Του Στρατή Χαβιαρά.( Η ζωή μου εκεί).
Never underestimate the difficulty of changing false beliefs by facts. –
Harvard Economist Henry Rosofsky
Ο Χένρι Ροσόφσκι γεννήθηκε το 1927 στο Γκντανσκ της Πολωνίας και στα δεκατρία του διέσχισε με τους γονείς του την Ευρώπη του Χίτλερ για να καταλήξει στην Αμερική. Ο νεαρός ρωσοεβραίος μετανάστης που ήδη μιλούσε ρωσικά, γερμανικά και γαλλικά, σπούδασε στο Κολέγιο William and Mary και στο University of California Berkley, όπου γνωρίστηκε κι έκανε παρέα με τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Αδαμάντιο Πεπελάση. Οικονομολόγοι κι οι τρεις, ο ”Adam” πήρε το δοκτοράτο του από το Μπέρκλεϊ, ο Χένρι και ο Ανδρέας από το Χάρβαρντ. Aφού εκπλήρωσαν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις στις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ, ο μεν Ανδρέας επέστρεψε για έναν χρόνο στο Μπέρκλεϊ ως υφηγητής, ο δε Χένρι μέχρι το 1965, οπότε διορίστηκε καθηγητής Ιαπωνικής οικονομίας στο Χάρβαρντ – και είχε μια από τις πιο λαμπερές σταδιοδρομίες στην ιστορία του αρχαιότερου και πιο φημισμένου πανεπιστημίου της Δύσης: κοσμήτορας τεχνών και επιστημών (διατηρώντας και την έδρα του στα οικονομικά), υπηρεσιακός πρόεδρος του πανεπιστημίου και επίτροπος της διακυβέρνησης του, έχοντας ήδη πρωτοστατήσει στον σχεδιασμό της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης για τη διδακτέα ύλη (core curriculum). Ο Ροσόφσκι έχει συγγράψει τα έργα, Ο σχηματισμός κεφαλαίου στην Ιαπωνία (1961), Η Ιστορία της ποσοτικής οικονομίας της Ιαπωνίας (1961), Ιαπωνική οικονομική ανάπτυξη (1973) και το κλασικό πλέον για την ανώτατη παιδεία, Το πανεπιστήμιο: εγχειρίδιο ιδιοκτησίας. Πολλοί αναφέρονταν στον Χένρι Ροσόφσκι ως ως ”Mr. Harvard”. Δεν υπερέβαλαν.
Η δεκαετία του 1970, με τον αντιπολεμικό ακτιβισμό και την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Βιετνάμ (1973), το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ και την πτώση του Νίξον (1974), και τον κοινωνικό αναβρασμό που κορυφώθηκε το 1976, χρονιά της 200ης επετείου της Αμερικανικής ανεξαρτησίας: Weathermen, Black Panthers, weed and flower children, gay and lesbian liberation… Η Αμερική έμοιαζε στα πρόθυρα ριζικών επαναπροσανατολισμών και σαρωτικών κοινωνικών αλλαγών. «Στρατή, τι θα κάνεις όταν έρθει η επανάσταση;» με ρωτούσε νεαρή συνάδελφος στη βιβλιοθήκη, σαν άλλη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Είχαν περάσει μόλις δυο χρόνια απ’ το τελευταίο ξύλο που είχα φάει από την Ασφάλεια στους δρόμους της Αθήνας και μόλις μήνες απ’ το πρώτο μου στην Αμερική όταν βρέθηκα σε ένα μπλόκο της δημοτικής αστυνομίας για παράνομες ουσίες την ώρα που διένειμα έντυπο αντιχουντικό υλικό έξω απ’ το Harvard Cinema όπου παιζόταν το Ζ του Γαβρά. «Αν δε με βρεις στα οδοφράγματα, ψάξε με στα μετόπισθεν», απάντησα στη συνάδελφο, γνωρίζοντας ήδη απ’ την καλή τι σημαίνει επανάσταση και καταστολή. Παρόλα αυτά, τον Σεπτέμβρη του 1971 δέχτηκα να εκπροσωπήσω τη βόρειο Αμερική στο συνέδριο της δημοκρατικής ελληνικής διασποράς εναντίον της χούντας, φιλοξενούμενος στο κτίριο της νεολαίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Δυτικής τότε Γερμανίας, στη Βόνη. Εκεί τα πράγματα πήγαν κατά διαβόλου και τέσσερις από εμάς καταλήξαμε στα υπόγεια του Bundesamt für Verfassungsschutz για ολονύκτια ανάκριση. Όπως μάθαμε αργότερα, κάποιοι δικοί μας, ταξιδεύοντας από τη Σουηδία με προορισμό το συνέδριο, είχαν μόλις συλληφθεί στο Αμβούργο με εκρηκτικά – απώτερος προορισμός τους η Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών.
