του Χρήστου Δανιήλ
Η κατάκτηση του Euro 2004 από την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου ήταν μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στον χώρο του παγκόσμιου αθλητισμού και, πιθανότατα, η κορυφαία ελληνική αθλητική επιτυχία ως προς την εμβέλειά της στην κοινωνία. Προφανώς και σε αθλητικό επίπεδο, ατομικό ή ομαδικό, η χώρα είχε γνωρίσει κι άλλες επιτυχίες (σε ολυμπιακούς, παγκόσμιους και ευρωπαϊκούς αγώνες) σε διάφορα αθλήματα, αλλά καμία άλλη (με μοναδικό ίσως ανάλογο, αλλά μικρότερης εμβέλειας, το πανευρωπαϊκό στο μπάσκετ το 1987) δεν συνεπήρε για ημέρες τους Έλληνες, δεν καθήλωσε τόσους θεατές στους τηλεοπτικούς δέκτες και δεν έβγαλε τόσους ανθρώπους στους δρόμους. Το πανηγύρι που στήθηκε κατά την επιστροφή των νικητών στην Αθήνα είχε κάτι από διονυσιακές γιορτές…
Παρά όμως το μέγεθος της επιτυχίας, η βιβλιογραφική παραγωγή σχετικά με το θέμα στα 15 χρόνια που μεσολάβησαν ήταν περιορισμένη, αν όχι ανύπαρκτη· διαπίστωση δηλωτική ίσως του επιπέδου της ελληνικής αθλητικογραφίας και του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα αθλητικά γεγονότα. Αντίθετα, τα αντανακλαστικά της λογοτεχνίας υπήρξαν πιο άμεσα και πιο ουσιαστικά. Ενδεικτικά αναφέρω το αστυνομικό μυθιστόρημα Η Ελπίδα πεθαίνει τελευταία, Νεφέλη 2005, του Πέτρου Μαρτινίδη στο οποίο η δράση εκτυλίσσεται παράλληλα με την πορεία της εθνικής στα τελικά του Euro και η λύση του μυστηρίου έρχεται ταυτόχρονα με την κορύφωση της πορείας αυτής, τη βραδιά του τελικού και των πανηγυρισμών που ακολούθησαν.
Ο Βασίλης Σαμπράκος, αθλητικός δημοσιογράφος με πολυετή εμπειρία, παρακολούθησε από κοντά την πορεία της εθνικής ομάδας, καθώς από το 1999 έως και το 2004 κάλυπτε το ρεπορτάζ της εθνικής για την εφημερίδα Το Βήμα. Την ιδέα για ένα βιβλίο σχετικό με το θέμα την συνέλαβε τις ημέρες που βρισκόταν στην Πορτογαλία, την πραγματοποίησε όμως πολλά χρόνια αργότερα συνειδητοποιώντας τη σχετική έλλειψη που υπήρχε σε επίπεδο βιβλιογραφίας για το ζήτημα αυτό. Η χρονική απόσταση από τα γεγονότα θεωρώ πως υπήρξε καθοριστική για τις προθέσεις και το περιεχόμενο του βιβλίου. Έτσι, το βιβλίο δεν είναι μια απλή καταγραφή των γεγονότων, ένα χρονικό ή ένας ακόμη ύμνος για την «τρελή» πορεία της εθνικής, αλλά μια, κατά το δυνατόν, νηφάλια και αντικειμενική προσπάθεια εξήγησης της πορείας αυτής.
Η επιτυχία της εθνικής έχει καταγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο ως ένα σύγχρονο αθλητικό θαύμα, ως μια υπέρβαση των ποδοσφαιρικών δυνατοτήτων που είχε το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα· ο Σαμπράκος όμως δεν αρκείται σε μεταφυσικές εξηγήσεις περί θαύματος αλλά επιχειρεί, καθώς δηλώνει και στον τίτλο του βιβλίου, να αναζητήσει τις αιτίες αυτού του θαύματος, τις παραμέτρους εκείνες που συνέβαλαν καθοριστικά σε αυτό. Σπεύδω πάντως να προσημειώσω πως το εντυπωσιακό είναι ότι έπειτα από την ανάγνωση του βιβλίου και την ερμηνευτική προσέγγιση του Σαμπράκου το «θαύμα» δεν απομαγεύεται, δεν μειώνονται καθόλου οι διαστάσεις του, απλώς διαφοροποιούνται. Τελικά το «θαύμα» έγκειται στο γεγονός πως μια σειρά από παραμέτρους που αφορούσαν την ομάδα (προπονητικό επιτελείο, επιλογές και στάση ποδοσφαιριστών, ομοσπονδία και παράγοντες, οργάνωση, διαχείριση προσώπων και καταστάσεων κ.ά.) λειτούργησαν επί μακρόν με τέτοιο τρόπο ώστε όλες οι παράμετροι να έχουν συμβολή στην επίτευξη του ίδιου στόχου (διαπίστωση που λειτουργεί ειρωνικά ως προς το παρόν, καθώς το σημείωμα αυτό γράφεται την επομένη της ήττας της εθνικής από την ομάδα της Αρμενίας μέσα στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας).
