Ελένη Σβορώνου
Κουραμπιές-μελομακάρονο 3-1, αν με ρωτάτε. Ο πρώτος κάνει ωραιότατα χιονάτα μουστάκια. Είναι πιο σφιχτός, σα κεφτεδάκι. Πιο τραγανός.
Η μαμά βγάζει από το μπουφέ την κόκκινη πιατέλα των Χριστουγέννων. Οργανώνουμε τους κουραμπιέδες σε πυραμίδα. Σα δέντρο. Απαγορεύεται να φάω τώρα. Μετά το φαγητό. Φροντίζω πάντα ν’ αφήσω κανέναν για τον Άγιο Βασίλη. Ναι, πιστεύω κι ας μην πιστεύω. Είναι ο μόνος από όλους τους Αγίους που είναι χοντρός και φοράει κόκκινα. Όλοι είναι κοκαλιάρηδες και μες στα σκούρα.
Η μαμά εξαφανίζεται στο μπάνιο. Ο Σωτήρης στην κουζίνα. Σκύβει, ανοίγει το φούρνο και χώνει μια πιρούνα στο σώμα του ζώου. Λέει ότι κοντεύει. Σηκώνει το κεφάλι του και με κοιτάζει. Είναι ροδαλός και ζεστός σα ψωμάκι. Νομίζω ότι νομίζει ότι θα ήμουν η μαμά. Τζίφος. Είμαι εγώ. Ζητώ συγγνώμη. Λέει δεν πειράζει. Μας πιάνουν τα γέλια.
Είναι πάρα πολύ χαρούμενη που θα περάσουμε οι τρεις μας Πρωτοχρονιά, φωνάζει βγαίνοντας από το μπάνιο.
Είναι πάρα πολύ χαρούμενος που πέτυχε η γέμιση, φωνάζει από την κουζίνα.
Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος που με αφήνουν να παίξω στο κινητό και που όταν θα τελειώσει το ξεπέτσιασμα του πτηνού, θα χτυπήσω δυο τρεις μπάλες από το κουραμπιεδο-δεντράκι.
Το τραπέζι έχει κάμποσα κόκκινα. Κόκκινες χαρτοπετσέτες, κόκκινο φουστάνι και μια κόκκινη γραβάτα. Ο Σωτήρης έχει μια λαμπρή ιδέα, λέει. Φέρνει χρωματιστά χαρτάκια. Κίτρινα για τη μαμά, γαλάζια για εκείνον και φραουλί για μένα. Να γράψουμε τους στόχους μας για την επόμενη χρονιά. Πρέπει να είναι smart λέει και κοιτάζει τη μαμά. Να είναι έξυπνοι. Να μπορούμε να τους πετύχουμε. Στόχος, βελάκι, διάνα. Κάτι τέτοιο μάλλον. Αυτά που έκανε ο Ρομπέν.
Η μαμά λέει ότι είναι πάρα πολύ ωραία ιδέα. Ο Σωτήρης χαίρεται που η μαμά χαίρεται. Όλοι τρώμε τη γέμιση. Μετά βίας καταφέραμε το μπούτι του πτηνού. Πάντως η γέμιση κακώς λέγεται γέμιση γιατί δε γεμίζει τίποτα. Είναι δίπλα στο πτώμα.
Παίρνω το smartphone κι αρχίζω να παίζω. Εντάξει, άντεξα πάρα πολύ ώρα. Όλα κυλάνε πραγματικά χριστουγεννιάτικα ώσπου ο Σωτήρης με σκουντάει.
-Τι;
-Τους στόχους.
-Ποιους;
Η μαμά επαναλαμβάνει τις οδηγίες .
-Η μύτη του μολυβιού είναι σπασμένη, βρίσκω δικαιολογία.
Ο Σωτήρης βγάζει από την τσέπη του ένα χρυσό στυλό. Σα παράσημο είναι. Το κρατάς και είσαι σπουδαίος. Εντάξει. Το παίρνω.
Η μαμά έχει γεμίζει 5 χαρτάκια. Κάθε τόσο κοιτάζει το ταβάνι, αφήνει ένα γελάκι, λέει «όχι όχι, ωχ αυτό είναι δύσκολο, αμάν, χα χα, δύσκολα μας έβαλες…». Ο Σωτήρης γέμισε έξι χαράκια.
Γράφω ένα άλφα κεφαλαίο. Όλα έτσι αρχίζουν. Κουνάω το παράσημο. Κάτι θα κατεβάσει. Τίποτα. Δε γράφει μόνο του, να πάρει. Ο Σωτήρης μου χαμογελάει μασώντας αχνιστή πατάτα. Δόλωμα ήταν το παράσημο, άτιμε. Κι εγώ ο βλάκας τσίμπησα. Αγγίζω την οθόνη του smartphone να ξυπνήσει. Αυτό θα ξέρει. Έλα καλό μου, πες έναν smartοστόχο. Θυμάμαι κάτι ωραίες καραμέλες. Smarties. Χρωματιστές και σοκολατένιες. Στου Ντίνου τις είχα φάει. Δε σταματούσες με τίποτα. Κατάπιαμε δυο κουτιά. Η μαμά κι ο Σωτήρης συνεχίζουν να γράφουν και να χασκογελάνε. Κουνάω τα πόδια μου κάτω από το τραπέζι και κλωτσάω κατά λάθος τη μαμά. Μου χαϊδεύει το μάγουλο.
