Εθνικό Θέατρο : Τι δεν είναι το «Generation Lost»; (της Όλγας Σελλά)

0
280

της Όλγας Σελλά

Το promotion αυτής της παράστασης στη Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου μιλούσε για ένα έργο που αφορά τη γενιά των millennials, όσους δηλαδή γεννήθηκαν από το 1981 ως το 1996 και είναι παιδιά των baby boomers (1946-1964) ή της Generation X (1965-1980). Ενδιαφέρουσα, κατ’ αρχήν, η επιλογή του Εθνικού, να δώσει βήμα στη νεότερη γενιά να μιλήσει για τη γενιά της, παρότι κάτι ανάλογο γίνεται και στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, και συνήθως η Νέα Σκηνή φιλοξενεί ενδιάμεσες γενιές καλλιτεχνών. Αλλά δεν θα σταθούμε σ’ αυτό.

Πήγαμε λοιπόν να δούμε πώς οι millennials μιλούν για τη δική τους γενιά, τη δική τους ζωή, μέσα από την τέχνη του θεάτρου. Και είδαμε, ή μάλλον ακούσαμε, ένα κείμενο –το υπογράφει ο Γρηγόρης Λιακόπουλος- που θύμιζε περισσότερο ανάρτηση στο facebook, γεμάτο συναισθηματισμούς, αφορισμούς, οργή (πολλή οργή), επιθετικότητα, αρκετό σαρκασμό και πολύ περισσότερη πρόκληση. Ένα κείμενο γεμάτο από κλισέ (ιδεολογικά και άλλα), που στεκόταν επιφανειακά –όταν δεν κραύγαζε χωρίς λόγο- σε διάφορες στιγμές κάποιων πραγματικών ή φανταστικών εκπροσώπων της γενιάς των millennials, με ατελείωτη ονοματολογία –σαν προσκλητήριο; Σαν λίστα;-, έναν ατελείωτο μονόλογο που εκφώνησαν οι πέντε ηθοποιοί της παράστασης. Ένα μικρό δείγμα: «Αυτό εδώ είναι για τη Μαρία, που κάποτε φίλησε ένα κορίτσι τόσο δυνατά που νόμιζε πως θα εκραγεί. Για τον Γιώργο, που ζούσε με τους γονείς του μέχρι τα τριάντα του. Για την Κατερίνα, που πόσταρε τα πιο fabulous stories στο Instagram. Για την Ελένη, που ήθελε να σπουδάσει μηχανολόγος, αλλά απέτυχε δυο φορές στις πανελλήνιες και κατέληξε να σπουδάζει αγροτική ανάπτυξη στην επαρχία. Για τον Βασίλη, που έμενε ξύπνιος όλη τη νύχτα να δει nba. Για το Γιάννη, που το όνομά του δεν ήταν Γιάννης, αλλά το άλλαξε, ώστε να μην είναι αμέσως εμφανές πως ήταν παιδί μεταναστών. Για την Έφη, που πήγαινε μόνο σε πάρτι με ρετρονοσταλγική ‘80s μουσική, κι ας μεγάλωσε στα ΄90s.  Για τη Νίκη, που έβλεπε βίντεο με γάτες για να κοιμηθεί (…)». Κάπου κάπου δίνονταν περισσότερες γραμμές για κάποιο από αυτά τα πρόσωπα, αλλά χωρίς ιδιαίτερη εμβάθυνση. Μόνο μια επίκληση σε εύκολους συναισθηματισμούς και απεριόριστο λυρισμό. Ένα το κρατούμενο: αυτό δεν ήταν ένα θεατρικό κείμενο που να δείχνει κάτι καινούργιο και ενδιαφέρον. Υπονόμευε απλώς όσα γνωρίζουμε ως θεατρικό κείμενο.

