Γεράσιμος Δενδρινός [1]
Επιστολή,[2] σταλείσα Αθήνηθεν εις Θουρίους [3] της Μεγάλης Ελλάδος, Ελαφηβολίονος[4] μηνός
Πεφιλη[μένη][5] Χρυσό[θεμη], είθε υγεία αέ[ναη] να σου χαρίσουν οι Θεοί!
Η φίλη σου η Θάλεια από τον δήμο Αλωπεκής[6] της Αθήνας σου εύχεται ολόψυχα να ευνοήσει η Άρτεμη εσένα και τους δικούς σου. Πάνε πια τρεις μήνες που δεν έλαβα απάντησή σου (ίσως ο Αλκέτας, ο υπεύθυνος των μεταγωγικών πλοίων, να παράτησε το γράμμα μου σε κανένα ταβερνείο της Επιδάμνου καταγοητευμένος από τα θέλγητρα καμιάς αυλητρίδας – δεν ξέρεις πόσο το μετάνιωσα που του το εμπιστεύθηκα!) γι’ αυτό κι επικοινωνώ ξανά, ελπίζοντας αυτή τη φορά το γράμμα να φτάσει ακέραιο στα χέρια σου, όπως μου υποσχέθηκε ο ερέτης[7] ο Τήλεφος – θα κατέβω με άμαξα την επαύριον στον Κάνθα[ρο], στο λιμάνι του Πειραιά, για να του το δώσω, συνοδευόμενη από τη γηραιά τροφό μου, την Αντιόπη – απ’ αυτήν διδάχθηκα τα πρώτα γράμματα και όλα τα καθήκοντα της κοπέλας, και ήταν η μόνη που δέχτηκε να με ακολουθήσει μετά τον γάμο στο νέο μου σπιτικό. Από πληροφορίες έμαθα πως το ταξίδι από δω ίσαμε τους Θουρίους διαρκεί εικοσιπέντε μέρες ή ένα μήνα το πολύ, ακόμη και αν ο Αίολος κι ο Ποσειδώνας επιτεθούν στα πλοία με θύελλες στο στενό του Μαλέα αλλά και στο Ιόνιο, υπολογίζοντας φυσικά και τον τριήμερο πλου από την Ιλλυρία στην Απουλία απέναντι. Χρυσόθεμη, στο κλεινό[ν άσ]τυ η κακοπραγία στη Σικελία[8] είναι ακόμη ζωντανή, ο μαρασμός του θανάτου έχει πέσει σε κάθε σπίτι που παραμένει έκτοτε κλειστό, κι ούτε αναλαμπή λύχνου διακρίνεις τις νύχτες πίσω από τα μισόκλειστα παράθυρα, μήτε καπνός υπέρ της θεάς Εστίας ξεφεύγει από την καπνοδόχο. Ακόμη και η αγορά ερήμωσε (οι αγορανόμοι έχουν γίνει άφαντοι) και μόνο η Κλειτώ, η μητέρα του ποιητή Ευριπίδη, φωνάζει δυνατά για να αγοράσουμε εκτός από λαχανικά, σουσάμι, όσπρια και σύκα, ενώ, σύμφωνα με τα όσα λέγονται, ο γιος της, εδώ και καιρό, αποσυρμένος στο Κυχρ[έως Άν]τρον[9] της Σαλαμίνας, έχει ήδη συνθέσει έργο σχετικό με την πρόσφατη τραγωδία, που δυστυχώς δεν μπορούμε εμείς οι γυναίκες να παρακολουθήσουμε στους δραματικούς αγώνες αυτού του μήνα κατά τα Μεγά[λα ή] εν ά[στει Διον[ύσια]. Επειδή νεκροί της σικελικής συμφοράς δεν υπάρχουν για να ενταφιαστούν όπως τους αρμόζει, ένα μεγάλο κενοτάφιο μέλλεται να χτιστεί στο Δημό[σιο Σ]ήμα.