Γεωργία Συλλαίου (*)
Στην Αθήνα για τρεις μέρες. Πρόβες με τον συνθέτη. Άριστα προετοιμασμένη. Στη ντουλάπα του ξενοδοχείου κρέμονταν δυο ρούχα, ένα φουστάνι και ένα ακόμα παντελόνι. Δύο μπλουζάκια στο συρτάρι. Η πρώτη πρόβα είχε μόλις τελειώσει, ήταν εκτάκτως πρωινή, οπότε η υπόλοιπη μέρα απλωνόταν μπροστά της άδεια και χαιρόταν γι’ αυτό. Είχε χρόνο να αναπολήσει τους επαίνους, όπως και να σημειώσει τις παρατηρήσεις και τις υποδείξεις. Καθισμένη στο μικρό γραφείο υπογράμμιζε τις παύσεις που έπρεπε να παραταθούν, τις κορυφώσεις που της διέφυγαν, την αρχή του adagio που έπρεπε να είναι πιο υπονομευτική. Χτύπησε τα δάχτυλά της στο ξύλο του τραπεζιού, σαν να έπαιζε σε ένα αόρατο Στάινγουεϊ. Να μην ξεχάσει τίποτα απ’ όλα αυτά την επομένη το απόγευμα. Φόρεσε το φουστάνι και χτενίστηκε, άνοιξε ορμητικά την πόρτα και κόντεψε να συγκρουστεί με την ηλικιωμένη καθαρίστρια. Γέλασε και της έκανε χώρο να περάσει. Κάθε φορά που ερχόταν στην Αθήνα για τις πρόβες, αυτή η γυναίκα της καθάριζε το δωμάτιο. Οι συμπτώσεις δεν είναι καθόλου περίεργες, της είχε πει κάποτε, η ασυναρτησία είναι ενοχλητική. Οι συμπτώσεις βάζουν λιγάκι σε τάξη τη θλίψη μας, μετριάζουν τον τρόμο μας. Τα πρωινά έπιαναν για λίγο την κουβέντα και πάντα η καθαρίστρια της έδινε έξτρα αφρόλουτρα και σαπουνάκια. Έτσι έκανε και τώρα, πάρε κι αυτά, είναι κρέμες και σαμπουάν. Θα τα πούμε αύριο, φώναξε η πιανίστρια πάνω από τον ώμο της. Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά και έσκυψε στις σκούπες της.
Στο μπαρ του President περίμενε να έρθει το κορίτσι με το τσέλο. Πριν φύγει από τη Θεσσαλονίκη κατάφερε να κανονίσει αυτήν τη συνάντηση, δεν ήταν εύκολο. Προσδοκούσε μια συνομιλία για αγαπημένους συνθέτες, ιστορίες και απρόοπτα από συναυλίες, ίσως και την προοπτική μιας συνεργασίας, τι ωραία! Ήθελε να μοιραστεί τη χαρά της για τις πρόβες που πήγαιναν καλά, πέραν πάσης προσδοκίας. Η τσελίστρια ήρθε με μόνο δύο λεπτά καθυστέρηση. Ντυμένη με στολή εργασίας, τζιν και αθλητικά. Έχω δέκα λεπτά καιρό, δήλωσε μετά τη χειραψία και έκανε νόημα στον σερβιτόρο. Έναν εσπρέσσο, έδωσε την παραγγελία και αμέσως άρχισε να μιλάει για τον φόρτο εργασίας της, την ανελέητη καθημερινή εξάσκηση. Απαρίθμησε μία εντυπωσιακή σειρά επικειμένων εμφανίσεων στην Ευρώπη. Και πάντα, μα κάθε φορά, κατέληξε, φεύγω από την πίσω πόρτα μετά από κάθε ρεσιτάλ. Γιατί;, ρώτησε η πιανίστρια και το κορίτσι με το τσέλο γέλασε, μα για να αποφεύγω τους fans! Κοιτούσε το ρολόι της και μετά από δώδεκα λεπτά, πιστή στην προειδοποίησή της, σηκώθηκε και επακολούθησε ακόμα μια χειραψία. Χάρηκα πολύ, δήλωσαν ταυτοχρόνως. Η