(επιμ. Ο Αναγνώστης)
Η έρευνα για την αναγνωστική συμπεριφορά των παιδιών την οποία εκπόνησε ο καθηγητής Κοινωνιολογίας του Ε.Κ.Π.Α. Νίκος Παναγιωτόπουλος και πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του πολιτιστικού και κοινωνικού προγράμματος του ΟΣΔΕΛ*, είναι βέβαιο ότι θα αναλυθεί και θα σχολιαστεί παντοιοτρόπως από όσους ασχολούνται με τα παιδιά, την ανάγνωση και τα βιβλία τους.
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ, θεωρώντας την εξαιρετικά σημαντική, παρουσιάζει στοιχεία από τις αρχικές τοποθετήσεις των τεσσάρων οι οποίοι βρέθηκαν στο πάνελ με τη διαφορετική τους ιδιότητα, τοποθετήσεις που έδωσαν το στίγμα των προβληματισμών σε διαφορετικά πεδία της, ανεξάρτητα από τις όποιες επιμέρους παρατηρήσεις.
Απαντούν λοιπόν για το πώς διάβασαν την έρευνα, πρώτη ερώτηση που έθεσε ο συντονιστής Γιάννης Πανταζόπουλος, αρχισυντάκτης της LIFO.
Βασιλική Νίκα, Πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος της ΙΒΒΥ -Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, Ε.ΔΙ.Π. στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Ε.Κ.Π.Α.
Εδώ και πολλά χρόνια απουσίαζε μία έρευνα για το παιδί και την ανάγνωση και ομολογώ ότι και εγώ περίμενα με αγωνία τα αποτελέσματά της.
Διάβασα λοιπόν την έρευνα και τα αποτελέσματα της αναζητώντας στοιχεία που σχετίζονται με την ανάγνωση για ευχαρίστηση και όχι την ανάγνωση για πληροφόρηση και έχοντας κατά νου και μία προηγούμενη, που έγινε 2003-04 με παιδιά (1000 παιδιά ήταν το δείγμα) υπό την εποπτεία του Καθηγητή Κωνσταντίνου Μαλαφάντη και αφορούσε τη σχέση των παιδιών με την ανάγνωση και τις αναγνωστικές προτιμήσεις. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών με την επιστημονική καθοδήγηση του Καθηγητή Κ. Δ. Μαλαφάντη, από τον Μάιο του 2003 έως τον Μάιο του 2004, σε μαθητές σχολείων της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας.
Και παρά το γεγονός ότι οι δύο αυτές έρευνες έγιναν με απόσταση 20 ετών, τα αποτελέσματά τους συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό.
Ως προς την παρούσα έρευνα, λοιπόν, το πρώτο στοιχείο που μου κάνει εντύπωση είναι ότι δεν είδα να αποτυπώνεται κάπως αυτή η σχέση με την ανάγνωση την οποία ο Μάσιμο Ρεκαλκάτι περιγράφει ως συνάντηση και ότι σε αυτή τη συνάντηση το βιβλίο περιέχει κάτι που κόβει και όχι κάτι για να κόψουμε.
Δηλαδή, δεν αποτυπώνεται σχεδόν καθόλου, στις διηγήσεις των υποκειμένων της έρευνας η συνάντηση που είχαν με τα βιβλία τύπου Χάρι Πότερ (θυμίζουμε ότι η πρώτη έκδοση στα ελληνικά ήταν το 1998), οι ενδεχόμενες επιδράσεις της στη διαμόρφωση της σχέσης τους με την ανάγνωση και ενδεχομένως στη διατήρηση αυτής της θετικής σχέσης. Μοιάζει δηλαδή να θεωρείται η ανάγνωση ως κάτι το χρησιμοθηρικό (αυτό είχαμε δει και στην έρευνα του 2003) που είναι θα έλεγα ένα στοιχείο που συναντάμε σε κοινωνίες υπό ανάπτυξη και όχι τόσο αναπτυγμένες.
Επίσης, είναι εντυπωσιακό (με την έννοια του προβληματικού στοιχείου) ότι δεν αναδύεται μέσα από τον λόγο των υποκειμένων αλλά και ως συμπέρασμα για την άρση των ανισοτήτων, η ανάγκη ύπαρξης οργανωμένων, ανοιχτών, ενημερωμένων και στελεχωμένων βιβλιοθηκών ή άλλων ενεργειών εκ μέρους της πολιτείας σε σχέση με τη δημιουργία δια βίου αναγνωστών παρά το ότι το κύριο συμπέρασμα είναι ότι η μόρφωση των γονέων είναι καθοριστικός παράγοντας για τη δημιουργία αναγνωστών. Άραγε, μορφωμένος είναι αυτός που φοίτησε στο σχολείο ή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση; Μόρφωση παρέχουν σε μεγαλύτερο βαθμό και άλλοι, έξω από την θεσμοθετημένη σχολική εκπαίδευση, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονται οι βιβλιοθήκες, τα ταξίδια, τα βιβλία, τα πολιτιστικά δρώμενα στα οποία συμμετέχουμε. Γραφή και ανάγνωση μπορεί να γνωρίζουμε, αλλά δεν είμαι αναγκαστικά μορφωμένος.
