του Αλέκου Λούντζη
… αρχικά στον ποιητικό — με τις τομές στη σύνταξη, την πύκνωση, την αντιοξειδωτική ειρωνεία, τις περίφημες παύλες της που άλλοτε μονώνουν και άλλοτε γεφυρώνουν· εξίσου, όμως, και στους κανόνες «του “περιβάλλοντος”, της ‘‘εποχής”»[1], στον κυρίαρχο πουριτανισμό της Αμερικής του 19ου που είχε υφάνει το ασφυκτικό τούλι προορισμού για «θύματα εξιλαστήρια».
Η Ντίκινσον, όμως, δεν ήταν ούτε αυτή ούτε καμία άλλη περίπτωση. Όσο και αν ενδεχομένως ένιωθε εγκλωβισμένη στις στενές συντεταγμένες, δεν καθορίστηκε ούτε από την κεντρομόλο ούτε από τη φυγόκεντρο, δεν «εντοιχίστηκε» από αυτοματισμό ή απόγνωση· μοιάζει περισσότερο η ίδια να διαφύλαξε συνειδητά και το υλικό και τον εαυτό, να συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις της για τις στρέψει εκεί που επέλεξε — απ’ όσες επιλογές ήταν φυσικά διαθέσιμες. Όπως εύστοχα το σημειώνει και το πλαισιώνει στην εισαγωγή ο Βλαβιανός: «ο περίφημος εγκλεισμός της […] ήταν σ’ έναν βαθμό αποτέλεσμα της ισχυρής επιθυμίας της να διατηρήσει έτσι την ανεξαρτησία της (να παραμείνει ‘‘πουλί’’ που μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον ‘‘μπορεί εύκολα να λύσει τα δεσμά’’) και να συνεχίσει […]».[2] Ήταν, ίσως, το μόνο σενάριο ζωής με το οποίο θα κατόρθωνε να «κλέψει» χρόνο και να παρεκκλίνει τόσο αποφασιστικά από την προδιαγεγραμμένη πορεία ώστε ν’ αφήσει στην οικουμένη τα 1792 ποιήματα που απαρτίζουν το σύνολο του ευρεθέντος έργου της. Τι κι αν ο Bloom την ενσωμάτωσε στον ούτως ή άλλως αμφιλεγόμενο δυτικό (και δικό του) κανόνα; Εκείνη δοκίμασε να φτάσει παντού, ακόμη κι ως εκεί, από μία πολύ προσωπική χάραξη, αγκυρωμένη στην οικογενειακή εστία με τους δέκτες στραμμένους σε όλα τα ξέφωτα — εξωτερικά ακίνητη και ωστόσο έκκεντρη με όλους τους διαθέσιμους διαβήτες ερμηνείας.
754/764 [3]
My Life had stood — a Loaded Gun — / Η ζωή μου στεκόταν — Όπλο Γεμάτο —
In Corners — till a Day / Στις Γωνίες — ώσπου μια Μέρα
The Owner passed — identified — / Πέρασε ο ιδιοκτήτης — μ’ αναγνώρισε —
And carried Me away — / Και μαζί του Με πήρε —
[…]
Though I than He — may longer live / Αν και Εγώ πιο πολύ ίσως — από Εκείνον ζήσω
He longer must — than I — / Πρέπει Εκείνος — από μένα πιο πολύ —
For I have but the power to kill, / Αφού δύναμη έχω μόνο να σκοτώνω,
Without — the power to die — / Δεν έχω δύναμη — για να πεθάνω —
Τα βιογραφικά στοιχεία της Έμιλυ Ντίκινσον μοιάζουν στοιχειώδη στην αεροφωτογραφία τους. Γεννήθηκε το 1830 στο Amherst της Μασαχουσέτης, έζησε σχεδόν αποκλειστικά στο εσωτερικό του σπιτιού της και πέθανε 56 ετών. Και όμως, αυτή η βιωματική έκλειψη είναι ενδεχομένως κι ένα βασικό κλειδί κατανόησης της εξαιρετικά διεισδυτικής ποίησής της· σαν εκείνη, η γραφή, ν’ ανέλαβε να διανύσει τις αποστάσεις που δεν μπόρεσε η ίδια — με την κίνηση ενός παράδοξου εκκρεμούς που εσωτερίκευε και μετουσίωνε όλους τους κραδασμούς από τις γύρω δονήσεις. Όταν ερχόταν η στιγμή είχε τη δυνατότητα ακριβούς εστίασης χωρίς το βάσανο της κινούμενης άμμου στο πεδίο· είχε, κυρίως, καλλιεργήσει την τέχνη της ακριβούς απόσταξης σε λέξεις που σφυγμομετρούσαν κάθε «επικαιρότητα» ή προσωπικό ερέθισμα με όρους διαχρονίας.
