της Όλγας Σελλά
Η πρεμιέρα του Εθνικού Θεάτρου, για τη φετινή σεζόν, στην Κεντρική του Σκηνή, στο κτίριο Τσίλερ έγινε μ’ ένα έργο κλασικό, αλλά ανάλαφρο, σκαμπρόζικο όσο και καυστικό. Με τον «Ιμπρεσάριο από τη Σμύρνη», του Κάρλο Γκολντόνι (Βενετία 1707- Παρίσι 1793), παράσταση που σκηνοθέτησε ένας θεατράνθρωπος που και τον Γκολντόνι γνωρίζει καλά, και το θέατρο: ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Μια κωμωδία χαρακτήρων είναι και αυτό το έργο του Γκολντόνι (ίσως όχι από τα πιο δημοφιλή του) και ταυτόχρονα μια ανελέητη σάτιρα στο παρασκήνιο, στην κουζίνα, και στις αδύναμες πλευρές των ανθρώπων της τέχνης. Κι επειδή ο Βασίλης Παπαβασιλείου είναι ένας διανοούμενος καλλιτέχνης, που αφουγκράζεται και σχολιάζει, είτε με το έργο του είτε ευθέως, όσα συμβαίνουν γύρω μας, βρήκε στο έργο του Γκολντόνι την ευκαιρία να θίξει τα ματαιόδοξα φερσίματα των καλλιτεχνών, την αλαζονική τους συμπεριφορά, τον υπερμεγέθη ρομαντισμό και τον άκριτο λυρισμό τους –χαρακτηριστικά που δεν φαίνονται στη σκηνή. Γιατί ο Γκολντόνι στήνει ένα έργο, για ό,τι μπορεί να συμβαίνει πριν στηθεί ένα έργο. Όλα αυτά αφορούν, βέβαια, το μακρινό 1757, όταν το έγραψε ο Γκολντόνι δηλαδή, για το Θέατρο Σαν Λούκα!
Ο πλούσιος έμπορος Αλή (Θέμης Πάνου), επιθυμεί να ανεβάσει στη Σμύρνη μια όπερα (παρότι ο ίδιος είναι παντελώς άσχετος με το είδος). Απευθύνεται λοιπόν σε δύο ατζέντηδες, τον κόμη Λάσκα (Αλέξανδρος Μυλωνάς) και τον Νίμπιο (Σπύρος Μπιμπίλας) για να τον βοηθήσουν. Κι από αυτό το σημείο αρχίζουν τα ευτράπελα, αφού οι ατζέντηδες θέλοντας να ικανοποιήσουν τον δικό τους μικρόκοσμο, τις φιλοδοξίες τους και την τσέπη τους φυσικά, μπερδεύουν τα πράγματα (ή τα πράγματα μπερδεύονται από μόνα τους). Τρεις πριμαντόνες (όχι υψηλών προδιαγραφών) είναι υποψήφιες, διεκδικώντας τον πρώτο ρόλο: η Τονίνα (Αγορίτσα Οικονόμου), η Αννίνα (Ιωάννα Μαυρέα) και η Λουκρέτσια (Δάφνη Λαμπρόγιαννη). Δύο τραγουδιστές της όπερας επιθυμούν, επίσης διακαώς, την πρόσληψή τους στο θίασο του Αλή (και για τη δόξα και τα προς το ζην), ο Πασκουαλίνο (Λαέρτης Μαλκότσης) και ο Καρλούτσιο (Ταξιάρχης Χάνος). Οι παρεξηγήσεις δεν έχουν τελειωμό, οι αλληλοϋπονομεύσεις το ίδιο, το ξεμπρόστιασμα των πιο ποταπών ενστίκτων στο όνομα της τέχνης σατιρίζεται ανηλεώς, το ανέβασμα της όπερας στη Σμύρνη ναυαγεί. Ξεπροβάλλει όμως, στο τέλος, η ανάγκη όλοι αυτοί οι άνθρωποι να δημιουργήσουν έναν θίασο σε συνεταιριστική βάση, βάζοντας στην άκρη τον άγονο ανταγωνισμό, τη ματαιοδοξία και τους ναρκισσισμούς. Θα το καταφέρουν;
Στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στήνεται ένα λαμπερό και πολύχρωμο σκηνικό που προσωπικά μου θύμισε ευθέως τα έργα της Όπυς Ζούνη. Η παράσταση ξεκινάει κάπως χαλαρά, αφού ο πρόλογός της πριν την κεντρική δράση τραβάει πολύ. Το στήσιμό της όμως, τα πολύ ωραία μουσικά της μέρη (μουσική Γιώργος Δούσος), η χορογραφία του Φωκά Ευαγγελινού παραπέμπουν ευθέως στη φαντασμαγορία και τη δροσιά των μιούζικαλ. Και μάλιστα των μιούζικαλ, κινηματογραφικών ή θεατρικών, που μιλούν στο συλλογικό ασυνείδητο των Ελλήνων θεατών. Στην ελαφρότητά τους και στην αθωότητά τους. Έχω την εντύπωση άλλωστε –κάτι που νομίζω είχε ξεκινήσει από την «Ελένη» του Ευριπίδη που επίσης σκηνοθέτησε ο Βασίλης Παπαβασιλείου το 2021- ότι στις τελευταίες του παραστάσεις ο Βασίλης Παπαβασιλείου καταφεύγει συχνά σε είδη και ανθρωπότυπους της ελληνικής κωμωδίας. Σαν αντίστιξη; Σαν κινητοποίηση του συλλογικού ασυνείδητου; Και σ’ εκείνη την παράσταση η Αγορίτσα Οικονόμου ως Θεονόη, θύμιζε μεγάλες στιγμές της Άννας Καλουτά ή της Ρένας Βλαχοπούλου. Και στον «Ιμπρεσάριο από τη Σμύρνη», πέρα από τον σχολιασμό των παρασκηνίων και των διόλου υψηλής τέχνης σχέσεων και συμπεριφορών που καταγράφονται, κυριαρχεί αυτή η «επίκληση» σε είδη και ανθρωπότυπους της ελληνικής κωμωδίας, και υπάρχουν άφθονες τέτοιες αναφορές και εικόνες. Ο Σπύρος Μπιμπίλας παρέπεμπε ευθέως στον Αλέκο Τζανετάκο. Ο Ταξιάρχης Χάνος, προσωπικά μου θύμισε την εικόνα του Κώστα Βουτσά στην ταινία «Γαμπρός απ’ το Λονδίνο». Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς είχε κάτι από την αρχοντιά και την ειρωνεία του Λάμπρου Κωνσταντάρα. Ο απολαυστικός Λαέρτης Μαλκότσης είχε μεταπλάσει τον Βαγγέλη Σειληνό και τον Χρόνη Εξαρχάκο μαζί. Ο Παναγιώτης Παναγόπουλος παρέπεμπε στην καλοκάγαθη γκρίνια του Γιώργου Παπαζήση. Η Ιωάννα Μαυρέα είχε την αμεσότητα και το μπρίο της Καίτης Λαμπροπούλου. Η Δάφνη Λαμπρόγιαννη «συνομιλούσε» με τη Μάρθα Καραγιάννη, ενώ ο εξαιρετικός Θέμης Πάνου είχε έντονα στοιχεία του τεράστιου και εσωτερικού κωμικού ταλέντου του Αλέκου Λειβαδίτη. Όσο για την καθηλωτική Αγορίτσα Οικονόμου ήταν απλώς η προσωποποίηση του σπουδαίου (και) κωμικού ταλέντου. Όχι, κανείς δεν μιμήθηκε κανέναν και καμία. Όλοι έφεραν κάτι από κάποιους άλλους που προϋπήρξαν στη σκηνή και στην κωμωδία, ακριβώς επειδή έχουν περάσει και στο δικό τους ασυνείδητο, ως κωμικοί χαρακτήρες. Κι επειδή προφανώς έτσι τους καθοδήγησε ο Βασίλης Παπαβασιλείου, που επέλεξε την όψη της αθωότητας και άφησε το κείμενο του Γκολντόνι να υπογραμμίσει το καυστικό σχόλιο.
