Ευφρόσυνη Μήδεια (της Όλγας Σελλά )

0
601

της Όλγας Σελλά 

 

Πώς περιγράφεται η απόλαυση; Πώς περιγράφεται η απόλυτη ικανοποίηση; Η συναισθηματική και πνευματική πληρότητα από τη θέαση μιας παράστασης; Θα το προσπαθήσω. Γιατί όλα αυτά τα αισθήματα δημιούργησε η παράσταση «Μήδεια» του Μποστ (Μέντη Μποστατζόγλου) σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού, που παρουσιάζει φέτος το καλοκαίρι το Εθνικό Θέατρο, την οποία είδα στο «Σχολείον της Αθήνας – Ειρήνη Παππά», στην Πειραιώς.

Αισθήματα που δημιουργούνται στον θεατή με  την πρώτη ματιά στο σκηνικό (Εύα Μανιδάκη) που είναι απλωμένο στην ευρύχωρη σκηνή του «Σχολείου». Τσιμεντόλιθοι που δημιουργούν υποψία μια κατασκευής που κάποτε υπήρξε, άλλοι ατάκτως ερριμμένοι, όλοι βαμμένοι χρυσοί. Μια εύστοχη αποτύπωση, πριν καν ξεκινήσει η παράσταση, του έργου και του τρόπου του Μποστ: υπερβολή και επίδειξη νεοελληνική, φθορά και ευτέλεια. Κι αφού μιλάμε για τη Μήδεια, οι τσιμεντόλιθοι ευθέως παραπέμπουν σε ό,τι επικάθησε πάνω στα αρχαία ερείπια…

Και η παράσταση ξεκινά, με ζωντανή μουσική επί σκηνής (Θοδωρής Οικονόμου σε απίστευτα κέφια και δημιουργικό οίστρο) και την κορυφαία του χορού (Μαρία Κοσκινά) να μας βάζει απευθείας στο κλίμα, μιμούμενη βαρύγδουπα απελπισμένες κραυγές που παραπέμπουν σε κλασικές παραστάσεις τραγωδίας. Ο/η Τροφός (Γιώργος Γλάστρας) βρίσκεται στα ανάκτορα της Ιωλκού, και υποδέχεται την καλογραία Πόλυ (Σύρμω Κεκέ) η οποία εξιστορεί με πάσα λεπτομέρεια και με σπαρταριστό μπέρδεμα λέξεων και εννοιών την ιστορία της ζωής της (του Κρητικού και κριτικού, αλλά και του παπά και του εμπόρου Παπά που κάποτε ηγάπησε)…

Και έχουμε ήδη μπει στον κόσμο του Μποστ, σ’ αυτόν τον συναρπαστικό, σαρκαστικό, αυτοσαρκαστικό, χυμώδη, διεισδυτικό κόσμο, που σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο συνταιριάζει την ευριπίδεια Μήδεια και την πραγματικότητα των νεοελλήνων στη μεταπολιτευτική Ελλάδα (για την ακρίβεια στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’90 – το 1993 γράφτηκε το έργο κατά παραγγελία του Θανάση Παπαγεωργίου). Και με την «ιδιότυπη γλώσσα του, την μπουρλέσκ παρωδία, την απροκατάληπτη σάτιρα, το αλλοπρόσαλλο χιούμορ και τη διεισδυτική ειρωνεία του» φτιάχνει ένα έργο που εξακολουθεί, 30 χρόνια μετά τη γραφή του, να είναι φρέσκο, απολαυστικό, πανέξυπνο, κωμικό, θεατρικό και να δρα ανακουφιστικά απέναντι σε κάθε αποστεγνωμένο καθωσπρεπισμό της πολιτικής ορθότητας. Και έχουμε τον πρώτο λόγο της απόλαυσης σ’ αυτή την παράσταση: την απαράμιλλη γραφή του Μποστ.