Μαρίζα Ντεκάστρο, παιδαγωγός, συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας για παιδιά:
Τη διάβασα υπό το πρίσμα του «Επιτέλους, ξέρουμε πού βρισκόμαστε και πού πατάμε!». Η έρευνα τεκμηριώνει πολλά από αυτά που έχουμε σκεφτεί και έχουμε συζητήσει εμπειρικά μεταξύ μας πολλοί εξ ημών.
Έχουμε πλέον στα χέρια μας στατιστικά στοιχεία τα οποία εξειδικεύουν τις αναγνωστικές συμπεριφορές των παιδιών, την επιρροή του οικογενειακού περιβάλλοντος και του σχολείου. Χαρτογραφούν και ξεκαθαρίζουν το μέχρι σήμερα θολό τοπίο και ευελπιστώ να προκαλέσουν όχι μόνο συζητήσεις μεταξύ εκπαιδευτικών, γονιών, εκδοτών, συγγραφέων κ.ά. αλλά και προβληματισμούς στους κρατικούς φορείς που πρέπει επιτέλους να σκεφτούν σοβαρά τα θέματα του βιβλίου και να χαράξουν πολιτική και στρατηγική.
Το ποιες οι κατευθύνσεις είναι απαραίτητες θα μπουν οπωσδήποτε στη σημερινή συζήτηση.
Διάβασα την έρευνα από τέσσερις σκοπιές, οι οποίες είναι αλληλένδετες:
Ως παιδαγωγός θήτευσα σε παιδική βιβλιοθήκη στη Γαλλία και εκτίμησα αφάνταστα το έργο των βιβλιοθηκών.
Ως εκπαιδευτικός ασχολήθηκα με την καλλιέργεια λογοτεχνικής ανάγνωσης στο δημοτικό σχολείο και έψαχνα στρατηγικές για να κινητοποιήσω τους μαθητές. Κίνητρα που όλοι αναζητούμε
Ως κριτικός ΠΛ παρακολουθώ στενότατα την παραγωγή και τα περιεχόμενα των παιδικών βιβλίων.
Ως συγγραφέας και γονιός που αναρωτιέμαι αν αυτό που φτάνει στα παιδιά τα συγκινεί ή το απορρίπτουν.
Άβα Χαλκιαδάκη, Πρόεδρος του σωματείου «Διαβάζοντας μεγαλώνω»:
Τα αποτελέσματα της έρευνας «Παιδί και Ανάγνωση» επιβεβαιώνουν τον καθοριστικό ρόλο της οικογένειας στη στάση που θα αναπτύξει το παιδί απέναντι στο βιβλίο. Ευτυχώς όμως δεν είναι μόνο το μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο των γονιών, το επάγγελμά τους και η προσωπική τους σχέση με την ανάγνωση που θα καθορίσουν την αναγνωστική εξέλιξη του παιδιού: είναι και το ενδιαφέρον των γονιών για το παιδί τους, για τη σχολική του πορεία, για το μέλλον του. Με αυτόν τον τρόπο κοίταξα εγώ τα αποτελέσματα της έρευνας και εντόπισα δύο εξαιρετικά αισιόδοξα ευρήματα. Το πρώτο είναι ότι οι λιγότερο μορφωμένοι γονείς και οι γονείς που ασκούν «κατώτερα» επαγγέλματα πηγαίνουν πιο συχνά στο σχολείο για να ενημερωθούν για την πρόοδο του παιδιού τους. Και το δεύτερο αισιόδοξο εύρημα είναι ότι οι ίδιοι γονείς ενθαρρύνουν πιο συχνά το παιδί τους να διαβάζει πινακίδες στο δρόμο. Τι σημαίνουν αυτά; Ότι οι γονείς αυτοί μπορεί να μην ξέρουν πολλά γράμματα, μπορεί να μην έχουν βιβλία, μπορεί να μην ενδιαφέρονται για το διάβασμα και να δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, αλλά νοιάζονται για το παιδί τους και έχουν επίγνωση ότι τα γράμματα που θα μάθει στο σχολείο θα το βοηθήσουν να προχωρήσει στη ζωή του. Αυτοί οι γονείς πιστεύουν στο σχολείο και είναι δεκτικοί στις συμβουλές των εκπαιδευτικών. Το μορφωτικό και το οικονομικό επίπεδο των γονιών οι εκπαιδευτικοί δεν μπορούν να το αλλάξουν. Μπορούν όμως να σταθούν δίπλα τους και δίπλα στα παιδιά τους και να τους βοηθήσουν να γνωρίσουν το βιβλίο και να ανακαλύψουν παρέα τη χαρά της ανάγνωσης. Το ίδιο μπορούν να κάνουν και οι παιδαγωγοί στους βρεφονηπιακούς σταθμούς αλλά και οι επαγγελματίες που προσφέρουν υπηρεσίες υγείας στα παιδιά τους. Οι δάσκαλοι, οι παιδαγωγοί και οι επαγγελματίες υγείας είναι οι πιο αξιόπιστοι συνομιλητές των γονιών, ιδίως των πιο ευάλωτων, και οι συμβουλές τους πιάνουν τόπο. Τι νόημα όμως έχουν οι παρεμβάσεις τους όταν δεν υπάρχουν βιβλιοθήκες στις γειτονιές και στα σχολεία; Ακόμα και αν καταφέρουν να πείσουν όλους τους γονείς ότι είναι σπουδαίο πράγμα για το παιδί τους η ανάγνωση, πού θα τους παραπέμψουν για να βρουν βιβλία; Η ανάγκη για βιβλιοθήκες, σχολικές, δημοτικές και δημόσιες είναι περισσότερο από προφανής.