Κι αυτό ήταν το μεγάλο ατού της παράστασης του Βασίλη Παπαβασιλείου. Ο διόλου διδακτικός τρόπος με τον οποίο έστησε την παράσταση, οι ερμηνείες, η ανάδειξη της διαχρονίας της κωμωδίας που δεν έχει φτηνό χιούμορ, αλλά έξυπνες ατάκες και τύπους που παραπέμπουν σε χαρακτήρες γήινους, σατιρίζοντας καθημερινές συμπεριφορές. Όμως παρά την αναγκαία αυτή συνθήκη για μια παράσταση, παρά τα επιμέρους στοιχεία, που σ’ αυτή την περίπτωση ήταν καλοκουρδισμένα και εμπνευσμένα (μουσική, σκηνικά, κίνηση, φώτα), υπήρχαν στιγμές που ο ρυθμός έπασχε (ειδικά στην αρχή της παράστασης) και εκείνο το απογειωτικό πέταγμα δεν ήταν συχνά παρόν. Σαν να υπήρχε αποσπασματικότητα και όχι σύνολο, σαν να υπήρχαν σκηνές (μερικές εξαιρετικά επιτυχημένες) και όχι συνεχής ροή παράστασης.
Αυτές οι επισημάνσεις αντισταθμίζονται από τις σπουδαίες και χορταστικές ερμηνείες που αποζημιώνουν, από την προσφορά ενός έργου που εξακολουθεί να είναι επίκαιρο δυόμισι αιώνες μετά τη γραφή του, από το έξυπνο χιούμορ που δεν καταφεύγει στην ευτέλεια για να προκαλέσει γέλιο (κι εδώ είναι σημαντική η συμβολή και της μετάφρασης της Λουίζας Μητσάκου) και από τη σκηνοθετική υπογραφή ενός σπουδαίου θεατράνθρωπου.
Η ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Λουίζα Μητσάκου, Κείμενο παράστασης: Λουίζα Μητσάκου-Βασίλης Παπαβασιλείου, Σκηνοθεσία: Βασίλης Παπαβασιλείου, Συνεργάτις σκηνοθέτις: Νικολέτα Φιλόσογλου, Σκηνικά-Κοστούμια: Άγγελος Μέντης, Χορογραφία: Φωκάς Ευαγγελινός, Μουσική: Γιώργος Δούσος, Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος, Δραματολόγος παράστασης: Έρι Κύργια, Α’ βοηθός σκηνοθέτη: Εύη Νάκου, Β’ βοηθός σκηνοθέτη: Πάνος Αποστολόπουλος, Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Αλέγια Παπαγεωργίου, Σχεδιασμός κομμώσεων: Κωνσταντίνος Κολιούσης, Σχεδιασμός μακιγιάζ: Olga Faleichyk
Διανομή (με αλφαβητική σειρά):
Αντώνης Αντωνιάδης, Πάνος Αποστολόπουλος, Αλίκη Ζαχαροπούλου, Βάσια Ζαχαροπούλου, Σμαράγδα Κάκκινου, Αλέξης Κωτσόπουλος, Δάφνη Λαμπρόγιαννη, Λαέρτης Μαλκότσης, Ιωάννα Μαυρέα, Σπύρος Μπιμπίλας, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Αγορίτσα Οικονόμου, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Θέμης Πάνου, Κατερίνα Πλεξίδα, Περικλής Σιούντας, Εύα Φρακτοπούλου, Ταξιάρχης Χάνος, Στράτος Χρήστου
Φωτογραφίες παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή
Βίντεο παράστασης: Χρήστος Συμεωνίδης
Εθνικό Θέατρο, Κτίριο Τσίλερ (Αγίου Κωνσταντίνου 22-24)
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη, Κυριακή στις 19:00, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 20:30