Επιστροφή στο μέλλον (της Ροζίτας Σπινάσα)

0
292

της Ροζίτας Σπινάσα

Διεθνής αερολιμένας Αθηνών Ελευθέριος Βενιζέλος, χωρίς την παγωμάρα του κόβιντ. Γεμάτος επιβάτες, αυτή τη φορά. Ταξιδευτές. Είναι ωραία αυτή η εικόνα, αυτή η επανεκκίνηση. Στις ουρές για το τσεκ-ιν ο κόσμος χαλαρός, υπομονετικός, το προσωπικό ευγενικό. Έτσι γίνεται στα αεροδρόμια: μας ζητείται καρτερία, μας δίνεται ευγένεια. Κάθε εκνευρισμός αντιμετωπίζεται με συγκατάβαση, ως μια εκδήλωση χαμηλότερης συνειδησιακής κατάστασης – ως μια πολιτισμική παρέκκλιση. Στα εστιατόρια και στα καφέ τα χαμόγελα των εργαζομένων συνεχίζουν να μας ξεπροβοδίζουν. Οι επισκέπτες του αεροδρομίου είμαστε οι τυχεροί της υπόθεσης, και οι υπηρεσίες του φροντίζουν να ενισχύουν το ευχάριστο βίωμα.

Στο Heathrow επικρατεί παρόμοιο κλίμα ξένοιαστης ευδαιμονίας, αυτή τη φορά σε πιο κοσμοπολίτικη βερσιόν. Κι αν κάτι νιώθω να κυριαρχεί στον μεγαλόκοσμο των αεροδρομίων, όπου το ανθρώπινο λεφούσι ξεβράζεται σε πύλες κι αεροσκάφη με αέναες, αξιοθαύμαστες κινήσεις ακρίβειας, αυτό είναι η εμπιστοσύνη: οι επιβάτες εμπιστευόμαστε τις ζωές και τα υπάρχοντά μας στα χέρια των πιλότων, του πληρώματος, των εργαζομένων διαχείρισης αποσκευών. Μια ολοκληρωτική ψυχοσωματική παράδοση, που εκπληρώνεται με πιστή συμμόρφωση στις ηλεκτρονικές εντολές που αναβοσβήνουν στις οθόνες των ανακοινώσεων. Μια γενναιόδωρη εκδήλωση καλής πίστης, πίστης στον άνθρωπο.

Επιβιβάστηκα στην πτήση ΒΑ189 μετά από δυο εβδομάδες συναισθηματικού σκαμπανεβάσματος, που έφτασε στα όρια της ψυχικής εξουθένωσης: πανηγυρικός ενθουσιασμός από τη μια, άγχος που άγγιζε τον τρόμο από την άλλη. Βρίσκω τις ενδοευρωπαϊκές πτήσεις εύκολες και οικείες, όμως η ιδέα του Ατλαντικού ωκεανού να χάσκει για ώρες κάτω από τα πόδια μου αποκλείοντας κάθε δυνατότητα αναγκαστικής προσγείωσης, γεννά μέσα μου έναν σχεδόν μεταφυσικό, άφατο φόβο. Όμως η Νέα Υόρκη, αυτή η Πόλη των πόλεων, η κορωνίδα του δυτικού πολιτισμού, ο τόπος που βρίσκονται στο απόγειο η ζωογόνος ελευθερία, οι καινούργιες ευκαιρίες, η μεγαλειώδης αρχιτεκτονική, η μοντέρνα τέχνη και, φυσικά, το αεικίνητο χρήμα, η Νέα Υόρκη με καλούσε σαν την πιο συναρπαστική, την πιο μαγική σειρήνα.

Όταν μπήκα στο αεροπλάνο –και είχα ξεχάσει πόσο τεράστια είναι αυτά τα αεροπλάνα!– τότε δεν ήρθε να με βρει κανένας φόβος – τότε ήρθε να με κατακλύσει μια εκρηκτική χαρά. Ρεαλιστικά, μεταφορικά, συμβολικά, ήμουν έτοιμη για το μεγάλο ταξίδι. Κοιτούσα από το παράθυρο τα λευκά προβατάκια του ατλαντικού να χορεύουν τριάντα έξι χιλιάδες πόδια κάτω από τα πόδια μας, φέρνοντας στο νου μου τα βιβλία του Χέρμαν Μέλβιλ και του Ιουλίου Βερν και μακαρίζοντας την εποχή μας, που μας επιτρέπει να πετάμε πάνω από τους άγριους ωκεανούς αντί να θαλασσοπνιγόμαστε στα μαύρα τους κύματα. Οι ώρες κυλούσαν με την προσμονή της νέας γης. Μια προσμονή ηλιόλουστη, καθώς πετούσαμε προς τη Δύση, αφήνοντας σταθερά πίσω μας το σκοτάδι που έπεφτε στην Ανατολή. Ταξιδεύαμε σε ένα ατελείωτο απόγευμα, ταξιδεύαμε στο φως.

Και μετά η πολυπόθητη στεριά, και μετά ο ποταμός Χάντσον. Το αεροπλάνο δεν θα προσγειωνόταν στο JFK, που βρίσκεται πριν την πόλη, όπως είχε συμβεί στα δυο προηγούμενα ταξίδια μου, αλλά στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Νιούαρκ, μετά την πόλη και δυτικά του Χάντσον. Είχα κολλήσει το πρόσωπό μου στο παράθυρο, λαχταρώντας να διακρίνω κάτι από τη μαγική νησίδα που ξεπετάγεται, καταχτισμένη και ολόφωτη, στις εκβολές του.

Κι όταν το αεροπλάνο άρχισε να κατεβαίνει για την προσγείωση πετώντας νότια, όλο και πιο νότια, τότε εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια μου το συγκλονιστικό Μανχάτταν – τότε η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Κοιτούσα έκθαμβη το πανόραμα με τους ουρανοξύστες, τις γέφυρες, το άγαλμα της Ελευθερίας, το βιομηχανικό τοπίο του Νιού Τζέρζι να μπαίνει σιγά σιγά στο κάδρο ως μια ταιριαστή συνέχεια, μέχρι το αεροσκάφος να ακουμπήσει, σώο και αβλαβές, στην αμερικανική γη.

Αυτό ήταν, ήμουν πια εκεί. Μπορεί να είχα ταξιδέψει επτά ώρες πίσω στο χρόνο, όμως είχα επιστρέψει στο μέλλον.

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΙρένε Βαγιέχο: Η Οδύσσεια είναι για μένα το Βιβλίο των Βιβλίων (συνέντευξη στον Κώστα Καλφόπουλο)
Επόμενο άρθρο10 χρόνια “Α”: Πόρτο Μπούφαλο (του Θανάση Χατζόπουλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