Και αυτή τη γραφή, αυτό το σύμπαν, το πήρε ο Γιάννης Καλαβριανός, το μελέτησε και το προσέγγισε με τρυφερότητα, υπευθυνότητα, φαντασία και τόλμη και έστησε ίσως την καλύτερη μποστική «Μήδεια» που έχω δει ποτέ (και έχω δει σίγουρα άλλες τέσσερις ή πέντε). Κι είναι αυτός ο δεύτερος λόγος της ικανοποίησης.

Αλλά υπάρχουν κι άλλοι λόγοι, όλοι όσοι αποτελούν μια παράσταση. Κατ’ αρχήν υπάρχει η Μήδεια της Γαλήνης Χατζηπασχάλη, ένας ρόλος κομμένος και ραμμένος στην υποκριτική της βεντάλια και δεινότητα, χάριν στην οποία ισορρόπησε θαυμαστά στις τρομερές ταλαντεύσεις και τα γλιστρήματα σε ευκολίες και υπερβολές που μπορεί να οδηγήσει ο ρόλος. Στ’ αλήθεια δεν μπορώ να φανταστώ καμιά άλλη σύγχρονη Ελληνίδα ηθοποιό να ανταποκρίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο σ’ αυτόν το ρόλο. Και ακολούθησαν όλοι μα όλοι οι ηθοποιοί, σε απόλυτη επικοινωνία, δημιουργώντας ένα διαρκές γαϊτανάκι σκηνικού ρυθμού (που δεν χάθηκε στιγμή): η καλογραία Πόλυ της Σύρμως Κεκέ, η Τροφός του Γιώργου Γλάστρα, ο Ευριπίδης του  Στέλιου Ιακωβίδη, ο Οιδίπους του Θανάση Δήμου, η Αντιγόνη της Ανδρης Θεοδότου, ο Ιάσων του Σταύρου Σβήγκου, ο καλόγερος του Γιώργου Σαββίδη, ο Ψαράς του Θανάση Ισιδώρου, ο Εξάγγελος (που είχε την όψη της αναγνωρίσιμης σκιτσογραφικής φιγούρας του Μποστ, Ρακένδυτη Ελλάς) Φανή Παναγιωτίδου.

Κρατώ ξεχωριστή θέση για τον χορό, γιατί ήταν συνεκτικό, συνδετικό και καθοριστικό στοιχείο της απόλαυσης αυτής της παράστασης, ξεκινώντας από το μπρίο και τους αυτοσχεδιασμούς της κορυφαίας Μαρίας Κοσκινά, αλλά και όλα τα μέλη του χορού: Μαρία Κωνσταντά, Ειρήνη Μακρή, Λυγερή Μητροπούλου, Ελπίδα Νικολάου, Κατερίνα Πατσιάνη, Ματίνα Περγιουδάκη, Μαριάμ Ρουχάτζε, Θεοδοσία Σαββάκη, Νιόβη Χαραλάμπους. Ένας χορός που είχε δουλεμένη κίνηση, εξαιρετικές φωνές, παιγνιώδη και ταξιδιάρικα (στο χρόνο και στις εποχές) κοστούμια (Βάνα Γιαννούλα). Μάλλον ο καλύτερος και πιο ενταγμένος σε παράσταση χορός που είδα, τουλάχιστον φέτος. Στο τελικό αποτέλεσμα συνέβαλε η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου, που κινήθηκε με άνεση και κέφι σε όλα τα είδη μουσικής, ακολουθώντας απολύτως το μποστικό σουρεαλιστικό ανακάτεμα.

Δεν ξέρω αν μπόρεσα να περιγράψω την παράσταση του Γιάννη Καλαβριανού, γιατί συχνά η απόλαυση χάνει το μέγεθός της όταν την αφηγούμαστε. Ξέρω όμως ότι αυτή η «Μήδεια» του Μποστ και του Γιάννη Καλαβριανού ήταν από τις πιο έξυπνες δραματολογικές επιλογές του Εθνικού Θεάτρου τα τελευταία χρόνια, ότι ήταν μία από τις δύο πιο σημαντικές ελληνικές παραγωγές του φετινού Φεστιβάλ Επιδαύρου (η άλλη ήταν ασφαλώς οι «Πέρσες» του Δημήτρη Καραντζά) και αναμφίβολα είναι από τις πιο ολοκληρωμένες δουλειές του Γιάννη Καλαβριανού, που νομίζω ότι του πάνε πολύ αυτά τα παιγνιώδη και ευφρόσυνα έργα.