305/576 [4]
The difference between Despair / Η διαφορά ανάμεσα στην Απελπισία
And Fear — is like the One / Και τον Φόβο — μοιάζει μ’ Αυτήν
Between the instant of a Wreck — / Ανάμεσα στη στιγμή του Ναυαγίου —
And when the Wreck has been — / Κι όταν το Ναυάγιο έχει συμβεί —
Γιατί, όπως τώρα —που το σφραγισμένο συρτάρι της έγινε φύλλο και φτερό και αναλύθηκε σε μελέτες επί μελετών— ξέρουμε, η Ντίκινσον παρατηρούσε διαρκώς, ενημερωνόταν για ό,τι την αφορούσε, στοχαζόταν και για τα εντός και για τα εκτός. Από την «πρηνή θέση του σκοπευτή» τοποθετήθηκε με διακριτό και ρηξικέλευθο τρόπο απέναντι στα μεγάλα ζητήματα του καιρού της — την πειθαρχική θρησκεία, τους έμφυλους ρόλους, τη λογοτεχνική επετηρίδα και τον εμφύλιο (ή ορθότερα ενδοαμερικανικό[5]) πόλεμο (1861-1865), που σάρωνε τον κόσμο της και τις ιδέες του, γεννώντας επώδυνα και αργά τις επόμενες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τρία πιο δημιουργικά της χρόνια (1862-64), όπου έγραψε το ένα τρίτο του ποιητικού της έργου, συμπίπτουν με την κορύφωση του αμερικανικού πολέμου. Η ιστορικότητα στην ποίηση της Ντίκινσον —η υπογειοποιημένη της λειτουργία, η ένταση και η έκτασή της ανάμεσα στις μεγάλες παύλες— ήταν για καιρό μια από τις υποφωτισμένες και υπό αμφισβήτηση περιοχές πρόσληψης της. Κι εδώ, ωστόσο, ήδη το 1968 από αρμόδια ποιητική πένα, στον πρόλογο του Ted Hughes[6] όταν επιμελήθηκε μια ευσύνοπτη ανθολογία ποιημάτων της Ντίκινσον, καθώς και στη μνημειώδη βιογραφία της από τον Richard Sewall το 1974[7] είχαν χαραχτεί οι κρίσιμες νησίδες. Οι επιστολές της Ντίκινσον εμπλούτισαν τις γνώσεις μας για το ενδιαφέρον και τους προβληματισμούς της γύρω από τις μείζονες ιδεολογικές διαμάχες της εποχής (π.χ. γνώριζε τη ρητή θέση του Thomas Higginson για την κατάργηση της δουλείας) και σταδιακά ανέδειξαν τη μεταφορική ραφή τους στην ποίησή της.[8] Η Ντίκινσον μπορεί να μην φωτογράφισε ανφάς τον πόλεμο στην ποίησή της, αλλά καθρέφτισε επανειλημμένα το αρνητικό του σε ανεξίτηλους στίχους της, τους οποίους αφενός η φιλολογία προσεγγίζει πλέον εντός του συγκεκριμένου συγκειμένου, αφετέρου ακούγονται εκκωφαντικά σύντονοι με κάθε ναρκοθετημένο παρόν έκτοτε.
