατί κατά τη διάρκεια των διακοπών παίρνουμε συχνά ξανά στα χέρια μας τα βιβλία μας, και στον Νάντο αρέσει ιδιαίτερα να θυμάται τις καλές μέρες που περάσαμε στο σχολείο.
Πηγαίνω στον Νάντο γιατί ξέρω ότι μπορώ να μάθω χίλια καλά πράγματα απ’ αυτόν: ποτέ από το στόμα του δεν βγαίνουν αυτές οι ανάρμοστες φράσεις, ούτε αυτές οι βρωμιές που δυστυχώς δηλητηριάζουν τις ψυχές τόσων παιδιών της εποχής μας. Με τον Νάντο μιλάμε αντί για αναμνήσεις από το σχολείο και τους καθηγητές μας, και, αν και ξέρουμε ότι δεν πρέπει να απολαμβάνουμε το κακό κανενός, μερικές φορές γελάμε πολύ μαζί, στη σκέψη των συμμαθητών μας που, αφού δεν διάβασαν κατά τη διάρκεια της χρονιάς, πρέπει τώρα να περάσουν τις διακοπές σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο για να προετοιμάσουν τις εξετάσεις των μεταξεταστέων. Πόσο ωραίο είναι να έχεις προαχθεί!
Τσέζαρε Παβέζε, 19 Οκτωβρίου 1940
Αγαπητή Φερν,
…χθες ήσουνα πολύ γκρινιάρα, και στοιχηματίζω ότι ήσουνα και άσχημη. Αντί να βρίσκεις δικαιολογίες και συνενόχους παντού, μελέτησε, πράγμα που θα είναι καλύτερο.
…Το σεξ είναι η κατάρα της ζωής. Αλλά και μια μεγάλη παρηγοριά. Φερνάντα, εκτίμησε το σεξ, το οποίο είναι αυτό που γεννά τα γράμματα και τις τέχνες και παρέχει στη χώρα πολίτες. Το εκτιμάς.
Γράψε μου αν το εκτιμάς. Δικός σου
Παβέζε
Με τον Άλεν Γκίνσμπεργκ
[Σάντο Στέφανο Μπέλμπο, 25 Ιουνίου ’42]
Αγαπητή Φερνάντα,
αν δεν γνωρίζεις τη μυρωδιά του σιταριού, εννοώ του σιταριού στο χωράφι, ώριμο, να κουνιέται, κάτω από τα σύννεφα και την καλοκαιρινή βροχή, είσαι άτυχη και σε λυπάμαι. Σκέψου μόνο ότι δεν είχα μυρίσει ποτέ το σιτάρι σαν φυτό, γιατί πάντα ερχόμουν στην εξοχή στα μέσα Ιουλίου, όταν είχε ήδη θεριστεί, κι αυτή τη φορά ήταν σαν να επιστρέφει ένας σύζυγος, που έχει χωρίσει από τη γυναίκα του για χρόνια για να τη δει κι εκείνη του φαίνεται ερωμένη, δηλαδή έχει λόγια, χειρονομίες, στιγμές άγνωστες σ’ αυτόν, που του ξέφυγαν την εποχή του ερωτικού πάθους, και που τώρα τού φαίνονται να του αποκαλύπτουν όλη τη γλύκα του πρώτου έρωτα. […]
Στη Φερνάντα Πιβάνο, Mondovì Breo
Ρώμη, Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 1943
Αγαπητή Φερνάντα,
κατά τη διάρκεια του ταξιδιού σκέφτηκα πολύ και συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν πια μικρό παιδί, γιατί αν ήμουν μικρό παιδί θα χαιρόμουνα και θα υπέφερα πολύ και θα έκανα όμορφες σκέψεις και θα έγραφα ποιήματα. Αντιθέτως, ήμουν σταθερός και κλειστός και λογικός και ευγενικός, όπως νόμιζα ότι ήταν οι άνδρες στην εποχή μου, και τους ζήλευα πολύ γι’ αυτό. Τι ανόητος. Φερν, γερνάω και, αν σκέφτομαι να γράψω ένα μυθιστόρημα, γυρίζω γύρω-γύρω χωρίς να απολαμβάνω ούτε το μυθιστόρημα ούτε τον εαυτό μου- αν σκέφτομαι τον έρωτα, μετράω το μέλλον και το σπίτι, και τα χρήματα και τα περιουσιακά μου στοιχεία. Φερν, γερνάω.
