Συζήτηση της Στέλλας Αλεξίου (*) με τον Ευριπίδη Γαραντούδη
Συνάντησα τον Ευριπίδη Γαραντούδη τον Σεπτέμβριο του 2020 στη Λευκωσία, στο πλαίσιο του Α¢ Επιστημονικού Συνεδρίου Καβάφης και Κύπρος, που διοργανώθηκε από τον Όμιλο Λογοτεχνίας & Κριτικής. To όνομά του βέβαια γυρόφερνε στις συζητήσεις που κατά καιρούς είχα με τον εκδημήσαντα καθηγητή Μιχάλη Πιερή (επιβλέποντα της διατριβής μου) ήδη από το 2016 εξ αφορμής της πολυτάραχης κατάστασης που επικρατούσε την εποχή εκείνη περί του Αρχείου Καβάφη. Αργότερα τον συνάντησα ξανά στο συνέδριο που διοργανώθηκε για τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο στο Γύθειο τον Οκτώβριο του 2021 και στην ημερίδα που πραγματοποιήθηκε στο Μορφωτικό Γραφείο της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα (Σπίτι της Κύπρου) για το επετειακό έτος Καβάφη τον Απρίλιο του 2023.
Τα βιβλία και τα δημοσιεύματα του Ευριπίδη Γαραντούδη αποτελούσαν ήδη, βέβαια, σημαντικές βιβλιογραφικές αναφορές της προσωπικής μου μελέτης και συγγραφής φιλολογικών εργασιών, μέσω των οποίων μπόρεσα να ξεκλειδώσω καινούργιους ερευνητικούς προβληματισμούς, όπως για παράδειγμα η μετάφραση του κειμένου από την ιταλική γλώσσα «Πηγές στην ποίηση του Κ.Π. Καβάφη» του Filippo Maria Pontani, κομβικής αξίας για τις καβαφικές σπουδές, οι μελέτες του για τον Διονύσιο Σολωμό, η θεμελιώδης εργασία του για τον Νεκρόδειπνο του Τάκη Σινόπουλου «Ελληνική ποίηση και κινηματογράφος. Το παράδειγμα μιας σύγκρισης: Τάκης Σινόπουλος, Νεκρόδειπνος-Alain Resnais, Ηiroshima mon amour» (2010), μα και η πληθώρα των μελετών του περί μετρικής, στην οποία έχει ενδιατρίψει με ασκητική θα λέγαμε προσήλωση τα τελευταία 35 χρόνια, από την έκδοση του βιβλίου του Aρχαία και νέα ελληνική μετρική. Iστορικό διάγραμμα μιας παρεξήγησης (Πάδοβα 1989) έως σήμερα.
Ο Γαραντούδης διδάσκει επίσης αδιάλειπτα, εδώ και σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, τα ερευνητικά αντικείμενα με τα οποία ασχολείται σε πανεπιστημιακά τμήματα της Ελλάδας και του εξωτερικού. Aπό το 1986 έως το 1989 δίδαξε νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία στο Ινστιτούτο Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Πάδοβας. Aπό το 1995 μέχρι το 2003 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Kρήτης και από το 2003 διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, σήμερα ως Καθηγητής.
Το πλούσιο συγγραφικό, ερευνητικό και διαδραστικό του έργο μα και οι πηγαίες ενασχολήσεις του με το πνευματικό γίγνεσθαι με παρακίνησαν να τον προσεγγίσω, κυρίως γιατί είναι εμφανές πως υποστηρίζει, υπερασπίζεται και προστατεύει τη νεοελληνική λογοτεχνία με γλώσσα, έκφραση και τύπους έξω από το ενίοτε ‘‘αφ’ υψηλού’’ μοντέλο της ακαδημαϊκής ζωής. Με εμπιστεύθηκε, και ακολούθησε μια ποικίλου περιεχομένου συνομιλία μαζί του.
