Της Κατερίνας Ασημακοπούλου.
Δεν ξέρω πώς παρουσιάζει κανείς ένα βιβλίο το οποίο διάβασε μέσα σε πέντε μέρες επιδεικνύοντας μια αυτοσυγκράτηση, που δεν ήξερε πως διαθέτει, για να μην το ρουφήξει σε μία. Έχω την αίσθηση ότι ο λόγος που δυσκολεύομαι να το κάνω είναι το αίσθημα ότι ο συγγραφέας εξομολογήθηκε την ιστορία του σε εμένα προσωπικά προσφέροντας μου παράλληλα καφέ και έπειτα ουίσκι. Αυτή η απαράμιλλη αμεσότητα στην γραφή ενός μυθιστορήματος, που είναι το όνειρο κάθε αναγνώστη, κάνει δύσκολο το έργο εκείνου που θέλει να το περιγράψει σε άλλους: Θα τα καταφέρει άραγε να σταθεί στο ύψος του συγγραφέα, έτσι ώστε και ο δικός του αναγνώστης να νιώσει εκλεκτός ακροατής μιας συναρπαστικής ιστορίας και όχι απλός περαστικός σε μια συνάντηση ανταλλαγής εντυπώσεων;
Το μυθιστόρημα «Οι άνδρες που αγάπησαν την Ήβλυν Κόττον» του Ιρλανδού Φράνκ Ρόναν είναι επείγον. Είναι ο καλύτερος σου φίλος που σε παίρνει τηλέφωνο αιτούμενος μια συνάντηση που δε χωράει αναβολή. «Είμαι ερωτευμένος με την Ήβλυν Κόττον είκοσι τέσσερα χρόνια και τέσσερις μήνες παρά οχτώ μέρες. Έχουμε κάνει έρωτα δυο φορές. Η πρώτη ήταν πριν από είκοσι τρία χρόνια. Η δεύτερη ήταν χθες. Κάνει αυτό την ιστορία μου θλιβερή; Κι εμένα φαιδρό πρόσωπο;» Δεν ξέρω, ίσως. Περιμένω όμως με αγωνία να μου πεις την ιστορία σου και υπόσχομαι να απαντήσω ειλικρινά, αν θέλεις ακόμα τη γνώμη μου. Και κατ’ αρχάς, ποια είναι η Ήβλυν Κόττον και γιατί μου μιλάς σαν να την ξέρω;
Για τις ανάγκες του μυθιστορήματος, η Ήβλυν Κόττον είναι μια διάσημη συγγραφέας και φεμινίστρια, ο τρόπος ζωής της οποίας μικρή μόνο σχέση έχει με εκείνα που γράφει. Οι άνδρες που θεωρητικά την αγάπησαν σχηματίζουν μια σειρά ανάξιων υποκειμένων, από τον πρώτο της εραστή και πατέρα του γιου της, που την εγκατέλειψε, μέχρι τον επιεικώς απαράδεκτο σύντροφο της επί δύο δεκαετίες, Τζούλιους Ντρέικ. Πραγματικά φαίνεται να την αγάπησε μοναχά ο αφηγητής μας, αν όχι πραγματικά τότε σίγουρα απελπισμένα, μόνο που εκείνη δεν τον αγάπησε ποτέ. Εκείνη αγάπησε τον Χιού Λόνγκφορντ, έναν πολύ νεότερο της καλαμωτή που ήρθε να δουλέψει γι’ αυτήν και τον Τζούλιους. Διακόπτοντας την ακολουθία των ανδρών που ουδόλως άξιζαν την Ήβλυν, ο Χιού την ερωτεύτηκε και την αγάπησε. Ίσως γι’ αυτό, ο αφηγητής μας τρέφει απέναντι του τα καλύτερα αισθήματα.
