Της Σωτηρίας Καλασαρίδου.
Διαβάζοντας τον τίτλο της καινούριας συλλογής διηγημάτων του Σωτήρη Δημητρίου Τα όνειρά μου δέλουν που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Πατάκη (Δεκέμβριος 2015), ο αναγνώστης θαρρεί πως βρίσκεται μπροστά σε μιαν ανορθογραφία ή καλύτερα σε έναν νεολογισμό. Πράγματι, εάν επιχειρήσει κανείς να αναζητήσει τη λέξη δέλω σε κάποιο λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας, δεν θα καταφέρει να βγει από την απορία του. Η απάντηση εδράζεται κάπου στις αρχαίες ρίζες της γλώσσας μας, συνυπολογίζοντας βέβαια και κάποια γλωσσική αλλαγή που έγινε «ελέω συγγραφέα». Συνεπώς, ο τίτλος της συλλογής των είκοσι δύο διηγημάτων τα όνειρα μού δέλουν ή αλλιώς τα όνειρα μού φανερώνουν υπόσχεται να μας ταξιδέψει σε κείμενα που την πρωτοκαθεδρία έχει το ονειρικό στοιχείο. Και εδώ αρχίζει η διαδικασία δημιουργίας αναγνωστικών προσδοκιών που κεντράρουν στην εξύφανση υποθέσεων για το ποια μπορεί να είναι τα είδη των ονείρων των πρωταγωνιστών, κατά πόσο το όνειρο είναι εν προκειμένω το εννοιολογικό ταυτόσημο της επιθυμίας, σε ποιον βαθμό εκπληρώνονται τα όνειρα των ηρώων και κυρίως, αν αυτά πραγματώνονται, μέσα από ποιες διαδικασίες και με ποιους μηχανισμούς συμβαίνει αυτό.
Οι περισσότεροι από τους ήρωες των διηγημάτων της συλλογής τελούν υπό την προστασία της ανωνυμίας. Θέλω να πω πως λίγοι από τους πρωταγωνιστές των ιστοριών του Δημητρίου μας παραδίδονται έστω με το μικρό τους όνομα. Οι περισσότεροι είναι προνομιούχοι της ασφάλειας των αόριστων αντωνυμιών και των υποκειμένων που εννοούνται και συνάμα δεσμώτες μιας απροσδιοριστίας που στερεί την ένταξή τους σε μια πινακοθήκη λογοτεχνικών πρωταγωνιστών. Όμως η ανωνυμία των ηρώων, εν προκειμένω, μοιάζει αναπόδραστη συνθήκη, καθώς λειτουργεί πρώτιστα σε όφελος της εξέλιξης των «μικρών ιστοριών», οι οποίες έχουν στο επίκεντρό τους τις αδυναμίες και τα πάθη των πρωταγωνιστών. Δευτερευόντως αλλά συνάμα και κυρίαρχα, η ανωνυμία ρίχνει τη σπορά για το ρίζωμα της ειρωνείας, η οποία επιτείνεται σε συνδυασμό με άλλους μηχανισμούς της αφήγησης, ενώ ταυτόχρονα συνηγορεί και υπέρ της δημιουργίας χαρακτήρων και τύπων προσωπικοτήτων.
Οι ήρωες του Δημητρίου είναι ιδεοληπτικοί, κάποιοι εμμονικοί, ορισμένοι καρικατούρες του εαυτού τους με μεγεθυσμένα τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά τους και κατά κύριο λόγο με ασταθή ψυχοπνευματική κατάσταση. Εντούτοις, μπορούμε να δημιουργήσουμε μαζί τους δεσμούς και διαύλους επικοινωνίας, γιατί η αλλόκοτη πλευρά τους διεγείρει τον οίκτο και τον φόβο – μπορεί σε κάποιους από τους αναγνώστες και την προσμονή – μιας επικείμενης τιμωρίας, που ίσως τελικά να μην συντελεί στην επώαση της τραγικότητας αλλά απλώς να αποτελεί μια άλλη, νέα εκδοχή της.