409/545 [9]
They dropped like Flakes — / Έπεφταν σαν Νιφάδες —
They dropped like stars — / Έπεφταν σαν Αστέρια —
Like Petals from a Rose — / Σαν πέταλα από Ρόδο —
When suddenly across the June / Όταν ξαφνικά μέσα στον Ιούνιο
A Wind with fingers — goes — / Άνεμος με δάχτυλα — φυσά —
They perished in the seamless Grass — / Σε χορτάρι χάθηκαν χωρίς Ραφή —
No eye could find the place — / Το μέρος μάτι δεν μπορεί να βρει —
But God can summon every face / Ο Θεός όμως αν θέλει κάθε πρόσωπο καλεί
On his Repealless — List. / Που στον ανέκκλητο Κατάλογό του έχει γραφτεί.
Σε πιο πρόσφατες μελέτες η κυρίαρχη πρόσληψη της «ψυχαναλυτικής» ερμηνείας των πλάγιων αναφορών, κατά βάση αλληγορικών και μεταφορικών, του πολέμου στην ποίηση της Ντίκινσον έχει τεθεί εκ νέου υπό συζήτηση. Υπάρχει πλέον ικανή βιβλιογραφία που διερευνά κριτικά κατά πόσον η στάση και η απόσταση της ποίησης και της ενδοποιητικής[10] της Ντίκινσον απέναντί στη δριμύτατη ενδοαμερικανική σύγκρουση δεν ήταν μόνο ή κυρίως μια ψυχική διεργασία —εσωτερίκευση της έντασης, ενσυναίσθηση του πληθυντικού σπαραγμού[11], ταλάντωση μεταξύ άρνησης (act of denial) και φαντασιακής συμφιλίωσης— αλλά και συνειδητή στρατηγική αποτύπωσης, μια απόπειρα σύνδεσης του προσωπικού με το κατακερματισμένο συλλογικό σώμα.[12] Ίσως αυτές οι «ραφές» στο χορτάρι, του ανωτέρω ποιήματος, τις οποίες η Ντίκινσον επισημαίνει εμφατικά για να τις σβήσει, ν’ αποτελούν ένα ανάγλυφο σημάδι όσων είχαν απαρέγκλιτα διεισδύσει στο καταφύγιό/εργαστήριό της και όσων επέλεξε να εγγράψει από τον χαλασμό του κόσμου της ως σινιάλο για τον επόμενο.
Η εμμενής περιχαράκωση στο καταφύγιο θα είχε αναπόδραστα και λύτρα. Η στριμωγμένη υποκειμενικότητα και η εσώκλειστη εντατική εργασία της Ντίκινσον κάποτε διαμαρτύρονταν για τα χειροπιαστά και ξεχείλιζαν στις επιστολές της· μα ακόμη κι έτσι, εκείνη αποφάσισε τρόπους και τόπους στέρησης, εκείνη επέλεξε τον χρόνο και τους αποδέκτες του διαβήματός της, προκειμένου να διεκδικήσει την επιδραστικότητα της δεύτερης ανάγνωσης στο μέλλον.
«Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τη μεγάλη σας καλοσύνη, αλλά ποτέ δεν δοκιμάζω να σηκώσω τις λέξεις που δεν μπορώ να κρατήσω.
Αν ερχόσασταν στο Άμερστ, θα μπορούσα ίσως να τα καταφέρω, αν και η Ευγνωμοσύνη είναι ο συνεσταλμένος πλούτος όσων δεν έχουν τίποτα.»[13]
Αυτή την ελλειπτική άσκηση νομίζω πως επιχειρεί να σκιαγραφήσει ο Βλαβιανός μέσω του αναλυτικού δοκιμίου της έκδοσης και της εξακτίνωσης των πηγών του: Να αναπαραστήσει το σκηνικό μιας τρικυμίας σταγόνων, ένα σύμπαν όπου οι μικρές λεπτομέρειες έχουν μέγιστο αντίκτυπο, όπου ο πιο ισχυρός σφυγμός ζωής και επιμονής εντοπίζεται σε ό,τι εξωτερικά μοιάζει στατικό και οικόσιτο. Το καταφέρνει με διεισδυτικότητα, αργά και μεθοδικά σαν το μέτρο της “ηρωίδας” του, σε μια εισαγωγή που προσιδιάζει σε μοντερνιστική νουβέλα — με στοιχειώδη δομή, περαστικούς χαρακτήρες αλλά πολλαπλές εσωτερικές κρύπτες και αλληλεπικαλυπτόμενες επιφάνειες. Ως πιο ενδιαφέρουσες αναδεικνύονται, νομίζω, οι χιαστί επαναγνώσεις επιλεγμένων ποιημάτων και επιστολών της Ντίκινσον που εστιάζουν τόσο σε μοτίβα της γραφής όσο και σε κρίσιμα στοιχεία της βιογραφίας της.