Η πτώση της Χούντας το 1974 συνέπεσε με τον προβιβασμό μου από το υπαλληλικό στο επαγγελματικό, διοικητικό και διδακτικό προσωπικό του Χάρβαρντ, τίτλος που συν τοις άλλοις μου επέτρεπε πρόσβαση στο μέχρι τότε άβατο για εμένα κλαμπ της συγκλήτου. Την πρώτη φορά που πήγα βρήκα θέση σ’ ένα μακρύ τραπέζι για τουλάχιστον είκοσι άτομα και ήταν εκεί που επιτέλους γνωρίστηκα με τον Χένρι Ροσόφσκι από κοντά. Έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον κάνοντας μου ερωτήσεις για το πώς τα πήγαινα στη νέα μου θέση, αν παράλληλα με το γράψιμο είχα σκοπό να ολοκληρώσω τις μεταπτυχιακές σπουδές μου, πώς έβλεπα τις μεταπολιτευτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, κ.α. Έκπληκτος, τον ρώτησα κι εγώ πώς ήξερε τόσα πράγματα για μένα. «Είμαι ο κοσμήτορας», γέλασε, «έπρεπε κάτι να ξέρω για σένα πριν εγκρίνω τον προβιβασμό σου, μιας και δεν είχες ακόμη τα απαραίτητα ακαδημαϊκά διαπιστευτήρια (πτυχία). Σωστά. Γιατί δεν το είχα σκεφτεί; Ο κοσμήτορας ήξερε και ότι συζούσα με συνάδελφο μου διευθύντρια δυο άλλων βιβλιοθηκών του πανεπιστημίου. Έμοιαζε να είναι ενημερωμένος για τους πάντες και τα πάντα στον μεγάλο χώρο τεχνών και επιστημών του Χάρβαρντ. Όταν λίγα χρόνια αργότερα του έστειλα το πρώτο μου μυθιστόρημα στα αγγλικά, με πληροφόρησε ότι το είχε ήδη διαβάσει. “You have a way with words”, παρατήρησε μεταξύ άλλων – νύξη για την αριστερή κλίση του βιβλίου με θέμα τη ναζιστική κατοχή στην Ελλάδα. Και δεν ήταν ο μόνος που το είχε προσέξει. Επιστρέφοντας στο γραφείο μου, ένας νέος καθηγητής που με είχε δει να κουβεντιάζω με τον κοσμήτορα μου σφύριξε: «Προφανώς δεν ήξερες ότι στο μεγάλο εκείνο τραπέζι κάθονται αποκλειστικά οι μεγαλύτερες διάνοιες του ιδρύματος». Fair Harvard! Αναφώνησα. Γιατί δεν άνοιγε ο καταπράσινος αυλόγυρος του να με καταπιεί;
Όταν πήγα στην Ουάσιγκτον ως μέλος επιτροπής της Εθνικής Επιχορήγησης των Τεχνών για την υποστήριξη μικρών, μη κερδοσκοπικών εκδοτικών οίκων και λογοτεχνικών περιοδικών, μετά την προκαταρκτική συνεδρίαση κάθισα στο μπαράκι του ξενοδοχείου για ένα ποτό, κι εκεί με διπλάρωσε ένας «εμπορικός αντιπρόσωπος» για κουβεντούλα. Τι κουβεντούλα; Από λογοτεχνία δε φάνηκε να σκαμπάζει πολλά, από αντιπολεμικό ακτιβισμό ήταν πλήρως κατατοπισμένος, η γνώμη του για το Χάρβαρντ διάστικτη με προκαταλήψεις. «Το πανεπιστήμιο στο οποίο εργάζομαι