Στην πραγματικότητα, αισθάνομαι σαν πατέρας. Για το τι ή για ποιον, δεν είμαι σίγουρος, αλλά αισθάνομαι σαν πατέρας, υπεύθυνος και βαρετός και ξεπερασμένος. Το ίδιο πονηρός και έξυπνος όπως ήμουν εγώ στα μέσα της δεκαετίας του 20. Έτσι έγραψα ένα βιβλίο που κανείς δεν εκτιμά καθόλου, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν θα ξεπεραστεί από τίποτα άλλο που θα γράψω. […]
Η αλήθεια, Φερνάντα, είναι ότι γίνομαι εγωιστής και έχω τρομερούς πόνους στην ουροδόχο κύστη και στο τέλος θα χρειαστεί να εξεταστώ (συκώτι, πνεύμονες, νεφρά, ουροδόχος κύστη: είμαστε καλά). Δεν εκτιμώ πλέον τις απολαύσεις του τραπεζιού. Φερνάντα, το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Για μένα, το γεγονός ότι όταν είμαστε νέοι εφευρίσκουμε και δημιουργούμε, και όταν γερνάμε κλεινόμαστε στον εαυτό μας και γινόμαστε πατέρες, με πείθει ότι όλη η πνευματική ζωή εξαρτάται από τη φυσιολογία, και τότε σημαίνει ότι είναι ένας ντετερμινισμός όπως όλοι οι άλλοι. Οπότε στο διάολο με όλα αυτά: αυτό σημαίνει ότι, ακόμη κι αν το θέλεις, δεν μπορείς πλέον να γράψεις ένα καλό πράγμα, ούτε να «είσαι ευτυχισμένος» με παρέα.
Φερνάντα, είμαι πολύ δυστυχισμένος. Ωστόσο, Σας χαϊδεύω με επιφύλαξη και σας ζητώ να ευχαριστήσετε και πάλι τη μητέρα σας για το πρωινό ξύπνημα στις 5 1/2 το πρωί και το αυγό και όλα τα υπόλοιπα.
Παβέζε
Με τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ
[Ρώμη,] Τρίτη 25 [Μαΐου 1943]
Αγαπητή Φερνάντα,
πάντα ήξερα ότι είστε κακιά και εγωίστρια, αλλά ούτε εγώ αστειεύομαι, οπότε είμαι πρόθυμος να πάρω το ρίσκο.
Αλλά ας μιλήσουμε για πιο αξιοπρεπή πράγματα, έχετε αποφασίσει να σπουδάσετε ή όχι; Θυμάστε ότι στη Ρώμη δεν μπορεί κάποιος να τα καταφέρει δίχως να γνωρίζει μια γλώσσα. […]
Αγαπητή Φερνάντα, όταν κάποιος αρνείται να με παντρευτεί, έχει τουλάχιστον το καθήκον να με αποζημιώσει με το να μορφωθεί και να μάθει περισσότερα από μένα… Ή παντρέψου αμέσως τον σταθμάρχη και σταμάτα! […]
Φερνάντα, δεν τρώμε πολύ στο σπίτι και, από τους πέντε, οι τρεις έχουν γαϊδουρόβηχα. Σας περιμένω κι εγώ, και με αυτή τη βεβαιότητα Σας χαιρετώ θερμά, όχι χωρίς να εύχομαι να είμαστε οι δυο μας μαζί, σ’ ένα σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα, και οι δυο με γαϊδουρόβηχα, χτυπώντας ο ένας τον άλλον στην πλάτη και ανακατεύοντας τους βρυχηθμούς μας. Δικός σου
Τσεζαρίνο
Στη Φερνάντα Πιβάνο, Mondovì Breo.
[Ρώμη,] Κυριακή 30 [Μάιος 1943].