Παρά τη μοναχικότητα και τις περιορισμένες κοινωνικές παραστάσεις, η ανατομία των ψυχολογικών παρατηρήσεων στην επιστολική πλευρά της Ντίκινσον είναι εντυπωσιακή· επικοινωνεί άμεσα με τις διαρκείς εσωτερικές διαστολές του κόσμου και των υλικών στην ποίησή της. Ο βαθμός, δε, που το ρεύμα κυκλοφορεί ανάμεσα στα γραπτά ίχνη —εκείνης που τα κάλυπτε επιμελώς στο περιβάλλον της αλλά τα προετοίμαζε για την οικουμένη— είναι τόσο αισθητός ώστε έδωσε λαβή, όπως επίσης διαφωτιστικά μας πληροφορεί η Εισαγωγή[14], μέχρι και για να εκδοθεί διακριτή —έστω και ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη— σχετική «ανθολογία» από τον W.H. Shurr, New Poems of Emily Dickinson, με 498 ποιήματα αποσπασμένα από τις επιστολές της. Όσο προβληματική και αυθαίρετη και αν είναι η συγκεκριμένη «εξόρυξη» και αναβάπτιση, άλλο τόσο είναι ενδεικτική της πυκνότητας και του πολύτιμου φορτίου της επιστολογραφίας μιας πρώιμης performer μεταμφιέσεων και αποσιωπήσεων· είναι, σε τελική ανάλυση, απλώς άλλο ένα από τα μυστήρια γύρω από τη Ντίκινσον.
Τα γράμματα της, όσα σώθηκαν και πιθανότατα όσα χάθηκαν, μοιάζουν όντως ένα πεδίο παράλληλης άσκησης —πειραματισμού, διαφυγής αλλά και ωρίμανσης—της ποιητικής της. Εκεί, κυρίως στην καθοριστική αλληλογραφία και στην ελάχιστη δια ζώσης επαφή με τον επικριτικό μα πολύτιμο «μέντορά» της Thomas Higginson, η Ντίκινσον έθετε τους δικούς της κανόνες με αναισθητικό, αλλά και με τόση ισχύ που κάποτε τον ανάγκασε να ομολογήσει: «Δεν έχω βρεθεί με κανέναν που να έχει στραγγίξει τόσο πολύ τη δύναμή μου. Χωρίς να την αγγίζω με απομυζούσε».[15] Υιοθετούσε μια φαινομενικά αμυντική θέση, ενώ ταυτόχρονα υπηρετούσε στωικά το «σχέδιο». Χρησιμοποίησε την ίδια τεχνική για να παγιδεύσει αλλά και να προστατεύσει —με τις παύλες και τις τομές της— όσες λέξεις και όσες σχέσεις θα έπεφταν στο κενό χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Φρόντιζε επιμελώς να ράψει στη στίξη όσα δεν χωρούσαν στον λόγο, σε μια διαρκή μελέτη λεπτομέρειας — σύντηξης ουσιών και υπαινικτικών νευμάτων.