Αγαπητέ κύριε Γαραντούδη, στη συνομιλία σας για την ελληνική ποίηση, με αφορμή την παγκόσμια ημέρα ποίησης, με τον δημοσιογράφο Κώστα Μαρδά στην τηλεοπτική εκπομπή του «Προσωπικά δεδομένα» (στον τηλεοπτικό σταθμό Blue Sky την Κυριακή 20.3.2011) αναφέρατε πως «η ποίηση είναι ο πιο σκληρός πυρήνας της λογοτεχνίας. Ήταν ο σκληρός πυρήνας και παραμένει με την έννοια ότι η ποίηση είναι εκείνη η τέχνη η οποία δοκιμάζει τα όρια της ανθρώπινης έκφρασης στην προσπάθεια του ανθρώπου να εκφράσει μέσω του λόγου ό,τι πιο μύχιο έχει, νιώθει, αισθάνεται, στοχάζεται γύρω απ’ τον εαυτό του και γύρω από τη σχέση του με τον κόσμο, και όλο αυτό γίνεται με ένα πολύ βαθιά στοχαστικό τρόπο, γιατί νομίζω ότι η ποίηση και γενικότερα η λογοτεχνία σε σχέση με τις υπόλοιπες τέχνες είναι η στοχαστικότερη τέχνη». Το 1991 μεταφράσατε το ιστορικό κείμενο του ιταλού νεοελληνιστή Filippo Maria Pontani «Πηγές της ποίησης του Καβάφη», το οποίο αποτελεί κομβική μελέτη σχετικά με την κατανόηση των ιστορικών και φιλολογικών στοιχείων που μας φέρνουν πιο κοντά στη μυστηριώδη γέννηση της ποίησης. Θα ήθελα επίσης να σταθώ σε ένα πιο πρόσφατο κείμενό σας, «Οι επώνυμοι τουρίστες στην ποίηση» (Ο αναγνώστης, 19 Αυγούστου 2018 [ηλεκτρονική έκδοση]), όπου επισημαίνετε την ελαφρότητα ορισμένων ως προς τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται την ποίηση, την απουσία ταλέντου ή της έμπνευσης, όσο και την καταφανή έλλειψη ποιητικής παιδείας τους. Τι θα προσθέτατε σήμερα σχετικά με τους προβληματισμούς που αναπτύξατε όλα αυτά τα χρόνια, για τη χρήση των πηγών από τη μια και το θέμα του ταλέντου ή της έμπνευσης από την άλλη, και ακόμα για την έλλειψη ποιητικής παιδείας;
Αν κάτι έχει αλλάξει αισθητά, σε σχέση με όσα είχα πει το 2011 στον Κώστα Μαρδά, είναι η ραγδαία διάδοση του διαδικτύου και των νέων τεχνολογιών ή το ότι ζούμε πλέον και στο παράλληλο, αλλά και εφαπτόμενο με το πραγματικό, σύμπαν της ψηφιακότητας. Αποτέλεσμα αυτής της πρωτόγνωρης καθολικής συνθήκης είναι η αποσπασματοποίηση και η επιτάχυνση της εμπειρίας. Αυτές, πάλι, επιφέρουν την προχειρότητα, τη βιασύνη, το άγχος της διεκπεραίωσης σε ό,τι κάνουμε (συνήθως μισό). Η ποίηση, αντιθέτως, ωριμάζει όπως ο καρπός στο δέντρο, στον φυσικό χρόνο της ωρίμανσης. Όσοι την ασκούν με γνώση και ευαισθησία, ανεξάρτητα από τον βαθμό του ταλέντου τους, το γνωρίζουν αυτό. Οι άλλοι, οι «τυχάρπαστοι» που, όπως έγραψε σε ποίημά του ο Σεφέρης, «γυρεύουν να δοξαστούν από τους λογάδες και τους σοφούς, ενώ θα να ’ταν χίλιες φορές προτιμότερο, και η τέχνη πολύ πιο ευτυχισμένη, αν πήγαιναν στην Εκάλη να μαζεύουν κούμαρα, ή στη Γλυφάδα να ψαρεύουν ροφούς», θα βιάζονται ολοένα και περισσότερο, γράφοντας “ποιήματα” χωρίς αναγνωστική μνήμη, δίχως τεχνική γνώση, συνεπώς δίχως έρμα ευαισθησίας, με τη σπουδαιοφάνεια του άσχετου, ανεβασμένοι στα καλλιστεία των κοινωνικών δικτύων. Στο εγγύς μέλλον κάποιοι ματαιόδοξοι θα γράφουν, αν δεν το κάνουν ήδη, ποιήματα και μέσω της τεχνητής νοημοσύνης.
