Ευριπίδης Γαραντούδης (από την εκδήλωση Dirty Valentine, 14/2)
Φοράει μονάχα ένα διάφανο εσώρουχο. Φαίνεται ευδιάκριτα το καστανό της εφηβαίο. Βαδίζει, μες στη νύχτα, πάνω σε μιαν έρημη γέφυρα με αναμμένους φανοστάτες. Από την άλλη μεριά έρχεται ο κύριος Κ, διασταυρώνονται και την κοιτάζει μια στιγμή απορημένος. Γυρίζει απ’ τη δίκη. Επιτέλους, αθωώθηκε. Καθώς απομακρύνονται, στρέφει το κεφάλι του και την κοιτά ξανά. Οι γλουτοί της φαίνονται τώρα να λάμπουν καθαρότερα στο ημίφως.
*
(We came along this road)
Περπάτησα άπειρα χιλιόμετρα, θαυμάζοντας τη λευκή πλάτη, τους λεπτούς ώμους της και τα κατάξανθα μαλλιά της. Δεν κουραζόμουνα να την ακολουθώ. Σαν να μ’ ωθούσε ο απαλός αέρας. Δεν έβλεπα τ’ όμορφο πρόσωπό της, ήμουνα όμως σίγουρος πως είν’ αυτή –ποια άλλη;– η Βεατρίκη. Τριγύρω μας το πράσινο έφευγε ιλιγγιωδώς, σαν να ’μασταν μαζί σ’ υπερταχεία, περίπου με εβδομήντα χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο. Ώσπου στρέφεται πίσω της και με κοιτάζει. Μου φαίνεται πως μου χαμογελά. Η όψη της δυσδιάκριτη ιριδίζει μέσα στο γαλακτώδες φως της αιώνιας μέρας. Τέλος, μου φανερώνεται. Είναι –Θεέ μου!– η Brigitte Lahaie (Μπριζίτ Λαέ), γύρω στα είκοσι. Κρατά στην αγκαλιά της στοργικά το νεκρό ματωμένο νεογνό μιας άμβλωσης.
*
(Μεταμόρφωσις Σωτήρος – rising action)
Οι λόφοι τριγύρω βουλιάζουν, ψηλά τ’ αστέρια σκάνε σε βεγγαλικά κι η θάλασσα γίνεται κυματιστό γλάσο απ’ άκρη σ’ άκρη. Στην ακτή βγαίνει –γυμνή, πώς αλλιώς;– η Karine Gambier. Απλώνει προς εμένα το χέρι της, μου λέει: «Ερυόσα, Ιπμελάμ, Ιπίτν Ναζάκ. Αν μου δώσεις την καρδιά σου, θα σου χαρίσω αυτές τις λέξεις». Στην ανοιχτή παλάμη της γυαλίζουν τρία μεγάλα ολοστρόγγυλα κουρσούμια, με βαθυκύανα νερά, σαν κατοικήσιμοι πλανήτες.
*
Στον Παράδεισο (ας ονομάσω έτσι, ποιητική αδεία, αυτό το μέρος, διαφορετικά θα χρειαζόμουν μερικές χιλιάδες στίχους για να το περιγράψω) ανοίγω μια καταπακτή και πέφτω απαλά απαλά (μάλλον, ανέρχομαι αργά) στην αίθουσα της πρώτης Γυμνασίου. Στη δεξιά μου παλάμη, πάνω στο θρανίο, είναι καρφωμένη κάθετα η αιχμή ενός διαβήτη. Ευτυχώς, είμαι αριστερόχειρας. Ο πίνακας βρίσκεται τόσο μακριά που δεν μπορώ να διαβάσω τίποτα, γιατί δεν φορώ τα μυωπικά γυαλιά μου. Στη διπλανή θέση του θρανίου μου κάθεται η κυρία Γαβριηλίδου, η πρώτη μου φιλόλογος· μου χαμογελά περίεργα, φορώντας ένα αρκετά ανοιχτό γαλάζιο πουκάμισο. Μου λέει, σκύβοντας προς εμένα: «Μέμνησο, μη σε καθησυχάζει η ψευδαίσθηση πως είσαι σ’ όνειρο, εδώ αρχίζεις να συλλαβίζεις την πρα-γμα-τι-κό-τη-τα». Τι να εννοεί; Εγώ κοιτάζω, μισοχαμένος, μέσα απ’ το ανοιχτό πουκάμισο, την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Κι εκείνη συνεχίζει με μια φωνή που σαν να κροταλίζει: «Ονειρεύομαι σημαίνει ξαναβρίσκω κάτι που θα υπάρξει. Σε σαράντα χρόνια σ’ ένα όνειρό μας θα σου φάω την καρδιά».
*
Χάρη σε ξεχασμένα κι από μένα ποιήματά μου, καθώς γέρασα, νέες γυναίκες με οδηγούσανε σε μέρη όπου, βγαίνοντας λίγο απ’ τις πολυάσχολες ζωές τους, μέναν γυμνές τόσο που το δέρμα τους έλαμπε φάρος μες στη νύχτα ενός πελάγους ταξιδεμένου σ’ άλλες μου ζωές. Δες με, μου λέγαν, κι αυτή είναι η πρώτη σου φορά. Ή, μου λέγαν, αυτή είναι η τελευταία σου φορά. Σώμα το σώμα γίναν τα λόγια τους η γύρη των ονείρων μου για ν’ αρκεστώ να δω στον ουρανό ένα ανοιγμένο ρόδο – σάρκινο ή υφασμένο από σύννεφα, τι σημασία έχει; Κι έπειτα, έτσι, βρέθηκα σ’ ολότελα άγνωστα τοπία κι εκεί υπήρχαν πιο πολλές βρεφοκρατούσες κι ήμουν εγώ το γυμνό βρέφος στη ζεστή τους αγκαλιά.