Επιστρέφοντας στον Ιάκωβο Καμπανέλλη (της Θάλειας Μπουσιοπούλου)

0
371

της Θάλειας Μπουσιοπούλου (*)

 

Στο νέο του βιβλίο, Οι Μυκήνες δεν ήταν το παν. Καμπανελλικά ανάλεκτα, από την Κάπα εκδοτική –η οποία, σημειωτέον, υπογράφει άλλη μια καλαίσθητη έκδοση– ο Γιώργος Π. Πεφάνης επιστρέφει στον Ιάκωβο Καμπανέλλη με μια σειρά κειμένων που συντάχθηκαν και παρουσιάστηκαν σε διαφορετικές περιστάσεις και μέσα από διαφορετικά δημοσιεύματα. Είναι μια επιστροφή, βέβαια, που φέρει, πλάι στη χαρά της επανεκκίνησης –κάθε επανερχόμενο, κάθε επαναλαμβανόμενο φέρει, αναπότρεπτα, και τη μεταλλαγή, τη νέα διαπραγμάτευση των νοημάτων, αν πιστέψουμε τον Derrida– και τη θλίψη της απουσίας: σε αυτήν την επανέλευση των κειμένων που προσεγγίζουν πτυχές της δραματουργίας του Καμπανέλλη και τα οποία ο συγγραφέας του παρόντος τόμου είχε την ευκαιρία να συζητήσει μαζί του κατά την πρώτη εμφάνισή τους, ο Καμπανέλλης δεν είναι πια παρών. Τον αποχαιρετισμό στον «πολύτιμο φίλο και δάσκαλο» δεν θέλει να τον προφέρει ο συγγραφέας· γιατί λέξεις όπως επίλογος, αυλαία, τελευταία πράξη είναι «λέξεις όλες ανεπίδοτες που, όπως το Γράμμα στον Ορέστη, δεν παραδίδονται ποτέ στον παραλήπτη τους».[1] Λανθάνει, όμως, μια συγκίνηση σε όλη την έκταση του σύντομου προλόγου του βιβλίου: καθώς ανατρέχει, έστω και εν συντομία, στα βιώματα που σφράγισαν τη φιλία τους, καθώς υπογραμμίζει τη θεμελιώδη συμβολή του στην ελληνική δραματουργία αλλά και το παγκόσμιο εκτόπισμα του έργου του, ο Γιώργος Π. Πεφάνης δεν παύει να επαναφέρει επίμονα τη μορφή του Ιάκωβου Καμπανέλλη ενώπιόν του και ενώπιόν μας, μια παρούσα απουσία, επανερχόμενος διαρκώς στο «ζεστό χαμόγελό του».

Οι δέκα μελέτες του βιβλίου καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα της καμπανελλικής δραματουργίας και επιχειρούν την προσέγγιση αθέατων, εν πολλοίς, πλευρών της. Οι δύο μεγαλύτερες σε έκταση μελέτες προσεγγίζουν αφενός τα θεατρικά τραγούδια του Καμπανέλλη και αφετέρου τα έργα που συνθέτουν την πολιτική του τριλογία. Τα θεατρικά τραγούδια του συγγραφέα, τα στιχουργικά δηλαδή συνθέματα που γράφτηκαν για τις ανάγκες κάποιων θεατρικών του έργων, δεν έχουν μελετηθεί έως τώρα αυτοτελώς, με στοχευμένες, επομένως, θεατρολογικές, στιχουργικές ή μουσικολογικές αναλύσεις.[2] Ο Πεφάνης, περιδιαβαίνοντας το τοπίο που συνθέτουν οι στίχοι του Καμπανέλλη ως μέρη οργανικά και πολύτιμα των θεατρικών έργων στα οποία εντάσσονται (πρόκειται για τα έργα Το παραμύθι χωρίς όνομα, Η γειτονιά των αγγέλων, Το μεγάλο μας τσίρκο, Το κουκί και το ρεβύθι, Ο εχθρός λαός και Μια κωμωδία), προβαίνει σε μια λεπτομερή ανάλυση τόσο της στιχουργικής δομής και των μουσικολογικών στοιχείων των τραγουδιών όσο και της ιδιαίτερης λειτουργίας τους εντός των δραματικών κειμένων, σε συνάρτηση με το ύφος, το περιεχόμενο και τη δομή των τελευταίων. Μέσα από την ανάγνωση αναδύονται στίχοι και μελωδίες οικείες –του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Ξαρχάκου· οικείες όχι μόνο ως συστατικά των συγκεκριμένων έργων, αλλά και ως βίωμα και συνεκτικός ιστός των ανθρώπων μιας εποχής και ενός τόπου:

Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι / να γενεί νερό να ξεδιψάσεις.

Σπέρνω την καρδιά μου στο λιβάδι / να γίνει ψωμάκι να χορτάσεις.