Στην εξέταση της εργαστηριακού χαρακτήρα παλαμικής μετρικής παρατηρείτε σχετικά πως: «η σύγκριση της παλαμικής μετρικής με εκείνη του Καβάφη είναι η πειστικότερη ίσως απόδειξη ότι ο εργαστηριακός χαρακτήρας της μετρικής του Παλαμά ή η μορφολατρία του συνέβαλε όσο τίποτε άλλο στο να γίνει ο ‘‘μέγας μετρικός’’ του παραδοσιακού στίχου, αλλά και να παραμείνει μακριά από το κατώφλι της γραμμένης σε ελεύθερο στίχο ποίησης». Η σύγκριση της μετρικής Παλαμά-Καβάφη εξακολουθεί να μας απασχολεί έως τις μέρες μας. Ως ο αρμοδιότερος επί του θέματος, γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;
Πιστεύω ότι συμβαίνει επειδή οι δύο ποιητές, σύγχρονοι στην εποχή τους, είναι δύο ορόσημα της ποιητικής ιστορίας μας. Μεγάλο μέρος του ποιητικού έργου τους παραμένει αισθητικά δραστικό λειτουργώντας ως γόνιμη πηγή άντλησης αναγνωστικών και δημιουργικών ερεθισμάτων. Όσο κι αν η παλαιότητα του παλαμικού ποιητικού έργου γίνεται σήμερα πολύ περισσότερο αισθητή, σε σύγκριση με την παλαιότητα της καβαφικής ποίησης, και κατά το ποσόν και κατά το ποιόν, συνάμα υπάρχουν ποιήματα του Παλαμά όπως η «Φοινικιά» και «Το πανηγύρι στα σπάρτα» που εκλεπτύνουν μέχρι το όριό της την ποίηση που τραγουδά, χωρίς όμως να της λείπουν ο βαθύς στοχασμός και η δραματικά συμπυκνωμένη ανθρώπινη εμπειρία. Η καβαφική ποίηση, από την άλλη, συνεχίζει να μας εκπλήσσει για την ανεπανάληπτη ικανότητα του Αλεξανδρινού να γράψει ποίηση χωρίς ποιητικούς τρόπους, ως ένας δεινός αφηγητής της ανθρώπινης εμπειρίας, ικανός να πυκνώσει τόσες μείζονες όψεις της, από την ιστορία μέχρι τον έρωτα, τη μνήμη και τη φθορά του χρόνου, σε τόσο λίγα ποιήματα. Από την άποψη της φόρμας, κατόρθωμα της καβαφικής ποίησης είναι η εξισορρόπηση ανάμεσα σε δύο πόλους, αυτούς που παλαιότερα ονόμασα «φαινομενική πεζολογία» και «συγκαλυμμένη τραγουδιστικότητα» – τη μοναδικότητα της καβαφικής μετρικής ανέδειξε η πρόσφατη διδακτορική διατριβή, που επόπτευσα, της Δήμητρας Ραζάκη, «Η μετρική της ποίησης του Καβάφη». Πρέπει, πάντως, να διαβάζουμε την ποίησή του κρατώντας απόσταση από τα στερεότυπα της δημοφιλούς και ρηχής πρόσληψής της, αυτής που βάζει στο επίκεντρο, για παράδειγμα, την υπερκαταναλωμένη και μέτρια ως προς την αισθητική αξία της «Ιθάκη», ενώ αγνοεί ποιήματα όπως ο «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.» ή το «Μέρες του 1908», το καβαφικό ποίημα που περισσότερο αγαπώ, επειδή επιτυγχάνει ό,τι πιο δύσκολα κατορθώνεται στην ποίηση, την απροσποίητη απλότητα.
