του Γιάννη Στρούμπα
Σε τόπο άλλοτε προσδιορισμένο κι άλλοτε απλώς σκιαγραφημένο εντός του ακαθόριστου πλαισίου του, η Χρύσα Φάντη, στη συλλογή της διηγημάτων Σε θολά νερά, κινείται «Στη χώρα μας», όπου «δεν ταξιδεύεις εύκολα από το εδώ στο εκεί». Το «εδώ» και το «εκεί» μπορεί να αντιστοιχεί στη μετατόπιση από την πρωτεύουσα στη συμπρωτεύουσα ή την ελληνική επαρχία, και το αντίστροφο· αντιστοιχεί όμως και σε χρονικές μετατοπίσεις στις περιόδους του νεοελληνικού κράτους, άμεσα συνδεμένες ασφαλώς με τα οικογενειακά βιώματα των ηρώων. Η πραγμάτευση της Φάντη αφήνει περιθώρια γενικεύσεων ή σκόπιμης αοριστίας, ωστόσο η ελληνική πρωτεύουσα, παρόλο που δεν κατονομάζεται, κυριαρχεί και ανασυντίθεται πίσω από την απρόσωπή της φυσιογνωμία, καθώς υπονοείται από τα βόρεια και τα νότια προάστια, τις νεραντζιές της που παραμένουν «ατρύγητες», τους ανέστιους μετανάστες, τις πλατείες της «Σύμπνοιας» κι «Επιβίωσης», οι οποίες σαφώς απηχούν την πλατεία Ομονοίας.
Το απρόσωπο, θολό σκηνικό είναι το πλέον κατάλληλο για να τοποθετήσει η συγγραφέας κάθε ανταριασμένο της ήρωα: «Είναι αυτός και, από την άλλη μεριά, μια θολούρα». Τα «θολά νερά» του περιβάλλοντος συμπορεύονται απόλυτα με τους συγκεχυμένους ψυχικά ήρωες. «“Ο γιος σου” […] “είναι αλλοπρόσαλλος και παράξενος, κι όταν μεγαλώσει, δεν θα μπορέσει να ζήσει μέσα στον κόσμο”». Η διαπίστωση αυτής της ιδιαιτερότητας αφορά συνολικά τους ήρωες της Φάντη. Οι πρωταγωνιστές της είναι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, περιθωριακοί, βαλτωμένοι στις λάσπες, τη θολούρα και τα αδιέξοδά τους. «Η αλήθεια είναι πως ένας Τίποτας ήτανε. Και το τίποτα είναι ό,τι πιο οικείο στα μέρη μας». Εγκλωβισμένοι στις ψυχώσεις ή το κοινωνικό τους αδιέξοδο, οι ήρωες της συγγραφέα είτε αναζητούν καταφύγιο στην απομόνωση και κρύβονται, με τα χέρια τους ιδρωμένα, κάτω από τα σκεπάσματα, είτε εκδηλώνουν επιθετικότητα, η οποία διακυμαίνεται από σκληρές διαπιστώσεις κυνικής ισοπέδωσης («Ρωτά για τον μακαρίτη από τι πέθανε, από θάνατο, του απαντά ένας μουστακαλής») μέχρι δολοφονικές εκδηλώσεις, άλλοτε ικανές να ερμηνευτούν κι άλλοτε εντελώς αναίτιες. Στο σκηνικό αυτό η «Χρυσόσκονη» δεν αρκεί για να εξωραΐσει τον λασπωμένο κόσμο των ηρώων, και δεν συνιστά παρά ευφημισμό.
Τα αδιέξοδα που θολώνουν τη ζωή των ηρώων προβάλλονται στον ύπνο τους διά εφιαλτικών εικόνων: «Ένα χταπόδι με κεφάλι μέδουσας απλώνει τα πλοκάμια του στην πλημμυρισμένη αυλή. Η σάρκα ενός δελφινιού χτυπιέται πάνω στον φράχτη και η καρδιά ενός κριαριού ταξιδεύει σαν μάγισσα πάνω από τα σπασμένα δοκάρια της στέγης». Ή, στον ξύπνο, ζωντανεύουν στους τοίχους του περίκλειστου δωματίου εφιαλτικά οράματα: «Στα ταβάνια οι σκιές επανέρχονται. Χορεύουν με όλη την καταστροφική τους ένταση, όλη τη γλυκερή τους λύπη. Άλλες μοιάζουν με φίδια. Άλλες με ταπεινά πτηνά και πεταλούδες της νύχτας. Πριν φέξει, μεταμορφώνονται σε νυχτερίδες. Οι διαπεραστικές τσιρίδες τους του φέρνουν στον νου μωρά του διαβόλου. Όταν σιωπούν, μοιάζουν νεκροί ακροβάτες. Όπως κι αν έχει, για καλό και για κακό, μένει ασάλευτος». Οι τραυματικές μνήμες, που ενεργοποιούν τους εφιάλτες, είναι συχνά θανατερές: «Πολλές οι μνήμες, κι ακόμη πιο πολλά τα μνημόσυνα, κι ακόμη πιο θλιβερά τα μνημούρια». Στο αξεδιάλυτο κουβάρι παρόντος-παρελθόντος, με ενοποιητικό τους παράγοντα τις αναμνήσεις, η προσκόλληση στα τραύματα ευνοεί ακόμη και την αυτοκαταστροφή: «Γενάρη μήνα θα πλυθώ, θα ξυριστώ, θα συγυριστώ, και μετά θα μπήξω τον σουγιά στο στομάχι μου».
