του Γιώργου Κόκκινου(*)
Ο Χρήστος Μαρκίδης είναι μια διακριτική, όσο και σταθερή παρουσία στα ελληνικά γράμματα τις δύο τελευταίες δεκαετίες (πρώτη του εμφάνιση το 1999). Να επισημανθεί, ωστόσο, ότι η βασική του ιδιότητα είναι αυτή του ζωγράφου. Ιδιότητα που σχετίζεται δομικά με το ύφος της ποιητικής του γραφής.
Θα ήθελα να σχολιάσω αδρομερώς την έβδομη[1] κατά σειρά ποιητική συλλογή του πολυτάλαντου δημιουργού, ο οποίος έχει αποδείξει ότι είναι, κατά κάποιο τρόπο, ενσάρκωση της έννοιας της συνολικής τέχνης, αφού συγκεράζονται στο πρόσωπό του σε βαθμό ζηλευτό πολλαπλές καλλιτεχνικές δεξιότητες.
Η συλλογή αποτελείται από 27 σύντομα ποιήματα τα οποία δομούνται σε ποικίλες μορφικές εκδοχές χωρίς να αλλοιώνεται στο παραμικρό η ενότητα, αισθητική και θεματική. Πρόκειται για ποίηση που συμπυκνώνει μια βιοθεωρία, μια φιλοσοφική στάση, όπως παραστατικά παρουσιάζεται στο ποίημα «Εσάντα»:
Όμως δεν γίνεται με το στανιό / η υπέρβαση / ίσως στα μέσα της ζωής / αφού έχουμε σταυρωθεί / και λυγίσει.
Και τα μεγάλα πνεύματα / στέκουν εκεί / -ώς τη συντέλεια θα είναι- / υπερασπίζοντας ανυπεράσπιστα / το ανθρωπόμορφο / απαρηγόρητο Είναι.
Ταυτόχρονα είναι μια ποίηση κρυπτική και ερμητική, σαρκαστική, σχεδόν παραληρηματική, αλλά πάντοτε με φιλοσοφικό έρμα. Ποίηση που χρησιμοποιεί, πρώτον, το ευφυές λογοπαίγνιο («νοούν νοσούν» στο ποίημα Θυσιασμένοι), δεύτερον, την ανάκληση αρχαιότροπων λεκτικών τύπων και σχημάτων («ιστέον τώρα πώς ηχούν / τα νοητά του Αστραπά ειλητάρια» (Πώς ηχούν), αφού ανασκάπτει τα διαδοχικά στρώματα του παλίμψηστου της ελληνικής γλώσσας, τρίτον, τις γλωσσικές αντιφάσεις επιζητώντας μέσω του νοητικού αιφνιδιασμού του αναγνώστη την σύντηξη των αντιθέτων και τη διαλεκτική υπέρβαση, τέταρτον, την απροσδόκητη μεταφορά και τη μετωνυμία.
Τα πρόσωπα της ποίησης του Μαρκίδη επιλέγουν ή σε άλλες περιπτώσεις τούς επιβάλλονται ρεπερτόρια μυθικών ρόλων. Το θέατρο του Κόσμου δεν κουράζεται ποτέ να ανεβάζει τα ίδια έργα. Ωστόσο, η συνέχεια του Κόσμου διαρρηγνύεται βίαια από τον φόβο μιας καταστροφής που ήδη συντελείται και εξελίσσεται, δεν επέρχεται, δεν επίκειται. Βρισκόμαστε σε μια «έρημη χώρα» που πολλαπλασιάζει την υπαρξιακή αγωνία και καταλύει τη βούληση.
[1] Προσμετρώ και τα βιβλία Έως και το Αμώεν, που είχαν sui generis χαρακτήρα, όπως επίσης και τις συλλογές Μονόζυγο και Τα άτια και στο σκοτεινό νερό που κυκλοφόρησαν εκτός εμπορίου.