Το 2001 εκδώσατε το βιβλίο Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός. Όψεις μιας σύνθετης σχέσης (1820-1950), ενώ στη συνέχεια δημοσιεύσατε αρκετά ακόμη κείμενα για τον εθνικό μας ποιητή. Ως προς ποια κατεύθυνση σάς γοητεύει η ποίησή του;
Πέρα από το ότι το σολωμικό έργο, παρά την ήδη μεγάλη και διαρκώς διογκούμενη στις μέρες μας φιλολογική βιβλιογραφία γι’ αυτό, εξακολουθεί να παραμένει ένα γόνιμο ερευνητικό πεδίο, το κύριο ενδιαφέρον μου γι’ αυτό οφείλεται στην αισθητική αξία του, συναρτημένη με τη μοναδικότητα της ποιητικής έκφρασης του Σολωμού στα συνθέματα της ωριμότητας. Για όποιον μέχρι σήμερα πασχίζει να γράφει ποίηση ο Σολωμός αυτών των οριακών ποιημάτων είναι η εδεμική περίοδος του ανθρώπινου είδους ως ποιητικού είδους. Ο παράδεισος, ως γνωστόν, δεν διέπεται από τον χρόνο, δεν έχει συνεπώς μέλλον. Ο Σολωμός, όντας μέσα στη συγχρονία μίας ποιητικής αιωνιότητας, που διέκοψε και τερμάτισε ο βιολογικός του χρόνος, μας κληροδότησε «απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου»· αυτά τα ποιήματα όπου η ροϊκότητα και η κρυστάλλωση του ποιητικού λόγου συνθέτονται σε ένα εκφραστικό αποτέλεσμα ανεπανάληπτο και συνάμα καταστατικό. Ύστερα, λοιπόν, από τον Σολωμό είμαστε εξόριστοι στη χρονικότητα της ποιητικής ιστορίας μας, νοσταλγώντας το αφετηριακό καταγωγικό σημείο, στο οποίο δεν θα επιστρέψουμε ποτέ, την παιδική ηλικία μας. Συνεχίζουμε, επί ματαίω, ως ενήλικοι.
Γιώργος Σεφέρης και Οδυσσέας Ελύτης. Τι είναι αυτό που έδωσε την ύψιστη τιμητική διάκριση στους νομπελίστες και ποιοι είναι ενδεχομένως οι λόγοι για τους οποίους από το 1979 δεν απέκτησε η ελληνική λογοτεχνία ακόμη ένα Νόμπελ;
Το ερώτημά σας αυτό ουσιαστικά αφορά το λογοτεχνικό πεδίο ως μέρος της δημόσιας σφαίρας. Και η δημόσια σφαίρα, ως ανθρώπινο περιβάλλον, λειτουργεί με τους δικούς της κανόνες και τις δικές της συνήθειες. Εννοώ ότι τα κάθε είδους βραβεία, περισσότερο ή λιγότερο γνωστά και έγκυρα, επηρεάζονται, ως προς τις προτιμήσεις και τις επιλογές των ανθρώπων που τα απονέμουν, από συγκυρίες, ενίοτε περιστασιακές ή και ευκαιριακές. Γι’ αυτό πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τη σχετική σημασία των βραβείων, ακόμα και του γνωστότερου, του Νόμπελ· να την σταθμίζουμε αντιλαμβανόμενοι το ισοζύγιο ανάμεσα στη συγκυριακή δημόσια προβολή και αναγνώριση ενός έργου, από τη μία μεριά, και τη διαχρονική αξία του, από την άλλη. Αυτό, λοιπόν, που σήμερα μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημά σας «τι είναι αυτό που έδωσε την ύψιστη τιμητική διάκριση» στον Σεφέρη και τον Ελύτη είναι: η διαχρονική αξία του έργου τους, πιστοποιημένη από το γεγονός ότι τους ποιητές αυτούς τους διαβάζουμε και τους μελετάμε εντατικά μέχρι σήμερα. Στο ερώτημά σας «ποιοι είναι ενδεχομένως οι λόγοι για τους οποίους από το 1979 δεν απέκτησε η ελληνική λογοτεχνία ακόμη ένα Νόμπελ» θα μπορούσε κανείς να δώσει την κάπως αυτονόητη απάντηση ότι μία μικρή στις ποσοτικές διαστάσεις της εθνική λογοτεχνία, όπως η ελληνική, αντιπροσωπεύεται επαρκώς μέσα στον παγκόσμιο λογοτεχνικό κανόνα που το Νόμπελ θέσπισε και θεσπίζει εδώ και περίπου 120 χρόνια. Μακάρι η ελληνική λογοτεχνία να τιμηθεί ξανά, στα χρόνια που έρχονται, στο πρόσωπο και με το έργο του μείζονα εν ζωή ποιητή της ελληνικής γλώσσας, του Κυριάκου Χαραλαμπίδη.
