Ορσαλία Κασσαβέτη (*)
Δεν είχαν περάσει ούτε τριάντα δευτερόλεπτα από τη στιγμή που έσβησε τη μηχανή, μισό λεπτό δηλαδή, και το καρμπυρατέρ του ταξί είχε κιόλας παγώσει. Ο Ηλίας «ο μάστορας» τακτοποίησε στο ντουλαπάκι τις άδειες και τα έγγραφα του Συλλόγου, πήρε το μικρό τετράγωνο κουτί με τον λαμέ σικλαμέν φιόγκο από το πίσω κάθισμα και έκλεισε απότομα την πόρτα του οχήματος. Ήθελε το μεσημέρι να ερχόταν βουβό, ύστερα από τις τόσες φωνές και από τις απειλές που είχαν εκσφενδονιστεί πριν από μια ώρα στην απολογιστική συνέλευση των συνδικαλιστών αυτοκινητιστών. Πως πηδούσαν οι ομιλητές τα θέματα ή παρέκαμπταν άλλα, ο Ηλίας δεν το είχε καταλάβει. Από την «απλή» και τη «σύνθετη» εργασία -τα απαραίτητα θεωρητικά- έφτασαν σε μια ψυχολογική ανάλυση της οδηγικής συμπεριφοράς, μάλιστα εν όψει του χριστουγεννιάτικου μπουναμά. Το «δώρο το κερδίζεις», είχε αποφανθεί ο Γρηγόρης, και «το κερδίζεις με την ευγένεια και την υπομονή» και όχι με την προσαρμογή στα προαιώνια διδάγματα της κινέζικης πολιτικής φιλοσοφίας. Ο Ηλίας είχε σκάσει από τον θυμό του. Μια τέτοια προσβολή τον ξεπερνούσε, ειδικά, όταν οι προτάσεις του -επανεκπαίδευση των «ανένταχτων» αυτοκινητιστών μέσω εργασίας- θα μπορούσαν να εξυγιάνουν τον κλάδο τους. Ποιος κλάδος τώρα, μόνο τα κλαριά τους ενδιέφεραν. Με φουσκωτές χρυσαφένιες μπάλες και μια πηχτή μυρωδάτη σούπα παραδίπλα, όλοι ξεχνούσαν τη συλλογική υπόσχεση. Σφάλιζαν για ένα τριήμερο τα παραθύρια και σε απέκλειαν από την ιερή εστία τους λες και είχες κοκκύτη.
Ο Ηλίας δεν ήθελε όλα να τα σκέφτεται αυτά. Ούτε προς το παρόν να συλλογίζεται το τιμόνι. Εδώ καλά-καλά δεν είχε αντιληφθεί ότι ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς. Άφησε το ταξί σε ένα αδιέξοδο, λίγο πιο πάνω από την Εθνική και κατευθύνθηκε προς το σπίτι της χήρας αδελφής του. Διέσχιζε τους δρόμους και αδυνατούσε να καταλάβει τους σχηματισμούς, λες και οι υπερωρίες στο τιμόνι τού απέκλειαν την ορατότητα απ’ όλες τις πιθανές διευθύνσεις. Σαν να ήταν κάποιο μουλάρι με έντεχνα διακοσμημένες παρωπίδες να στολίζουν την τυφλότητά του. Ξαφνικά μάλλον κεραυνοβολήθηκε, γιατί συνειδητοποίησε ότι έξω από την πόλη, δεν υπήρχε άλλη πόλη. Όλα τα σπίτια στέκονταν αραιά, για να θυμίζουν την απώλεια: μερικούς ανθρώπους που έχασαν τη διαδρομή τους και που το τέλος τούς βρήκε στη στροφή. Χωρίς αποθεωτικές αναμνήσεις, μόνο με αναπνοές που εξατμίστηκαν, χείλη που είχαν βαφτεί μέσα σε κονιάκ – και ίσως ίσως σ’ εκείνες τις περιβόητες μυρωδιές του Απρίλη. Μια ζωή, οι ίδιοι επισκέπτες.
