Ευφρόσυνη αρχή του Φεστιβάλ Αθηνών με Σαίξπηρ/Ουέλς(της Όλγας Σελλά)

0
343

της Όλγας Σελλά

 

Ε, ναι! Αυτή ήταν μια έναρξη του Φεστιβάλ Αθηνών έτσι όπως την είχαμε συνηθίσει προ covid. Με μεγάλες και μικρές παρέες, με παρουσίες απ’ όλους τους χώρους (σκηνοθέτες, ηθοποιούς, πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους) να δίνουν το «παρών». Η αυλή είχε ξανά ζωντάνια, συναντήσεις, χαμόγελα και αγκαλιές ξεμάσκωτες.

Όλοι για την παράσταση με τον τίτλο «Η άλλη πλευρά της Καταιγίδας», ένα υβριδικό έργο, που συνέλαβε, έγραψε και σκηνοθέτησε ο Γιάννης Χουβαρδάς, μπλέκοντας γοητευτικά την σαιξπηρική «Καταιγίδα» και τον κόσμο του πληθωρικού και ιδιοφυή Όρσον Ουέλς, με αφορμή την τελευταία ταινία του «Η άλλη πλευρά του ανέμου».  Μια ταινία που άρχισε να γυρίζεται το 1970 και ουδέποτε ολοκληρώθηκε μέχρι το 1985 που πέθανε ο σκηνοθέτης. Αντιθέτως σφραγίστηκε χάρη σε μια διαμάχη του Ουέλς με τους χρηματοδότες της, μέχρι το 2018 οπότε το Netflix αγόρασε τα δικαιώματα και κυκλοφόρησε την ταινία μαζί και ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Ουέλς με τίτλο They’ll Love Me When I’m Dead.

Η σκηνή του Χώρου Δ είχε αξιοποιηθεί απ’ άκρου σ’ άκρο. Μόνο που το νησί όπου καταφεύγει ο σαιξπηρικός Πρόσπερο, μετά τις ραδιουργίες του αδελφού του, είναι ένα αχανές κινηματογραφικό στούντιο. Με τους καθρέφτες των καμαρινιών, με την πολυθρόνα του σκηνοθέτη που γράφει, φυσικά, «Όρσον Ουέλς», με κάμερες, με τριπόδια, με τις ράγες για να κυλάει η κάμερα και το σκηνικό, μ’ ένα στούντιο προβολής, μ’ ένα πιάνο στη γωνία, με ό,τι μπορεί να χρειαστεί σε μια ταινία. Εκεί ξεβράζεται έπειτα από μια καταιγίδα στην… πισίνα του σπιτιού τους, ο κόσμος του χολιγουντιανού θεάτρου και κινηματογράφου. Και βρίσκονται εκεί όλοι: η Ρίτα Χέιγουορθ, ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, ο Χοντρός κι ο Λιγνός, ο Βίνσεντ Πράις, ο Πίτερ Λόρε, ο Φρεντ Αστέρ και η παρτενέρ του, Τζίντζερ Ρότζερς. Ως προς τη μορφή μόνο, γιατί τα ονόματά τους παραπέμπουν στα ονόματα των ηρώων του Σαίξπηρ στην «Καταιγίδα»:  Πρόσπερο, Αντόνιο, Αλόνσο, Μιράντα, Άριελ, Κάλιμπαν, Φερντινάντο, Τρίνκουλο, Στέφανο…

Ο Πρόσπερο-Ουέλς (Αλέξανδρος Μυλωνάς) εκεί στο «νησί» του, στο χώρο της δημιουργικής του απομόνωσης δηλαδή, είναι κλεισμένος σ’ ένα παταράκι στην άκρη της σκηνής, απ’ όπου βλέπει τα πάντα, απ’ όπου καθοδηγεί τα πάντα. Και δημιουργεί με τις μαγικές του ικανότητες, απίστευτες καταστάσεις σαν ψεύτικες, που μοιάζουν τόσο με αληθινές, όπως αυτές που θέλει να δημιουργεί η τέχνη. Και ο Γιάννης Χουβαρδάς ανταμώνει αυτά τα δύο έργα, αυτούς τους δύο δημιουργούς, αυτές τις δύο διαφορετικές εποχές, για να κάνει τη δική του διαδρομή στη διαδικασία της τέχνης, κι ένα hommage  σε κείμενα και καλλιτέχνες. Και δημιουργεί επί σκηνής υπερβολικές και απίστευτες καταστάσεις, όπως αυτές  που –πάλι- δημιουργεί η τέχνη. Και μέσα από αυτή την υπερβολή, θέλει να μιλήσει για την τέχνη, για τους δημιουργούς και τους καλλιτέχνες, για τη μαγεία που φτιάχνει η τέχνη, για την ψευδαίσθηση που «πουλάει», για τη ζωογόνα ψευδαίσθηση που αναζητά. Και τελικά φτιάχνει ένα ποιητικό, γοητευτικό, όσο και ανελέητο ψυχογράφημα  του χώρου της τέχνης.  «Βρισκόμαστε στον κόσμο της ψευδαίσθησης. (…) Τους εαυτούς μας βλέπουμε αλλιώτικους, αισθησιακούς». «Ακόμα υποκρίνεσαι, δεν είσαι». «Όπλα της τέχνης μου εσείς… Θα ήμουν ένα τίποτα και είμαι ένα τίποτα». «Πλάνες ψευδαισθήσεις, όπου όλα όσα συμβαίνουν είναι εντελώς αληθινά».

