Γράφει ο Τάσος Πατρώνης
Θεώρημα 1
Η υπόσταση είναι προγενέστερη ως προς τη φύση της από τις διαθέσεις της
Σπινόζα, Ηθική
Στη λογοτεχνική αφήγηση που σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την ιστορική μνήμη και την πολιτική (κοινή) εμπειρία είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί η αντίληψη του Ράσσελ για την αλήθεια των λόγων, αυτό που λες δηλαδή να ανταποκρίνεται στα γεγονότα. Γιατί εδώ, θέλουμε δε θέλουμε, διαρκώς προβάλλει το ερώτημα ποια ακριβώς είναι τα “γεγονότα”. Γι’ αυτό το λόγο κάποιες αφηγήσεις αυτού του είδους κρύβουν μιαν ιδεολογική εμπάθεια, ενώ αντίθετα άλλες μοιάζουν με προσεκτικά γραμμένα δοκίμια περί Ιστορίας. Η λογοτεχνία φυσικά έχει τη δική της υπόσταση, που σημαίνει ότι μπορεί να μιμείται οτιδήποτε, χωρίς να το επιβάλλει. Βέβαια, τα αφηγήματα της τρέχουσας παραγωγής διαφέρουν σε αρκετά σημεία από εκείνα των συγγραφέων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, πρώτιστα επειδή εκείνοι είχαν βιώσει οι ίδιοι τα γεγονότα, ενώ οι τωρινοί τα ξέρουν από αφηγήσεις των παλαιότερων και ίσως γι’ αυτό τους διακρίνει μια περισσότερο ερευνητική διάθεση.
Και δοκίμιο και μυθοπλασία, με τη δεύτερη φυσικά να υπερέχει
Διαβάζοντας το Horex Regina, το πιο πρόσφατο από τα δύο αφηγήματα του Γιώργου Ρουσόπουλου,[1] ένιωσα ταυτόχρονα μια αισθητική συγκίνηση και μια νέα ιστορική επίγνωση. Αναρωτήθηκα τι είναι εκείνο που το κάνει να ξεχωρίζει ανάμεσα σε πολλά βιβλία με αληθοφανείς και μη ιστορίες από το σχετικά πρόσφατο παρελθόν της χώρας μας. Και ιδιαίτερα, δεδομένου ότι ο Γ.Ρ. έχει γράψει ένα φανταστικό χρονικό που δεν αφηγείται ένα αληθινό γεγονός, τι είναι εκείνο που προσδίδει μια ξεχωριστή αληθοφάνεια στην αφήγηση;
Παρ’ όλο που τα δυο παραπάνω ερωτήματα είναι λογικά ανεξάρτητα μεταξύ τους, η απάντηση που θα δώσω στο πρώτο είναι αρκετή για να απαντηθεί και το δεύτερο. Στη γλώσσα της σύγχρονης Σημασιολογίας θα έλεγα, μια και ο Γ.Ρ. είναι καθηγητής Φιλοσοφίας, ότι υπάρχει ένα “μοντέλο” που ικανοποιεί και τα δύο αιτήματα[2], αλλά χρειάζεται μια προεργασία γι’αυτό το “μοντέλο”.
