(Επιμέλεια : Γιούλη Αναστασοπουλου).
Τι σας κινητοποίησε να γράψετε την «Οδοντωτή μνήμη»;
Μια βροχερή μέρα στο Μάντσεστερ, χρόνια πριν. Ζούσα σε μια εστία για ένα μήνα δουλεύοντας για το διδακτορικό μου και μια Κυριακή –το θυμάμαι γιατί ήμουν στο δωμάτιο, δεν είχα πάει στη δουλειά– και κοιτώντας τα σύννεφα μες στη μίζερη υγρασία και τους περαστικούς να περπατούν σκυφτοί και σφιγμένοι, μου ήρθε στο μυαλό ένας παραπλανητικός έρωτας. Έτσι ξεκίνησα να γράφω, αρχικά με άλλον τίτλο που είχε να κάνει με τα σύννεφα. Η «Οδοντωτή μνήμη» προέκυψε ως έμπνευση της τελευταίας στιγμής, κατά καιρούς άλλαζα τίτλους που δεν με ικανοποιούσαν. Δυσκολεύτηκα να βρω κάτι που να αποδίδεται συνδυαστικά η σχέση ανάμεσα στο έρκος των δοντιών και στις ζωές των πρωταγωνιστών. Ένα πρωί, ήρθε αυθόρμητα, σαν ένα όνειρο που δε θυμάμαι πια.
Τι θα θέλατε να γνωρίζουμε για τους ήρωες του βιβλίου σας;
Αυτό που θέλουν εκείνοι. Ανάλογα με την αντίληψή τους θ’ αποκαλύψουν διαφορετικές πτυχές του εαυτού τους. Λες κι ανοίγει σε κάθε κεφάλαιο μια κουρτίνα διαφορετικού χρώματος, θα φέρνουν στο φως λιγότερο ή περισσότερο τις παιδικές αναμνήσεις, τους έρωτες, τα όνειρα, τα λάθη και τα πάθη. Έτσι οι πράξεις ζωής θα ερμηνευτούν διαφορετικά από τον καθένα, διότι όπως πολύ όμορφα το θέτει και ο Μισέλ Φάις «δεν υπάρχει θέμα, υπάρχει βλέμμα» κι εκεί έγκειται όλη η γοητεία της τέχνης. Ο αναγνώστης καθρεφτίζεται με διάφορους τρόπος, αλλόκοτους, αλλά και οικείους. Κάτι σαν το παιχνίδι με τους μαγικούς καθρέφτες. Μια μας ομορφαίνουν και μια μας ασχημαίνουν – αλλά παραμένουμε πάντα εμείς.
Με ποιο άλλο έργο συνομιλεί το βιβλίο σας;
Για να πω την αλήθεια, δεν το έχω σκεφτεί. Αν θέλετε να πω δυο αγαπημένους δημιουργούς, όμως, θα έλεγα τη Γουλφ και τον Κάρβερ.
Πώς γράφετε και πού;
Παντού – στο χαρτί, στις σημειώσεις του κινητού, με την ακοή ή με την όραση. Γράφω συζητήσεις αστείες ή περίεργες ανθρώπων στο μετρό: μια κυρία οκτώ η ώρα το πρωί που περπατάει ντυμένη με δαντελωτό φόρεμα και βραδινό μακιγιάζ, έναν μπαμπά που τραβολογάει το τετράχρονο για το σχολείο, την κίνηση στην Κηφισίας, το άρωμα του τσουρεκιού που δραπετεύει απ’ το φούρνο, τη «νοσοκομίλα» της κλινικής μου, τους φίλους μου, την οικογένεια, τους ασθενείς μου. Οι τελευταίοι είναι μεγάλο κεφάλαιο γιατί μου μιλάνε πολύ. Με κάποιους, που κάνουν επαναλαμβανόμενες θεραπείες, έχουμε σχεδόν μια εξομολογητική σχέση – τους αγαπώ και τους είμαι ευγνώμων για την έμπνευση. Όσον αφορά στο πώς, αναλόγως τις περιστάσεις. Μπορώ να κάνω να γράψω εβδομάδες, όπως και να ξενυχτήσω μέχρι το πρωί φοβούμενη ότι θα ξεχάσω έναν ξαφνικό χείμαρρο που μου γεννήθηκε. Όταν γράφω παραδοσιακά, κάθομαι δηλαδή με το τσάι μου κι ανοίγω τον υπολογιστή μου, βυθίζομαι δίχως να ακούω ή να βλέπω είτε είμαι στην κουζίνα του σπιτιού μου είτε στο καφέ της γειτονιάς.
Αισθάνεστε ότι ανήκετε σε μια συγκεκριμένη γενιά δημιουργών;
Κάθε γενιά έχει τους δημιουργούς της, οι οποίοι αποτελούν τροφή για την επόμενη. Η εκάστοτε γενιά πειραματίζεται πάνω σε καινούργιες «καλλιέργειες» λόγου με το λίπασμα, όμως, της προηγούμενης και προάγει την εξέλιξη και τη διαφορετικότητα – κάτι σαν τα καρπούζια νάνος ή τα μαύρα τριαντάφυλλα.
Ποια παρέμβαση θα τολμούσατε σε ένα αγαπημένο έργο;
Ο,τι αλλάζει δεν είναι ίδιο. Αρα, δεν είναι αγαπημένο.
Γράφετε κάτι τώρα;
Δουλεύω πάνω στο σκαρίφημα μιας ιστορίας.
Τι σας λείπει από το λογοτεχνικό τοπίο σήμερα;
Ότι τα αξιόλογα έργα δεν έχουν τόσους αναγνώστες όσους τους αξίζει.
Απαντήστε μας σε μια ερώτηση που δε σας έχουν κάνει ακόμα.
Γράφω αυτοβιογραφικά; Όχι. Έχω βιογραφικά στοιχεία στις ιστορίες μου, δεν εξιστορώ, όμως, την ιστορία της ζωής μου. Δεν είμαι εγώ ο/η πρωταγωνιστής/ρια. Ζυμώνω με τη μυθοπλασία προσωπικές εμπειρίες και προσπαθώ να τις κάνω πειστικές για τον αναγνώστη. Άλλωστε, το αν είναι αλήθεια ή όχι, έχει καμία σημασία στην απόλαυση;
Δώστε μας συστατική επιστολή για ένα νέο δημιουργό.
Πάνος Παπαπαναγιώτου.
Μικρό βιογραφικό
Ή Εύη Νικήτα γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου και ειδικεύτηκε στην Δερματολογία. Από το 2005 εργάζεται ως δερματολόγος στην Αθήνα.
Η Οδοντωτή μνήμη από τις Εκδόσεις Ιωλκός είναι το πρώτο της βιβλίο.