«Είστε πολύ απασχολημένος για να μου πείτε αν η Ποίησή μου είναι ζωντανή;
Το Μυαλό βρίσκεται πολύ κοντά στον Εαυτό του – δεν μπορεί να δει, καθαρά – και δεν έχω κάποιον να ρωτήσω –
Αν πιστεύετε ότι αναπνέει – κι έχετε τον χρόνο να μου πείτε – θα νιώσω αμέσως ευγνωμοσύνη –
Αν κάνω λάθος – κι εσείς τολμήσετε να μου το πείτε – θα τρέφω ειλικρινή εκτίμηση – προς το πρόσωπό σας –».[16]
Τόσο στην περίφημη πρώτη επιστολή της Ντίκινσον προς τον Higginson, η οποία θεωρείται μία από σημαντικότερες στην ιστορία της αμερικανικής λογοτεχνίας, όσο και στις επόμενες, υπάρχει ένα σπάνιο μείγμα φλέγματος και αποστασιοποίησης που ανατρέπει τον συσχετισμό — εδραιωμένο, ίσως, σε μια καλά κρυμμένη μα ακλόνητη αίσθηση αυτάρκειας. Η Ντίκινσον ακούγεται παραδομένη και ευάλωτη, ενώ στην πραγματικότητα κρατάει σφιχτά το νήμα στα χέρια της και ενσταλάζει το δικό της ελιξίριο χειραφέτησης όποτε το επιθυμεί και ακριβώς στη δόση που μπορεί να αντέξει ο μέντοράς της.
«Βρίσκετε τον βηματισμό μου “σπασμωδικό” — Κινδυνεύω — Κύριε —
Με βρίσκετε ανεξέλεγκτη — δεν λογοδοτώ σε δικαστήριο.
Θα είχατε λίγο χρόνο να γίνετε ο φίλος που νομίζετε πως έχω ανάγκη;»[17]
Παθητική επιθετικότητα, ειρωνεία αιχμηρή μα φροντισμένη ως την τελευταία κλωστή της, ώστε αφενός να χωράει στο πεντάγραμμο των επιτρεπτών ηθών και αφετέρου να περνάει —λόγω του πυκνού πέπλου πουριτανισμού— για εκκεντρική υποτακτικότητα (το φαντασιακό της εποχής δεν χωρούσε άλλη εκδοχή πραγματικότητας). Ήταν αν μη τι άλλο μια θαυμαστή τεχνική επιβίωσης, η οποία συνδυαζόταν αριστοτεχνικά με την πλαστικότητα του καυστικού ύφους απέναντι σ’ ένα περιβάλλον που ήταν εξ αρχής απαγορευτικό για τον σκοπό της. Το διέρρηξε ολοκληρωτικά χωρίς εκείνο καν να υποψιαστεί τι συνέβαινε… Και ως προς αυτή την παράμετρο, η εκτενής Εισαγωγή είναι διπλά πολύτιμη — μια πλήρης περιστροφή και ταυτόχρονα μια δελεαστική πρόσκληση στον κόσμο που γέννησε μα και στον κόσμο που «έκρυψε» τα ποιήματα της Ντίκινσον. Τα σημεία εστίασης του δοκιμίου του Βλαβιανού είναι πολύτιμα για την κατανόηση της ποίησής της· εδώ επισημαίνω δύο σημαντικά (και) για τον σκοπό του εν λόγω κειμένου.
- Η Ντίκινσον σκεφτόταν, έγραφε και αγωνιούσε για τη φήμη, ενώ ταυτόχρονα έπλεκε αργά και σταθερά τον ιστό της υστεροφημίας της. Το βελονάκι της κεντούσε με τον ίδιο «πλάγιο» τρόπο («slant»)[18] που περνούσε την λεπτή ειρωνεία στο χαρτί.
288/260 [19]
How dreary — to be – Somebody! / Πόσο βαρετό — να είσαι — Κάποιος!
How public — like a Frog — / Πόσο κοινό — σαν βάτραχος —
To tell one’s name — the livelong June — / Τ’ όνομά σου να λες — όλο το καλοκαίρι —
To an admiring Bog! / Σ’ έναν Βούρκο που σ’ επευφημεί!
