του Αλέξη Σ. Ζήρα
Αναδρομικά, στη μνήμη του Ανακρέοντα και του Κώστα
Για να πω την αλήθεια, αμφιταλαντεύτηκα λίγο τη Δευτέρα, στις 4 Ιουλίου, αν θα κατέβαινα προς το βράδυ ως τον περίβολο του Αρχαιολογικού Μουσείου. Εκεί, αναγγελόταν συνεχώς από τα διάφορα «οικεία» μέσα, ότι θα γινόταν η βραδιά μνήμης του Κώστα Παπαγεωργίου, με αφορμή τη συμπλήρωση έτους από την αναχώρησή του. Στην υπερβατική παροικία μας των λογοτεχνών νομίζω πως ήταν γνωστό εδώ και αρκετά χρόνια ότι o Κώστας κι εγώ τα είχαμε «σπάσει», κατά το κοινώς λεγόμενο. `Ετσι ήταν. Και δεν χρειάζεται νομίζω να εξηγήσω εδώ το πώς και το γιατί. Αλλά αν θέλουμε να επιβιώνουμε, ξεπερνώντας τέτοια και άλλα, οδυνηρότερα ίσως «σπασίματα», με πρόσωπα εννοώ με τα οποία άλλοτε είμασταν πολύ κοντά, το καλύτερο φάρμακο είναι να τα μνημονεύουμε πληθυντικά. `Οπως λόγου χάριν στην προσφυώς επινοημένη παραδοσιακή γιορτή των Αγίων Πάντων, που υπήρξε εξάλλου έναυσμα και για εκείνον, τον Κώστα, σ΄ ένα ομότιτλο πεζό του του 1992 . Να τα σκεπτόμαστε λοιπόν ως πρόσωπα που έπαιξαν τους ρόλους τους, όπως και εμείς εξάλλου, με τα καλά και με τα στραβά, στο ποικιλώνυμο και πολυσύχναστο αλώνι μιας εποχής.
Τελικά βρέθηκα κι εγώ στον γνωστό περιαύλιο χώρο του Μουσείου, όπου άκουσα με τη δέουσα προσοχή όσα με τελετουργική βαρύτητα ειπώθηκαν- άλλα ευστοχότερα άλλα κατά προσέγγιση ΄ ωστόσο, φεύγοντας από εκεί σκεπτόμουν δυο σχετικά με τη βραδιά θέματα που νομίζω ότι είναι αλληλένδετα. Το ένα αφορά στο κατά πόσο μια τέτοια βραδιά μνήμης θα έφτανε σ΄ έναν υποθετικά παρόντα λιθοξόο να εμπνευστεί από όσα άκουσε την ιδεώδη προτομή του τιμώμενου. Λαμβανομένου υπ΄ όψη ότι επρόκειτο για κάποιον κάθε άλλο παρά ακαδημαϊκό λόγιο που με ανίατη επιμονή αποδεχόταν ξανά και ξανά τα χαίνοντα κενά του, φτιάχνοντας την εμμονική ποιητική μυθολογία του από τους τρόμους και τα ερείπια του κατεστραμμένου παιδικού παραδείσου του. Και το άλλο, συναφές με το προηγούμενο: θα αρκούσαν όλα αυτά τα καλλιεπή και δοξαστικά που ειπώθηκαν να συρράψουν, σ΄ ένα νοητό πεδίο, τις πολλαπλές όψεις του; Αν είμαστε, όπως λέγεται, μια σύνθεση από διαχρονικά γεννήματα πολλών άλλων, ανθρώπων και καταστάσεων που κατοικούν διαβίου μέσα μας, τι απ΄ όλα αυτά διασώθηκε στο ομότροπο αν και κοιταγμένο από διαφορετικές γωνίες, πορτραίτο του Κ.Γ. εκείνης της βραδιάς;