Και ταυτοχρόνως, με όχημα αυτά τα δύο έργα, ο Γιάννης Χουβαρδάς, στην πιο υπαινικτικά εξομολογητική, πιο ανατρεπτική, πιο δύσκολη και πιο ευφρόσυνη παράστασή του των τελευταίων χρόνων,  μοιράζεται τις σκέψεις τους, τις αγωνίες του, τις αμφιβολίες του, τα ερωτήματά του, το αίσθημα της ικανοποίησης αλλά και της ματαίωσης γι’ αυτό ακριβώς που αναζητά όλα αυτά τα χρόνια. Και δανείζεται τη φράση του Τ. Σ. Έλιοτ για να το μοιραστεί καλύτερα: «Δεν θα σταματήσουμε ποτέ να εξερευνούμε. Και το τέλος της εξερεύνησης είναι να φτάσουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε. Και να γνωρίσουμε το μέρος για πρώτη φορά».

Γι’ αυτή την εντυπωσιακή, αλλόκοτη, τολμηρή, συγκινητική, ευφρόσυνη, πλούσια όσο και απαιτητική (και ως προς τη θέαση) παράσταση είχε στη διάθεσή του συνεργάτες ξεχωριστούς και εμπνευσμένους. Τα βίντεο του Παντελή Μάκκα, τη μουσική του Θοδωρή Οικονόμου, τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη, το μακιγιάζ του Αχιλλέα Χαρίτου, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη. Και φυσικά τους ηθοποιούς της παράστασης, που πίστεψαν και υπηρέτησαν απολύτως και με αυταπάρνηση μια δύσκολη σκηνική συνθήκη. Οι Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης , Έκτορας Λυγίζος), Άρης Μπαλής, Ελένη Μπούκλη, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Αντώνης Μυριαγκός, Δημήτρης Παπανικολάου, Δημήτρης Πασσάς, Δημήτρης Πιατάς, Άλκηστις Πουλοπούλου και Χάρης Φραγκούλης έγιναν σταρ του Χόλιγουντ, ήρωες του Σαίξπηρ, θεατρίνοι ατόφιοι. Θα ξεχωρίσω λίγο παραπάνω τον Αλέξανδρο Μυλωνά (Πρόσπερο), τον Δημήτρη Πιατά (Κάλιμπαν) και τον Έκτορα Λυγίζο (Άριελ). Μαζί τους λίγο πριν ολοκληρωθεί η παράσταση ο Γιάννης Βογιατζής, που στα 96 του χρόνια, ανέβηκε από την πλατεία στη σκηνή, ως μέρος της παράστασης, ως μέρος της διαδρομής της τέχνης, για να μοιραστεί το απόσταγμα της δικής του διαδρομής. Και είχε ένα δικό του ξεχωριστό, εγκάρδιο χειροκρότημα, από τους θεατές που σηκώθηκαν όρθιοι για να τιμήσουν.

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Σύλληψη – Κείμενο – Σκηνοθεσία Γιάννης Χουβαρδάς, Συνεργασία στο κείμενο Έρι Κύργια, Σκηνογραφία Εύα Μανιδάκη, Κοστούμια Ιωάννα Τσάμη, Μουσική σύνθεση και εκτέλεση Θοδωρής Οικονόμου, Σχεδιασμός Βίντεο και μοντάζ βιντεοσκοπημένων σκηνών Παντελής Μάκκας, Σχεδιασμός Φωτισμών και κινηματογράφηση βιντεοσκοπημένων σκηνών Σίμος Σαρκετζής, Σχεδιασμός ζωντανών πλάνων παράστασης Έκτορας Λυγίζος, Παντελής Μάκκας, Χορογραφίες Φωκάς Ευαγγελινός, Κίνηση Μαρκέλλα Μανωλιάδη, Σχεδιασμός Ήχου Κώστας Μπώκος, Μακιγιάζ Αχιλλέας Χαρίτος, Κομμώσεις Δημήτρης Αποστολίδης, Διδασκαλία κλακέτας Θάνος Δασκαλόπουλος, Υπεύθυνη παραγωγής Έφη Πανουργιά, Α’ Βοηθοί σκηνοθέτη Ασπασία-Μαρία Αλεξίου, Ηλιάνα Καλαδάμη, Β’ βοηθοί σκηνοθέτη Νεφέλη Βλαχοπαναγιώτη, Μάγδα Καυκούλ, Βοηθός στη διάρκεια της προετοιμασίας Μαριλένα Μόσχου, Α’ Βοηθοί σκηνογράφου Ελένη Αραποστάθη, Άννα Ζούλια, Β’ Βοηθός σκηνογράφου Ισμήνη Παπαϊωάννου, Βοηθός σχεδιαστή βίντεο Άννα Μπίζα, Βοηθός ενδυματολόγου Ιφιγένεια Νταουντάκη, Βοηθός σχεδιαστή φωτισμών Εβίνα Βασιλακοπούλου.

 

Μέχρι και τις 7 Ιουνίου στην Πειραιώς 260.

 

 

Προηγούμενο άρθρο10 χρόνια “Α”: Διαβάζοντας στην άμμο (της Χριστίνας Κουλούρη)
Επόμενο άρθρο10 χρόνια “Α” : Η παλιά σκάλα (του Θωμά Κοροβίνη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