του Φίλιππου Φιλίππου
Εδώ και χρόνια ο Παντελής Μπουκάλας (Λεσίνι Μεσολογγίου, 1957), ποιητής, βιβλιοκριτικός κι αρθρογράφος στις εφημερίδες Η Εποχή , Η Πρώτη, Η Καθημερινή και ποικίλα περιοδικά, μεταφραστής αρχαίων ελληνικών κειμένων, ασχολείται συστηματικά με τα δημοτικά τραγούδια. Έχει γράψει βιβλία για το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών, για τον πόθο και τον φόνο στη δημοτική ποίηση, για το ταξίδι του φιλιού και τον έρωτα σαν υπερβολή. Το πρόσφατο βιβλίο του Ο έρως και το έθνος-Οι φυλές, οι θρησκείες και η δημοτική ποίηση της αγάπης που αποτελεί τον Α΄ τόμο μιας ενότητας με τίτλο «Πιάνω γραφή να γράψω.. .Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι, μιλάει ακριβώς γι’ αυτό το θέμα, τον έρωτα στην Ελλάδα, όπως τον έχουν τραγουδήσει σε αγροτικές και μη περιοχές.
Όπως σημειώνει στον Πρόλογό του, «Η λαϊκή μούσα, όπως συμβατικά την αποκαλούμε, ούτε μονότροπη είναι ούτε μονοφωνική, ακύμαντη και μονόχνοτη. Τα τραγούδια της επηρεάζονται τόσο από την εποχή της σύνθεσής τους όσο και από την περιοχή όπου δημιουργούνται…»
Θέμα του βιβλίου είναι οι ερωτικές σχέσεις Ελλήνων και Ελληνίδων, έτσι όπως αναδεικνύονται από τα δημοτικά τραγούδια με αλλοεθνείς, αλλόγλωσσους και αλλόθρησκους, δηλαδή με μαύρους, Βλάχους, Αρβανίτες και Τούρκους, καθώς και με τσιγγάνους, Βούλγαρους, Εβραίους και Φράγκους, όπου Φράγκοι είναι οι Δυτικοευρωπαίοι.
Η έρευνα επεκτείνεται και σε άλλες μορφές του λαϊκού λόγου: παραδόσεις, παροιμίες, παραμύθια, κατάρες κτλ, ενώ στο Παράρτημα στο τέλος του βιβλίου παρατίθενται αποσπάσματα από λογοτεχνικά, ιστοριογραφικά και λαογραφικά κείμενα με σκοπό να διαφωτιστούν ορισμένες πτυχές των ζητημάτων που θίγονται στην μελέτη.
Όπως διαβάζουμε, το ελληνικό δημοτικό τραγούδι ποτέ δεν περιόρισε ή αποσιώπησε την ποικιλία του πραγματικού βίου , όπου ο έρωτας συνήθως αδιαφορεί για τους κανόνες της εθνικά και θρησκευτικά χρηστής συμπεριφοράς. «Το δημοτικό τραγούδι», σημειώνει στην Εισαγωγή του ο συγγραφέας, «δεν το βαραίνει καμία πρόθεση διδακτισμού . Κι όμως θα μπορούσε να μας διδάξει, έτσι αυθόρμητα και φυσικά όπως ιστορεί τις σχέσεις με τον άλλον, τον ριζικά διαφορετικό, στις καλές και στις κακές στιγμές τους».
Ωστόσο, ο ακάματος ερευνητής Παντελής Μπουκάλας δεν περιορίζεται στις επισημάνσεις που απορρέουν από την μελέτη του δημοτικού τραγουδιού. Στο πόνημά του περιλαμβάνει και στίχους από ποιήματα δημιουργούν, παλιούς και νεότερους, σχετικούς με το θέμα του. Πρώτος μνημονεύεται ο Κωστής Παλαμάς («Μην τον ξεχνάς τον Βούργαρο, μην μπιστευτείς τον Σλάβο), δεύτερος ο Γεώργιος Δροσίνης («Κάτω το ματωμένο χέρι! Που ρέχτηκε εύκολα να πάρει»), τρίτος Τίτος Πατρίκιος («Μεγάλωσα σε μια πόλη με κατοίκους Έλληνες 100%»). Ακολουθούν ο Οδυσσέας Ελύτης («Κι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές»), ο Κ.Π. Καβάφης («Είμεθα ένα κράμα εδώ∙ Σύροι, Γραικοί, Αρμένιοι, Μήδοι»), ο Γεράσιμος Μαρκοράς («Τα φύλλα, τα βιβλία, σωριάστε στες Αθήνες»).