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να σημειώσω ένα ακόμη εύρημα της έρευνας που αφορά τα παιδιά που οι ανάγκες των καιρών έφεραν στη χώρα μας: το ένα τρίτο σχεδόν των παιδιών που οι γονείς τους γεννήθηκαν στο εξωτερικό δεν διαβάζουν κανένα εξωσχολικό βιβλίο. Αυτό τι άλλο μπορεί να σημαίνει από το ότι οι βιβλιοθήκες πρέπει να έχουν στα ράφια τους και βιβλία που να είναι γραμμένα στη μητρική γλώσσα των παιδιών;
Πάνος Χριστοδούλου, Γενικός διευθυντής του Δικτύου για τα Δικαιώματα του Παιδιού:
Η πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα του ΟΣΔΕΛ για την αναγνωστική συμπεριφορά των παιδιών, με τίτλο: «Παιδί και Ανάγνωση» παρουσιάζει και επιβεβαιώνει (πλέον επιστημονικά τεκμηριωμένα) αποτελέσματα που όλοι λίγο-πολύ ξέρουμε ή έστω υποπτευόμασταν.
Ναι, ο ρόλος της οικογένειας είναι καθοριστικός στη φιλαναγνωσία που θα αναπτύξουν ή δεν θα αναπτύξουν τα παιδιά. Επίσης είναι καθοριστικό και το μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας και όσο υψηλότερο τόσο πιο αυξημένη είναι και η πρόσβαση των παιδιών στο βιβλίο. Αντίστοιχα, καθοριστική στη σχέση των παιδιών με το βιβλίο, αν και λιγότερο επιδραστική απ’ ό,τι το μορφωτικό επίπεδο, είναι και η οικονομική ευχέρεια της οικογένειας.
Η ίδια έρευνα περιλαμβάνει κι άλλα ευρήματα, που επίσης αν και μάλλον ξέραμε, θα πρέπει να μας προβληματίσουν εξίσου με τα βασικά αποτελέσματά της. Αυτά που ξεχωρίζω είναι το γεγονός ότι από την ηλικία των 11 ετών, ανεξαρτήτως οικογενειακού και βιωτικού επιπέδου, αυξάνεται το ποσοστό των παιδιών που δεν διαβάζουν κανένα βιβλίο. Ενώ στην ηλικία των 6 ετών το ποσοστό αυτό είναι 6,7% στα 11 χρόνια έχει φτάσει το 10,5%. Αντίστοιχα, στα παιδιά που διαβάζουν βιβλία, μειώνεται αισθητά το ποσοστό όσων διαβάζουν για διασκέδαση. Ενώ στην ηλικία των 6-7 ετών το 68,7% αντιμετωπίζει το βιβλίο ως μέσο απόλαυσης και ψυχαγωγίας, στην ηλικία των 11 ετών το ποσοστό αυτό πέφτει στο 45,7%. Αντίθετα αυξάνεται το ποσοστό των παιδιών που διαβάζουν επειδή τα υποχρεώνει η οικογένειά τους: από 3,4% στην ηλικία των 6-7 ετών, το ποσοστό των παιδιών που βλέπουν το βιβλίο σαν υποχρέωση φτάνει στο 17,3% μόλις ένα χρόνο αργότερα (στην ηλικία των 8 ετών).
Πέρα λοιπόν από τις κοινωνικές ανισότητες, που πολύ σωστά αναδεικνύει η έρευνα ως παράγοντες μη πρόσβασης των παιδιών στο βιβλίο, επιπλέον παιδιά-αναγνώστες «χάνονται» σταδιακά και αυτό σε έναν βαθμό οφείλεται στο ότι στα μάτια των παιδιών, από πολύ μικρή ηλικία, το βιβλίο παύει να αποτελεί διασκέδαση και η ανάγνωσή του αποκτά υποχρεωτικό χαρακτήρα.
Η εκπόνηση μιας εθνικής στρατηγικής για το βιβλίο, αλλά επίσης και η πολιτική όσων ασχολούνται με το βιβλίο καθώς και η συμπεριφορά της ίδιας της οικογένειας, που θεωρεί το βιβλίο σημαντικό στοιχείο στην ανάπτυξη του παιδιού, θα πρέπει να λάβει υπόψη της και αυτά τα παραπάνω στοιχεία.
*Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Οργανισμού Πολιτισμού Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων (ΟΠΑΝΔΑ).