Σε πολλές από τις ιστορίες της συλλογής μπαίνουν στο μικροσκόπιο οι δεσμοί αίματος, αποκαλύπτοντας οικογένειες δυσλειτουργικές, στη βάση τους προβληματικές, φορτωμένες ένοχα μυστικά και ανόσιες αιμομικτικές επαφές. Ο συγγραφέας εξετάζει την ελλειμματική σχέση μητέρας ― κόρης, την ανόσια επαφή ανιψιού και θείας και την αιμομιξία στο πλαίσιο των σχέσεων μητέρας ― γιου και πατέρα – κόρης: τα φροϋδικής πατρότητας ερωτικά συμπλέγματα, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα και το «σύμπλεγμα Ηλέκτρα», στα διηγήματα του Δημητρίου, μολονότι είναι ανόσια, δεν μένουν άλυτα, καθώς οι ήρωες προχωρούν από το πλατωνικό επίπεδο της επιθυμίας στην πραγμάτωσή της. Πρόκειται, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, για σχέσεις και σκέψεις που λυτρώνουν το σώμα αλλά κακοφορμίζουν το μυαλό και την ψυχή των ηρώων.
Ο ιστορικός χρόνος είναι απροσδιόριστος στα παρόντα διηγήματα, μοιάζοντας εναρμονισμένος με την αίσθηση του συγκεχυμένου και του μετέωρου που ήδη μας δημιουργείται από την απουσία ονομάτων στους πρωταγωνιστές. Ταυτόχρονα όμως η απουσία ρητής αναφοράς του χρόνου των ιστοριών προικοδοτεί a priori τις ιστορίες με μια διαχρονικότητα, η οποία υπηρετεί απρόσκοπτα εντέλει την επαφή του κειμένου με τον αναγνώστη. Η ακολουθία των γλωσσικών σημείων που αναπαριστά τα γεγονότα της αφήγησης από την άλλη διεγείρει την προσοχή μας στον βαθμό που το διήγημα εν προκειμένω μας παραδίδεται στην απόλυτη αφαίρεσή του, στην πιο ελάχιστη εκδοχή του, σε μια σφιχτοδεμένη, συμπαγή μορφή, η οποία καθαυτή ενέχει μια διάσταση ειρωνική. Ωστόσο, στη μινιμαλιστική διήγηση οι σημαντικές, έως και συγκλονιστικές κάποιες φορές, ιστορίες ζωής και θανάτου, έρωτα, προδοσίας, αιμομιξίας των ηρώων, έχουν διάρκεια μερικών λέξεων, είναι πυροτεχνήματα που μόλις εκπυρσοκροτήσουν, έχουν ταυτόχρονα εκπληρώσει και τον προορισμό τους. Είναι όμως έτσι στην πραγματικότητα ή η σύντομη μορφή των ιστοριών καθώς έρχεται σε αντίστιξη με το μέγεθος των παθών των ηρώων αναδεικνύει μια υπερτονισμένη διαφορά, αποβαίνοντας καταληκτικά υπέρ της υψηλής ποιότητας των κειμένων;
Αν δούμε τα κείμενα συνολικά, θα διαπιστώσουμε πως στην επίταση της ειρωνείας της μορφής συμμετέχει και η γλώσσα που επιλέγει ο Δημητρίου: κοφτή, ζυγισμένη με ακρίβεια, και με το τέμπο της στακάτο μας παρασύρει σε έναν επιταχυμένο ρυθμό μιας απνευστί ανάγνωσης. Στην όξυνση της ειρωνείας συμβάλλει και το χιούμορ που σε κάποια από τα διηγήματα μετεξελίσσεται σε κινητήριο μοχλό εξέλιξης της ιστορίας, δεδομένου ότι συνυφαίνεται άρρηκτα με το περιεχόμενο, μεγεθύνοντας τις καταστάσεις που δημιουργούν οι πράξεις και οι σκέψεις των πρωταγωνιστών. Πέρα όμως από το γκροτέσκο στοιχείο, η ειρωνεία στα εν λόγω κείμενα του Δημητρίου είναι συνυφασμένη και με το τέλος του κάθε διηγήματος, στον βαθμό που δουλεμένη στην ξυλωσιά τους επιτείνει το ανοιχτό τους τέλος. Το κλείσιμο δηλαδή των διηγημάτων δεν είναι απλώς ξαφνικό, είναι λες και κυοφορεί το απροσδόκητο. Ακόμη πιο εμφατικά θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι οι επίλογοι των ιστοριών είναι ολοκληρώσεις που δεν προοιωνίζουν κάποιο τέλος, αλλά γεννούν μια υποψία ότι η ιστορία μπορεί και να συνεχιστεί σε κάποιες άλλες σελίδες.