Στο μελέτημά σας «Ελληνική ποίηση και κινηματογράφος. Το παράδειγμα μιας σύγκρισης: Τάκης Σινόπουλος, Νεκρόδειπνος-AlainResnais, Ηiroshima mon amour» (2010)» εκφράσατε την άποψη πως: «Η σχέση της ελληνικής ποίησης, σε επιφανειακό επίπεδο, με την κοινωνική και ψυχαγωγική εμπειρία του κινηματογράφου και, βαθύτερα, με την κινηματογραφική τέχνη, αν και συνιστά ένα πολύ ενδιαφέρον ζήτημα, παραμένει αδιερεύνητη». Έκτοτε, όπως μπόρεσα να δω από την αποδελτίωση των δημοσιευμάτων σας, είδαν το φως κι άλλες μελέτες κριτικού περιεχομένου και ποικίλων ερμηνευτικών προσανατολισμών για το συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο, αν και σημαντικό ρόλο βεβαίως διαδραμάτισε η πρόδρομη ανακοίνωσή σας «Ελληνική ποίηση και κινηματογράφος: Μεταμορφώσεις της ιστορικής και της καλλιτεχνικής μνήμης» το 2008 (δημ.2011). Ένα σύνολο εργασιών που φανερώνει πως καλλιεργήσατε το ‘‘χωράφι’’ αυτό μεθοδικά και με πάθος. Πώς αναλογίζεστε αυτή την περιπέτεια σήμερα;
Την αναλογίζομαι ως μία περιπέτεια με γόνιμο μέλλον. Γενικότερα οι διακαλλιτεχνικές και διαμεσικές σπουδές βρίσκονται στο σημείο αιχμής της σύγχρονης συγκριτικής φιλολογίας, μέσα σε έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και περισσότερο πολυπολιτισμικός. Σε ό,τι αφορά το δικό μου σχετικό ενδιαφέρον ελπίζω να συμπυκνωθεί, τα επόμενα χρόνια, σε μία μονογραφία με θέμα τη σχέση της ελληνικής ποίησης του 20ού και του 21ου αιώνα με τον κινηματογράφο. Πρόκειται για ένα θέμα που διαρκώς ανατροφοδοτείται, με δεδομένο ότι το σινεμά είναι αναπόσπαστο μέρος της μνήμης μας και της σύγχρονης εμπειρίας μας. Πολύ πρόσφατο είναι το όμορφο ποίημα του Διονύση Καψάλη «Laguerre est finie» (ο τίτλος της ταινίας, το 1966, του Alain Resnais) από τη συλλογή του Ο καταρράκτης (2022). Κυρίως με χαροποιεί ότι υπάρχει ένα ευρύτερο ενδιαφέρον για το ζήτημα. Με τη Νάντια Φραγκούλη και τη Δήμητρα Ραζάκη εκπονήσαμε το ερευνητικό πρόγραμμα «Η παρουσία του κινηματογράφου στα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά των μεταπολεμικών και μεταπολιτευτικών χρόνων (1949-2009)», η ηλεκτρονική βάση του οποίου υπάρχει στο διαδίκτυο (http://138.68.86.112/). Η Φραγκούλη, επίσης, εκπόνησε, υπό την εποπτεία μου, τη διδακτορική διατριβή της, Η σχέση της ελληνικής μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής πεζογραφίας (1949-2009) με τον κινηματογράφο. Μια εξέταση μέσα από το πρίσμα της συγκριτικής ποιητικής (2019), που σύντομα θα εκδοθεί ως μονογραφία. Και άλλοι φιλόλογοι νεοελληνιστές, όπως ο Θανάσης Αγάθος, ασχολούνται εντατικά με ποικίλεις όψεις της σχέσης πεζογραφίας και κινηματογράφου. Υπάρχει, λοιπόν, ένα διάχυτο ενδιαφέρον για τη συστηματική εξέταση των σχέσεων ελληνικής λογοτεχνίας και κινηματογράφου, με τη δημιουργία έργων υποδομής για τη μελέτη του θέματος.
Στο πέρασμα του χρόνου έχετε διαπιστώσει την ανανέωση της νεοελληνικής δραματουργίας μέσω της θεατρικής αξιοποίησης λογοτεχνικών έργων;
Χωρίς να είμαι ειδικός στο ζήτημα, ανακαλώ την εμπειρία μου ως θεατή του θεάτρου. Για τη σύγχρονη δραματουργία η ελληνική λογοτεχνία, πρωτίστως αφηγηματικά έργα και δευτερευόντως ποιητικά με έντονο θεατρικό στοιχείο, όπως οι δραματικοί μονόλογοι, λειτουργεί ως ένα πεδίο άντλησης πρώτης ύλης και εντέλει καλλιτεχνικών διασταυρώσεων. Οι διασταυρώσεις αυτές, όταν γίνονται με γνώση και ευαισθησία – και υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια, εμπλουτίζουν τη σχέση μας τόσο με το θέατρο όσο και με τη λογοτεχνία, καθώς μας κάνουν να αναλογιζόμαστε τη μεθόριο που χωρίζει και ενώνει διαφορετικά λογοτεχνικά γένη, μέσα από ομοιότητες και διαφορές, συγκλίσεις και αποκλίσεις.