Με όλα αυτά δεν θέλω να αποκλείσω το ενδεχόμενο ότι μπορεί στα τελευταία χρόνια του να είχε κάνει άλλες επιλογές, προφυλάσσοντας την αίγλη του μνηστευμένου με την οριακή οντική απώλεια ποιητή. `Ομως είτε έτσι είτε αλλιώς, αυτό που απουσίαζε από τη βραδιά μνήμης, και, υποθέτω, αυτό που θα απουσιάσει και στο μέλλον από κάθε δοκιμή ανάταξης μιας ποίησης υπαρξιακού βάθους η οποία όμως είναι δεμένη ταυτοτικά με μια ζωή που προσευχόταν για την παράδοση στη σκοτεινιά της, είναι η ενότητα. Ο ευαγγελισμός του μπεκετικού τίποτε δεν χαρακτήριζε, όσο και αν το ήθελε βουλιμικά ο ίδιος ο Κώστας, την κλωστή που έδενε τον βίο και τη φαντασία του. Υπήρχαν σ΄ αυτόν και άλλες όψεις που νομίζω ότι θα ενδιέφεραν εξίσου την ομήγυρη της 4ης Ιουλίου. Και μην πάει ο νους σε κάτι αρνητικό. Κάθε άλλο. `Αλλωστε, υπάρχουν ηθικά ζητούμενα μετά θάνατον; Εννοώ, ας πούμε, πως δεν ειπώθηκε απολύτως τίποτε- ενδεχόμενως διότι θα οδηγούσε σε άλλα νερά από αυτά που είχαν ήδη προσεκτικά ερευνηθεί- για το ότι φλεγόταν στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του να παίρνει μέρος στην ίδρυση περιοδικών λογοτεχνίας ΄ να κινεί, λες και ήταν για εκείνον υπόθεση ζωής, τα νήματα για τη δημιουργία τους ΄ να είναι βασικός ρυθμιστής ή από τους βασικούς ρυθμιστές τους, τέλος πάντων. Κι αυτό το διόλου μονήρες και ασκητικό πάθος, ούτε τυχαίο ήταν ούτε χωρίς ιδιαίτερο νόημα. Μέσω των λογοτεχνικών περιοδικών, ασχέτως του αν μερικά ήταν μικρής πνοής και άλλα μακρόβια, αυτό που ονειρευόταν διακαώς ήταν η προσδοκία της πέριξ συσπείρωσης, το ότι θα γινόταν ο ίδιος πόλος συγκέντρωσης από την οποία προσδοκούσε την απήχηση της φωνής του.
`Όπως λίγο πολύ το ίδιο ισχύει στο πεδίο των αφανών αθώων προθέσεων που υπήρχαν και υπάρχουν πίσω από τις περισσότερες νεανικές ή μετα-νεανικές «ωραίες φιλοδοξίες». Πράγμα που, αν επιτρέπεται εδώ η σύγκριση, μου θύμιζε πολύ την έντονη ικανοποίηση που έδινε στον Κώστα, στα πρωϊμότερα χρόνια του, τα πανεπιστημιακά, το να παίζει με την κιθάρα τραγούδια του «νέου κύματος», σε φοιτητικές παρέες. Και τότε είχε αυτό που ήθελε κατά βάθος ΄ το ρόλο ενός κεντρικού σημείου αναφοράς! Δεν μπαίνω άλλο στην εξέταση των κινήτρων του, γιατί αυτό που ζητώ-όπως είπα και στην αρχή- είναι να μείνω περισσότερο στην εικόνα της εποχής και λιγότερο στο προσωπικό πορτραίτο. Τα εκ βάθους ας περιμένουν για άλλη ώρα. Αλλά, όπως και να το δούμε γεγονός είναι πως ο Κ.Γ. ήταν από πολύ νωρίς παθιασμένος με τα λογοτεχνικά περιοδικά ή ανθολόγια- αν δεν κάνω λάθος πρωτοστάτησε ή συνέτρεξε στη δημιουργία τεσσάρων ή πέντε: Διαπίστωση, Κατάθεση, Σχεδία, Γράμματα και Τέχνες, Κ-, σε σημείο που να δείχνει ότι η ζωή τους ήταν κατά κάποιο τρόπο σε στενή αλληλουχία με τη δική του! Μοιάζοντας σε τούτο, όπως και σε πάμπολλα άλλα, με τον πατέρα του, παρόντα μόνο κάτω από προσωπεία φόβου στην ποίησή του.