εκτιμά τις τέχνες και τις επιστήμες ασχέτως φυλής, θρησκείας και πολιτικών πεποιθήσεων», τον πληροφόρησα και την ίδια στιγμή παρατήρησα ότι έβαλε το χέρι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του και πίεσε κάτι. Κουμπί μαγνητοφώνου, σκέφτηκα και δεν έπεσα έξω. Συνεχίσαμε τη συζήτηση, εκείνος με πιεστικές ερωτήσεις, εγώ με φιλοσοφικές απαντήσεις, μετρώντας ένα – ένα τα λόγια μου. Σε κάποιο σημείο ο συνομιλητής μου άρχισε να γίνεται επιθετικός: «Α, εσείς οι του Χάρβαρντ (sic), νομίζετε ότι τα ξέρετε όλα… Tαραξίες (provocateurs and troublemakers) είσαστε.» Το είχα ξανακούσει. «Εδώ τείνω να συμφωνώ μαζί σου», απάντησα, στραγγίζοντας το ποτήρι μου, «ποιος δεν έχει ακούσει για τα καμώματα του δικού μας Χένρι Κίσινγκερ εδώ στην πρωτεύουσα»; Άχνα ο τύπος. Στράγγισε κι αυτός το ποτήρι του, ξανάβαλε το χέρι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού, πάτησε το κουμπάκι και με ευχαρίστησε τυπικά για την κουβεντούλα.
Provocateurs and troublemakers… Πόσους δεν είχα γνωρίσει στο Χάρβαρντ στη σημαδιακή εκείνη δεκαετία του 1970! Τους φοιτητές του αριστερού SDS (Students for a Democratic Society), τον 37χρονο φιλόσοφο και προκαθήμενο (Chairman) της Νομικής Σχολής, Ντάνκαν Κένεντι και τη δραστηριότητα του υπέρ των αδυνάτων στα δικαστήρια, καθώς και το πολυσυζητημένο έργο του με το οποίο επέκρινε το αμερικανικό σύστημα νομικών σπουδών. Τον καθηγητή δημόσιας διοίκησης Μάρτιν Κίλσον και τον επισκέπτη καθηγητή-ποιητή Ντέρεκ Γουόλκοτ, τους οποίους επέπληξε ο κοσμήτορας και διαπόμπευσαν οι Νιου Γιορκ Τάιμς για σεξουαλική παρενόχληση φοιτητριών τους. Τον καναδό οικονομολόγο και διάδοχο του Ροσόφσκι, κοσμήτορα Μάικλ Σπενς, ο οποίος σ’ ένα χρόνο έμπασε μέσα το Χάρβαρντ κάπου δέκα εκατομμύρια δολάρια και έχασε τη θέση του, αλλά βρήκε άλλη στο Στάνφορντ, και το πιο παράξενο απ’ όλα, λίγα χρόνια αργότερα μοιράστηκε με έναν άλλο διδάσκοντα το Νόμπελ οικονομίας. Την Επιτροπή για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, που ως μέλος της έκανα κάθε Κυριακή πρωί κήρυγμα κατά της στρατιωτικής χούντας από το W.I.L.D Radio της Βοστόνης, μέχρι που ο Όμιλος Πάππας έβαλε τα μεγάλα μέσα στο Federal Communications Commisssion για να το φιμώσει. Γεγονός που μας οδήγησε στην έκδοση του μηνιαίου εντύπου Eleutheria, η αποστολή του οποίου έληξε με την κατάλυση της δικτατορίας.
