της Βασιλικής Πέτσα
Να οφείλεται άραγε σε μιαν εφηβικής, μάλλον, προέλευσης, διάθεση αναγνωστικής ανυπακοής ή σε έναν ανεπίγνωστο ανταγωνισμό με τον εκάστοτε συγγραφέα, ο οποίος επιβάλλει κατά το δοκούν αναγνωστικές τροχιές, πορείες και όρια, το γεγονός ότι ανατρέχει κανείς συχνά, όταν ξεκινά την ανάγνωση ενός βιβλίου, στις τελευταίες του σελίδες ή, μάλλον, ότι ξεκινά να διατρέχει το βιβλίο από τη λάθος, σύμφωνα με την εκδοτική σύμβαση, πλευρά; Ή μήπως θα όφειλε να αναζητήσει κανείς την αιτία για παρόμοιες πρακτικές σε μιαν ασύνειδη τάση ελέγχου του απρόβλεπτου, σε μια συγκαλυμμένη φοβία θανάτου, η οποία ωθεί στη μανιώδη αναζήτηση μιας κάποιας συνέχειας μετά το οριστικό τέλος της πλοκής; Θα μπορούσε, βέβαια, κανείς να είναι πιο επιεικής ή έστω λιγότερο καχύποπτος· θα μπορούσε, με άλλα λόγια, να υποθέσει, καλή τη πίστει, ότι ένας τέτοιος αναγνώστης παραχωρεί προτεραιότητα στα παραλειπόμενα, στα ελάχιστα, σε όσα συνήθως παραβλέπονται ή αγνοούνται, ότι πριμοδοτεί το περιθώριο. Πάντως, δεν θα μπορούσε κανείς να αρνηθεί το προφανέστατο: ότι η παρακειμενική πλαισίωση ενός λογοτεχνικού κειμένου λειτουργεί συνεπικουρικά ως προς τη ερμηνεία του, διασαφηνίζοντας εκκρεμή νοήματα, επιτονίζοντας αφηγηματικά σημεία που θα κινδύνευαν, ίσως, να αγνοηθούν, και φανερώνοντας συγγένειες, επιρροές ή δάνεια όχι πάντοτε προφανή ή γνωστά για τον μέσο αναγνώστη, ο οποίος, αν διαθέτει ταπεινή επίγνωση της ανεπάρκειας ή της περιορισμένης γνώσης του, έχει τη δυνατότητα να εξοικειωθεί εκ των προτέρων με τον απαιτούμενο όγκο πληροφοριών για την αποκρυπτογράφηση και εντέλει πληρέστερη απόλαυση του κειμένου.
Ένας τέτοιος αναγνώστης, λοιπόν, όποιες κι αν είναι εντέλει οι προθέσεις του, αφού μελετήσει το οπισθόφυλλο, θα εντοπίσει στη συλλογή διηγημάτων με τίτλο Largo του Γιάννη Μπαλαμπανίδη, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις, έναν αναλυτικό κατάλογο διακειμενικών αναφορών για κάθε διήγημα, υπό τον γενικό και αφηρημένο τίτλο «Σημειώσεις». Αναφορών που περιλαμβάνουν μια ευρύτατη γκάμα πολιτισμικών προϊόντων (δημοφιλείς κωμικές τηλεοπτικές σειρές, κομμάτια ροκ μουσικής, εικαστικούς πίνακες, θεωρητικά δοκίμια, κείμενα της χριστιανικής παράδοσης κ.ά.), ποικίλου γεωγραφικού στίγματος και, για τους πιο συντηρητικούς θεωρητικούς της κουλτούρας, αξίας. Χρήσιμη, πράγματι, η παράθεση των στοιχείων αυτών και ενδεικτική, αν μη τι άλλο, ενός πνεύματος που διακρίνεται από ετερόκλιτα πνευματικά ενδιαφέροντα και έχει διαμορφωθεί δίχως τα στεγανά του ελιτισμού. Έχω, όμως, την αίσθηση ότι δεν συνιστούν απαραιτήτως ερμηνευτικά κλειδιά για την κατανόηση αφανών πτυχών των διηγημάτων, ότι η παράθεσή τους δεν εξυπηρετεί τον συνήθη σκοπό ανάλογων πληροφοριακών μητρώων − άλλη είναι, θέλω να πω, η λειτουργία τους. Διότι ο συγγραφέας γνωρίζει, βέβαια, το διήγημα «Κλεμμένο γράμμα» του Έντγκαρ Άλαν Πόε (ή Πόου, για τους σχολαστικότερους)· και γνωρίζει, επίσης, καλά, αν κρίνουμε από το διήγημα «Κατμαντού», πώς να χτίζει αποτελεσματικά την πλοκή μιας αστυνομικής ιστορίας (τόσο καλά, που εντέλει, όπως θα δούμε, παραβιάζει τους κανόνες της). Γνωρίζει, επομένως, αφενός ότι ο ευφυέστερος τρόπος για να κρύψεις κάτι είναι να το τοποθετήσεις σε κοινή θέα και αφετέρου ότι στους πολυτιμότερους αρωγούς στη στρατηγική της απόκρυψης συγκαταλέγονται οι κινήσεις αποπροσανατολισμού. Και αυτό ακριβώς νομίζω ότι πράττει ο συγγραφέας, υιοθετώντας μια σαφώς ειρωνική οπτική, όπως θα επιχειρήσω να δείξω στη συνέχεια, για να σχολιάσει με λοξό τρόπο εκφάνσεις της ύστερης νεωτερικότητας, αποδυόμενος συγχρόνως σε ένα αδιάλειπτο, και εξόχως διασκεδαστικό, παιχνίδι με τον αναγνώστη.