Αγαπητή Φερν,
συγκινήθηκα πολύ από την επιστολή Σας και αν μπορούσα θα έπαιρνα αμέσως το τρένο για να Σας αποδείξω ότι δεν είναι αλήθεια ότι σας περιβάλλει παγωνιά και εχθρότητα. Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί αισθάνεστε τόσο άσχημα τώρα που ξέρετε ότι μπορείτε να εργάζεστε εννέα ώρες την ημέρα και να συντηρείτε έτσι τον εαυτό σας. Δεν επιδιώκατε πάντα την ανεξαρτησία; Εκτός αν Σας συμβεί αυτό που συμβαίνει σε όλους: όταν το έχετε, δεν ξέρετε τι να το κάνετε. Με άλλα λόγια, επιστρέφουμε σε αυτό που πάντα Σας συμβούλευα να κάνετε: δημιουργήστε μια εσωτερική ζωή για τον εαυτό σας -με μελέτη, με αγάπη, με ανθρώπινα ενδιαφέροντα που δεν έχουν να κάνουν μόνο με το «να φτάσεις εκεί», αλλά με το «να είσαι» – και θα δείτε ότι η ζωή θα έχει νόημα. Δεν μπόρεσα να μετακομίσω γιατί είχαμε την αστυνομία στο σπίτι για πολύ καιρό – ένας από τους υπαλλήλους μας συνελήφθη- και μπορείτε να φανταστείτε το πρόβλημα.
Αγαπητή Φερν, η μοναξιά που νιώθετε μπορεί να θεραπευτεί μόνο με έναν τρόπο: με το να βγαίνεις στους ανθρώπους και να «δίνεις» αντί να «παίρνεις». (Αυτό είναι το συνηθισμένο ιερό κήρυγμα). Όχι ότι λαχταρώ να είμαι αυτός στον οποίο θα πρέπει να δώσετε – ειδικά αφού τα δώρα που θα μπορούσατε να μου δώσετε δεν θα ήταν και πάλι η λύση, αλλά θα προσέθεταν στο χάος. Αυτό είναι ένα ηθικό πρόβλημα πριν από ένα κοινωνικό, και πρέπει να μάθετε να εργάζεστε, να υπάρχετε, όχι μόνο για τον εαυτό σας αλλά και για κάποιον άλλο, για τους άλλους.
Όσο κάποιος λέει «είμαι μόνος», «είμαι ξένος και άγνωστος», «νιώθω το κρύο», θα είναι πάντα σε χειρότερη θέση. Μόνο όσοι θέλουν να είναι μόνοι, να το θυμάστε αυτό. Για να ζήσει κανείς μια πλήρη και πλούσια ζωή, πρέπει να πηγαίνει προς τους άλλους, πρέπει να ταπεινώνεται και να υπηρετεί. Και αυτό είναι όλο.
Η θέση μας εδώ είναι πολύ επισφαλής. Κάθε τόσο ο ιδιοκτήτης κάνει σχέδια για να πάρει την καλύβα πίσω στο Πιεμόντε, κάτι που δεν θα με πείραζε. Αλλά εν τω μεταξύ -συνέχεια- δεν κάνω τίποτα πια και δεν έχω καμία γαλήνη. Σταματήστε αυτή την ηλίθια ιστορία με την επιταγή. Σκεφτείτε καλύτερα να μεταφράσετε τον Αποχαιρετισμό και χρησιμοποιήστε την επιταγή για να αγοράσετε ένα πατίνι.
Κουράγιο και στο επανιδείν. Παβέζε
Ποιήματα για τη Φερνάντα Πιβάνο
Νυχτερινό
Ο λόφος είναι σαν την νύχτα στον καθαρό ουρανό.
Πλαισιώνει το κεφάλι σου, που μόλις κουνιέται
και συντροφεύει τον ουρανό. Είσαι σαν ένα σύννεφο
που μόλις διακρίνεται ανάμεσα στα κλαδιά.
Σου γελάει μέσα στα μάτια η παραξενιά
ενός ουρανού που δεν είναι ο δικός σου.
Ο λόφος από χώμα και από φύλλα κλείνει
με τον μαύρο όγκο του το ζωντανό σου βλέμμα ,
το στόμα σου έχει την πτυχή μιας γλυκιάς αυλακιάς
ανάμεσα στις μακρινές ακτές. Φαίνεται να παίζεις
στον μεγάλο λόφο και στην αναλαμπή του ουρανού:
για να μου αρέσει επαναλαμβάνεις το αρχαίο σκηνικό
και το κάνεις περισσότερο καθαρό.
Αλλά ζεις αλλού.
Το τρυφερό σου αίμα φτιάχτηκε αλλού.
Τα λόγια που λες δεν συγκρίνονται
με την άγονη θλίψη αυτού του ουρανού.