[10] Θέλεις να μάθεις πώς διαδόθηκε η είδηση της εν Σικελία καταστροφής; Ένας Πειραιώτης κουρέας έμαθε τη θλιβερή είδηση από τον δούλο ενός λιποτάκτη. Για να μην τον προλάβει κανένας άλλος, παράτησε τη δουλειά του κι έτρεξε στην Αθήνα. Σε μας που αγνοούσαμε τα πάντα, η είδηση προκάλεσε μεγάλη ανησυχία. Ο κόσμος περικύκλωσε τον κουρέα και άρχισε να τον ρωτά, αλλ’ αυτός δεν ήξερε ούτε το όνομα εκείνου που του το είχε ανακοινώσει. Αγανακτισμένοι τότε εμείς, προτείναμε να ανακριθεί και να βα[σανιστεί]. Τον φουκαρά τον είχαν δέσει ήδη στον τροχό, όταν για καλή του τύχη έφτασαν αρκετοί οπλίτες που είχαν γλυτώσει από το σικελικό μακελειό επιβεβαιώνοντας την τρομερή αλήθεια… «οὐδὲν [έστι] ὅ,τι οὐκ ἀπώλετο».[11] Καταλαβαίνεις τι θρήνος έπεσε μετά στην πόλη… Θεωρήσαμε μάλιστα τους ρήτορες ως αποκλειστικά υπεύθυνους, επειδή αυτοί είχαν πιέσει τους στρατηγούς να αναλάβουν την εκστρατεία, ενώ οι μάντεις κατηγορήθηκαν για ψευδείς χρησμούς περί της νίκης μας τάχα… [……………] Αυτό που έμαθα με μεγάλη θλίψη και ήταν το κύριο θέμα στο πρώτο γράμμα μου είναι πως ο άντρας μου ο Μεγακλής, υπεύθυνος για τη σίτιση των τοξοτών, ενώ πλησιάζανε οι τριήρεις στη Απουλία με τον συμμαχικό στρατό, πέθανε ξαφνικά από τύφο και ενταφιάστηκε στην πόλη σας με τις αρμόζουσες τιμές. Από τη μια στάθηκε άτυχος που δεν έπεσε στο πεδίον της μάχης, αλλά τυχερός που δεν πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Συρακούσιους ώστε να βρει σίγουρο θάνατο εν ταις λι[θοτομίαις]… Στο μεταξύ, με αβάσταχτο πόνο πληροφορηθήκαμε για τη μεγάλη σφαγή των συμπολιτών μας από τους Συρακουσίους στον Ασσί[ναρο ποτ]αμό, τότε που αδελφός παρατούσε τον αδελφό, που λαβωμένος σπάραζε μέσα στο νερό, κοκκινισμένο από το αίμα, παρακαλώντας μάταια να τον σώσει καθώς τον έβλεπε να απομακρύνεται… Όπως ξέρεις, τον Μεγα[κλή] τον σεβόμουν αλλά δεν τον αγα[πούσα]. Η απουσία της στοργής μου προς αυτόν, ίσως να ήταν και η κύρια αιτία να μην αποκτήσω παιδί παρ’ όλες τις ικεσίες και τις προσφορές στη θεά της γονιμότητας, τη Δήμη[τρα]. Γνώριζα όμως καλά πως η ατεκνία μου θα ήταν και η αιτία του χωρισμού μας όταν θα επέστρεφε σώος από τη Σικελία, κι έτσι, ελεύθερος από τα δεσμά του γάμου, θα μπορούσε να νυμφευθεί ξανά. Για τον γάμο μας, συμβιβάστηκα στη θέληση του πατέρα μου, του Κριτόλαου, που είχε υποσχεθεί στον πεθερό μου τον Πολύβιο να με δώσει στον γιό του επειδή του χρωστούσε πολλά τάλαντα εξαιτίας μιας ισχυρής πλημμύρας στην Παιανία, τότε που καταστράφηκαν ολοσχερώς τα εμά κτήματα. Θα σου ήμουν ευγνώμων, Ξανθίπ[πη], αν πήγαινες στο νεκροταφείο των Θουρίων και, αφού έβρισκες τον τάφο του Μ[εγακλή], να πρόσφερνες σπονδές στον Πλούτωνα, επιλέγοντας όχι ύδωρ, μέλι ή έλαιο, αλλά οίνο, μιας που ο σύζυγός μου ήταν δεινός πότης στα