Αν η δουλειά ενός καλού ιστορικού είναι, όχι απλά να “καταγράφει γεγονότα”, αλλά να ερμηνεύει τις ανθρώπινες πράξεις, ενώ αντίστοιχα η δουλειά του καλού λογοτέχνη δεν είναι απλά να αφηγηθεί αλλά να μιμηθεί, τότε μήπως ο δεύτερος μπορεί, με ένα κατάλληλο αφηγηματικό τέχνασμα, να μιμηθεί και την πράξη της ερμηνείας; Με άλλα λόγια, είναι δυνατό στη λογοτεχνία ένα “αφηγηματικό δοκίμιο”; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα πιστεύω ότι είναι θετική. Ένα τρανταχτό, αλλά κάπως αυθαίρετο στις κρίσεις του παράδειγμα αποτελεί η Μεγάλη Χίμαιρα του Καραγάτση, ως πολλαπλό δοκίμιο για την αστική κοινωνία της Ερμούπολης Σύρου, για την ορθόδοξη και τη δυτική θρησκευτική συνείδηση, για τον κατοπτρισμό της θρησκευτικής συνείδησης στη λογοτεχνία κ.λπ. Σ’ αυτό, όπως και σε δύο άλλα προπολεμικά μυθιστορήματα, τον Συνταγματάρχη Λιάπκιν και τον Γιούγκερμαν, ο Καραγάτσης εισάγει ως κεντρικές φιγούρες ξένους, που έρχονται στην Ελλάδα και προσπαθούν να εγκλιματιστούν. Η επιλογή αυτή προσφέρει περισσότερες δυνατότητες για μια “αντικειμενική” οπτική, αν και αυτό δεν επιτυγχάνεται πάντα. Στα σύγχρονα ελληνικά γράμματα ένα πιο κομψό παράδειγμα αποτελούν τα βιβλία του Κώστα Βούλγαρη Στο Όνειρο πάντα η Πελοπόννησο[3], Τα άλογα της Αρκαδίας και Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη[4]. Στο τρίτο βιβλίο αυτής της τριλογίας, ο Κ. Βούλγαρης εισάγει τη φιγούρα μιας Βουλγάρας φιλολόγου, ειδικευμένης στη Μεσαιωνική Γραμματεία και Βυζαντινή Χρονογραφία, που έρχεται στην Ελλάδα και αναγκάζεται να δουλέψει σε συνεργείο καθαρισμού. Η Άννα Ντεγιάνοβα, έτσι είναι το όνομά της, γνωρίζεται με τον Κώστα (ίσως ένα σεναριακό alter ego του συγγραφέα) και αρχίζουν μια διαπολιτισμική συζήτηση σχετικά με ένα βιβλίο που γράφει ο Κώστας για την επίδραση των Ευρωπαϊκών διανοητικών ρευμάτων στην Επανάσταση του ‘21 (ένα μοντέρνο αυτο-αναφορικό στυλ γραφής είναι φανερό σ’ αυτό το βιβλίο). Το βλέμμα ενός ξένου – έστω και γεωγραφικού “γείτονα” – στην Ελληνική Ιστορία ταράζει, θα λέγαμε, σ’ αυτό το αφήγημα του Βούλγαρη, τα λιμνάζοντα νερά της ντόπιας κατεστημένης ιδεολογικής αντίληψης της Ιστορίας.
Ο Γ.Ρ. στο Horex Regina εισάγει κι αυτός το βλέμμα ενός ξένου στην Ελλάδα, ενός Γάλλου ερευνητή στην Οικονομική και Πολιτισμική Γεωγραφία, του Λωράν Μακό, που έρχεται με τη σύντροφό του στην Ελλάδα το ’65 για μια ιστορικο-πολιτισμική έρευνα της οικονομικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα στην περιοχή του Θεσσαλικού κάμπου. Ο χαρακτήρας αυτός του Γάλλου ερευνητή δεν είναι ολότελα επινοημένος: αντιστοιχεί σε πραγματικό πρόσωπο που θυμάται ο συγγραφέας από τα παιδικά του χρόνια. Έτσι, μέσα από το βλέμμα ενός ξένου, τα πράγματα μετριάζονται από μόνα τους.