Και ο Ηλίας ακριβώς αυτό ήταν. Μια ζωή επισκέπτης. Στα σπίτια, στις σχέσεις. Ως αδελφός και σύντροφος. Και σύζυγος. Ανάμεσα από ανθρώπους που δεν εκδουλεύονται, ο Ηλίας πίστευε στη δικαιοσύνη, πολεμούσε τη βαρβαρότητα και τη βουβαμάρα. Και τον θάνατο. Γιατί και ο θάνατος ήταν μια απόρριψη γι’ αυτόν – αυτή η παραδοχή δεν ήταν παρά ένας τρόπος για να μπορέσει να ξυπνήσει και να σηκωθεί από το κρεβάτι του. Κάθε γαμημένη μέρα.
Η Ισιδώρα είχε εξαφανιστεί από τη ζωή του, όπως ακριβώς είχε εμφανιστεί. Με μια λογικοφανή εξήγηση, η μεσήλικη μαυρομάλλα καμήλα που εργαζόταν ως πωλήτρια στο μικρό κατάστημα με τα καλσόν απαίτησε μια ανακεφαλαίωση και μια οριστική αποκόλληση από τη δυάδα. Την ώρα που περνούσε εκείνος ο πλανόδιος τυροπιτάς με το βρώμικο αμπέχονο -ποιος ξέρει σε ποιο μέρος θα έψηνε την πραμάτεια του- που πάντα τους χαιρετούσε εγκάρδια, η Ισιδώρα με υποδειγματική ηρεμία εξηγούσε στο πεζοδρόμιο, ούτε καν μέσα στο σπίτι του Ηλία, ότι ο χρόνος τους τελείωσε οριστικά. Λες και δεν φτιάχτηκε κανένας κόσμος για εκείνον. Λες και δεν επρόκειτο να λάβει ποτέ του καμιά συγχώρεση. Ύστερα έβαλε στραβά το πλεκτό καπελάκι της με την πετούνια και χάθηκε πεζή στην επόμενη γωνία.
Δεν υπήρχαν περιθώρια ούτε να της τηλεφωνήσει, ούτε να την αναζητήσει. Απλά δεν γινόταν. Και, εκείνες τις γιορτινές μέρες, ο Ηλίας πάλευε, όπως και έκανε καθημερινά, μέσα από αναφιλητά και σκόρπια λόγια σε συναδέλφους να αποδεχτεί την αλήθεια, με την οποία υποτίθεται ότι είχε έλθει αντιμέτωπος πριν από τόσους μήνες. Πιο πολύ από όταν μελετούσε τα «γενικά ισοδύναμα» και την «κοινωνικά αναγκαία εργασία». Και η μόνη λύση γι’ αυτόν ήταν να σκεφτεί ότι η Ισιδώρα πέθανε. Να μάθει να ζει τη ζωή του χωρίς εκείνη, ξέροντας ότι δεν υπήρξε ποτέ ως άνθρωπος, ούτε καν ως μια παρορμητική αναφορά. Η Ισιδώρα δεν παρουσιάστηκε ποτέ πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη. Όλα ήταν απότοκο συμπαθητικής μελάνης, που εμφανίζει και εξαφανίζει κατά το δοκούν τους κόσμους που αγάπησαν – ίσως και οι δυο τους. Ισιδώρα, δεν γεννήθηκες ποτέ. Ενώ εγώ, ναι, υπάρχω. Αλλά θα πρέπει να πείσει τον εαυτό του, να τον διδάξει ξανά. Επανεκπαίδευση μέσω μόχθου. Μόχθος, αυτή είναι η σωστή λέξη. Κάτεργα; Ίσως! Πάντως, όχι εργασία.
Τα σκέφτεται όλα αυτά, κάτω από έναν ουρανό – μολύβι. Άραγε η Ισιδώρα τον σιχαίνεται τόσο πολύ που δεν θέλει να τον αντικρίσει καν ύστερα από τόσο καιρό; Ο Ηλίας νομίζει ότι αυτή η ησυχία θα συνεχιστεί για πολύ ακόμα και προχωρά μουτρωμένος πάνω στην άσφαλτο που είναι ανεξήγητα ξηρή. Η γούνα στα πέτα του έχει σχεδόν κρυσταλλιάσει και -ακούει καλά;- ήχοι φτάνουν στα αυτιά του: η φιλαρμονική γυρνοβολάει στα στενά περιμένοντας λίγες δραχμές για τη χριστουγεννιάτικη παράσταση με νότες φάλτσες και κοφτές. Σκόρπια παιδιά μετράνε τα εικοσάρικά τους και πετάνε τα τρίγωνα στα πεζοδρόμια για να τα βρουν το επόμενο έτος τα αδέλφια τους. Άντε και του χρόνου και εις άλλα με υγεία.