Αναφέρθηκα μόλις σε μια διμερή στρατηγική απόκρυψης και αποπροσανατολισμού ή, καλύτερα, σε μια παιγνιώδη διαλεκτική αποκάλυψης και εξαπάτησης του αναγνώστη, εκκινώντας από το αρχείο των «Σημειώσεων». Αναμφίβολα, θα κρίναμε ότι ο συγγραφέας περιορίζεται στην υιοθέτηση ενός μάλλον επιφανειακού ή χωρίς ιδιαίτερο ερμηνευτικό βάθος τεχνάσματος αν η στρατηγική που προαναφέρθηκε αφορούσε, για παράδειγμα, τον επιμελή υπομνηματισμό του επωνύμου «Ρασταπόπουλος», που φέρει ο αστυνομικός στο διήγημα «Κατμαντού», αλλά την παράλειψη σχολιασμού του υποτιθέμενα γαλλοπρεπούς ονόματος «Λεμύ Μπουκαλιόν» του έκπτωτου ντετέκτιβ και συντρόφου του αστυνομικού, το οποίο στην πραγματικότητα υποδηλώνει, ελληνικότατα, μια κάποια ροπή προς την τρυφηλότητα, και δη τον αλκοολισμό. Όμως όχι· αλλού θα πρέπει ο αναγνώστης, ως άλλος επιθεωρητής, να αναζητήσει το πολυπόθητο ερμηνευτικό κλειδί για την επίλυση του συγγραφικού γρίφου.
Αποτολμώ, εδώ, την έκθεση της δικής μου λύσης: Διαβάζω την εναρκτήρια πρόταση του διηγήματος «Ένας κήπος», διότι νομίζω ότι εδώ, τυχαία τοποθετημένο αλλά σε καθεστώς πλήρους διαφάνειας, βρίσκεται ένα από τα πιθανά κομβικά στοιχεία: «Tο ελληνικό καλοκαίρι τα μεσημέρια, τότε δηλαδή που μετά το φαγητό όλοι κρύβονται στις κάμαρες για ύπνο προφυλαγμένοι από τον καυτό ήλιο που μεσουρανεί, είναι εκείνη η μαγική ώρα που ό,τι είναι στέρεο λιώνει και εξαερώνεται» (σ. 23). Στέκομαι, προς στιγμήν, στην ακρίβεια με την οποία αποτυπώνεται η ράθυμη συνθήκη της θερινής ραστώνης κι έπειτα ανακαλώ στη μνήμη μου το εξής απόσπασμα, που αποδίδει τη συνθήκη της «αστικής εποχής»: «Καθετί το κλειστό το στεκούμενο εξατμίζεται, καθετί που ήταν ιερό βεβηλώνεται και τέλος οι άνθρωποι αναγκάζονται ν’ αντικρύζουν με νηφάλιο μάτι τη θέση τους στη ζωή και τις αμοιβαίες σχέσεις τους». Μαρξ και Ένγκελς, από το πρώτο κεφάλαιο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου ή του Μανιφέστου για το Κομμουνιστικό Κόμμα.[1] Και, συνεκδοχικά, σε μια αλυσίδα συνειρμών, στο πλαίσιο μιας άλλης διαδικασίας «σημείωσης» (ας μην ξεχνά κανείς τη διττή σημασία του όρου), μεταφέρομαι νοερά σε ένα άλλο κείμενο, που τιτλοφορείται εμπνεόμενο από την παραπάνω φράση: στη μελέτη με τίτλο All that is Solid Melts into Air του Μάρσαλ Μπέρμαν. Πρόκειται για έργο αναφοράς για τις Κοινωνιολογικές και τις Πολιτισμικές Σπουδές, καθώς προσδιόρισε, δηλαδή ιχνηλάτησε όσο και καθόρισε, τη μεταβατική εποχή έκδοσής του, δηλαδή τις αρχές του 1980, μιας δεκαετίας κομβικής σε παγκόσμιο όσο και σε εθνικό επίπεδο − ίσως, μάλιστα, περισσότερο στις αρχές της, οπότε αρχίζει να κλιμακώνεται η αποβιομηχάνιση, παρά στην πολυσυζητημένη και αβανταδόρικη εκπνοή της. Ας τονιστεί ότι ο Μπαλαμπανίδης δεν παραλείπει να μνημειώσει την παραπάνω διαδικασία