Probocateur υπήρξε και η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, μια από τις πιο σημαντικές αμερικανίδες ποιήτριες του 20ου αιώνα, γεννημένη στο Γούστερ της Μασαχουσέτης το 1911. Την ίδια χρονιά πέθανε ο πατέρας της, και πέντε χρόνια αργότερα η μητέρα της κλείστηκε σε ψυχιατρικό ίδρυμα έως το θάνατό της το 1934. Η Ελίζαμπεθ μεγάλωσε με τους παππούδες και τις γιαγιάδες της στο Νόβα Σκότια του Καναδά και τη Μασαχουσέτη, και σπούδασε στο κολέγιο Βάσαρ απ’ όπου άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα της στον περιοδικό τύπο. Μαθήτευσε κοντά στη μεγάλη ποιήτρια Μέριαν Μουρ, και έζησε δεκαπέντε χρόνια στην Πετρόπολη της Βραζιλίας με την αγαπημένη της Λότα ντε Ματσέδο Σοάρες, αρχιτέκτονα, μετά την αυτοκτονία της οποίας επέστρεψε στην Αμερική. Το 1970 προσκλήθηκε να διδάξει στο Χάρβαρντ. Σαν τον Καβάφη, η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ δούλευε και ξαναδούλευε το κάθε της ποίημα αδιάφορη για τους μήνες ή τα χρόνια που απαιτούνταν ώσπου να το θεωρήσει τελειωμένο. Σε όλη της τη ζωή εξέδωσε μόνο τέσσερις συλλογές. Ανταλλάσσοντας απόψεις με τον ποιητή Ρόμπερτ Λόουελ, ο οποίος δίδασκε τότε στο ίδιο τμήμα, η Μπίσοπ ανέφερε ότι η ποσότητα δεν την αφορούσε. «Για να είναι ένα έργο καλό, δεν χρειάζεται να γίνει ογκώδες». Ούτε ο Λόουελ άφησε πολύτομο ποιητικό έργο, αλλά ενώ εκείνος καλλιεργούσε ένα προσωπικό, «εξομολογητικό» ιδίωμα, όπως άλλωστε και οι σύγχρονοι του, Σύλβια Πλαθ, Ανν Σέξτον και Μαξίν Κούμιν, εκείνη, παρά τις τραγικές αντιξοότητες της ζωής της, ορφάνια, γεωγραφικά αταύτιστη μεταξύ ΗΠΑ και Καναδά, Βραζιλίας, βόρειας Αφρικής και Ευρώπης, λεσβία, ασθματική καπνίστρια, αλκοολική και καταθλιπτική, εστίασε στον ανθρώπινο προβληματισμό γενικότερα, στον ξεριζωμό και την αλλοτρίωση, επιτρέποντας ελάχιστη διαφάνεια για τις επιπτώσεις τους στην προσωπική της ζωή.
Ένας άλλος ποιητής, agent provocateur και μετά θάνατον (1968), υπήρξε ο Χάρολντ Γουίτερ Μπίνερ, γνωστός επίσης με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Emanuel Morgan. Ποιητής και αριστούχος απόφοιτος του Χάρβαρντ, πρωτοστάτησε στο σκάνδαλο του ψευδο-λογοτεχνικού κινήματος Spectra, δούλεψε λίγα χρόνια ως αρχισυντάκτης στο περιοδικό McLure’s και το 1918 άρχισε να διδάσκει λογοτεχνία στο Μπέρκλεϊ, απ’ το οποίο όμως απολύθηκε την επόμενη χρονιά με την κατηγορία ότι πρόσφερε στους φοιτητές του αλκοολούχα ποτά, παραβιάζοντας την ισχύουσα τότε ποτοαπαγόρευση. Γόνος εύπορης οικογένειας, συνέχισε να ξεπετάει συλλογές ποιημάτων, ταξίδεψε στην Κίνα όπου μελέτησε και μετέφρασε τους μεγάλους κινέζους ποιητές, και το 1922 μετοίκησε στο Σάντα Φε του Νέου Μεξικού με τον σύντροφο του Ρόμπερτ Χαντ. Γνωστός στο σινάφι και με ευρύ αναγνωστικό κοινό, ο μοντερνιστής Γουίτερ Μπίνερ, φιλοξένησε στο αρχοντικό του πολλούς από τους πιο επιφανείς ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών της εποχής του, όπως οι D. H. Lawrence, Georgia O’Keeffe, Carl Sandburg, Ansel Adams, Willa Cather, Igor Stravinsky, Edna St. Vincent Millay, Robert Frost, W. H. Auden, Aldous Huxley, Christopher Isherwood, Carl Van Vechten, Martha Graham, και Thornton Wilder. Όμως ο χρόνος άκουγε άλλη μουσική και δεν άργησε να εξανεμίσει τη φήμη του Μπίνερ, θάβοντας την ποίηση του στην σκόνη του χρόνου. Ποιος ξέρει, η δεύτερη ζωή μιας επανέκδοσης θα ήταν πάντα ευπρόσδεκτη.