Θα έλεγες σάμπως να περπατάμε στο τοπίο της «Ζώνης» στην κινηματογραφική ταινία «Στάλκερ» του Ταρκόφσκι, στο περίκλειστο σύμπαν της οποίας, ως γνωστόν, εισβάλλουν οι τρεις ιδεοτυπικοί πρωταγωνιστές: ο συγγραφέας, ο επιστήμονας και ο ιχνηλάτης. Και οι τρεις, όπως και ο ποιητής μας, συμφωνούν ότι η φύση εξεγείρεται, «δεν συμφωνεί» (Ξύπνησα με βροχή). Γίνεται εχθρική και τρομακτική.
Η ομορφιά, η αγνότητα, η χαρά και η απόλαυση ως δέσμες επανερχόμενων αναμνήσεων, αλλά και τα δεινά του βίου, ο έρωτας, τα πάθη, η περιπλάνηση και η νοσταλγία, η δημιουργία, η ανθρώπινη ύβρις, η απονέκρωση των πηγών της ζωής, ο θάνατος και η ανάσταση συνυπάρχουν στην τελευταία ποιητική συλλογή του Μαρκίδη σε ένα αξεδιάλυτο όλο. Όμως, κατ’ ανάλογο τρόπο με αυτό που συμβαίνει στη φύση, η οποία αναγεννάται αέναα (ως πότε όμως;), αναγεννάται στην ποίηση αυτή και ο πάσχων άνθρωπος θάλλοντας μέσα στις στάχτες του και ελπίζοντας ότι η καταστροφή θα είναι η συνθήκη μιας αναθεμελίωσης του ανθρώπινου, ενός νέου οικουμενικού πολιτισμού:
Ανοίξαν οι ουρανοί είπες / Όμως για λίγο, τόσο λίγο / Πού ο κατακλυσμός εκείνος / Πού η φωτιά η μυθική / Πού ο σεισμός / Πού ο Τυφών / Να ξεκληρίσουν την αρχέγονη ύβρη.
Παρά τον κρυπτικό τους κώδικα και τη δυσεξιχνίαστη σημασία των συμβόλων, δεν πρόκειται για ποιήματα «ομφαλοσκόπησης» και αυτοαναφορικής ποιητικής, όπως η συντριπτική πλειονότητα των ποιημάτων που γράφονται στην εποχή μας. Απεναντίας, είναι κείμενα-δρώμενα με έντονο το συγχρονικό-ιστορικό υπόστρωμα, με την έννοια ότι η συνθήκη της δημιουργίας τους είναι ακριβώς η εξέγερση ενάντια στον ζόφο της κατάλυσης της αμεσότητας και γενικότερα της επικοινωνίας, ενάντια στον φόβο του αιφνίδιου και απροσδόκητου θανάτου, στην εργαλειοποίηση του ανθρώπινου όντος, στην παντοειδή αποσύνθεση της ζωής και στη μακρά κρίση νοήματος, του «ακυρωμένου νοήματος», που στοιχειώνει την κουλτούρα της μετανεωτερικότητας. Ο ποιητής αποστρέφεται τη σύγχρονη δυτική κοινωνία που «υπηρετεί τ’ άλλα», όχι «τον οίστρο μαζί του Διονύσου και του Πανός», αλλά «τ’ άθλια και τα φρικτά ισοζύγια» επιφέροντας «ερημία τρισμέγιστη» (Έασι).
Ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου μάς καλεί να αντιμετωπίσουμε το έρεβος όχι τόσο ως τέλος, αλλά μάλλον ως μήτρα ενός «άλλου φωτός» (του «άκτιστου»;) που μετά την οδυνηρή περιπλάνηση του ποιητή στην «έρημη χώρα» τον οδηγεί δυνητικά στην αυτοσυνειδησία, σε ένα νέο αυθεντικό ρίζωμα, σε μια πατρίδα: όχι στον χαμένο, αλλά σε ένα νέο πρωτόπλαστο παράδεισο. Υπό ένα τέτοιο πρίσμα, η κοσμική-συμπαντική, αλλά και η κυριολεκτική νύχτα, γίνονται ο κόλπος της αναγέννησης των ονείρων, χωρίς συγχρόνως να παύουν να σηματοδοτούν τον πρωταρχικό τρόμο μπροστά στο άγνωστο, στην ελευθερία και την ευθύνη. Το στοιχείο αυτό συνδέεται γενετικά με τη σπαραχτική και αδογμάτιστη θρησκευτικότητα του ζωγράφου-ποιητή, στον πυρήνα της οποίας βρίσκονται η δέηση, η παράκληση, ο πνευματικός αγώνας με τους «δαίμονες», η θυσία του σώματος, η προσδοκία της λύτρωσης, το μυστηριακό θαύμα της ανάπλασης, της επανενσάρκωσης και της νέας ανθοφορίας. Θρησκευτική πίστη και πολιτική ουτοπία μαζί. Δέεται ο ποιητής: «Κύριε, δος ημίν άρτο και οίνο […] / φως από τα μελλούμενα / κι απ’ το παρόν ένα βαθύ / ανοιξαντάριο ανέμου. / Απεταξάμην να μας πει / να τιναχτεί απ’ τα έγκατα» (Μαύρο φως).
Ο πολιτισμικός ορίζοντας, ο μυθικός ιστός αυτών των ποιημάτων συντίθεται από δύο νοηματικές σφαίρες: την αρχαιοελληνική μυθολογία και την ορθόδοξη μεταφυσική της πτώσης. Συχνά οι δύο αυτές σφαίρες ωθούνται σε μια διαδικασία συγκρητισμού (Ζαγρέας Διόνυσος – Ιησούς) μέσω της οποίας η καθημερινότητα μετατρέπεται σε ενδεικτικό-παραδειγματικό πάθος, σε αρχέτυπο, σε οικουμενική σκηνή θεάτρου όπου ζεύγματα αντιθέτων πυρπολούνται για να αποτελέσουν στη συνέχεια μια νέα γενέθλια συνθήκη (πχ. «μαύρο φως» ειρκτή και νυμφώνας στο ποίημα «Το φάσμα»). Δεν πρόκειται, ωστόσο, για αρετολογικό σκηνικό όπου αντιμάχονται το καλό και το κακό, αλλά για πρόσβαση στον πυρήνα της εναγώνιας προσπάθειας του μετανεωτερικού ανθρώπου να συλλάβει το νόημα, να ενδύσει με σημασία τη φθορά του σώματος, την ψυχική απογύμνωση, την τήξη των ονείρων της χειραφέτησης από εσωτερικούς και εξωτερικούς καταναγκασμούς. Η επίγνωση της συσσωρευόμενης καταστροφής, η απανθρωποποίηση του ανθρώπου είτε ως θύματος είτε ως θύτη είτε επίσης ως παρατηρητή των τεκταινομένων είναι πανταχού παρούσα: «Εγώ εξέπεσα, καλέ / μήτε γι’ αρνί οδύρομαι μήτε για λύκο. / Εντόσθια μόνον ενθυμούμαι», γράφει και πάλι ο ποιητής με τη γυμνή και αιχμηρή μετωνυμική του γλώσσα στο πολύσημο ποίημα «Το φάσμα», το οποίο, κατά τη γνώμη μου, συμπυκνώνει την ουσία ολόκληρης της συλλογής:
Στη σιωπή εν μέσω της νυκτός
Το φάσμα ήρθε και μου μίλησε.
Άκου, μου είπε, τ’ αλόγατα σε φέραν ως εδώ
κι άκου να δεις τι είπαν:
Έρπουν λογής λογής νιφάδες
ο ουρανός ανέτειλε, κατέβηκε στη γη.
Κι εκείνη τη σκηνή με τον Ζαγρέα
ο μανιασμένος άνεμος τη σήκωσε απ’ τα βάθρα
την έριξε στης οικουμένης το σταμνί
ευχή ειρκτή να βρεις εσύ, να τη νυμφεύσεις πάλι.
Εγώ εξέπεσα, καλέ
μήτε γ’ αρνί οδύρομαι μήτε για λύκο.
Εντόσθια μόνον ενθυμούμαι.
(*) Ο Γιώργος Κόκκινος είναι ιστορικός, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
info: Χρήστος Μαρκίδης, Έρεβος ή άλλο φως (Εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα 2020, σελίδες 40)