Μια παράσταση που είχε κέφι, μπρίο, ακρίβεια, χιούμορ, αισθητική,  αμεσότητα, όπως ακριβώς και τα κείμενα του Μποστ. Ο οποίος «παραμένει για πάντα ένα αγνό και συνάμα παμπόνηρο παιδί, που μας θυμίζει την ξεχασμένη αθωότητα πάνω στο ακριβό μέταλλο των έργων του».  Μια παράσταση που δεν μας χάρισε μόνο μια ευφρόσυνη και καλοδουλεμένη θεατρική συνθήκη, αλλά και την ακριβή γλώσσα του Μποστ, που σε καλεί να προσέξεις, να σκεφτείς, να συνταιριάξεις, να εκπλαγείς, να απολαύσεις. Μέσα από τις λέξεις, μέσα στις λέξεις.

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Σκηνοθεσία: Γιάννης Καλαβριανός, Δραματουργική επεξεργασία: Γιάννης Καλαβριανός – Έρι Κύργια, Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη, Κοστούμια: Βάνα Γιαννούλα, Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου, Χορογραφία: Μαριάννα Καβαλλιεράτου, Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος, Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου, Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά, Βοηθός σκηνοθέτη: Κέλλυ Παπαδοπούλου. Β’ βοηθός σκηνοθέτη: Διονυσία Βλαστέλλη, Βοηθός σκηνογράφου: Κατερίνα Βλάχμπεη, Βοηθός ενδυματολόγου: Αλέξανδρος Γαρνάβος

Παίζουν (αλφαβητικά): Γιώργος Γλάστρας (Τροφός), Θανάσης Δήμου (Οιδίποδας), Άνδρη Θεοδότου (Αντιγόνη), Στέλιος Ιακωβίδης (Ευριπίδης), Θανάσης Ισιδώρου (Ψαράς),  Σύρμω Κεκέ (Καλόγρια), Φανή Παναγιωτίδου (Εξάγγελος), Γιώργος Σαββίδης (Καλόγερος), Σταύρος Σβήγκος (Ιάσονας), Γαλήνη Χατζηπασχάλη (Μήδεια)

Χορός (αλφαβητικά): Μαρία Κοσκινά (Κορυφαία), Μαρία Κωνσταντά, Ειρήνη Μακρή, Λυγερή Μητροπούλου, Ελπίδα Νικολάου, Κατερίνα Πατσιάνη, Ματίνα Περγιουδάκη, Μαριάμ Ρουχάτζε, Θεοδοσία Σαββάκη, Νιόβη Χαραλάμπους

Μουσικοί επί σκηνής: Παρασκευάς Κίτσος κοντραμπάσο, Θοδωρής Οικονόμου πιάνο, μουσική διεύθυνση, Δημήτρης Χουντής σοπράνο σαξόφωνο, Μαρία Χριστίνα Harper άρπα

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή.

 

Επόμενοι σταθμοί περιοδείας

7-11 Σεπτεμβρίου, Σχολείον της Αθήνας – Ειρήνη Παπά (9μ.μ.)

16 Σεπτεμβρίου, Θέατρο Βράχων (9 μ.μ.)

18 Σεπτεμβρίου, Δημοτικό Θέατρο Ηλιούπολης «Δημήτρης Κιντής» (9μ.μ.).

 

Προηγούμενο άρθροΕαυτός όπως θέατρο   (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθρο10 χρόνια “Α”: Το πενηνταράκι (της Λίλας Κονομάρα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