Από γυρίσματα οι καιροί, υπομονή να ’χεις. Έτσι, όταν το 1974, έξι χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή κοινοποιήθηκε η διαθήκη του και ο διαχειριστής της, συγγραφέας Robert Craft, μου ζήτησε να συστήσω μια συμβουλευτική επιτροπή για την πιο επιτυχή εκτέλεση της, δέχτηκα ευχαρίστως. Η αρχική το 1931 προικοδότηση της Αίθουσας Ποίησης στο Χάρβαρντ ήταν τόσο μικρή που το ετήσιο εισόδημα της δεν αρκούσε καν για την αμοιβή μου, πόσο μάλλον για τα νέα προγράμματα που φιλοδοξούσα να ξεκινήσω. Άρα είχα κάθε λόγο να ελπίζω πως η βιβλιοθήκη ποίησης George Edward Woodberry, τη διεύθυνση της οποίας είχα μόλις αναλάβει, θα μπορούσε να είναι μεταξύ των ιδρυμάτων που θα ευνοούνταν. Η επιτροπή που οργάνωσα είχε έξι μέλη, ανάμεσα τους ποιητές όπως η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, καθηγητές προσωδίας και διευθυντές λογοτεχνικών ιδρυμάτων. Στην πρώτη μας σύσκεψη, ο Robert Craft αποκάλυψε ότι στη διαθήκη του ο Γουίτερ Μπίνερ είχε αφήσει πολλά εκατομμύρια δολάρια για τη στήριξη και διάδοση της ποιητικής τέχνης στην Αμερική, και κάθε μέλος της επιτροπής πρόσφερε τις ιδέες του, ιδέες που θα έπαιρναν τελική μορφή στις επόμενες συναντήσεις μας. Παράλληλα, ο Robert Craft πρότεινε στον εκδοτικό οργανισμό του πανεπιστημίου την επανέκδοση των έργων του εκατομμυριούχου ποιητή. Η απάντηση του διευθυντή του Harvard University Press δόθηκε τηλεφωνικά, σε μορφή μομφής: «Ποιος είναι ο Witter Bynner»; Για τιμωρία του Χάρβαρντ, απορρίφθηκαν οι προτάσεις μας και διαλύθηκε άδοξα η συμβουλευτική επιτροπή που συνέστησα. Προσβεβλημένος, οργισμένος, ο Robert Craft θα διόριζε άλλη επιτροπή αλλού και θα ξεκινούσε την πιο ακριβοπληρωμένη σταυροφορία για τη νεκρανάσταση των απάντων του ποιητή, με τίτλο «Ποιος είναι ο Witter Bynner» – εκδίδοντας τα απ’ το πανεπιστήμιο του Michigan – πλην ο χρόνος αγύριστος. Σαράντα χρόνια από τότε, οι μόνοι που θυμούνται τον Μπίνερ είναι οι ποιητές και οι υπεύθυνοι των ιδρυμάτων που ευεργετούνται πλουσιοπάροχα απ’ το ετήσιο εισόδημα των επενδυμένων εκατομμυρίων του. Α, και ο πρώην διευθυντής της Αίθουσας Ποίησης, βέβαια, αν και παραδειγματικά εξοστρακισμένος από το μεγάλο ποιητικό τσιμπούσι.