(Το παραμύθι χωρίς όνομα)

Φίλοι κι αδέρφια

μανάδες γέροι και παιδιά

στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε

ποιοι περπατούν στα σκοτεινά

και σεργιανούνε στα στενά

τρεις του Σεπτέμβρη

μανάδες γέροι και παιδιά.

(Το μεγάλο μας τσίρκο)

Στο κεφάλαιο όπου εξετάζεται η πολιτική τριλογία του Καμπανέλλη, δηλαδή τα έργα Το μεγάλο μας τσίρκο, Το κουκί και το ρεβύθι και Ο εχθρός λαός, η έμφαση δίνεται στην ιστορική διάσταση με την έννοια είτε του ιστορικού πλαισίου της συγγραφής και παράστασης των έργων (εντός της δικτατορίας τα δύο πρώτα, αμέσως μετά το τελευταίο), είτε των ιστορικών αναφορών στις οποίες αυτά παραπέμπουν είτε, τέλος, της σκιαγράφησης του τρόπου με τον οποίον ο Καμπανέλλης αντιλαμβάνεται, και απεικονίζει, τον ιστορικό χρόνο. Δίνονται, επιπροσθέτως, και πολλά επιμέρους χαρακτηριστικά των υπό μελέτη κειμένων: η επική, στον απόηχο του επικού θεάτρου του Brecht, διάσταση, η τυπολογία των δραματικών προσώπων και η αναφορική χρήση της γλώσσας στη σχέση της με τις μεθόδους χρονικής συμπύκνωσης, τη λειτουργία της μνήμης και τη σύσταση μνημονικών τόπων. Ο Πεφάνης επιμένει στην ανάγκη επαναξιολόγησης των εν λόγω έργων, ώστε να διαυγαστεί πρωτίστως η συγγραφική πρόθεση και ακολούθως το αισθητικό αποτέλεσμα: η ιδεολογική στράτευση, που ένα τμήμα της κριτικής χρέωσε στον Καμπανέλλη, αδικεί έναν δημιουργό ο οποίος δεν αρνήθηκε ποτέ το κάλεσμα της ιστορικής ανάγκης, την ευθύνη της κοινωνικής και ιστορικής δέσμευσης, ασκώντας κριτική εξίσου στους έχοντες την εξουσία και στους επικίνδυνα εφησυχασμένους εξουσιαζόμενους.[3]

Περνώντας από την πολιτική στην οικονομική διάσταση, χωρίς βέβαια η πρώτη να είναι εντελώς απούσα, το μελέτημα που προσεγγίζει Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού περνά, από τη σκιαγράφηση της δομής των σχέσεων εξουσίας όπως συναρθρώνονται με την οικονομική ισχύ, στην αδυναμία των κληρονόμων, των «ποδιών του τραπεζιού», να αποδεχθούν την απώλεια του πατέρα, να τον εσωτερικεύσουν ως πρόσωπο, ακριβώς λόγω της ανυπαρξίας άλλων συνάψεων εντός της οικογένειας πλην εκείνων που αφορούν στην οικονομική επιφάνεια, πλην δηλαδή, ακριβώς της ιδιότητάς τους ως κληρονόμων. Έτσι, «από την οικονομία της μελαγχολίας στην μελαγχολία της οικονομίας», ο Πεφάνης αναδεικνύει νέες ατραπούς ανάγνωσης του καμπανελλικού κειμένου, που υπερβαίνουν τα όρια της φαρσικής σάτιρας και αναζητούν πλάι στους εξουσιαστικούς μηχανισμούς το φάσμα του Άλλου ως απουσία.

Δύο από τα κεφάλαια του τόμου είναι αφιερωμένα στην εμπειρία του στρατοπέδου και στους τρόπους με τους οποίους αυτή εμβαίνει στη θεατρική γραφή του Καμπανέλλη, άλλοτε εμφανώς άλλοτε υπόρρητα. Στην πρώτη περίπτωση ανήκει η μελέτη που αφιερώνεται στον Κρυφό ήλιο –έργο που εντοπίστηκε τυχαία πριν λίγα χρόνια και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τον Πεφάνη το 2005– στο πλαίσιο της οποίας γίνεται μια λεπτομερής δραματουργική ανάλυση των επιμέρους όψεων που συνθέτουν το έργο. Στη δεύτερη περίπτωση εξετάζεται η θεματική του στρατοπέδου σε συνάρτηση με αυτήν του γενέθλιου τόπου του συγγραφέα, της Νάξου, ως στοιχεία συγκροτητικά της μνήμης και της σύλληψης του εαυτού. Αλλά τα ίδια αυτά στοιχεία, η γενέθλια γη και, δευτερευόντως, η εμπειρία του στρατοπέδου ανιχνεύονται και στο καμπανελλικό πρωτόλειο Άνθρωποι και ημέρες, έργο που εντόπισε και δημοσίευσε ο Πεφάνης το 2008, και αναλύεται σε ξεχωριστό κεφάλαιο του παρόντος τόμου.