Όσα συμβαίνουν στον λογοτεχνικό κόσμο της Φάντη, η συγγραφέας τα σχολιάζει μέσα από αφηγηματολογικές της παρεμβάσεις, ερμηνευτικές αλλά κι αυτοϋπονομευτικές. Οι παρεμβάσεις είναι ευθείες, καθώς ο εξωδιηγητικός αφηγητής απευθύνεται στο αναγνωστικό του κοινό: «Το αγόρι, που θα μπορούσαμε να του δώσουμε κάποιο όνομα, αλλά από έλλειψη άλλων στοιχείων θα συνεχίσουμε να το αποκαλούμε Το αγόρι […]»· ή «Πείτε μου όμως εσείς, το νομίζετε πως τη σπρώχνει να λοξοδρομήσει;». Η Φάντη, ενεργοποιώντας τον αναγνώστη, τον καθιστά ταυτόχρονα και υποτιθέμενο συνδιαμορφωτή στα τεκταινόμενα, σε ένα υλικό ωστόσο το οποίο η ίδια η συγγραφέας το ελέγχει απόλυτα. Έτσι, προσποιείται ότι τα στοιχεία που εισάγει στις ιστορίες της είναι όσα κινητοποιούν τον αναγνώστη: «ναι, γράψε για όλα αυτά που πάντα θα διασκεδάζουνε τραγικότητες και θ’ αποθεώνουνε το γκροτέσκο και το μπουρλέσκο (οι αναγνώστες σου πολύ τα γουστάρουνε κάτι τέτοια)»· όμως η συγκατάνευσή της είναι διπλά υπονομευτική, τόσο σε σχέση με τις προτιμήσεις των αναγνωστών για σεναριακές απιθανότητες όσο κι απέναντι στις αντίστοιχες συγγραφικές επιλογές.
Στην παραπάνω διπλή υπονόμευση ενυπάρχει η πρόθεση της Φάντη να προσδώσει ένα ρεαλιστικό έρεισμα στα φανταστικά στοιχεία, εφόσον η υπονόμευση λειτουργεί ερμηνευτικά. Η ερμηνευτική παρέμβαση του αφηγητή, ωστόσο, υπερβαίνει την έμμεσή της εκδήλωση, όταν κατατίθεται ρητά: «Μ’ ακούς, μαμά; Σε ρωτάω, αλλά εσύ μοιάζεις προσηλωμένη σε κάτι που δεν ξέρω πώς να το ονομάσω, [§] νοσταλγική καταβύθιση; [§] άνοστη κολεγιά με το χθες; [§] προσηλωμένη και παραδομένη ποιος ξέρει σε ποιους σκοτεινούς συνειρμούς και καταστάσεις και γεγονότα, που ποτέ δεν θέλησες να παραδεχτείς, πόσο μάλλον να μου εξομολογηθείς, όπως ας πούμε τα πάθη σου από τον αργό θάνατο ενός τυραννικού συγγενή ή το ότι παρέμεινες χρόνια με κάποιον που δεν συμπόνεσες και στη συνέχεια πόνεσες τόσο βαθιά, που μυστικά ευχήθηκες να τον δεις πεθαμένο, […]». Η συγγραφέας επομένως οδηγεί στο φως τις εσωτερικές διεργασίες των ηρώων της, τις μεταφράζει, κι οι ερμηνευτικές της παρεμβολές καθιστούν τους προγραμματικούς της στόχους απόλυτα εφαρμοζόμενους, σε ένα υλικό το οποίο η ίδια ελέγχει και κατευθύνει δυναμικά.