Θα μπορούσε κανείς να σταθεί στο χιούμορ και την ειρωνεία του συγγραφέα, σε αυτό το απίστευτα λεπτό χάρισμα που δημιουργεί στα χείλη του αναγνώστη ένα μόνιμο μειδίαμα. Ο αυτοσαρκασμός και η διάθεση για αστεϊσμό είναι διάχυτη στις σελίδες του μυθιστορήματος. Θα μπορούσε επίσης να σχολιάσει την καθαρότητα με την οποία διαγράφεται η ψυχολογία της Ήβλυν, μιας γυναίκας που παλεύει για την ανεξαρτησία της, ενώ για τα μάτια του κόσμου είναι ήδη ένα σύμβολο χειραφέτησης και γυναικείας δύναμης. Θα ήταν εξαιρετική επιλογή να παρατηρήσει κανείς το βάθος στο οποίο φτάνουν οι σελίδες που αφιερώνονται στον έρωτα της Ήβλυν και του Χιού: Η ευστοχία με την οποία περιγράφεται ο έρωτας τους μαζί με ό,τι αυτός περιλαμβάνει, από την ευδαιμονία και την απόλυτη παράδοση μέχρι τις αμφιβολίες και τις βασανιστικές δεύτερες σκέψεις, είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη και απολαυστική.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν μεγάλες αρετές του μυθιστορήματος του Φράνκ Ρόναν, αλλά την υποφαινόμενη ταπεινή αναγνώστρια σκλάβωσαν δύο άλλες πτυχές του. Το πρώτον, η αναζήτηση της πραγματικής φύσης του έρωτα όπως και των ορίων μεταξύ αυτού και της εμμονής: «Ο έρωτας είναι μια βολική αόριστη έννοια με την οποία συγκαλύπτουμε τους πολυποίκιλους λόγους που μας κάνουν να θέλουμε να προσκολληθούμε σε ένα άτομο», συλλογίζεται ο αφηγητής. Και λίγες παραγράφους αργότερα ομολογεί: «Προσπάθησα να παραιτηθώ από τις βλέψεις μου πάνω στην Ήβλυν, να κοιτάξω τη δική μου ζωή και να βρω τι πραγματικά ήθελα. Αλλά διαπίστωσα πως δεν ήθελα τίποτα. Και τότε, έντρομος μπροστά στο κενό που με περίμενε χωρίς την έμμονη ιδέα μου, έσπευσα να επιστρέψω στην έμμονη ιδέα μου και στους λόγους που μου έδινε για να κάνω τον κόπο να βγάζω την κάθε μέρα».
Κατά δεύτερον, ο αφοπλιστικός τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής απευθύνεται στον αναγνώστη του: «Είναι περίεργο όμως να σας ζητάω συγγνώμη. Δεν έχω ιδέα ποιοι είσαστε […] Κάθισα κάτω το πρωί με μια φαγούρα στο χέρι, με μια ανάγκη να εξορκίσω κάποια πράγματα γράφοντας τα σε ένα χαρτί. Δεν μπορούσα να γράφω στον αέρα κι έτσι σας δημιούργησα, αλλά τι επαφή έχω μαζί σας; Κατεβάστε το χέρι σας κατά μήκος του σβέρκου σας, όπως κάνω κι εγώ, αυτή τη στιγμή: και τώρα νιώθουμε και οι δυο το ίδιο πράγμα ταυτόχρονα, έχουμε έρθει σε κάποιου είδους κοινωνία εσείς κι εγώ. Αλλά και πάλι δεν έχω ιδέα ποιοι είστε». Όταν διάβασα αυτές τις γραμμές, κατέβασα το χέρι μου κατά μήκος του σβέρκου μου. Την ίδια στιγμή σκέφτηκα ότι ο συγγραφέας με κέρδισε οριστικά.
Frank Ronan, , Οι άντρες που αγάπησαν την Ήβλυν Κόττον, Αλεξάνδρας Παπαθανασοπούλου, Άγρα