«Επείγοντα περιστατικά»

0
402

από τον Νίκο Κουρμουλή.

 

Μπόλικες συλλογές διηγημάτων έχουν κατακλύσει τις προθήκες των βιβλιοπωλείων, γραμμένες από ελληνικό χέρι. Αφενώς η φόρμα του διηγήματος έχει παράδοση στη χώρα μας και αφετέρου «ταιριάζει» γάντι στην δωρικής πυκνότητας γλώσσα μας. Η έκρηξη που έχει σημειωθεί στη βιβλιογραφία τα τελευταία χρόνια, οφείλεται και σε άλλους δυο λόγους: o πρώτος συνδέεται με την καταφανή έλλειψη ελεύθερου χρόνου. Ο επίδοξος ή μη συγγραφέας είναι εγκλωβισμένος σε μια θανάσιμη παγίδα ρευστού παρόντος, κοινωνικής ανασφάλειας και δεν έχει το περιθώριο να αφοσιωθεί για μεγάλο διάστημα σε μια μακράς πνοής μυθοπλασία. Ο δεύτερος κατά την ταπεινή μας άποψη, είναι η κυριαρχία των μοτίβων που έχουν να κάνουν με την στεγνή παρατήρηση «του ανθρώπου της διπλανής πόρτας». Οι συγγραφείς μαθαίνουν να καταγράφουν στωϊκά, μερικούς συνειρμούς του καθημερινού γίγνεσθαι και αυτό με τη σειρά του οδηγεί είτε στο δρόμο του ρεπορτάζ, είτε καταλήγει σε προσωπικό ημερολόγιο.

Όμως με την πρωτοεμφανιζόμενη Βίκυ Τσελεπίδου, από την Καβάλα, τα πράγματα έχουν μια τελείως αντίθετη τροχιά. Τα διηγήματα της είκοσι πέντε τον αριθμό, αργασμένα μέχρι το μεδούλι, έχουν χαραγμένο πάνω τους το σημάδι μιας πλέριας δραματουργίας. Μπορεί να είναι η αρχή ή μπορεί να είναι το τελευταίο της βιβλίο, κάτι που απευχόμαστε, αλλά το σίγουρο είναι πως αυτή η συγγραφέας διαθέτει τσαγανό. «Ελενίτ», ένα φτηνό οικοδομικό υλικό που κατασκεύασε κατά το παρελθόν, πρόχειρες στέγες αυθαίρετων μικροαστικών ονείρων. Μια κακοφορμισμένη πλαστική εγχείρηση πάνω στην επιδερμίδα του εφησυχασμού. Εκεί που η περίφημη χειραφέτηση, χάνει τα αυγά και τα πασχάλια από την ενόρμηση και τα κρυμμένα ένστικτα.

Τα περιστατικά της Βίκυς Τσελεπίδου χαρακτηρίζονται άνετα ως επείγοντα, λόγω της επικινδυνότητας που διατρέχει η ισορροπία της καθημερινότητας. Μετρίως μέτριοι και πάντα μετρημένοι εμφανίζονται σε πρώτο επίπεδο οι «ήρωες» της συγγραφέως. Σπάνια είναι ένας. Κυρίως λειτουργούν ανά ζεύγη ή σε μικρές ομάδες-κοινότητες που κάτι έχασαν και κάπου χάθηκαν. Κομμάτια του εαυτού που ανασυσταίνονται με άλλες όψεις και συμπεριφορές. Θεωρητικά το νήμα της στάθμης προσπαθεί να μετρήσει το βάθος των αφηγηματικών προσλήψεων, αλλά καταλήγει άχρηστο μπροστά στην ντομπροσύνη των πρωταγωνιστών.