Η βασικότερη ίσως αφηγηματική επιλογή της Φάντη ενισχύει την κατάδειξη του συγγραφικά πραγματευόμενου αδιεξόδου. Η προσηλωμένη αμηχανία του ήρωα στην αποφυγή της αναμέτρησης, η προσπάθειά του να μη φαίνεται και να μη βλέπει, εδραιώνεται μέσα από επαναλήψεις. Η επανεμφάνιση ηρώων από τη μια ιστορία στην άλλη και η αναπτυσσόμενη ενδοεπικοινωνία των ιστοριών επιτείνει την αίσθηση του φαύλου κύκλου, από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να δραπετεύσει. Η Φάντη μεταχειρίζεται και προσημάνσεις, όπως στην περίπτωση της Μίκρας. Η ηρωίδα, αντιτασσόμενη στο αντρικό χέρι που την παρενοχλεί στο λεωφορείο δαγκώνοντάς το δίχως οίκτο, αποκτά την ανυποχώρητη αποφασιστικότητα να προχωρήσει ακόμη και στον φόνο των ισχυρών του υποκόσμου, υπερασπιζόμενη την ύπαρξή της απέναντι στους υποψήφιους θύτες της. Κινηματογραφικές εικόνες, όπως της γυναίκας που έχει κόψει τις φλέβες της στη μπανιέρα, κι ένας λόγος κοφτός και στακάτος, σε φράσεις μικροπερίοδες, συμπληρώνουν την ελεγχόμενη αφηγηματολογική διαχείριση: «Φτάνω έξω από το σπίτι. Βλέπω τον πατέρα μου όρθιο στο κατώφλι. Πάω να του φιλήσω το χέρι, μα αυτός το τραβά. Παράξενος δείχνει. Ακαθόριστος και φευγάτος. Μπαίνουμε μαζί στο κατώι».
Οι πραγματεύσεις της Φάντη εμπεριέχουν και μια διάσταση απόδοσης τιμής στους πεζογραφικούς προπάτορες, οι οποίοι εμπνέουν τη συγγραφέα με το ιδιαίτερο κλίμα τους. Η «Α.Σ.Α.», δηλαδή η Ανεξέλεγκτη Σωματική Ανάπτυξη, που μεταδίδεται σαν ίωση στον πληθυσμό και καταλήγει σχεδόν πανδημία, περιέχει στοιχεία παράδοξα, που μοιάζουν να επιδιώκουν την ανασύνθεση του καφκικού κλίματος: ενός ανοίκειου, αλλοπρόσαλλου κι εχθρικού κόσμου. Η ηρωίδα του επιλογικού «Πάσχα», πάλι, με το όνομα Νανά, ανακαλεί το ομότιτλο μυθιστόρημα του Εμίλ Ζολά, σε σχέση με τη συνολική πραγμάτευση των ηρώων από τη Φάντη, σε μια διαφαινόμενη συνάντηση στο περιθώριο και την αθλιότητα, κι εντός μιας γενικότερα προβληματικής κοινωνίας. Ίσως η χαρακτηριστικότερη ηρωίδα της Φάντη, αντίστοιχη της Νανάς του Ζολά, να είναι η Μίκρα, η οποία, εκκινώντας από το περιθώριο, επιβιώνει δολοφονώντας τους δυνάμει θύτες της, και συγκεντρώνει πια όλα τα στοιχεία για να σκαρφαλώσει, σαν άλλη Νανά, στην κορυφή του αρρωστημένου της περιβάλλοντος. Δεν αποκλείεται, άλλωστε, η Φάντη να υπονοεί στο επιλογικό της «Πάσχα», όπου γίνεται και η ρητή αναφορά στη Νανά, ακριβώς τη Μίκρα, όταν δηλώνει την ηρωίδα του διηγήματός της με το αρχικό γράμμα Μ.
Τα «θολά νερά» της Φάντη, συνεπώς, δεν επιδιώκουν απλώς μια αοριστία ταυτότητας, η οποία θα αποσκοπούσε στο να προσδώσει καθολικότητα, διά των ασαφών της περιγραμμάτων, και διαχρονικότητα στους μύθους των λογοτεχνικών ιστοριών· τα «θολά νερά», η θολούρα, η λάσπη, το συγκεχυμένο πλαίσιο είναι συστατικά στοιχεία των ακαταστάλακτων ηρώων, οι οποίοι βαδίζουν δίχως στόχο και προσανατολισμό προς τα υπαρξιακά τους αδιέξοδα. Ο αόριστος άνθρωπος καταντά ύπαρξη δίχως υπόσταση, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό, όπως πολύ χαρακτηριστικά δηλώνουν και οι τίτλοι των διηγημάτων «Χωρίς όνομα» και «Στη χώρα του no man»· κι είναι, εντέλει, απολύτως συμβατός με τη «χώρα» αυτή, εντός της οποίας χάνει τη διαύγεια του προσώπου του, διολισθαίνοντας στο απρόσωπο περιβάλλον και στις υπόγειες διαδρομές του υποκόσμου ή των αγκυλωμένων αντιλήψεων του συγγενικού και του ευρύτερα κοινωνικού περίγυρου.
Χρύσα Φάντη, Σε θολά νερά, Σμίλη
Βρες το εδώ