- H φύση ήταν μια δεσπόζουσα θεματική και δεξαμενή της ποίησής της. Κι εδώ, όμως, η προσέγγισή της είχε μια κρίσιμη ιδιαιτερότητα, καθώς την αντιμετώπιζε περισσότερο ως σκακιέρα ή βεστιάριο και λιγότερο —ή καθόλου— ως εξομοιωτή παραδείσου, όπου έτειναν οι εξιδανικεύσεις του ρομαντισμού και του υπερβατισμού.[20]
Η ποιητική της κορύφωση εντοπίζεται, νομίζω, στην υποδειγματική ολιγάρκεια, στη στακάτη εκτέλεση κάθε παρτιτούρας —με παύσεις, με παύλες με ό,τι χρειαζόταν κάθε φορά— για να περάσει στη σελίδα η ομορφιά χωρίς να απωλέσει στάλα από τα φορτία και τις αντιφάσεις της. Όσες φορές και αν διαβάσει κανείς το ίδιο απόσπασμα είναι πολύ δύσκολο να αποκρυσταλλώσει εκείνη τη μηχανική αφαίρεσης —με το χαρακτηριστικό τέμπο αργής κλιμάκωσης («επιβράδυνση της ανάγνωσης» το αποκαλεί ταιριαστά ο Βλαβιανός[21])— ώστε σε μας να φτάσουν μόνο εκείνες οι λέξεις που άντεξαν όλες τις δοκιμασίες· για να καταστεί τελικά εφικτό να μοιάζει ένα ολιγόστιχο ποίημα —ή ακόμα και μία στροφή— με περιβόλι και το/η επόμενο/η με κενοτάφιο εσωτερικού χώρου. Η Ντίκινσον, λες, έβλεπε ταυτοχρόνως και μέσα και έξω από το ίδιο ευρυγώνιο παράθυρο.
449/448 [22]
I died for beauty — but was scarce / Πέθανα για την ομορφιά — αλλά δεν είχα
Adjusted in the Tomb / Ακόμη στο Μνήμα βολευτεί
When One who died for Truth, was lain / Όταν στο πλαϊνό έφεραν Δώμα
In an adjoining Room — / Κάποιον που για την Αλήθεια είχε πεθάνει —
He questioned softly “Why I failed”? / Με ρώτησε σιγανά «Γιατί είσαι εδώ;»
“For Beauty” I replied — / «Για την Ομορφιά», απάντησα —
“And I — for Truth — Themself are One — / «Κι εγώ — για την Αλήθεια — Ένα είναι
και τα Δυο —
We brethren, are”, He said — / Είμαστε Αδέλφια», είπε —
[…]
1654/1687 [23]
Beauty crowds me till I die / Η Ομορφιά θα με κατακλύζει ώσπου να πεθάνω
Beauty mercy have on me / Ομορφιά λυπήσου με παρακαλώ
But if I expire today / Όμως αν σήμερα είναι να χαθώ
Let it be in sight of thee — / Ας είναι εσένα να κοιτώ —
Το συνοδευτικό κείμενο επισημαίνει πως η έκδοση είναι δίγλωσση ώστε «ο αναγνώστης να μπορεί να απολαύσει το σφρίγος του πρωτοτύπου, αλλά και να ελέγξει τις επιλογές του μεταφραστή». Έχει κάτι γενναίο αυτό το «να ελέγξει», μιας και τα αγγλικά είναι εδώ και καιρό η «καθομιλουμένη» ανθρώπων και μηχανών. Η μετάφραση της Ντίκινσον είναι εγχείρημα απαιτητικό, σε υποχρεωτικά επικλινές επίπεδο, ακριβώς για τους μορφικούς λόγους που προαναφέρθηκαν (ελλειπτικότητα, μορφικές τομές, εσωτερικές αναφορές κ.