Από την εξαφάνιση του συγγραφέα στην υποκατάσταση του αφηγητή
Θα μας βοηθήσει να αντιπαραβάλουμε το Horex Regina με μια κλασική ελληνική “νουάρ” ιστορία, την Εξαφάνιση του Τζών Αυλακιώτη. Αυτό το μυθιστόρημα, από τα τελευταία του Γιάννη Μαρή, μας παραπέμπει (μέσω μιας σύντομης εξομολόγησης του αφηγητή, ενός άσημου δημοσιογράφου που στη διάρκεια της Κατοχής βγήκε στο βουνό), σε μια πιστή εν σμικρώ εικόνα του ίδιου του συγγραφέα. Μια τέτοια αυτομειούμενη τοποθέτηση δείχνει να βάζει τα πράγματα στη θέση τους – παρ’ όλο που μοιάζει σαν να μη θέλει να κρύψει εντελώς κάποιαν υποβόσκουσα ένταση: άλλη είναι η ιστορία μυστηρίου που διαβάζουμε (σ’ αυτή πρέπει να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον μας) και άλλη η «πονεμένη ιστορία» του συγγραφέα και του τόπου του.
Αν η κριτική της λογοτεχνίας περιλάμβανε στο πεδίο της και ταπεινές περιπτώσεις ταλαντούχων συγγραφέων δημοφιλούς κουλτούρας μυστηρίου, όπως του Γιάννη Μαρή-Τσιριμώκου, που χρειάστηκε να κρύψει το πολιτικό “εγώ” του, προκειμένου να γίνει αποδεκτός από ένα συντηρητικό αναγνωστικό κοινό σε μια μετεμφυλιακή κατάσταση πραγμάτων, τότε θα υπήρχαν απτά παραδείγματα της «Εξαφάνισης (ή του θανάτου) του Συγγραφέα», δηλαδή της επιβολής της βούλησης του αναγνώστη, που διακηρύχθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Και δεν θα χρειαζόταν, έτσι να ξεσπαθώσει με τόσο θυμό εναντίον των θιασωτών αυτής της “μεταμοντέρνας” θεωρίας ο καθηγητής Νάσος Βαγενάς.[5] Γιατί θα του ήταν αρκετό να πει ότι οι θεωρητικοί αυτοί παραβιάζουν ανοιχτές θύρες: εκείνο που διακηρύττουν αυτοί στη θεωρία το έχουν ήδη κάνει από ανάγκη στην πράξη του βίου, αυτοί οι χαμηλόβαθμοι στο «Πάνθεον» συγγραφείς ιστοριών μυστηρίου που, όπως ο Ντάσιελ Χάμμετ στην Αμερική και ο Γιάννης Μαρής στην Ελλάδα, δεν στερούνταν από λογοτεχνικό τάλαντο.
Για τον Γιάννη Μαρή-Τσιριμώκο η στρατηγική κίνηση της “εξαφάνισης” γίνεται με παιγνιώδη τρόπο, σαν ένας χαριτωμένος κανόνας ύφους: «Πόσο υπέφερα… Μα η ιστορία που πρόκειται να διηγηθώ δεν είναι ιστορία του απελπισμένου νεανικού μου έρωτα, αλλά η ιστορία του Τζών Αυλακιώτη.» [6]
Στο Horex Regina γίνεται κάτι πιο απλό αλλά περισσότερο τολμηρό, που φέρνει τη μυθοπλασία πιο κοντά στο «αφηγηματικό δοκίμιο»: υποκαθίσταται ο ρόλος του αφηγητή, με το συγγραφέα να αφηγείται το δράμα μέσα από το βλέμμα ενός ξένου παρατηρητή. Ολόκληρη σχεδόν η εξιστόρηση προκύπτει έτσι κυρίως μέσα από τις αναμνήσεις του Γάλλου Λωράν Μακό και δευτερευόντως από μια τρίτη, ανεξάρτητη σκοπιά. Ήδη αυτή η στρατηγική γίνεται φανερή από το Πρελούδιο:
Μέσα στο λεωφορείο, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, δεν μπόρεσε να αποφύγει τις αναμνήσεις: έφερε στον νου του τον Θάνο, την οικογένειά του, τις αξέχαστες εμπειρίες στο χωριό, στη Θεσσαλία. Πώς πέρασε ο καιρός; Και να’ τος πάλι στον δρόμο για το Βόλο. Θυμήθηκε το πρώτο ταξίδι με τη Συλβί στο Ντεσεβώ τους, τη ζωή τους στο χωριό και το μοιραίο ταξίδι με τον Θάνο Καραπάνο …[7]
Εκπαίδευση για το πώς θα θυμόμαστε;
Προμετωπίδα στο Ηorex Regina είναι τρεις φράσεις σχεδόν πανομοιότυπες γραμμένες σε τοίχο:
ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΕΧΟΥΝ ΜΝΗΜΗ
ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ
ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΔΕΝ ΞΕΧΝΟΥΝ
Αυτή η προμετωπίδα ηχεί σαν καμπανάκι κινδύνου, γιατί τα τελευταία σαράντα περίπου χρόνια επιχειρήθηκε σε διάφορες χώρες, από κυρίαρχους πολιτικούς και εκπαιδευτικούς παράγοντες να τεθεί η ιστορική μνήμη κάτω από ένα είδος πολιτικής επιτήρησης.[8] «Εκείνο που χρειάζεται είναι όχι το να μαθαίνουμε τι να θυμόμαστε», γράφει ο καθηγητής Αντώνης Λιάκος, «αλλά το πώς να θυμόμαστε, πώς να επεξεργαζόμαστε τις αναμνήσεις μας, πώς να χειριζόμαστε τις διαιρεμένες μνήμες».[9]
Στην αρχή νομίζαμε ότι η επιτήρηση αυτή εφαρμοζόταν κυρίως στον τρόπο που είχαν αρχίσει να γράφονται τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας. Το βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού, με επιμελήτρια την κ. Ρεπούση, μας έδειχνε διακριτικά το νέο “Παράδειγμα”. Τράβηξε τα πάνδεινα το καημένο αυτό σχολικό βιβλίο, τόσο που κοντέψαμε να το συμπαθήσουμε κιόλας. Σύντομα καταλάβαμε ότι επρόκειτο για μια ιδεολογικοποιημένη τεχνική χειρισμού του λόγου, ένα είδος “Νεογλώσσας”(“Newspeak”), όπως θα τη χαρακτήριζε ο Όργουελ, και ότι αυτή η τεχνική θα μπορούσε να εφαρμοστεί και αλλού, οδηγώντας δυστυχώς στην παγίδα της αποσιώπησης των φρικαλεοτήτων μιας σχετικά πρόσφατης ιστορικής περιόδου, που καταγράφτηκαν στη συλλογική μνήμη των ανθρώπινων ομάδων και εθνοτήτων. Αυτού του είδους η επιτήρηση της ιστορικής μνήμης αντιστοιχεί στην πολιτική επιλογή της διδασκαλίας ενός σχετικοποιημένου ή καλύτερα ενός “συμμετρικού” ιστοριογραφικού Παραδείγματος.
Μιλώντας για διδασκαλία της ιστορίας ο νους μας αναπόφευκτα πηγαίνει σε μιαν αρχαία, αλλά πάντα ζωντανή αντίληψη του έργου των ιστορικών ως διαπαιδαγώγηση των πολιτών (μικρών και μεγάλων). Αυτό δεν πιστευόταν, από τα χρόνια του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη, πως είναι το ηθικό όφελος από την αφήγηση των ιστορικών γεγονότων; Σε μια τέτοια οπτική, αν άλλοτε η σκοπούμενη μέσω της Ιστορίας διαπαιδαγώγηση αφορούσε την ανάπτυξη της Εθνικής Συνείδησης και μιας αντίστοιχης ιδεολογικής ταυτότητας, σήμερα φαίνεται να επικεντρώνεται σε μια “διδακτική” σχετικοποίηση και αποδόμησή τους. Οι επώδυνες ιστορικές μνήμες θα πρέπει να επανερμηνευθούν και να “εξομαλυνθούν” και η αποδόμηση της όποιας ιδεολογικής ταυτότητας των πολιτών να γίνει μέσω ψυχολογικοποίησης και ενοχοποίησης των “ακραίων” ιδεολογιών στον ίδιο βαθμό. Η νέα δημοκρατική ταυτότητα θα οικοδομηθεί μέσα σε ένα “Ακραίο Κεντρώο” ιδεολογικό πλαίσιο. Έτσι, η διδακτική της Ιστορίας γενικεύεται σε έναν πολύ ευρύτερο (και εκτός σχολείου) διδακτισμό και είναι αυτός ο σχετικιστικός διδακτισμός[10] που τείνει να αναγορευτεί στις μέρες μας ως κυρίαρχο Ιστοριογραφικό Παράδειγμα. Αλλά ατυχώς γι’ αυτόν αοριστολογεί, βασίζοντας την “επιστημολογία” του στις άκριτες αναλογίες, οι οποίες από την Εποχή της Αναγέννησης έχουν ταλανίσει την επιστημονική σκέψη οδηγώντας την στα πιο βουλησιαρχικά μονοπάτια. Επιλέγει έτσι τη φροϋδική έννοια του τραύματος ως ψευδο-επιστημολογική βάση, προκειμένου να χειριστεί το Άουσβιτς και το Κατύν της Πολωνίας, αλλά γιατί όχι και την Παργινόσκαλα της Πρέβεζας στη μετακατοχική Ελλάδα[11], και όλα τα παρόμοια φαινόμενα ανείπωτης φρίκης και ταπείνωσης.
Πιο αναλυτικά, μεταφέροντας αδόκιμα την έννοια του Τραύματος από την ψυχαναλυτική μελέτη ατομικών περιπτώσεων στο λησμονημένο πεδίο της Εθνοψυχανάλυσης (καθώς κάνει λόγο, δήθεν, για “πολιτισμικά τραύματα”), και παραλείποντας σιωπηρά το γειτονικό – και προσεκτικά δομημένο – πεδίο της Κοινωνικής Ψυχολογίας, ο σχετικιστικός διδακτισμός δυσκολεύει κάθε προσπάθεια κριτικής ορθολογικής ανάλυσης των κωδίκων και των αναπαραστάσεων για χάρη της πολιτικής διαχείρισης της μνήμης ως “τραυματικής” εμπειρίας. Και καθώς αυτή η τάση σιωπηρά χειρίζεται κατά βούληση ή παρασιωπά ολόκληρους επιστημονικούς κλάδους, δεν οδηγεί σε μια σύνθεση με κριτική διεπιστημονικότητα, αλλά σε μια χειριστική επίφαση διεπιστημονικής πρακτικής.
Αν πραγματικά ήθελε κανείς να αναλύσει (και όχι απλά να διαχειριστεί) την “τραυματική” κοινωνική εμπειρία ως ιστορικό φαινόμενο, θα τη συνέδεε πρώτα και κύρια με την επίμονη κοινωνική συμπεριφορά της σιωπής απέναντι στα “τραυματικά” γεγονότα, ως ένα είδος “ταμπού”, που όμως μπορεί να συνδέεται με το φόβο και τη ντροπή των νικημένων και με την ενοχή ή με την εξασφάλιση της εγκαθίδρυσης των νικητών. Έτσι, στο πρώτο μυθιστορηματικό αφήγημα του Γ.Ρ., ο αφηγητής αποσπά δύσκολα τα λόγια των μαρτύρων του δράματος, σχετικά με τον “παππού” και εκείνων που τον σκότωσαν στον Εμφύλιο.
Η ασύμμετρη συνέχιση του Εμφυλίου κατά τη δεκαετία του ’60
Ό,τι αποσιωπά η επίσημη παράδοση και ο σχετικιστικός διδακτισμός (ή λανθάνει στην αφήγησή τους), το λέει μερικές φορές η ιστορική μνήμη με τον τρόπο της λογοτεχνίας.