Είναι πολύ εύκολο να πούμε πως η συγγραφέας, διαλέγει το ρόλο του παρατηρητή καταγράφοντας σκετς της καθημερινότητας. Δεν είναι καθόλου έτσι. Εδώ, υπάρχει μια αρχαιολογική εκσκαφή σε εξέλιξη, που μεταφέρει σπάνια ορυκτά ψυχικών αναταράξεων στο φως. Τα βλέπουν όσοι θέλουν και μπορούν. Λαβύρινθοι, που δεν ξεγελούν. Απλά όποιος βρεθεί εντός τους, θα αναζητήσει τον προσωπικό του Κανόνα. Πανοραμικό παραμύθι της ζωής και της απουσίας. Διότι στο μέτρημα πάντα κάτι έχει ξεχαστεί. Ένας χαμένος κρίκος λείπει (όπως μας δίδαξε ο Αγκάμπεν) με αποτέλεσμα η θεωρία της εξέλιξης των ανθρωπίνων σχέσεων, να μην βαστά και τόσο. Τα διηγήματα φαινομενικά, δεν υποστηρίζουν την συνάφεια της γραμμικής αφήγησης. Είναι μέρος της αλυσίδας του προφορικού λόγου, των μεταδιδόμενων ιστοριών είτε από γενιά σε γενιά, είτε στις παρέες, είτε στους ανέμους. Γι αυτό το λόγο και η εν λόγω συλλογή, διαθέτει την διακλαδιζούμενη συνέχεια των αποδημητικών σκέψεων. Υπό αυτή την έννοια οι ιστορίες, έχουν επαφή η μία με την άλλη και παράλληλα αυτοσχεδιάζουν.

Μια γριά τεμαχίζει τον γιό της, ένας άντρας κλείνεται στο ψυγείο, μια κλέφτρα γύφτισα, ένα νανούρισμα από τη χώρα των Πομάκων, η απώλεια ενός ηλικιωμένου, ένα ατύχημα λίγο πριν το Χριστός Ανέστη, μια σεξουαλική αφύπνιση εν αγνοία, κάτω από δυο φεγγάρια, ένας λυγμός, ένας πηγαιμός, ανεπιθύμητες γέννες, κορμιά αφημένα, εκφάνσεις κυνισμού, ερωτικές μεταστάσεις. Μερικά από τα «θέματα» της Βίκυς Τσελεπίδου. Ο λόγος της συγγραφέως, φυγόκεντρος και συνάμα σκληρός, ευθύς, σεκλέτης. Όπως ταιριάζει στη λαϊκή μας παράδοση. Δίχως φτιασίδια ή και περιττές γραφικότητες. Ένας λόγος που τρέχει στον ενεστώτα των δρωμένων. Πρελούδια κειμένων που αναβλύζουν ιδρώτα και εξαπάτηση. Η αγάπη, είναι μια τραυματισμένη κόρη που έχει χωθεί κάπου, έως ότου περάσει το κακό.

Μπορούμε να ομολογήσουμε με άνεση πως η Βίκυ Τσελεπίδου, πατάει στα χνάρια των μεγάλων μας πεζογράφων, που εμφανίστηκαν μετά τον εμφύλιο. Δεν τους αντιγράφει, ούτε προσπαθεί να τους μοιάσει στην μορφή σώνει και ντε. Ακολουθεί με το σκαρί της, τη ρότα που χάραξαν εκείνοι –  πολλές φορές δίχως να το ξέρει και η ίδια, καθώς η γραφή της φαίνεται αβίαστη. Η συγγραφέας δεν καταδικάζει μανιχαϊστικά τον κόσμο σε δύο αντίθετους πόλους. Κοπιάζει να εισέλθει σε κάθε χολωμένο βλέμμα, σε κάθε ματαιωμένο συναίσθημα. Τουλάχιστον σε όσα μπορεί να διακρίνει. Η δραματουργική της πυκνότητα, γεννιέται ταυτόχρονα με το δωρικό πλαίσιο της περιγραφής της. Η εικόνα, έρχεται να συμπληρώσει την σαρωτική δύναμη των λέξεων. «Ελενίτ» και προσοχή στις απομιμήσεις. Μια νέα συγγραφέας ελπίζουμε να γεννήθηκε

INFO:  Βίκυ Τσελεπίδου

«Ελενίτ»

εκδ: Νεφέλη

σελ: 105

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΠαζάρι, η απαξίωση του βιβλίου
Επόμενο άρθροΠώς γράφεται ένα κακό παιδικό βιβλίο

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