Εφηβικό μυθιστόρημα, παιδική λογοτεχνία, παραμύθι. Τι μπορεί να αποκομίσει το εφηβικό-παιδικό μυαλό από τη λογοτεχνία σήμερα, αν σκεφτούμε με πόση άνεση κινείται στον ψηφιακό χώρο;
Η γνώμη μου είναι ότι αυτό που κυρίως μπορεί να αποκομίσει το εφηβικό-παιδικό μυαλό, ακριβώς επειδή η ψηφιακότητα, και ιδίως για τους νέους ανθρώπους, έχει επιβληθεί ως η κυρίαρχη συνθήκη, είναι η αντοχή, μέσα στη μεγάλη διάρκεια του χρόνου, του πολιτισμού ως γραφής και ανάγνωσης κειμένων, ως γραπτού πολιτισμού. Ακόμα κι όταν οι νέοι διαβάζουν ή οι ηλικιακά μεγαλύτεροι διαβάζουμε λογοτεχνία στο διαδίκτυο ή μέσω κάθε είδους οθόνης, το γραπτό κείμενο υφίσταται. Επιπρόσθετα, όταν τα κείμενα αυτά είναι γεμάτα από φαντασία, όπως στο εφηβικό μυθιστόρημα, την παιδική λογοτεχνία, το παραμύθι, ο αναγνώστης, νέος ή μεγαλύτερος, είτε τα διαβάζει σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή, κοινωνεί τη φαντασία μέσω της γραπτής γλώσσας· έτσι τείνει να αντιληφθεί τα απεριόριστα και ιδίως τα σε ατομική βάση απεριόριστα όρια της φαντασίας. Το να κοινωνείς μέσα από τη γραπτή γλώσσα έναν φανταστικό κόσμο φτιάχνει στο εσωτερικό της συνείδησής σου ένα άπειρο σύμπαν. Ποιος μπορεί να πει πώς ακριβώς είναι το βιβλίο από άμμο στο περίφημο διήγημα του Μπόρχες; Η οποιαδήποτε εικονοποίησή του, εκτός της γραπτής γλώσσας, σε οπτικό μέσο, θα το περιόριζε δραστικά.
Αξιοποιώντας το ερώτημα που τέθηκε στον Terry Eagleton (Ο αναγνώστης, 2 Σεπτεμβρίου 2022 [ηλεκτρονική έκδοση]): -Είστε καθηγητής στο τμήμα δημιουργικής γραφής σε ένα x/ψ πανεπιστήμιο. Τι γνώμη έχετε για το αντικείμενο;
Διδάσκω δημιουργική γραφή στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα με αυτό το αντικείμενο, από το 2016 αδιάλειπτα, έχοντας επιλέξει και οργανώσει το εκπαιδευτικό υλικό που αφορά την ποίηση, ενώ επίσης έχω διδάξει δύο σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Τομέα Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 2014 και εφέτος. Συνεπώς, η γνώμη μου είναι ότι το αντικείμενο, ως ευρύτερο γνωστικό πεδίο και ως εφαρμοσμένη διδακτική πρακτική, υφίσταται και υφίσταται πλέον καλά, με σοβαρή προεργασία και καλά σπουδαστικά αποτελέσματα. Σε διεθνές επίπεδο η δημιουργική γραφή έχει κατοχυρωθεί στο ακαδημαϊκό περιβάλλον, ενώ και στην Ελλάδα τείνει να σοβαρευτεί η όλη κατάσταση, να αποκτήσει συστηματικότητα και ακαδημαϊκό κύρος, ύστερα από ευεξήγητες ευκολίες και αρρυθμίες των πρώτων χρόνων. Δεν αντιλαμβάνομαι, λοιπόν, τις όποιες επιφυλάξεις ανθρώπων του εντόπιου λογοτεχνικού και φιλολογικού χώρου που υποστηρίζουν ιδίως το έωλο επιχείρημα