Έχοντας μεγαλώσει στην Αθήνα τη δεκαετία του ’60, είχα εφηβικές μνήμες από τις εκλογές του ’64, την επικράτηση της Ένωσης Κέντρου, τα Ιουλιανά και το πραξικόπημα της Χούντας, αλλά δεν είχα επίγνωση της κατατρομοκράτησης των πολιτών στην επαρχία την ίδια εποχή, όπως την περιγράφει το συγκεκριμένο αφήγημα του Γ.Ρ. Τα ΤΕΑ δρούσαν ανεξέλεγκτα στα χωριά του Θεσσαλικού κάμπου, ασκούνταν με όπλα σε ασκήσεις πολέμου εναντίον ποιων; Μα προφανώς εναντίον των ειρηνικών και άοπλων “αριστερών” πολιτών! Η ιστορική μνήμη της δεκαετίας του ’60, που ξεπηδά μέσα από μια αφήγηση όπως αυτή του Γ.Ρ., διαψεύδει ορισμένα “συμμετρικά” σενάρια του σχετικιστικού διδακτισμού για τη μετεμφυλιακή πολιτική ιστορία της χώρας, όπως το παρακάτω:
Το μπλοκάρισμα της διεργασίας του πένθους δεν επιτρέπει στις δυο πλευρές [του Εμφυλίου] «να θάψουν το τσεκούρι του πολέμου» και να προχωρήσουν στην αμοιβαία αναγνώριση της έκβασης της σύγκρουσης (…), στην αμοιβαία υπέρβαση της οδύνης, της πικρίας και της εχθρότητας και, τελικά, στην κατάκτηση της συγγνώμης, της συγχώρεσης και της συμπορείας. Θα χρειαστεί να ξαναπαιχτεί με όρους επώδυνου γκροτέσκου (δικτατορία στην Ελλάδα, πραξικόπημα στην Κύπρο) και με ηθικοπολιτική ανατροπή της έκβασης (…) προκειμένου η Ιστορία να ξαναβρεί το περίγραμμά της, τα πράγματα τα ονόματά τους, τα συναισθήματα τη λύτρωσή τους και ο λόγος τα δικαιώματά του.[12]
Το ποιος (ή ποιοι) ακριβώς «μπλόκαρε» τη «διεργασία του πένθους», από ποιες άλλες διεργασίες (ή και δόγματα) προήλθε αυτό το «μπλοκάρισμα», ώστε να ναυαγήσουν οι προϋποθέσεις για την ηθική ενός διαλόγου, δεν φαίνεται να απασχολεί τον συντάκτη του παραπάνω κειμένου.
Το αφήγημα του Γ.Ρ., μέσα στην ίδια του τη μυθοπλασία, είναι πολύ πιο “αληθινό” από την αοριστολογία του σχετικιστικού διδακτισμού. Αρκεί να αναφέρω εδώ δύο σκηνές, που τις θεωρώ από τα καλύτερα μέρη της αφήγησης. Η πρώτη σκηνή διαδραματίζεται στον περίβολο του Κοινοτικού Γραφείου του χωριού. Στο Γραφείο βρίσκονταν ο Λωράν Μακό και η σύντροφός του Συλβί, προκειμένου να γνωριστούν με τις “Αρχές” του τόπου. Ακούγεται απέξω ένας δυνατός θόρυβος μηχανής. Ένα τρίκυκλο σταματά και κατεβαίνει ο αναβάτης του, που ο γραμματέας της Κοινότητας τον συστήνει στους Γάλλους ως “αρχηγό”:
Ήταν ένας κοντός κύριος με μουστάκι, που είχε περασμένο στη ζώνη ένα πιστόλι, μέρα μεσημέρι. Τους έκανε μεγάλη εντύπωση που ένας άνθρωπος στο χωριό κυκλοφορούσε με πιστόλι στη ζώνη του τέτοια ώρα. Ήταν χωροφύλακας με πολιτικά; Αρχηγός τίνων;, αναρωτήθηκαν και οι δυο τους αργότερα. Ήταν ο Τσιάντος, ο αρχηγός των ΤΕΑ.[13]
Τους φανταζόμαστε, έτσι, τους φίλους μας να λένε στα γαλλικά « … un petit monsieur avec de moustache» και να απορούν ειλικρινά για ό,τι βλέπουν τα μάτια τους.