συμπόσια. Λίγες μέρες μετά τον θάνατο του, η πεθερά μου, η Κρατησίκλεια με τις δυο κόρες της και τον πεθερό μου αποσύρθηκαν στην έπαυλή τους στον Κορυδαλλό,[12] τόπο όπου από μικρός ο άντρας μου συνήθιζε να σφενδονίζει πέρδικες, κι έκτοτε δεν επέστρεψαν στο άστυ. Εγώ, πάντως, ως σύζυγος, οφείλω να υπακούω στα ταφικά έθιμα της πόλης: έκοψα τα μαλλιά μου, ως ένδειξη πένθους, και αποσύρομαι, όσο μπορώ, στα εσώτερα δώματα του σπιτιού. Μόνο που σπάνια, όταν βγαίνω έξω, φορώ πέπλο πάνω από το ιμάτιο. Δεν μπορώ να πω πως με άφησε ασυγκίνητη ο άδικος χαμός του Μεγακλή – ζήσαμε μαζί αρκετά χρόνια – αλλά πιο πολύ νοιάζομαι για τη ζωή που με περιμένει: τη σκληρή μοναξιά χωρίς ελπίδα πια πως λόγω της χηρείας και της ατεκνίας θα με επιλέξει νέος σύζυγος στα τριάντα μου χρόνια… Η Αντιόπη θα μείνει μαζί μου ίσαμε να την καλέσουν στον ουρανό οι θεοί και μια νεαρή, αλλά τόσο ικανή δούλα, η Διώνη, από τη Ναύκρατη της Αιγύπτου. Τους δυο δούλους, τον Χαβρία και τον Νίκανδρο, δίδυμα αδέρφια γύρω στα σαράντα πέντε, άντρες ευγενούς καταγωγής που αγοράστηκαν πριν δέκα χρόνια απ’ το δουλεμπόριο της Δήλου, σκέφτομαι να τους απελευθερώσω και να φροντίσω ώστε να επιστρέψουν σώοι στην πόλη τους, στην Πριήνη της Καρίας. Τώρα που σου γράφω, ο ξερός ήχος από την καλαμένια αιχμή του κονδυλίου της γραφής σαν να χαράσσει βαθιά την ψυχή μου… Τα δάκρυα που πέφτουν πάνω στον πάπυρο και λεκιάζει κάπως τα γράμματα, οφείλονται στο ότι σκέφτομαι πολύ το μέλλον μου και όχι τον άντρα μου, Χρυσόθεμη. Συγγνώμη, καλή μου φίλη, σταματώ εδώ, γιατί στέκεται αδύνατο να συνεχίσω….
Χαίρε
[1] Γεράσιμος Δενδρινός (1955): Σπούδασε ελληνική φιλολογία. Έργα του: 1] Ένα πακέτο Άρωμα, διηγήματα, Κέδρος 1995³, 2] Απέραντες συνοικίες, μυθιστόρημα, Κέδρος 2001, 3] Χαιρετίσματα από το νότο, μυθιστόρημα, Κέδρος 2003, στο οποίο βασίστηκε η ταινία του Δημήτρη Μακρή, Χαιρέτα μας τον πλάτανο, (ξένος τίτλος: E Tanti Saluti,), η οποία διαγωνίστηκε το 2004 στο 54ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, 4] Άλκης, νουβέλα, Μεταίχμιο 2003, 5] Ματίας ντελ Ρίος – Ημερολόγια, ταξιδιωτικό κείμενο, Κέδρος 2006, 6] Φραγή εισερχομένων κλήσεων, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο 2006, 7] Άβατοι Τόποι, ποιήματα, (.poema..) 2015 και 8] Βήματα σε λιθόστρωτο, ΔΙΑΠΛΑΣΗ, 2018. Από το 2004 είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
[2] Γραμμένη σε πάπυρο, περίπου στις αρχές του 412 π.Χ., βρέθηκε καλά διατηρημένη σε οικία των Θουρίων κατά την κοινή ανασκαφή Ελλήνων και Ιταλών αρχαιολόγων το 2009.