ότι το πώς γράφεται η λογοτεχνία δεν είναι δυνατό να διδαχθεί· θεωρώ τέτοιες απόψεις εκδηλώσεις άγνοιας, προϊόν παρεξηγήσεων και κατάλοιπο προκαταλήψεων. Η δική μου γνώμη για τη δημιουργική γραφή, εστιασμένη στη διδασκαλία της στο ποιητικό είδος, αλλά και για το πώς η δημιουργική γραφή μπορεί να εμπλουτίσει τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στα πανεπιστημιακά Τμήματα Φιλολογίας, έχει αποτυπωθεί στο κείμενό μου «Η δημιουργική γραφή και η “γραμματική της ποιήσεως”», που έχει περιληφθεί στο επίμετρο της ελληνικής μετάφρασης του Οδηγού δημιουργικής γραφής του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ (ΕΑΠ 2021). Εκεί θέτω το ερώτημα αν η δημιουργική γραφή, ως εφαρμοσμένη πράξη διδασκαλίας της ποιητικής μορφής, θα μπορούσε να επανασυνδέσει όσους γράφουν και όσους επιθυμούν να γράψουν ποίηση με την, όπως πιστεύω, αναντίρρητη αλήθεια, κατά τη διατύπωσή της από τον Γ.Χ. Ώντεν: «Η ποίηση είναι ένα λεκτικό τεχνούργημα που πρέπει να δομηθεί τόσο επιδέξια και στέρεα όσο ένα τραπέζι ή μια μοτοσυκλέτα».
Όσον αφορά τη σχέση σας με τη λογοτεχνική Κύπρο, ποια η αφετηρία της και πώς εξελίχθηκε στον χρόνο;
Οι αφορμές για την ανάπτυξη της σχέσης μου με τη λογοτεχνική Κύπρο προήλθαν από το ακαδημαϊκό περιβάλλον και συναρτήθηκαν με τις επανειλημμένες επισκέψεις μου στο νησί, τόσες ώστε εδώ και μία περίπου εικοσαετία έχω επισκεφθεί την Κύπρο για συνέδρια, ημερίδες και εκδηλώσεις περισσότερο από ό,τι την Κρήτη ή άλλους ελληνικούς τόπους – εξαιρώ τη γενέτειρά μου, την Καβάλα . Στον πυρήνα όλης αυτής της εμπειρίας, συμποσούμενης μέσα στα χρόνια, εξ αρχής υπήρχε η περίφημη πλέον φράση του Σεφέρη ότι «η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη», φράση που συμπυκνώνει τη δική του ταξιδιωτική και ποιητική κυπριακή εμπειρία. Εννοώ, όπως και ο Σεφέρης, ότι στην Κύπρο πίστευα, επάνω στα δικά του χνάρια, πως θα βρω, και μέσα από τη λογοτεχνία της, έναν τόπο όπου το αίσθημα της ελληνικότητας θα διασώζεται περισσότερο ατόφιο από ό,τι στη μητροπολιτική Ελλάδα και πιο βαθιά ριζωμένο στον ιστορικό χρόνο, λιγότερο αλλοιωμένο από αυτό που ονομάζουμε πρόοδο. Έτσι λοιπόν με την Κύπρο, όπως και με τη λογοτεχνική παράδοσή της, συνδέθηκα, ως ταξιδιώτης και ως μελετητής, και μέσω της αναπόφευκτης διάψευσής μου από την επαφή με την πραγματικότητα. Πριν από μερικά χρόνια, όταν για πρώτη φορά επρόκειτο να επισκεφτώ την Πάφο, είχα μεταθέσει εκεί τον τόπο όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη. Βρέθηκα αντιμέτωπος με μία σχεδόν ανώνυμη λουτρόπολη, αλωμένη από την τουριστική ανάπτυξη.