Η δεύτερη σκηνή ξετυλίγεται μπροστά σ’ ένα παλιό ορυχείο, που ενδιαφέρει τον Λωράν στην έρευνά του της οικονομικής γεωγραφίας. Πλησιάζοντας το ορυχείο ακούει εκεί από μακριά να πέφτουν πυροβολισμοί. Είναι πραγματικά μια γκροτέσκα σκηνή: στην είσοδο του παλιού ορυχείου, τα λεβεντόπαιδα των ΤΕΑ με μπερέδες πυροβολούν ακροβολισμένα πρηνηδόν σε στόχους, ενώ ο ανίδεος Γάλλος ερευνητής παρατηρεί έκθαμβος, αλλά και κρυμμένος, μην τον δουν ή μην τυχόν φάει καμιά αδέσποτη. Στη συνέχεια, όλοι αυτοί οι μαντράχαλοι, καμιά πενηνταριά σε πλήθος, μπαίνουν στη γραμμή και βηματίζουν άδοντας στρατιωτικά εμβατήρια, κάτω απ’ τα παραγγέλματα του ίδιου όπως και στην πρώτη σκηνή “αρχηγού”.[14]
Αληθοφάνεια vs Καρναβάλι
Αν εξαιρέσουμε τις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, όπως π.χ. η Συνομιλία του Δημήτρη Φωτόπουλου και το Αχ! Μουρλοσκοτωμένο του Δημήτρη Παπαχρήστου, απομένει στη βιβλιογραφία των τελευταίων ετών ένα πλήθος από αυτο-αποκαλούμενες “αληθινές ιστορίες” ή και “ιστορικά μυθιστορήματα”, όπου μπορούμε να διακρίνουμε δύο σημαντικά κοινά χαρακτηριστικά: μια πολιτισμικά «πολύχρωμη» ιδεολογική αφωνία ή πιο απλά «βουβή πολυχρωμία», και την έλλειψη αληθοφάνειας. Το δεύτερο από αυτά τα στοιχεία το ανιχνεύουμε ως ένα βαθμό και σε αξιοπρόσεκτα μυθιστορήματα, όπως το Εργοστάσιο των Μολυβιών της Σώτης Τριανταφύλλου. Για ένα φιλόδοξο γόνο μεγαλοαστών, που επισκέπτεται στη Γερμανία το εργοστάσιο Faber, δεν μοιάζει καθόλου ρεαλιστικό τη στιγμή εκείνη να σκέφτεται φιλοσοφικά διλήμματα όπως Ντετερμινισμός ή Αβεβαιότητα, και να ψάχνει για κέρματα στην τσέπη του (όπου υπάρχουν μόνο χαρτονομίσματα) προκειμένου να ρίξει ένα για να δει «αν θα γινόταν ποτέ η ζωή του αυτό που ήθελε».[15] Εκτός από τους Μάρκο Ασημάκη και Νίκο Βάγκαλη, στους οποίους η Σώτη Τριανταφύλλου έχει αποθέσει τα προσωπικά της ιδεολογικά διλήμματα και είναι “αληθινοί” σαν δύο πλευρές της εσώτερης πλευράς της συγγραφέως, οι υπόλοιποι ήρωες και τα ιστορικά πρόσωπα παρελαύνουν σαν ένα, μάλλον σύγχρονο, Καρναβάλι από πολύχρωμες ιδεολογικές καρικατούρες.[16] Αντίθετα, ο “αρχηγός” των τοπικών ΤΕΑ Τσιάντος, στο αφήγημα του Γ.Ρ., είναι σαν να βγαίνει με σάρκα και οστά από το ιστορικό σκηνικό της εποχής:
Ο Απόστολος Τσιάντος είχε μεγαλώσει σε ένα έντονα φορτισμένο αντι-αριστερό περιβάλλον. Παιδί μιας οικογένειας χωροφυλάκων, που έχασε τον πατέρα του στον Εμφύλιο, δεν μπορούσε να χωνέψει ότι οι φονιάδες του πατέρα του κυκλοφορούσαν ανενόχλητοι […] Το ζήτημα έπρεπε να είχε τακτοποιηθεί από καιρό. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν μπερδέψει και ήταν ίσως η τελευταία ευκαιρία για να διευθετηθεί το γρηγορότερο δυνατό, δεν νοείται τέτοια καθυστέρηση. Γι’ αυτό δεν συστάθηκαν τα ΤΕΑ; Δεν συστάθηκαν για προστατέψουν τους εθνικόφρονες από αυτά τα αποβράσματα που κυκλοφορούν ακόμα; Δικιά του δουλειά ήταν η τακτοποίηση αυτής της εκκρεμότητας στο χωριό: δεν είχε ευθύνη μόνο ως αρχηγός των ΤΕΑ, αλλά είχε και προσωπικό χρέος απέναντι στον πατέρα του.”[17]
[1] Το πρώτο αφήγημα ήταν το Καιρός για μυθιστόρημα (Εκδόσεις Απόπειρα, 2012).