Ας δούμε τα όσα προηγήθηκαν ως μια εισαγωγή στο θέμα του ότι μοιραζόμαστε σε πολύ περισσότερα μέρη απ΄ όσα εν τέλει νομίζουμε, διότι σκέφθηκα να αναφερθώ τώρα σε ένα ακόμα ζήτημα που επίσης ανήκε στην ευρεία οικογένεια των παθών που διεκδίκησαν τον Κώστα- και που δεν ήταν αυτά λίγα. Σκέφθηκα -μάλλον προς έκπληξη πολλών-το ποδόσφαιρο! Τελικά, στον μύθο που φτιάχνουμε με τη ζωή μας ή που μας φτιάχνει εκείνη, χωρούν όλα. Ακόμα και αυτά τα υποτίθεται «χαμηλά» από τα οποία περάσαμε, όπως το ελάχιστα ευγενές ποδόσφαιρο, και που εκ πρώτης όψεως τα θεωρούμε αντιμυθοποιητικά, γιατί νομίζουμε ότι ως διαλυτικά ή υποσκαπτικά που είναι συγκρούονται με τα δήθεν «υψηλά» μας, ακόμα λοιπόν κι αυτά φτάνουν να αλληλοσυνάπτονται, καθώς ανταποκρίνονται πολλές φορές σε επιθυμίες και ζητήσεις βαθύτερες. `Όπως με την πεισματική ενασχόλησή του με τα λογοτεχνικά περιοδικά, ο Κώστας προσδοκούσε κάτι που ξεπερνούσε αυτή την απλή ενασχόληση, έτσι περίπου και με το ποδόσφαιρο. Επίμονος και εδώ, ήταν βαμμένος έως μυελού των οστών του ολυμπιακός ΄ αρρώσταινε τόσο στις καλές όσο και στις κακές μέρες των αναμεταδόσεων ΄ γινόταν εκτός εαυτού, επιθετικός ή καταπτοημένος. Αλλά ομολογώ πως τα κατάφερνε (γιατί είχε μέσα του πάντα τη σιδερένια θέληση των φανατικά μυστικοπαθών) να σκεπάζει αιδημόνως τα ξεσπάσματα των συναισθηματικών εκρήξεών του και να τα απωθεί, πίσω από το ανέκφραστο, στις ολοένα και αυξανόμενες με τα χρόνια αμίλητες περιοχές της ζωής του. Μέσω αυτού του πάθους τον γνώρισα προ εξήντα ετών- πενήντα εννιά για την ακρίβεια.
Στα 1963, ανάμεσα στα πολλά που ανακατευόμουν, νεολαιϊστικα και ακτιβιστικά, και που είχαν σχέση με τη λογοτεχνία όσο ο φάντης με το ρετσινόλαδο, βρέθηκα χωρίς καλά καλά να το καταλάβω να «αθλούμαι» ερασιτεχνικώς. Πρώτα, στο τμήμα πυγμαχίας του Παναθηναϊκού από όπου μετά από λίγο αναγκάστηκα να τα μαζέψω και να φύγω, διότι ο υπεύθυνος του τμήματος είχε δώσει εντολή ότι για να συνεχίσω να κάνω μποξ απαράβατη προϋπόθεση ήταν να αφήσω να μου σπάσουν τη μύτη. Κάτι για το οποίο με συμβούλεψε αρνητικά (και αυτή τη φορά σωστά) ο νεανικός ναρκισσισμός μου. Επειτα, συχνάζοντας στα δευτερότριτα μιας τοπικής ομάδας ποδοσφαίρου, του ΠΟΨ, που παραταύτα επέζησε μετά από τόσες δεκαετίας, αν και πολλοί τότε της περιοχής δεν είχαμε τον ΠΟΨ στην καρδιά μας όσο τον αφανή πλέον εδώ και αρκετά χρόνια Κεραυνό Ψυχικού, καθώς από εκεί, από τον Κεραυνό δηλαδή, είχε ξεκινήσει μια τοπική δόξα του αθλήματος, ο Δημήτρης Εξωμανίδης, άσσος στην ντρίπλα και αδελφός του συμμαθητή μου στο δημοτικό, Σταύρου. Κατά τα λεγόμενα ήμουν γεροχτισμένο παλικάρι, κι έτσι με έβαζαν να παίζω πίσω, σέντερ, αφανής μεν αλλά βράχος της αμύνης, ώστε να μην περνάει κουνούπι….
Στα χρόνια εκείνα τα γήπεδα, έστω και με τον πιο υποτυπώδη εξοπλισμό, ήταν λίγα, την έλλειψή τους αντικαθιστούσαν οι αναρίθμητες, ακάλυπτες αλάνες, σπαρμένες προπάντων στις εκτός σχεδίου εκτάσεις, στις περιμετρικές συνοικίες της Αθήνας : Αμπελόκηποι, Δουργούτι, Ελληνορώσσων, Παγκράτι, Νέα Ελβετία, Χολαργός, Ιλίσια, Βύρωνας, Νέος Κόσμος. Προσφυγογειτονιές οι περισσότερες. Για να φτάσουμε λόγου χάριν στη Νέα Ελβετία ή στου Γουδή , έπρεπε να πάρουμε δυο ή τρία λεωφορεία και να κάνουμε κάμποσο ποδαρόδρομο, κάτι που με τα τοτινά δεδομένα ήταν ολόκληρο ταξίδι. Ο Παπαγεωργίου την εποχή εκείνη έπαιζε κι εκείνος στα δευτερότριτα της Δόξας Βύρωνος, αριστερό εξτρέμ. Και έτσι , ως ελεύθερο εξτρέμ, ήθελε να θυμάται τον εαυτό του αργότερα. Τουλάχιστον, έτσι του άρεσε να λέει αργότερα. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν είχαμε βρεθεί στην κυριολεξία αντίπαλοι, εννοώ σ΄ έναν συγκεκριμένο αγώνα. Πρόσωπο με πρόσωπο. Εκείνος έλεγε πως ναι. Αν ο χώρος ήταν αλάνα συνήθως στεκόμασταν όρθιοι, περιμετρικά, κάτι που όπως έλεγαν οι παλιοί δημιουργούσε μεγαλύτερη ψυχολογική πίεση στους εντός παίκτες. Και επίσης ήταν αβέβαιο, όταν καταφθάναμε, για τα φιλικά εννοείται παιχνίδια, αν θα παίζαμε και πόσο. Περιμέναμε στο τέλος του ημιχρόνου ή στο τέλος του αγώνα να αντικαταστήσουμε κάποιον «καθιερωμένο» που είχαν σωθεί οι αντοχές του και ζητούσε αλλαγή ή να τύχει το απευκταίο (ή για άλλους επιθυμητό) απρόοπτο να συμβεί ένας τραυματισμός. Ο Κ.Γ., ιδιαίτερα λιανός όσο μπορώ να τον θυμηθώ, έβαζε κάτω το κεφάλι και έτρεχε ΄ του άρεσε να ακολουθεί την εξωτερική «γραμμή» του γηπέδου, αλλά έπειτα προτιμούσε να συγκλίνει με τη μπάλα προς το κέντρο της περιοχής και να τελειώνει μόνος του τις φάσεις. Πράγμα ωστόσο που δεν ήταν εύκολο με τον σωματότυπο που είχε, με αποτέλεσμα να εγκλωβίζεται και να λούζεται τα «γαμοσταυρίδια» συμπαικτών και τεχνικού της Δόξας Βύρωνος!
ΑΛΕΞ. Σ. ΖΗΡΑΣ