Από το 2001 η κυπριακή λογοτεχνία διαθέτει τη δική της Βιβλιογραφία και από το 2010 την Ιστορία της Νεότερης Λογοτεχνίας της. Απέκτησε κατ’ αυτόν τον τρόπο την ‘‘ανεξαρτησία’’ της από τον εθνικό κορμό;
Αφενός απέκτησε την “ανεξαρτησία” της, με άλλα λόγια την αυτονομία της μελέτης της ως μίας διακριτής περιοχής της ευρύτερης ελληνικής λογοτεχνίας, όπως εξάλλου υποδεικνύουν προφανείς λόγοι διάκρισης που οφείλονται στη διαφορετική ιστορική και πολιτισμική εμπειρία της Κύπρου ως προς εκείνη της Ελλάδας· και αφετέρου έτσι συνδέθηκε, πιστεύω, ακόμα περισσότερο με εκείνη την πλατιά κοίτη που η ροή της σταθερά την αρδεύει, την ελληνική λογοτεχνική και ευρύτερα γραμματειακή παράδοση στη διαχρονία της. Ανακαλώ το νόημα του ποιήματος του Καβάφη «Επάνοδος από την Ελλάδα», προβάλλοντάς το και στην προσωπική εμπειρία που κατέθεσα απαντώντας στο προηγούμενο ερώτημά σας, για να αναλογιστώ εντέλει ότι την κυπριακή λογοτεχνία μπορώ να την αντιληφθώ, όπως υποθέτω και οι περισσότεροι κύπριοι λογοτέχνες, ως το δημιουργικό αποτέλεσμα της εγγύτητας και της απόστασης από την Ελλάδα, της διακριτότητάς της από την ελλαδική λογοτεχνία και της ένταξής της στην ελληνική λογοτεχνία. Για εμένα, που έχω απώτερη μικρασιατική καταγωγή, αυτή η διφυής διανοητική και ψυχοσυναισθηματική κατάσταση, είναι οικεία. Όπως στον καβαφικό «Μύρη», ο ήρωας νιώθει οικείος και μαζί ξένος. Αλλά ακόμα και με την αίσθηση της ξενότητάς της, ίσως ακριβώς εξαιτίας της, η κυπριακή λογοτεχνία σαφώς διευρύνει τα όρια της ελληνικής λογοτεχνίας.
Επιστρέφω και κλείνω με τον Αλεξανδρινό. Στο κείμενό του «Philosophical Scrutiny» (1903) γράφει ανάμεσα σε άλλα ότι «πολύ συχνά, το έργο του ποιητή δεν έχει παρά ασαφή σημασία× είναι μια πρόταση× οι σκέψεις του προορίζονται να αναπτυχθούν από επερχόμενες γενεές ή από τους άμεσους αναγνώστες του. Ο Πλάτων είπε ότι οι ποιητές εκφέρουν σπουδαία νοήματα χωρίς να τα συνειδητοποιούν». Μετρώντας στο χαρτοφυλάκιό σας πέντε έως σήμερα ποιητικές συλλογές (Μεθεόρτιο ή Lyrica, Ονειρεύτηκα τη Genova, Τα σύνεργα, Το διπλό δίγαμμα και Ευτοπία – το τελευταίο σε συνεργασία με τη Σοφία Κολοτούρου), σε ποιο βαθμό ταυτίζεστε με την παραπάνω καβαφική άποψη;
Τοποθετημένη χρονικά στα 1903, η φράση αυτή προϋποθέτει, στην καλύτερη περίπτωση, την εμπειρία του Καβάφη από τα συμβολιστικά ποιήματά του εκείνης της εποχής. Αναρωτιέμαι αν και κατά πόσο αυτή τη φράση θα την υποστήριζε ο ίδιος αργότερα, όταν πέρασε σε ό,τι ονομάζουμε καβαφικό ρεαλισμό. Η φράση, πάντως, είναι ενδιαφέρουσα ως προς την επισήμανση ότι η ασάφεια, με νεότερους όρους θα λέγαμε η πολυσημία, είναι λειτουργική για την πρόκληση της αισθητικής συγκίνησης, υπό την έννοια ότι ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι αποκαλύπτει ένα νόημα ικανό να διεγείρει τη συγκίνησή του, νόημα που ενέχεται στο ποίημα, χωρίς όμως αυτό το νόημα να εκφράζεται ρητά, μέσα από μία διάφανη σημασία. Αν πάλι αναλογιστούμε την πορεία που η καβαφική ποίηση διένυσε από τη συμβολιστική περίοδό της στον καβαφικό ρεαλισμό ως κληροδοσία για τους νεότερους ποιητές, μπορούμε να σκεφτούμε ότι ένα σύγχρονο ποιητικό έργο εξισορροπεί ανάμεσα σε ποιήματα που έχουν καταδηλωτικό λόγο, όπως το θέμα τους επιτάσσει, και άλλα που στηρίζονται στην «ασαφή σημασία τους», επειδή πάλι η διαφορετική θεματική ύλη και η μορφή τους το υπαγορεύουν.
Σας ευχαριστώ!
————————————————————————–
(*) H Στέλλα Αλεξίου είναι διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας