της Γιούλης Αναστασοπούλου
Του έβαλε με το ζόρι στο χέρι ένα σακουλάκι με μαυρομάτικα φασόλια. «Κάναμε μαύρα μάτια να σε δούμε», του πέταξε και εξαφανίστηκε στο διάδρομο, ενώ εκείνος αναρωτήθηκε αν η νεαρή γυναίκα ήταν συνάδελφος· δεν την είχε ξαναδεί. Άρχικα ένοιωσε αμηχανία, μετά όμως κατέληξε πως του άρεσε αυτό το αλλοπρόσαλλο πλησίασμα, μάλιστα άρχισε να το αναπολεί και να βρίσκει μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερα χαρίσματα στην παράξενη κίνησή της.
Τη θυμήθηκε. Μια φορά την είχε δει όλη και όλη και αυτό στο στέκι των συναδέλφων. Είχαν ανταλλάξει δυο ασήμαντες κουβέντες για την πορεία της εταιρείας. Τώρα την πετύχαινε στο διάδρομο του 3ου ορόφου. Τον ρώτησε πως τον λένε και άφησε στο αέρα μια πρόταση για σινεμά. Ένα έργο για τις σχέσεις, τού είπε· αυτός δεν απάντησε, δεν ήταν σίγουρος αν του άρεσε το σινεμά, ούτε και αυτή. Το ξέχασε από τότε, βούτηξε πάλι στα λογιστικά του και στις σφραγίδες του, κάτι υπήρχε στον τρόπο που μιλούσε και στο σώμα της που τον είχε απωθήσει. Δεν ήξερε τι.
Την είδε μετά από μέρες στην είσοδο της εταιρείας και δεν κατάλαβε τι τον έπιασε στα ξαφνικά και της πρότεινε να πάνε μετά τη δουλειά στην απέναντι καφετέρια στην Κηφισίας, «έτσι για καφέ στο χαλαρό», τής τόνισε. Εκείνη δέχθηκε με χαρά παιδιού και μάλιστα την πρόσεξε που έφυγε νωρίτερα από το ωράριό τους και ξαναγύρισε λίγο πριν τη λήξη της βάρδιας της φορώντας διαφορετικά ρούχα.
Κάθισαν σε ένα στρογγυλό σιδερένιο τραπεζάκι. Εκείνος προσάρμοσε τις κινήσεις του ακουμπώντας μαλακά τον ζίπο και το ποτήρι του στην τενεκεδένια επιφάνεια, ενώ εκείνη χειρονομούσε και άφηνε τα βραχιόλια της να βαράνε στον τζίγκο. Του δημιούργησε μεγάλη αμηχανία η θορυβώδης παρουσία της.
Του μιλούσε με ενθουσιασμό για τον εαυτό της · τότε που δούλευε στο μαγειρείο του πατέρα της στα Κάτω Πατήσια, τότε ήταν που άρχισε να αναγουλιάζει με τις μυρωδιές του κρέατος και του ψαριού και βρήκε παρηγοριά στα όσπρια. Έβγαλε μάλιστα και μερικές φακές από την τσέπη της και τις άπλωσε στο τραπέζι σχηματίζοντας με το δάχτυλό της κάτι που επέμενε πως έμοιαζε με άνδρα και γυναίκα.
«Τα όσπρια είναι έξυπνα και σκληρόπετσα, θέλουν ώρα και θέλουν και νερό από το βράδυ για να τα κάνεις του χεριού σου, θέλουν επιμονή και υπομονή».
Εκείνος δεν μιλούσε. Όταν αυτή τελείωσε την διήγησή της, έβαλε το δάχτυλό του μέσα στο σωρό τις φακές και τον ανακάτεψε νευρικά άθελά του. Σήκωσε τα μάτια του και είδε το βλέμμα της που κόλλησε στα σπυριά σαν να προσπαθούσε να τα μαζέψει ένα ένα με τα μάτια της. Το μετάνοιωσε που της χάλασε το σχέδιο, τής ζήτησε να φύγουν γιατί θα ξαναγύριζε στο γραφείο γιατί κάτι τάχα επείγον είχε προκύψει.
Την επόμενη μέρα βρήκε στο γραφείο του ένα μικρό ανθισμένο κεσεδάκι γιαουρτιού σαν αυτά που φτιάχνουν τα πρωτάκια.
Πάνω στο πληκτρολόγιο ήταν κολλημένο ένα μικρό κίτρινο ποστ-ιτ: Και το πιο παράξενο πράγμα μπορεί να ανθίσει.
Τον έπιασε τρέμουλο, λιποψύχησε. Δεν ήταν καθόλου του γούστου του όλα αυτά, ειδικά μάλιστα αν το είχε δει κάνεις από το λογιστήριο. Να τον συζητούν οι συνάδελφοι και να του κάνουν σχόλια για το γλαστράκι από φακές, αυτό του έλειπε, έπρεπε να κοπεί μαχαίρι η ιστορία.
Την ίδια κιόλας μέρα την ώρα του φαγητού συζήτησε την κατάσταση με ένα συνάδελφό που εμπιστευόταν, η καλή του φήμη ήταν πολύ σημαντική για αυτόν. Έμαθε πως αυτή, η Στέλλα, είχε γερό δόντι στην εταιρεία.
Την επομένη δεν την είδε στη θέση της. Έμαθε πως έχει δηλώσει ασθένεια. Ανέβηκε στο γραφείο του ευδιάθετος και ελαφρύς. Εκείνη απουσίασε όλη την εβδομάδα και εκείνος εκείνη την εβδομάδα υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός.
Τις επόμενες μέρες το γραφείο ήταν σε αναμπουμπούλα. Μάρτης μήνας και ετοιμάζονταν σοβαρές ανακατατάξεις, ομαδικές απολύσεις, job–rotation, meetings μέχρι αργά τη νύχτα και κάθε τόσο έβρισκε στο γραφείο του κομπολόγια από χρωματιστά ρεβίθια, μπισκότα με φακές για μάτια και χείλη που χαμογελούσαν, και δυο μαυρομάτικα φασόλια το ένα κολλητά στο άλλο, να κοιτάζονται με τα μεγάλα μαύρα μάτια τους πλάι στον καφέ του.
Άνοιγε το συρτάρι και τα πέταγε όλα μέσα. Δεν είχε καταλάβει γιατί τα φύλαγε, ίσως γιατί ο συνάδελφος του τού είχε προτείνει να κρατήσει τις αποδείξεις αυτής της ιδιαίτερης παρενόχλησης.
Έκεινη την εβδομάδα βγήκε και η ανανεωμένη πολιτική της εταιρείας για τις σχέσεις του προσωπικού, η πολιτική προαγωγών, τα bonus και ένα σωρό άλλες διαδικασίες. Και σαν να του φάνηκε εκείνη τη βδομάδα πως όλο και περισσότερο κέρδιζε τα χαμόγελα των συναδέλφων του που πλέον δεν του έμοιαζαν με χαμόγελα ειρωνείας, όπως παλιά, τότε που απλώς έκανε θελήματα. Ήταν μάνατζερ πια και έχαιρε θαυμασμού. Ήρθε και η πολυπόθητη αλλαγή θέσης εργασίας που του’χαν υποσχεθεί και στην γωνία περίμενε η προαγωγή. Όλα έδειχναν πως θα την έπαιρνε αυτός που είχε το καταλληλότερο προφίλ, εκείνος όμως δεν είχε ακριβώς το κατάλληλο. Ένα πρωί μπήκε βαρύς, τα νέα δεν ήταν ευνοϊκά, κάτι ακουγόταν για έναν συνάδελφό του, ίσως τελικά έπαιρνε τη θέση. Κάθισε στο γραφείο του και ήπιε δυο γουλιές σκέτο καφέ, μαύρο. Άνοιξε το συρτάρι του, μάζεψε νευρικά στις χούφτες του τις σκορπισμένες φακές και τα φασόλια· μερικά ξεχύνονταν από τη μολυβοθήκη, κατέβηκε αλαφιασμένος απ΄την έξοδο κινδύνου πηδώντας δυο δυο τα σκαλιά. Έφτασε στο γραφείο της στον πρώτο όροφο και τα αράδιασε όλα πάνω στο πληκτρολόγιό της. Μετά κοντοστάθηκε, γύρισε πίσω, πήρε δυο μαυρομάτικα φασόλια και τα γύρισε πλάτη με πλάτη ώστε τα κατάμαυρα μάτια τους να μην κοιτάνε το ένα το άλλο.
Το ίδιο βράδυ την βρήκε να τον περιμένει στο πάρκινγκ της εταιρίας, τρομαγμένος την έχωσε μέσα στο εταιρικό αυτοκίνητο και την πήγε στο παρκάκι μερικά στενά πιο κάτω.
Αυτή μυξόκλαιγε και μουρμούραγε για τα φασόλια που του τα έδειχνε στο χέρι της ακριβώς όπως της τα είχε ακουμπήσει, πλάτη με πλάτη.
Εκείνος σκέφτηκε από μέσα του ότι τον καταστρέφει, μαλακισμένη με καταστρέφεις, ούρλιαξε στο κεφάλι του και του΄ρθε να της ρίξει ένα σκαμπίλι, όμως κρατήθηκε. Κάθισε σιωπηλός και την άκουγε να του λέει για τα φασόλια που του τα γύρναγε στο χέρι της ανάποδα ώστε να κοιτάζει το ένα το άλλο.
Την άρπαξε με τα δυο του χέρια από τα μπράτσα, αυτή σάστισε και έμεινε παγωμένη. Εκείνη τη στιγμή πέρασε από το πάρκο το αμάξι του διευθυντή του και ο ίδιος τους χαιρέτισε. Έγνευσαν και οι δυο με σφιχτό χαμόγελο.
Την πήγε σπίτι της χωρίς να πουν άλλη κουβέντα. Κοντά στην πόρτα του σπιτιού της, ένα ισόγειο στα Κάτω Πατήσια, ξεκούμπωσε το παντελόνι του και έσπρωξε το κεφάλι της πάνω στον φερμουάρ του. Μόλις τελείωσε την χτύπησε μαλακά στην πλάτη για να την ευχαριστήσει και την καληνύχτισε.
Μιά βδομάδα μετά επισημοποίησαν την σχέση τους και εκείνος έγινε προϊστάμενος στον τομέα του, είναι πολύ ικανοποιημένος με την δουλειά του και εξαιρετικά παραγωγικός. Δεν ξανάφαγαν όσπρια, πέρα από τα μαυρομάτικα φασόλια που τα τιμούσαν μόνο Καθαρά Δευτέρα με μπόλικο ξύδι βάζοντας τα μαύρα βαθιά μάτια τους πάντα να κοιτάζουν το ένα το άλλο.