Προχωρώντας στην ανάγνωση, βρίσκουμε συνεχείς αντιπαραθέσεις θεωριών, δοξασιών, υποθέσεων και βεβαιοτήτων σχετικά με την καταγωγή των Ελλήνων. Για παράδειγμα, σε άρθρο του ο Παλαμάς αναφέρεται στην «χαώδη από των αιώνων ανάμιξη των λαών, διασταύρωσι των γενών, συνένωση των αιμάτων και σύγχυση των φυλών», ενώ ο Αναστάσιος Γεωργιάδης επιχειρεί να αντικρούσει τις απόψεις του Φαλμεράγιερ ότι «ουδείς των νυν την Ελλάδα οικούντων απόγονος των αρχαίων Ελλήνων εστίν».
Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου διαβάζουμε για τις προκαταλήψεις και τη σύγχυση ανάμεσα στα ονόματα Βλάχος και βλάχος, καθώς και ένα βλάχικο άσμα που είναι στην ουσία ποίημα μεταφρασμένο από τον Κώστα Κρυστάλλη, Βλάχο της καταγωγή («Για την τζομπάνικη ζωή, όλοι κουτόν με λένε»). Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται λόγος για τους μαύρους και τους μελαχρινούς, που ενδεχομένως κατάγονται από την Ασία και την Αφρική και αποκαλούνται Μώροι, Αράπηδες και Σαρακηνοί. Μάλιστα, συναντάμε και στίχους από ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια , σπουδαίων συνθετών, των Μάρκου Βαμβακάρη («Αλεξαντριανή»), Βασίλη Τσιτσάνη («Αραπίνες» ), Απόστολου Χατζηχρήστου («Κατινούλα»), Γιάννη Παπαιωάννου («Γιαχαμπίμπι»), Απόστολου Καλδάρα («Ένα τραγούδι απ’ τ’ Αλγέρι») .
Αναφερόμενος στο επόμενο κεφάλαιο στους Αρβανίτες, ο συγγραφέας παραθέτει ένα κείμενο του Μ. Καραγάτση, από τον πρόλογο του μυθιστορήματός του Βασίλης Λάσκος. Σε αυτό εκφράζει την άποψή του: «Εκείνοι που ισχυρίζονται πως οι σημερινοί Έλληνες είναι αγνοί φυλετικοί απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, λησμονούν – ή μάλλον αγνοούν- μιαν ιστορική αλήθεια: ότι το αρχαίο ελληνικό έθνος δεν ήταν φυλετικά ομοιογενές , αλλά κράμα δύο κυρίως φυλών και πολλών άλλων υποδιαιρέσεων». Κι αφού μιλήσει για τις σχέσεις ––ανεξάρτητα αν ήταν ομαλές ή ταραγμένες– των Ελλήνων με τους Αρβανίτες, πολλοί από τους οποίους αγωνίστηκαν κατά των Τούρκων στην Επανάσταση του 1821, ο συγγραφέα υπογραμμίζει πως και ο έρωτας είχε τις ευκαιρίες του και παραθέτει ένα τραγούδι από το Πωγώνι και τη Δρόπολη:
«Μωρ’ Αρβανιτοπούλα μου και κόρη μου γραμμένη,
Ο κόσμος λέει πως σ’ αγαπώ και σ’ έχω φιλημένη».
Τούτο το από κάθε άποψη εξαιρετικό βιβλίο μας χαρίζει γνώσεις που δεν θα μπορούσαμε να αποκτήσουμε με άλλον τρόπο. Επομένως, περιμένουν το επόμενο ομοειδές πόνημα του Παντελή Μπουκάλα, ο οποίος ολοκληρώνει το κείμενό του με το εξής συμπέρασμα: «Η τιμιότητα και η ερωτική του ανεξιθρησκία προσφέρουν στο δημοτικό τραγούδι ιδιαίτερα μεγάλο κύρος».
Παντελής Μπουκάλας, Ο έρως και το έθνος-Οι φυλές, οι θρησκείες και η δημοτική ποίηση της αγάπηςΑ΄ Έλληνες, Βλάχοι, μαύροι, Αρβανίτες, Τούρκοι, Εκδόσεις Άγρα, 2022, σελ. 755
Βρες το εδώ