Πώς να το προσεγγίσεις θεατρικά ένα τέτοιο κείμενο; Η Κατερίνα Γιαννοπούλου το έκανε με έντονη τη χρήση της τεχνολογίας και της εικόνας, χαρακτηριστικά της γενιάς των millennials και των επόμενων. Το βίντεο κυριαρχούσε, είτε ήταν άμεση κινηματογράφηση είτε προϋπάρχον βίντεο. Και όλη η δράση ήταν η είσοδος και η έξοδος σ’ ένα μεγάλο box, φορώντας φανταχτερά και αλλόκοτα ρούχα (εικόνα κι αυτό), παρότι οι πέντε νέοι –όλοι ταλαντούχοι-  ηθοποιοί, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να δημιουργήσουν κάποιους χαρακτήρες –τους χαρακτήρες εκείνων που μας μετέφεραν το κείμενο. Άλλος ήταν θυμωμένος, άλλος μελαγχολικός, άλλος έξαλλος, άλλος απόμακρος… Η μόνη πράξη που έμοιαζε με όσα ξέρουμε για το θέατρο, δηλαδή είχε διαλόγους και κάποια υποτυπώδη δράση, ήταν εκείνη του δεύτερου μέρους, όπου όλοι οι ηθοποιοί ντυμένοι με ίδια κοστούμια (σε διαφορετικά χρώματα) και ίδιες περούκες σάρκασαν με τρόπο γκροτέσκο και ύφος σαπουνόπερας την οικογένεια της Μπρίτνεϊ  Σπίαρς κάτω από την επιγραφή «Dinner at Britney’s» και μετά από τον εξής πρόλογο: «Αυτό εδώ είναι για τους λεγόμενους μιλένιαλς/ Γι’ αυτούς που ξέρουν να γκουγκλάρουν/ Και που εφηύρανε τα dick pics/ Που πήρανε πτυχίο μες στη κρίση/ Και νοίκιασαν το σπίτι σε τουρίστες/ Που είδαν την documenta στην αθήνα/ Και στάθηκαν στην ουρά ενός κλαμπ στο βερολίνο/ Για το Μάνο, που βγήκε θετικός στον covid/ Τον Άλκη, που υπέφερε από πονοκεφάλους/ Τη Βανέσσα, που είδε να πηγαίνουν τον αδελφό της στο νοσοκομείο/ Το Νίκο, που λήστεψε μια τράπεζα/ Τη Δάφνη, που είχε μια τεράστια αφίσα της Britney στο δωμάτιό της/ Την Britney, που ήταν η απόλυτη μιλένιαλ, που η μοναξιά της τη σκότωνε». Μετά από αυτή τη σύντομη σκηνή, ακολούθησε ένας παρόμοιος μονόλογος που είχε όλα τα ονόματα που είχαν προαναφερθεί, ίσως και κάποια καινούργια, με ένα περιστατικό που συνόδευε το κάθε όνομα, και μετά ακολούθησε ένα τραγούδι της Μπρίντεϊ Σπίαρς και η παράσταση τελείωσε…

Διαβάζω στο δελτίο Τύπου ότι «το έργο βασίστηκε σε έρευνα και συνεντεύξεις σε έξι ευρωπαϊκές πόλεις και γράφτηκε στο πλαίσιο του προγράμματος New Stages Southeast του Ινστιτούτου Γκαίτε. Βραβεύτηκε στο Όμπερχαουζεν της Γερμανίας ως ένα από τα πέντε καλύτερα έργα που προέκυψαν από το πρόγραμμα αυτό. Μετά την πρεμιέρα στο Εθνικό Θέατρο, θα ανέβει το έργο στο Nationaltheater του Μάνχαϊμ». Παρ’ όλα αυτά αυτό που είδαμε δεν ήταν θέατρο-ντοκουμέντο, όπως θα περίμενε κανείς έπειτα από μια διαδικασία συνεντεύξεων. Και δεν ήταν μια παράσταση που μας γνώρισε καλύτερα τη γενιά που πράγματι μεγάλωσε σε ανασφάλεια, όταν ξαφνικά κατέρρευσαν όλες οι σταθερές που γνώριζαν και οι ίδιοι και οι γονείς τους. Ήταν μια θεατρική κατασκευή, με ατάκτως ερριμμένα διάφορα στοιχεία από σύγχρονες όψεις του θεάτρου, χωρίς ραχοκοκκαλιά, χωρίς πρόταση. Μόνο κουραστική ονοματολογία και επανάληψη.