ά.). Η μεθοδική προσέγγιση και απόδοσή τους από τον Βλαβιανό επιδιώκει ποιήματα που κρατάνε στο ακέραιο τον εσωτερικό τους ρυθμό, όσο βέβαια είναι κάθε φορά εφικτό, γυρίζοντας τη γλώσσα με φροντίδα και για τη μελωδία αλλά και για τη γεωμετρία τους. Το αποτέλεσμα δικαιώνει εκείνον και ξεναγεί φιλόξενα τον αναγνώστη στην πλατιά διαδρομή της ποίησης της Ντίκινσον. Στα οριακά σημεία μετάβασης των γλωσσών και των σωματιδίων τους, η μετάφραση κλίνει προς την πλευρά της ακρίβειας και της πιστότητας· επιλογή η οποία αφενός μαρτυρά σεβασμό στο πρωτότυπο και αφετέρου παρέχει ένα πολύτιμο κλειδί στον επίμονο αναγνώστη για να συγκρίνει, να σκεφτεί ακόμη και να προτείνει, νοερά, μια επόμενη παραλλαγή στο ούτως ή άλλως χιμαιρικό ταξίδι της ιδανικής διατύπωσης. Η σημαντική ποίηση — ίσως κατ’ εξοχήν η ποίηση της Ντίκινσον— είναι εκείνη η «καθομιλουμένη» που γνωρίζει άπειρες παραλλαγές καθώς αρθρώνεται, μεταμορφώνεται σε κάθε απαγγελία και πλευρίζει διαφορετικά κάθε αναγνώστη στον καιρό του — ή και τον ίδιον σε διάφορους καιρούς. Αυτό ίσως είναι και το μεγαλύτερο επίτευγμα και προσφορά της συγκεκριμένης μετάφρασης και εν γένει έκδοσης· συστήνει, ρυθμίζει και θέτει υψηλό μέτρο αναφοράς μέχρι όλα τα παραπάνω να κατασταλάξουν στο αποτέλεσμα που ξεφυλλίζουμε.
Τέλος, οι ρευστές τροπικότητες και α-συνέχειες στην πρόσληψη της γραφής —εν μέρει και της βιογραφίας— της Ντίκινσον ίσως απαντούν μ’ έναν ελλειπτικό τρόπο στο εξακολουθητικό ερώτημα περί χρησιμότητας της ποίησης. Όποια συχνότητα και αν επιλέξεις, η μεστή νότα της σιωπηλής ή αποσιωπημένης, πάντως όχι χαμηλόφωνης, Αμερικής ακούγεται και μαγνητίζει. Η ακροβολισμένη ποιήτρια συνέλεγε μία-μία όλες τις κλωστές μέχρι υπερχείλισης δωματίου, τις επεξεργαζόταν μυστικά και τις χάρισε στην οικουμένη σ’ ένα ανεκτίμητο υφαντό περίπου 2.000 ποιημάτων — (δια)φυλαγμένα για έναν κόσμο που μπορεί να τα χωρέσει. Το εγχείρημα και το αποτέλεσμά του ήταν τέτοιο που έκτοτε κανείς δεν μπορεί να το αγνοήσει στον δρόμο της συγκεκριμένης τέχνης — πιθανότατα και στον δρόμο κάθε άλλης. Σχεδόν 200 χρόνια από τη γέννησή της μοιάζει αρκετά πιο κατορθωμένο, μα πάντοτε ισχυρό αίτημα, να υπάρξουν κόσμοι που αντέχουν να φιλοξενήσουν τα λόγια όλων των ενοίκων τους στον δημόσιο χώρο. Τα ποιήματα της Έμιλυ Ντίκινσον είναι πάντα ένα καθοριστικό σινιάλο (και) προς αυτή την κατεύθυνση.
Ιανουάριος — Μάρτιος 2022
[1] Κώστας Καρυωτάκης, «Όλοι μαζί», Ελεγεία και Σάτιρες, 1927.
[2] Βλαβιανός, Χάρης, «Εισαγωγή» στο Αυτό είναι το γράμμα μου στην Οικουμένη: 160 ποιήματα, Εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις: Χάρης Βλαβιανός, Αθήνα, εκδ. Πατάκης, 2021, σελ. 16-17.
[3] Emily Dickinson, «754/764», Αυτό είναι το γράμμα μου στην Οικουμένη: 160 ποιήματα, Εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις: Χ. Βλαβιανός, Αθήνα, εκδ. Πατάκης, 2021, σ. 278-281 (εφεξής τηρείται η διπλή αρίθμηση των ποιημάτων της έκδοσης, η οποία βασίζεται, αντιστοίχως, στις συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων της Dickinson από τον Thomas J. Johnson και τον Ralph W. Fraklin. Βλ. «Εισαγωγή», σ. 137).