Ιδιαίτερο θεατρολογικό, αλλά όχι μόνο, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα μελετήματα που αφιερώνονται αφενός στις «γενικευτικές αποφάνσεις» στο θέατρο του Καμπανέλλη, στις μικρές, δηλαδή, ενότητες λόγου όπου συμπυκνώνονται υψηλής εντάσεως και πυκνότητας στοχασμοί –απ’ όπου άλλωστε και ο τίτλος του παρόντος τόμου «Οι Μυκήνες δεν ήταν το παν»–[4] και αφετέρου στη διερεύνηση των σκηνοθετικών ζητημάτων της καμπανελλικής δραματουργίας, υπό μια διευρυμένη, βέβαια, έννοια της σκηνοθεσίας, όπως η τελευταία ήδη εκκολάπτεται εντός του κειμένου. Στα παραπάνω, ας προστεθεί και η αναλυτική συγκριτική προσέγγιση της δραματουργίας του Καμπανέλλη και του Pirandello, και η γοητευτική καταβύθιση στη συγκρότηση του εαυτού ως παιχνίδι ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι, έτσι όπως διαμορφώνεται για τον κάθε συγγραφέα.

Τέλος, το κεφάλαιο που επιγράφεται «Ο μοντέρνος Καμπανέλλης» διερευνά, μέσα από μια σύντομη προσέγγιση του έργου Μια κωμωδία –έργο που διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στον κάτω κόσμο, στο βασίλειο του Πλούτωνα– τις δύο βασικές ορίζουσες του καμπανελλικού στοχασμού: την ευθύνη του ανθρώπου για την ζωή και την ιστορία του αφενός και αφετέρου την ανάγκη της συνύπαρξης και της παρουσίας του άλλου για τη νοηματοδότηση του εαυτού.

Ο Πεφάνης επέλεξε να ανοίξει τον τόμο του με το παραπάνω κεφάλαιο, που ανήκει στα τελευταία έργα του Καμπανέλλη και πραγματεύεται τον θάνατο, και να τον κλείσει με το πρώτο έργο του συγγραφέα, το Άνθρωποι και ημέρες, όπου η παρουσία του γενέθλιου τόπου, της Νάξου, όπως δείχνει η ανάλυση, είναι εμφατική. Ένα κρυφό, ίσως, νεύμα του μελετητή στον απόντα αγαπημένο φίλο και στη Συνάντηση κάπου αλλού, όπου ο ήρωας, ολοκληρώνοντας τον κύκλο της ζωής του, γίνεται το παιδί που ζητά, πριν το τέλος, να κοιτάξει ακόμη λίγο το φεγγάρι…

 

 

 

 

 

[1]Γιώργος Π. Πεφάνης, Οι Μυκήνες δεν ήταν το παν. Καμπανελλικάανάλεκτα, Κάπα εκδοτική, Αθήνα 2022, σ. 9.

[2]Αξίζει να αναφερθεί πως τα τραγούδια του Καμπανέλλη μόλις πρόσφατα εκδόθηκαν αυτόνομα: Ιάκωβος Καμπανέλλης, Άκουσε τη φωνή μου κι έλα, Κέδρος, Αθήνα 2020.

[3]Βλ. την εύστοχη παρατήρηση του Πεφάνη για τον τίτλο, που παρανοείται ενίοτε, του τρίτου έργου της τριλογίας,Ο εχθρός λαός: δεν πρόκειται για τον λαό που αντιμετωπίζεται ως τέτοιος από τους εκάστοτε κυβερνώντες, αλλά για τον εχθρό του εαυτού του λαό, που αρνείται να αναλάβει τις πολιτικές του ευθύνες και τείνει ευήκοον ους προς τους λαοπλάνους και τους κινδυνολογούντες.

[4]Πρόκειται για φράση που εκφέρει ο Αίγισθος στον καμπανελλικόΔείπνο: «Είναι ξεκούραστο να σκέφτεσαι πως οι Μυκήνες δεν ήταν το παν, ούτε ο θάνατός μας το τέλος τους…».

 

 

(*) Η Θάλεια Μπουσιοπούλου είναι φιλόλογος-θεατρολόγος, Μέλος ΕΕΠ του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

 

Γιώργος Π. Πεφάνης: Οι Μυκήνες δεν ήταν το παν. Καμπανελλικά ανάλεκτα, Κάπα Εκδοτική, Αθήνα 2022.

Προηγούμενο άρθροΦανταστικό χρονικό και ιστορική μνήμη (του Τάσου Πατρώνη)
Επόμενο άρθροΕκατομμυριούχοι ποιητές (του Χρήστου Τσιάμη-ανταπόκριση από Μανχάταν)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