Το τρίτο στοιχείο που θέλω να σχολιάσω είναι η γλώσσα του κειμένου, που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Ήταν ένα κράμα από πολύ απλές λέξεις χωρίς ιδιαίτερο εύρος λεξιλογίου, από αγγλικές λέξεις και όρους, με γραφή –όπως διαπιστώνω στο πρόγραμμα που περιέχει το κείμενο- «αντισυστημική» (δηλαδή χωρίς σημεία στίξης, με πεζά γράμματα διάφορες λέξεις, όπως π.χ. πόλεις, κ.λπ.) και την ίδια στιγμή με την παρουσία λέξεων, όπως π.χ. «αντικαταστάσιμο», που ούτε κι εγώ που είμαι καθαρόαιμη boomer δεν τη χρησιμοποιώ. Σε κάποιες γλωσσικές επιλογές αναγνωρίζω άποψη, σε άλλες διακρίνω εκζήτηση, και σε κάποιες άλλες πλημμελή γνώση κανόνων της Γραμματικής.

Στα θετικά του εγχειρήματος της παράστασης «Generation Lost», εκτός από την προσπάθεια των ηθοποιών, που είχε πολύ κόπο, ήταν και η τεχνική δουλειά της παράστασης, τα σκηνικά και τα κοστούμια της Νίκης Ψυχογιού, που αποτύπωσαν το πνεύμα και το κλίμα του εγχειρήματος, και η μουσική του Γιάννη Βεσλεμέ για τον ίδιο λόγο.

Η ταυτότητα της παράστασης

Σκηνοθεσία: Κατερίνα Γιαννοπούλου, Σκηνικά – Kοστούμια: Νίκη Ψυχογιού, Μουσική: Γιάννης Βεσλεμές, Επιμέλεια κίνησης: Δάφνη Δρακοπούλου, Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα, Βίντεο: Γιώργος Κυβερνήτης, Δραματολόγος παράστασης: Έρι Κύργια

Βοηθός σκηνοθέτριας: Τζώρτζης Χορταργιάς, Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Πηνελόπη Χάνσεν, Β΄ βοηθός σκηνοθέτριας: Ασημένια Γαλάνη, Β΄ βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Ζωή Κελέση, Βοηθός φωτίστριας: Ιφιγένεια Γιαννιού, Σχεδιασμός μακιγιάζ: Olga Faleichyk, Σχεδιασμός κομμώσεων: Κωνσταντίνος Κολιούσης

 

Διανομή (με αλφαβητική σειρά)

Δάφνη Δρακοπούλου, Γιώργος Κισσανδράκης, Γωγώ Παπαϊωάννου, Μιχάλης Πητίδης

Βασίλης Σαφός

 

Χειριστής κάμερας επί σκηνής: Κωνσταντίνος Καρδακάρης

 

Φωτογραφίες παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή

Βίντεο παράστασης: Γιώργος Κυβερνήτης

 

Εθνικό Θέατρο (Αγίου Κωνσταντίνου 22), Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη και Κυριακή στις 7.30μ.μ., Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 9μ.μ.

 

Προηγούμενο άρθροΔεύτερη ημέρα σήμερα για την ελληνική λογοτεχνία του 21ου αι.
Επόμενο άρθροJames Baldwin: Η ζωή, τα βιβλία, η μουσική του (γράφει ο Θανάσης Μήνας)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