Για την επίτευξη του στόχου του ο Σαμπράκος, εκτός από τις προσωπικές του εμπειρίες και καταγραφές, πραγματοποίησε έρευνα για το ζήτημα συνομιλώντας με πολλούς από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας (ποδοσφαιριστές, Έλληνες και ξένους, τεχνικούς κ.ά.) ενώ αξιοποίησε και τις εκθέσεις της Τεχνικής Επιτροπής της UEFA αλλά και σχετικές με το ζήτημα δημοσιευμένες μελέτες από τα πεδία της στατιστικής, της ψυχολογίας, του man managment. Ως προς τα παιχνίδια της εθνικής ενσωματώνει στο βιβλίο του τις τεχνικές αναλύσεις (με τα αντίστοιχα γραφήματα) του προπονητή Αθανάσιου Τερζή.
Ως προς την αφήγησή του ο Σαμπράκος υιοθετεί έναν ρέοντα λόγο, αποφεύγοντας υπερβολές ή δημοσιογραφικά κλισέ και ευκολίες εξήγησης. Η, κατά το πλείστον, γραμμική αφήγηση διανθίζεται με λίγες αναχρονίες που κεντρίζουν το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Αρκετά από τα γεγονότα παρουσιάζονται πολυπρισματικά, καθώς για το ίδιο θέμα παρατίθεται η (διαφορετική, ορισμένες φορές) άποψη των πρωταγωνιστών τους. Προσωπικά εκτίμησα την καταγραφή των παρατηρήσεων που ανέφεραν για τη συμπεριφορά των ποδοσφαιριστών οι υπάλληλοι των ξενοδοχείων που φιλοξένησαν την εθνική εκείνες τις ημέρες· κάποιες φορές οι λεπτομέρειες μπορεί να είναι δηλωτικές πολλών πραγμάτων. Ενδιαφέρον ακόμη παρουσιάζει η εστίαση σε γεγονότα και συμπεριφορές που διαδραματίστηκαν στα παρασκήνια (ξενοδοχεία, αποδυτήρια κ.ά.) καθώς και ο τρόπος που διαχειρίστηκαν οι διεθνείς τα οικονομικά τους ζητήματα. Τέλος, παρότι ενδεχομένως δεν ήταν στις προθέσεις του, καθώς το βιβλίο επιδιώκει την ανάδειξη μιας πολυπρόσωπης και πολυπαραγοντικής προσπάθειας, κυρίαρχη είναι η παρουσία (και η παρουσίαση) ενός βασικού προσώπου: αυτό του Ότο Ρεχάγκελ.
Κάποιες φορές, βέβαια, η παράθεση πολλών απόψεων για το ίδιο ζήτημα (όταν μάλιστα δεν έχουν να προσθέσουν κάτι διαφορετικό) γίνεται κουραστική το ίδιο και η παράθεση ορισμένων συμπερασμάτων που επαναλαμβάνονται στο κείμενο· άλλες φορές είναι εμφανής η έλλειψη παράθεσης της άποψης της άλλης πλευράς (π.χ. απουσιάζουν οι απόψεις των Τσιάρτα, Γεωργάτου, οι απόψεις των προηγούμενων προπονητών της εθνικής, αλλά και των προπονητών των αντίπαλων ομάδων της εθνικής), κάποιες φορές η αφήγηση θα χρειαζόταν να είναι λίγο πιο σφιχτή, ενώ η μαξιμαλιστική στοχοθεσία του βιβλίου και ο διδακτικός τόνος του επιλόγου θα μπορούσαν και να είναι κάπως πιο μετριασμένοι. Μεθοδολογικά δεν με βρήκε σύμφωνο η απόπειρα του συγγραφέα να επιχειρήσει να ποσοτικοποιήσει την επιτυχία της εθνικής επιμερίζοντας το ποσοστό συμβολής του κάθε παράγοντα. Ο τότε αρχηγός Θοδωρής Ζαγοράκης νομίζω πως έθεσε το θέμα στη σωστή του βάση: «Δεν μπορώ να κάνω διαχωρισμό και να μοιράσω μερίδια επιτυχίας σε αυτήν την επιτυχία. Αν δεν λειτουργούσαν όλοι ιδανικά […] δεν θα μπορούσε να συμβεί ένα θαύμα».
Το Εξηγώντας το θαύμα διαπραγματεύεται με επιτυχία ορισμένα προνομιακά θέματα, θελκτικά στους αναγνώστες: την υπέρβαση των ορίων, την επιτυχία του αδύναμου απέναντι στους ισχυρούς, τη συστράτευση σε έναν κοινό στόχο, την υπερίσχυση του «εμείς» έναντι του «εγώ» κ.ά. Εξηγεί μια εθνική αθλητική επιτυχία με νηφαλιότητα και χωρίς να καταφεύγει σε ιδεολογήματα με αναφορές σε φυλετικά χαρακτηριστικά, στο ελληνικό φιλότιμο ή …στη βοήθεια της Παναγίας. Υποδηλώνει πως τίποτα σπουδαίο δεν κατορθώνεται χωρίς οργάνωση, συστηματική δουλειά και μέθοδο, χωρίς πίστη στον στόχο, υπομονή και τύχη. Η πορεία της (εθνικής) Ελλάδας τα τελευταία χρόνια καθιστά το βιβλίο ακόμη πιο επίκαιρο…
INFO: Βασίλης Σαμπράκος, Εξηγώντας το θαύμα, Τόπος 2018