πιανίστρια παρακολούθησε τη λυγερή φιγούρα να ελίσσεται επιδέξια ανάμεσα σε επιχειρηματίες και χασομέρηδες, να ανοίγει την πόρτα και να χάνεται στο θαμπό απογευματινό φως. Κοίταξε και το ποτήρι κρασί που είχε παραγγείλει και ένιωσε στο πρόσωπό της την κάψα της ντροπής. Σαν να την είχε χαστουκίσει κάποιος δημόσια. Σηκώθηκε κι αυτή και πήρε τους δρόμους. Δεν είχε κάποιον προορισμό, απλώς περπατούσε μέσα από σοκάκια, έριχνε μια ματιά στις βιτρίνες. Έφτασε σε μια λεωφόρο. Εκεί δίστασε για λίγο, τρεις δρόμοι ανοίγονταν μπροστά της – και οι τρεις το ίδιο έρημοι, χωρίς φώτα, χωρίς τελειωμό. Διάλεξε τον μεσαίο και περπάτησε κι άλλο. Είχε πια νυχτώσει όταν κάθισε στο παγκάκι μιας πλατείας χωρίς δέντρα, χωρίς ψυχή ζώσα. Έβγαλε τα παπούτσια, τα πόδια της πονούσαν και ο τρόμος που την διακατείχε μετά την συνάντηση δεν έλεγε να μετριαστεί παρά την κούραση. Στην πλατεία υπήρχε μονάχα ένας άντρας με ένα καροτσάκι – πουλούσε ροδάκινα και ετοιμαζόταν να κλείσει. Η πιανίστρια παρακολουθούσε τις επιδέξιες κινήσεις του, πώς συμμάζευε το εμπόρευμα, έτοιμος να πάει σπίτι του να ξεκουραστεί. Το φόρεμα κολλούσε στο σώμα της και σκέφτηκε αόριστα πως έπρεπε να είναι πιο προνοητική. Διψούσε και δεν είχε πάρει μαζί της ένα μπουκάλι νερό. Περισσότερο τον ένιωσε κοντά της, παρά τον άκουσε, κάτι της έλεγε σε μια άγνωστη γλώσσα. Της έδωσε ένα ροδάκινο. Η πιανίστρια τον ευχαρίστησε και κράτησε το χνουδωτό μαυρισμένο φρούτο στα χέρια της. Φάτο, της έδειξε ο άντρας με μια χειρονομία και όταν την είδε να δαγκώνει την πρώτη μπουκιά, κούνησε το κεφάλι, πήρε το καροτσάκι του και έφυγε.
Όταν μπήκε στο δωμάτιό της είδε την καθαρίστρια να στρώνει για δεύτερη φορά το κρεβάτι. Τι θα κάνετε μετά;, ρώτησε η πιανίστρια. Η γυναίκα έκανε μια κίνηση απορίας. Σχολάω, είπε, αύριο πάλι. Θέλετε να πάμε στην ταράτσα;, έχει τόσο ωραία βραδιά. Η καθαρίστρια σκούπιζε τα χέρια στην ποδιά της καθώς την κοιτούσε προσεκτικά, με στοργή. Κι άλλη σύμπτωση, σπανίως μένω τόσο αργά τα βράδια. Να αλλάξουμε όμως πρώτα και οι δυο ρούχα;, πρότεινε. Συναντήθηκαν στην ταράτσα. Μουσική, εξωτικά φυτά, ποτήρια κοκτέιλ με ομπρελίτσες. Η πόλη απλωνόταν με τα φώτα της να τρεμοσβήνουν, στον ουρανό η λάμψη των αστεριών είχε ακυρωθεί από τη φωταψία των πυρσών που αντικαθιστούσαν τα συμβατικά λαμπιόνια, αλλά φυσούσε, συνθετικά αρώματα ήρθαν και κάθισαν στα μαλλιά των δύο γυναικών. Καμία από τις δυο τους δεν παράγγειλε εσπρέσσο.
(*) Η Γεωργία Συλλαίου είναι μουσικός/τραγουδίστρια και συγγραφέας. Το βιβλίο της “Ο δικός της καθρέφτης” (Πόλις) τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Ο Αναγνώστης 2023.