[2] Βλ. σχετικά Γ. Ρουσόπουλος, (επιμ.), Αλήθεια. Κείμενα των Α. Tarski, D. Davidson, H. Field. Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2002.
[3] Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2001.
[4] Εκδόσεις Πόλις, 2002 και 2003, αντίστοιχα.
[5] Νάσος Βαγενάς, Μεταμοντερνισμός και Λογοτεχνία, εκδόσεις Πόλις 2002.
[6] Γ. Μαρής, Η Εξαφάνιση του Τζών Αυλακιώτη, εκδόσεις Ατλαντίς, τόμος Α΄, σελ. 27.
[7] Γ. Ρουσόπουλος, Ηorex Regina. Η έβδομη ψήφος, όπ.π., σελ. 12-13. (Η έμφαση δική μου.)
[8] Βλ. σχετικά Γ. Κόκκινος, Ε. Λεμονίδου και Βλ. Αγτζίδης, Το Tραύμα και οι Πολιτικές Μνήμης, εκδ. Ταξιδευτής, 2010.
[9] Αντ. Λιάκος, “Η Σουζάνα και οι Γέροι: Σε τι χρησιμεύει η θεωρία της ιστορίας, πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Ο Πολίτης, τεύχ. 161, Δεκ. 2007, σελ. 23.
[10] Τολμώ να εισαγάγω τον όρο αυτό εδώ για πρώτη φορά.
[11] Βλ. σχετικά. Β. Αυδίκος, Οι Τελευταίες πεντάρες, εκδ. Ταξιδευτής, 2012.
[12] Ν. Σιδέρης, “Νηπενθή σημαίνοντα”, στο βιβλίο του Ν. Δεμερτζή κ.ά. (επιμ.) Εμφύλιος Πόλεμος – Πολιτισμικό Τραύμα, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2013, σελ. 106.
[13] Horex Regina, σελ. 34.
[14] Όπ.π., σελ. 87-88.
[15] Σώτη Τριανταφύλλου, Το Εργοστάσιο των Μολυβιών, εκδ. Πατάκη 2000, σελ.166.
[16] Το Εργοστάσιο των Μολυβιών βρίσκεται πιο κοντά σε ό,τι ο Μιχαήλ Μπαχτίν, (στο έργο του Έπος και Μυθιστόρημα, εκδ. Πόλις, 1995) θεώρησε ως μυθιστόρημα: μια γραφή “χαμηλού ύψους” που αντιπαρατίθεται στο έπος. Το “Καρναβάλι” είναι όρος του ίδιου του Μπαχτίν που χαρακτηρίζει γι’ αυτόν την καθαυτό μυθιστορηματική περιγραφή.
[17] Horex Regina, σελ. 99 και 102-103.
Γιώργος Ρουσόπουλος, Horex Regina. H έβδομη ψήφος, Εκδόσεις 24 Γράμματα, 2021)