«Τα έργα της Elizabeth Bishop είναι έργα φιλοσοφικής ομορφιάς και ηρεμίας, τονισμένα με εκείνο το ‘γέλιο της ψυχής’ που ανήκει στην καλύτερη εκδοχή της κωμικής ιδιοφυίας”, έγραψαν για την τελευταία συλλογή της, Geography ΙΙΙ, με την οποία, απέσπασε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου των ΗΠΑ. Σαν δασκάλα ποιητικής τέχνης, η Bishop υπήρξε ανελέητα αυστηρή με τους φοιτητές της και όχι μόνο. Ασκούσε την πιο σκληρή κριτική ακόμη και στους αναγνωρισμένους ποιητές στον κύκλο της. Προσωπικά την ήξερα σαν τακτική αναγνώστρια βιβλίων και περιοδικών ποίησης στην Αίθουσα, αλλά ένα απόγευμα την άνοιξη του 1979, ήρθε στο γραφείο μου να μου εμπιστευτεί ότι το κολέγιο Βάσαρ της είχε αναθέσει την προμελέτη για μια βιβλιοθήκη ποίησης «σαν εκείνη του Harvard» και ζητούσε τα φώτα μου. Επ’ ευκαιρία, έβγαλε από την τσάντα της ένα αντίτυπο του πρώτου μυθιστορήματος μου, που είχε μόλις εκδοθεί, και μου ζήτησε να της το υπογράψω, υποσχόμενη να το διαβάσει μες στην εβδομάδα και να μου πει τη γνώμη της. Ένα «Ωχ»! μου ξέφυγε και εκείνη χαμογέλασε, ξέροντας πολύ καλά τι εννοούσα. Πέρασαν μέρες, εβδομάδες – τίποτα. Ύστερα έμαθα ότι η Elizabeth ήταν άρρωστη. Το 1994, δεκαπέντε χρόνια αφότου πέθανε στα 68 της, εκδόθηκε η αλληλογραφία της με τίτλο One Art: Elizabeth Bishop, Letters. Σε ένα απ’ τα γράμματα της σε στενή της φίλη, υστερόγραψε τη γνώμη της για “το μυθιστόρημα When the Tree Sings by Stratis Haviaras», που είχε μόλις διαβάσει.
Η δεκαετία του 1990, η τέταρτη και τελευταία μου στο Χάρβαρντ, είχε ξεκινήσει άσχημα για τους υπεύθυνους των 18 κεντρικών βιβλιοθηκών (από τις 102) του πανεπιστημίου. Ο Μάικλ Σπενς που διαδέχτηκε τον Ροσόφσκι στο αξίωμα του κοσμήτορα, όχι μόνο κακοδιαχειρίστηκε κι έχασε στο χρηματιστήριο εκατομμύρια δολάρια από την προικοδότηση του πανεπιστημίου, αλλά προσέλαβε κι έναν τεχνοκράτη για διευθυντή των 18 διευθυντών της βιβλιοθήκης, ο οποίος θεώρησε αποστολή του να «σφίξει λίγο τις βίδες στο σύστημα», απολύοντας δυο, πιέζοντας άλλους να πάρουν πρόωρη σύνταξη, τρομοκρατώντας και στέλνοντας τους υπόλοιπους στον ψυχίατρο, όπως γίνεται συχνά στον υπέροχο κόσμο των μεγάλων κερδοσκοπικών επιχειρήσεων. Τι συνέβαινε; Μήπως το Χάρβαρντ πράγματι σχεδίαζε μια νέα τάξη πραγμάτων στην οποία η διοίκηση των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων θα υιοθετούσε την εργασιακή πολιτική του General Motors και του Microsoft; Και φυσικά, ο νέος τσάρος του συστήματος βιβλιοθηκών έβαλε πρώτη – πρώτη στο στόχαστρο την περίοπτη μονάδα της ποίησης και τον υπεύθυνο για τις συλλογές και τις δραστηριότητες της. Μέχρι τότε, στα 22 χρόνια της υπηρεσίας μου, δεν είχα ποτέ αντιμετωπίσει τέτοιο εφιάλτη. Σε ποιον