-Αγάπη μου, σκέψου κάτι. Ας πούμε στη Γλώσσα…που είσαι λίγο αδύναμος. Να πας καλύτερα; Ε, καρδούλα μου; Ή στο μπάσκετ. Πόσα καλάθια θέλεις να βάλεις; Σκέψου τον Ατετοκούμπο. Αν δεν είχε στόχους…
Τινάχτηκα!
-Αντετοκούνμπο ρε μαμά! Μια φορά να το πεις σωστά! Αυτό, αυτό γράψε. Να μάθεις το όνομα του Γιάννη.
Γέλασαν κι οι δυο τους. Τα σκουλαρίκια της μαμάς κουνιούνται. Είναι κάτι χρυσά μακρινάρια. Της τα έφερε ο Σωτήρης δώρο στη γιορτή της. Συγγνώμη, αλλά αυτά που της είχα χαρίσει εγώ ήταν χίλιες φορές καλύτερα. Ήταν δυο μικρές ντομάτες. Δεν κουνιούνται. Είναι σοβαρές.
-Ένα λεπτό ακόμη και το κλείνουμε, προτείνει ο Σωτήρης. Έντεκα πήγε.
Οι κουραμπιέδες στο μπουφέ μου γνέφουν. Ωραία, ας τελειώνουμε μ’ αυτή τη σαχλαμάρα μια ώρα αρχύτερα. Σκέφτομαι. Ε, βέβαια! Ευκαιρία να ζητήσω για χιλιοστή φορά…Πανέξυπνος στόχος! Σβήνω το άλφα κεφαλαίο και γράφω. Ο Σωτήρης ανοίγει μια χαρτοπετσέτα, την κάνει σακουλάκι και ζητά να διπλώσουμε και να βάλουμε τα χαρτάκια μέσα. Ζητώ μια στιγμούλα να τελειώσω την πρότασή μου. Το διπλώνω και το ρίχνω στον κόκκινο χάρτινο λάκκο.
Οι στιγμές που με χωρίζουν από κουραμπιέ μου και την επιστροφή στο smartphone λιγοστεύουν.
Σωτήρης: Και τώρα να τους διαβάσουμε. Μαμά: Ανακάτεψέ τε, ανακάτεψέ τα. Εγώ: Κούνα τα κιόλας. Μαμά: Μη κοροϊδεύεις. Εγώ: Καθόλου. Τραβάω πρώτος; Σωτήρης: Έλα λεβέντη μου. Κλείσε τα μάτια σου και τράβα. Άκου λεβέντης!
Διστάζω να τραβήξω. Χαζός είμαι να τραβήξω δικό τους χαρτάκι; Άντε να διαβάσεις τα γράμματά τους. Οι μεγάλοι γράφουν χάλια. Και θα λέει πάλι η μαμά για τη Γλώσσα. Εντοπίζω το φραουλί χαρτάκι μου, μισοκλείνω τα μάτια και στοχεύω έξυπνα. Η μαμά με κοιτά λοξά. Κάνω ότι δε βλέπω. Διαβάζω:
-Να πάρουμε ένα κοτοπουλάκι. Το ζητάω από πρόπερσι. Έχει κι ο Ντίνος κοτέτσι στην ταράτσα του. ΓΙΝΕΤΑΙ!
Η μαμά γελάει πάλι, αμάν, τι την έχει πιάσει σήμερα, φωνάζει «εγώ τώρα», πίνει μια γουλιά κρασί, κλείνει τα μάτια της, ψαχουλεύει δήθεν, και πιάνει ένα κίτρινο χαρτάκι. Τι σύμπτωση! Δικό της. Να δεις που έκλεψε.
-Να αγοράσω επιτέλους εκείνο το σετ από μαχαίρια κουζίνας!
Ο Σωτήρης τώρα. Γαλάζιο. Κανείς δεν παίζει τίμια εδώ μέσα.
-Να μου πετύχει ο κόκορας κρασάτος.
Κάποιος με σκουντάει. Γυρίζω να δω. Ο Άγιος. Νωρίς νωρίς. Δείχνει το χιονισμένο βουνό της κόκκινης πιατέλας. Ορμάμε. Μια στάλα κόκκινο από τη στολή του στάζει στο τραπέζι μας. Βουτάει το δάχτυλό του εκεί και σχηματίζει ένα διπλό ολοστρόγγυλο και κατακόκκινο εικοσάρι. Φοβάμαι. Το βλέπει. Παίρνει την κουραμπιεδόσκονη και πασπαλίζει το 2020. Φεύγει. Από το σάκο του όμως πρόλαβε και το έσκασε ένα στρουμπουλό, κακαριστό κοτοπουλάκι. Ο «Μήτσος» μου. Η αγάπη μου. Δεν πρόκειται να φύγει ποτέ από την αγκαλιά μου.