[4] Dickinson, «305/576», ό.π., σ. 200-201.
[5] Στις πλείστες των γλωσσών, με πιο γνωστές εξαιρέσεις τα ελληνικά (εμφύλιος) και τα σερβοκροατικά (ενδοοικογενειακός), η ένοπλη σύγκρουση εντός του έθνους-κράτους ονομάζεται «πολιτικός» ή/και «εσωτερικός» πόλεμος με ποικίλες παραλλαγές. Βλέπε σχετικά Δεμερτζής, Ν., «Ο Εμφύλιος Πόλεμος: από τη συλλογική οδύνη στο πολιτισμικό τραύμα», στο Δεμερτζής Νίκος, Πασχαλούδη Ελένη και Αντωνίου Γιώργος (επιμ.), Εμφύλιος, Πολιτισμικό τραύμα, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013, σ. 66-67.
[6] Ted Hughes, A Choice of Emily Dickinson’s Verse, Faber and Faber, London, 1968.
[7] Sewall, Richard B., The Life of Emily Dickinson, Harvard University Press, Cambridge, Mass, United States, 1998 (πρώτη έκδοση: Farrar, Strauss and Giroux, Νέα Υόρκη, 1974).
[8] Σημείο αναφοράς για την εν λόγω προβληματική παραμένει το βιβλίο της Shira Wolosky Emily Dickinson: A Voice of War, New Haven, Conn.: Yale University Press, 1984.
[9] Dickinson, «409/545», ό.π., σ. 224-225.
[10] Ενδοποιητική: Το σύνολο των ποιητολογικών σημάτων (μικροσκοπικών ή μακροσκοπικών, κυριολεκτικών ή μεταφορικών, ρητών ή λανθανόντων, άμεσων ή έμμεσων), τα οποία περιέχονται μέσα στο ίδιο το ποιητικό έργο. Πολύτιμος νεολογισμός που προτείνει ο Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης.
[11] Βλέπε Manheim, Daniel, ‘Emily Dickinson’s Republic of Suffering’, Literary Imagination, Volume 15, Issue 3, November 2013, Pages 276-298.
[12] Βλέπε ενδεικτικά Marcellin, Leigh-Anne Urbanowicz, ‘Emily Dickinson’s Civil War Poetry’, The Emily Dickinson Journal, Johns Hopkins University Press, Volume 5, Number 2, Fall 1996, pp. 107-112.
[13] Απόσπασμα Επιστολής Dickinson (μτφ. Χ. Βλαβιανός) σε «Εισαγωγή», Αυτό είναι το γράμμα μου στην Οικουμένη, ό.π., σ. 72.
[14] Βλαβιανός, «Εισαγωγή», ό.π., σ. 130-131.
[15] Απόσπασμα Επιστολής Higginson (μτφ. Χ. Βλαβιανός) σε «Εισαγωγή», ό.π., σ. 75-76.
[16] Απόσπασμα Επιστολής Dickinson (μτφ. Χ. Βλαβιανός) σε «Εισαγωγή», ό.π., σ. 53-54.
[17] Απόσπασμα Επιστολής Dickinson (μτφ. Χ. Βλαβιανός) σε «Εισαγωγή», ό.π., σ. 60.
[18] Βλαβιανός, «Εισαγωγή», ό.π., σ. 126.
[19] Dickinson, «288/260», ό.π., σ. 194-195.
[20] Βλαβιανός, «Εισαγωγή», ό.π., σ. 114.
[21] Βλαβιανός, «Εισαγωγή», ό.π., σ. 127.
[22] Dickinson, «449/448», ό.π., σ. 232-233.
[23] Dickinson, «1654/1687», ό.π., σ. 432-433.
Emily Dickinson, Αυτό είναι το γράμμα μου στην Οικουμένη: 160 ποιήματα, Εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις: Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Πατάκης, Αθήνα 2021
Βρες το εδώ