να πήγαινα να διαμαρτυρηθώ; Το γραφείο του προσωπάρχη είχε παραλύσει και οι κανονισμοί απαγόρευαν να παραπονεθεί κανείς στον προϊστάμενο του προϊσταμένου του, και μάλιστα όταν ο πρώτος λεγόταν Μάικλ Σπενς. Απελπισία. Και μετά ξέσπασε το σκάνδαλο των εκατομμυρίων στις επενδύσεις του πανεπιστημίου και ο νέος οικονομολόγος κοσμήτορας έφαγε τσεκούρι και πήγε να το χωνέψει στο Στάνφορντ, το επιλεγόμενο «Χάρβαρντ της Δύσης». Την ίδια εβδομάδα συναντήθηκα τυχαία με τον Χένρι Ροσόφσκι, ο οποίος μου έριξε μια ανησυχητική ματιά για τα κιλά που είχα χάσει. Τι συνέβαινε; «Κάποτε ίσως θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και γι’ αυτό», απάντησα. «Θα ήταν τιμή μου», με ενεθάρρυνε εκείνος προσθέτοντας, «σύντομα όμως γιατί η θητεία μου ως ‘υπηρεσιακός’ κοσμήτορας λήγει σε μερικές μέρες». Όταν την επομένη με δέχτηκε στο γραφείο του και του περιέγραψα την αναταραχή στις βιβλιοθήκες, είδα το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του σαν υδράργυρος σε θερμόμετρο. Μου υποσχέθηκε ότι θα εξέταζε το θέμα με τους συνεργάτες του και θα με ενημέρωνε σχετικά. Μέσα σε μια εβδομάδα ο Ροσόφσκι απέλυσε τον πιο στενό συνεργάτη του, αναπληρωτή κοσμήτορα, ο οποίος κάλυπτε τις ανορθόδοξες μεθόδους του προϊσταμένου μου χωρίς να ενημερώνει τον δικό του, και έστειλε τον αρχιτρομοκράτη διευθυντή των διευθυντών να μου ζητήσει συγνώμη για τη συμπεριφορά του. Fair Harvard! αναφώνησα, επαναλαμβάνοντας τον από 365 χρόνων στίχο του ύμνου του – η συνείδηση του ιδρύματος ενσαρκωμένη επί μισόν αιώνα στον Χένρι Ροσόφσκι. Αυτοί που ήξεραν, δεν αναφέρονταν σ’ αυτόν ως ”Mr. Harvard” χωρίς απτά παραδείγματα. Όταν τον Αύγουστο του 2013 πήγα στην Αμερική για τον γάμο της κόρης μου, δεν παρέλειψα να επισκεφτώ τον 86χρονο Χένρι στο γραφείο του, όπου εργάζεται ακόμα ως μέλος της εταιρικής διακυβέρνησης του πανεπιστημίου. Ήταν άλλη μια εγκάρδια συνάντηση και το ενδιαφέρον του για τα κοινά παρέμενε αδιάπτωτο. Με ρώτησε για τις επιπτώσεις της ελληνικής κρίσης στα χαμηλά εισοδήματα και τις συντάξεις, για τον Γιώργο Παπανδρέου, τον Σαμαρά και τον Τσίπρα, και για πρώτη φορά τον άκουσα να δυσανασχετεί για τα νέα, ανάρμοστα κατά τη γνώμη του ήθη που εισβάλουν καθημερινά στο χώρο της ανώτατης παιδείας σχεδόν απαρατήρητα. Με ρώτησε πώς πάει το γράψιμο, αν κρατιέται ακόμα ο παλιός φίλος και συνομήλικος του «Adam” (Πεπελάσης), πώς τα πάει η διάδοχός μου στην Αίθουσα Ποίησης, κ.α. Αποχαιρετώντας τον, αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε σταυρωτά για πρώτη φορά. Μπορεί να ήταν και η τελευταία. Ο άνθρωπος-θρύλος, θεματοφύλακας και άγγελος προστάτης Χένρι Ροσόφσκι, με περνούσε μόλις έξι χρόνια και το ήξερε. Του εύχομαι να τα εκατοστίσει.