Ο Ηλίας δεν πρέπει να γίνει ξανά επισκέπτης, σκέφτεται. Με τα γλυκά στο χέρι, κοντεύει να φτάσει στη χήρα αδελφή του -να, αυτή είναι μια εξίσου σοβαρή απώλεια- και στα δυο της ορφανά. Κάποιο δωράκι θα δώσει και σ’ εκείνα. Πεντοχίλιαρο σε φακελάκι, το χτεσινοβράδινο δρομολόγιο.
Χτυπάει το κουδούνι πολλές φορές. Το ηλεκτρικό πουλάκι που ακούγεται του προκαλεί εκνευρισμό. «Ποιος;» ακούγεται σαν σε παραμόρφωση. Τους τα είχαν πρήξει από το πρωί με τα κάλαντα.
Ο Ηλίας ανεβαίνει με το ασανσέρ στον τρίτο όροφο, πιάνει τα πέτα του για να τα ζεστάνει. Τον παγώνουν πιο πολύ από τα κατακόκκινα αυτιά του. Πατάει το κουμπάκι με το όνομα «Τζωρτζίνα-Θόδωρος». «Αχ, βρε Θόδωρε, σε ποιον ουρανό να είσαι» μονολογεί. Κάποιο χέρι τού ανοίγει την πόρτα, χωρίς να φαίνεται σε ποιον ανήκει. Ο Ηλίας κλεφτά προτάσσει το κεφάλι του, αφήνοντας τον κορμό να στέκεται βαρύς πάνω στο χαλί της εισόδου. Από μέσα ακούγονται παράφωνες κραυγές. Ένα σκληρό, λες και είναι πέτρινο, μπαλάκι καλυμμένο με άχνη ζάχαρη τον χτυπά στο μέτωπο. «Μας τα ’πανε, μας τα ’πανε!» φωνάζει από μέσα η Τζωρτζίνα. Την ίδια στιγμή, ένα έφηβο κορίτσι, η κόρη της και ανιψιά του, είναι ανεβασμένο σε ένα ποδήλατο γυμναστικής, και έχοντας διπλώσει τα χέρια της σαν να έριχνε μπουνιές προς έναν αόρατο εχθρό, μάλλον φαίνεται ότι κάτι τραγουδάει στα αγγλικά:
όπως μια ψυχή χωρίς μυαλό
μέσα σ’ ένα σώμα χωρίς καρδιά
μου λείπει κάθε κομμάτι σου (1)
«Σταμάτα τις γκαρίλες, και έλα στην κουζίνα, περιμένουμε επισκέπτες» φωνάζει πιο δυνατά η Τζωρτζίνα. Μάλλον για την κόρη της πήγαινε αυτό. Η πόρτα κλείνει, όπως άνοιξε. Και ο Ηλίας με ένα καρούμπαλο από τον κουραμπιέ στο νεογνικό μέτωπό του παραμένει έξω από την πόρτα της αδελφής του, ενώ μέσα στο διαμέρισμα εκτυλίσσονται βίαιες σκηνές ενός γκερίλα πολέμου, παιδιά-Τζωρτζίνα, χωρίς προφανή προγνωστικά.
Ο Ηλίας ξαναπατά το κουμπάκι. «Ο θείος Ηλίας είμαι» ψελλίζει ξεψυχισμένα. «Ήλθα να σας κάνω επίσκεψη».
Ευτυχισμένο το 1992, «μάστορα». Έχεις ακόμα πολλά να μάθεις.
(1)Στίχοι από το τραγούδι Unfinished Sympathy (1991) των Massive Attack
(*) Η Ορσαλία Κασσαβέτη είναι διδάσκουσα στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και μέλος ΣΕΠ στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Τελευταίο της βιβλίο “Η κυρίαρχος του σύμπαντος”, Κέδρος