Δεν είσαι παρά ένα γλυκό, άσπρο σύννεφο
που μπλέχτηκε μια νύχτα ανάμεσα στα αρχαία κλαδιά.
[19 Οκτωβρίου 1940]
***
Καλοκαίρι
Ανάμεσα στους χαμηλούς τοίχους , υπάρχει ένας φωτεινός κήπος
από ξερό χορτάρι και από ένα φως,
που καίει αργά τη γη του . Το φως μυρίζει θάλασσα.
Αναπνέεις αυτό το χορτάρι. Αγγίζεις τα μαλλιά σου
και διώχνεις την ανάμνηση του χορταριού.
Έχω δει να πέφτουν
πολλά φρούτα, ώριμα πάνω σ’ ένα χορτάρι που θυμάμαι ,
με γδούπο. Έτσι τινάζεσαι και συ στο σκίρτημα του αίματος. Κουνάς το κεφάλι
σαν να συνέβαινε γύρω σου, ένα αέρινο θαύμα
και το θαύμα είσαι εσύ. Υπάρχει μια παρόμοια γεύση
στα μάτια σου και στη ζεστή ανάμνηση.
Ακούς.
Ακούς τα λόγια, αλλά μόλις που σε αγγίζουν.
Το πρόσωπό σου έχει μια ακτινοβολία από σκέψη που λάμπει
γύρω από τους ώμους σου, όπως το φως από τη θάλασσα.
Η σιωπή στο πρόσωπό σου αγγίζει την καρδιά μ’ έναν μαλακό γδούπο
σταλάζοντας σταγόνα σταγόνα έναν παλιό πόνο
όπως ο χυμός των πεσμένων φρούτων του τότε .
[ 3-10 Σεπτεμβρίου 1940 ]
***
Πρωινό
Το μισάνοιχτο παράθυρο έχει ένα πρόσωπο
πάνω από τον κάμπο της θάλασσας. Τα ξέπλεκα μαλλιά
συντροφεύουν τον απαλό ρυθμό της θάλασσας.
Δεν υπάρχουν αναμνήσεις σ’ αυτό το πρόσωπο.
Μόνο μια φευγαλέα σκιά, όπως τα σύννεφα.
Η σκιά είναι υγρή και γλυκιά όπως η άμμος
μιας ανέγγιχτης κουφάλας κάτω απ’ την αυγή.
Δεν υπάρχουν αναμνήσεις. Μονάχα ένα μουρμούρισμα
που είναι ο ήχος της θάλασσας που έγινε ανάμνηση.
Στο λυκόφως το απαλό νερό της αυγής
που απορροφάει το φως, φωτίζει το πρόσωπο.
Κάτω από τον ήλιο κάθε μέρα είναι ένα θαύμα.
Δεν υπάρχει χρόνος: ένα φως αλμυρό τη γεμίζει
και μια γεύση από ζωντανών θαλασσινών καρπών.
Δεν υπάρχει ανάμνηση σ’ αυτό το πρόσωπο.
Δεν υπάρχει λέξη που να το χωράει
ή να το συνδέσει με τα πράγματα που χάθηκαν. Χθες,
από το μικρό παράθυρο έσβησε, όπως
θα χαθεί ξαφνικά, χωρίς λύπη.
ούτε ανθρώπινες κουβέντες, στον κάμπο της θάλασσας.
(9-18 Αυγούστου 1940)
Τα ερωτικά αυτά ποιήματα γράφτηκαν για τη Φερνάντα Πιβάνο μεταξύ του Αυγούστου και του Οκτωβρίου του 1940, με τον ήρεμο τόνο τους (κυριαρχεί ο παραδοσιακός ενδεκασύλλαβος) υπογραμμίζουν την αδυναμία σύναψης σταθερής σχέσης με μια γυναίκα: μ’ αυτή την έννοια η θάλασσα, που είναι το φόντο των ποιημάτων, καθίσταται η μεταφορά αυτής της αστάθειας. Η γυναίκα καθίσταται μια ξεθωριασμένη μορφή, την οποία ο ποιητής είναι ανίκανος να συλλάβει Γι’ αυτό και ο ποιητής παραδίδεται στη μοναξιά.
[1] Ίντα Μπότσι, Corriere.it
Δείτε παρακάτω τα προηγούμενα άρθρα για τις γυναικες στη ζωή του Παβέζε