[3] Οι Θούριοι, η μοναδική αποικία των Αθηναίων στη δύση, χτίστηκε σύμφωνα με τα πολεοδομικά σχέδια του Ιππόδαμου του Μιλήσιου στη θέση της ερειπωμένης Σύβαρης, η οποία είχε καταστραφεί το 510 π.Χ. από τη γειτονική πόλη Κρότων που τη φθονούσε για την ακμή της.
[4] Ελαφηβολιών: Ο ένατος μήνας του αττικού ημερολογίου. Ήταν αφιερωμένος στη θεά Άρτεμη και αντιστοιχεί με το χρονικό διάστημα 21 Φεβρουαρίου-23 Μαρτίου. Τα Ελαφηβόλια ήταν γιορτή με θυσίες ελαφιών που πραγματοποιούνταν την έκτη μέρα του μήνα προς τιμήν της Ελαφηβόλου Άρτεμης. Την ίδια περίοδο διοργανώνονταν τα Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια προς τιμήν του Διονύσου του Ελευθερέα κατά τα οποία διαγωνίζονταν τραγωδίες.
[5] Οι αγκύλες συμπληρώνουν τη λέξη ή την ελλείπουσα, δυσανάγνωστη ή την κενή φράση που ήταν αδύνατο να αποκατασταθεί.
[6] Ο δήμος της Αλωπεκής βρισκόταν στα ανατολικά, περίπου 11 ή 12 στάδια από τον κύριο οικισμό της Αθήνας, όχι μακριά από το Κυνόσαργες. Οι σύγχρονοι ερευνητές, χωρίς να είναι απόλυτα βέβαιοι, τοποθετούν το κέντρο του δήμου της Αλωπεκής στη συνοριακή περιοχή μεταξύ της Δάφνης και του Αγίου Δημητρίου.
[7] Κωπηλάτης.
[8] Η Σικελική Εκστρατεία 415-413 π.Χ. αποδείχθηκε η πιο αιματηρή ήττα του αθηναϊκού στρατού κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου 431-404 π.Χ.
[9] Σπήλαιο που βρίσκεται κοντά στο σημερινό χωριό Περιστέρια του νησιού.
[10] Το Δημόσιο Σήμα ήταν η οδός που ένωνε την πόλη των Αθηνών με την είσοδο της Ακαδημίας. Στις δύο πλευρές της θάβονταν δημοσία δαπάνη οι επιφανείς άνδρες της Αθήνας και οι σύμμαχοί της. Ο Παυσανίας στο οδοιπορικό του στην Αθήνα του 2ου αιώνα μ.Χ. μας περιγράφει λεπτομερώς τη σειρά των ταφικών μνημείων.
[11] «…δεν έμεινε τίποτε που να μην είχε ολότελα χαθεί», Θουκυδίδης 7.87.6.
[12] Ο κατάφυτος τότε οικισμός του Κορυδαλλού με πλούσια πανίδα αναφέρεται στην ελληνική μυθολογία. Στους ανατολικούς πρόποδες του όρους Αιγάλεω, κατοικούσε ο Προκρούστης, μέχρι τη μοιραία αναμέτρησή του με τον Θησέα. Ξένοι ερευνητές εντόπισαν κατάλοιπα του αρχαίου ηρώου, ίχνη δρόμων, τμήματα οικισμού και νεκροταφείου. Ήταν ένας από τους 100 δήμους της Αθήνας που ίδρυσε ο Κλεισθένης στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. και ανήκε στην Ιπποθοωντίδα Φυλή. Την εποχή εκείνη ο οικισμός περιελάμβανε και τη σημερινή περιοχή του Κερατσινίου πάνω από τη λεωφόρο Γρηγορίου Λαμπράκη.