παροπλισμού της παραδοσιακής εργατικής τάξης και απόσυρσης στα του οικιακού βίου στο διήγημα «Πρόωρη συνταξιοδότηση», που διαδραματίζεται, μάλιστα, στην Ιταλία – σε αυτό το σημείο, του γεωγραφικού εντοπισμού των διηγημάτων της συλλογής, θα επανέλθω. Ξεχωρίζω, λοιπόν, με κάποιες περικοπές, το παρακάτω, αρκετά προβεβλημένο, απόσπασμα από το βιβλίο του Μπέρμαν, με το οποίο έχω την αίσθηση ότι συνομιλούν τα διηγήματα του Μπαλαμπανίδη: «Το να είσαι μοντέρνος σημαίνει να ζεις μια ζωή μέσα στην παραδοξότητα και την αντίφαση. Σημαίνει να σε υπερβαίνουν οι τεράστιοι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί που έχουν τη δύναμη να ελέγχουν και να καταστρέφουν κοινότητες, αξίες, ζωές […] σημαίνει […] να επιθυμείς να δημιουργήσεις και να κρατηθείς από κάτι μολονότι όλα γύρω σου λιώνουν».[2]
Σε αυτό το σημείο αρχίζει να ξεκλειδώνεται όχι, ασφαλώς, η συγγραφική πρόθεση, αλλά η κειμενική της πραγμάτωση, οπωσδήποτε αλλοιωμένη. Διότι, όπως μαρτυρούν και τα ακαδημαϊκά του διαπιστευτήρια, ο Μπαλαμπανίδης γνωρίζει πώς να ανατέμνει το σώμα της κοινωνικής πραγματικότητας για να εντοπίσει εστίες παθογένειας, πώς να αφουγκράζεται τον παλμό των ιστορικών εξελίξεων, πώς να σφυγμομετρά συλλογικές πολιτικές διαθέσεις, κοινωνικές αντιλήψεις, πολιτισμικές τάσεις. Και με την παρούσα συλλογή διηγημάτων του καθίσταται σαφές ότι γνωρίζει και πώς να μεταπλάθει την επιστημονική γνώση σε λογοτεχνικό μύθο, να εντάσσει την ουδέτερη πληροφορία σε γοητευτική πλοκή, να μετατρέπει μερικά σύνολα ιδιοτήτων σε πειστικούς, ολοκληρωμένους λογοτεχνικούς χαρακτήρες. Για να συνοψίσω, και για να ξαναγυρίσω στο παράθεμα του Μπέρμαν, με το Largo ο Μπαλαμπανίδης αποδεικνύει ότι γνωρίζει πώς να παρουσιάζει με λογοτεχνικό τρόπο όχι, όπως το έθεσε ο Μπέρμαν, το να είσαι μοντέρνος, συνθήκη που δείχνει πλέον να έχει παρέλθει προ πολλού, ούτε όμως και το να είσαι μεταμοντέρνος −όπως κι αν ορίζει, τελοσπάντων, κανείς αυτή την τόσο δημιουργικά ασαφή έννοια− αλλά μια επισφαλή συνθήκη μεταιχμιακότητας και μετεωρισμού μεταξύ των δύο, από τη σκοπιά ενός μετα- (με τη χρονική έννοια του όρου) μεταμοντέρνου παρόντος και υιοθετώντας μετα- (με την κριτική έννοια του όρου) αφηγηματικές τεχνικές.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο συγγραφέας δεν υπονομεύει ούτε αποδομεί, σπρωγμένος από κάποια μεταμοντέρνα ώθηση, την εδραίωση των ιεραρχικών διπόλων της νεωτερικότητας, αλλά προχωρεί στον επί ίσοις όροις συγκερασμό των αντιθετικών στοιχείων, διατηρώντας ωστόσο τη γόνιμη μεταξύ τους ένταση, κατά τρόπο ώστε να μην παράγεται διαλεκτική λύση, αλλά αμφότερα τα μέρη του διωνύμου να διαστρεβλώνονται. Παράγει, έτσι, μέσω του εκλεκτικισμού, υβριδικά ειδολογικά μορφώματα, όπως το διήγημα «Tupelo», που συγκεράζει τον νατουραλιστικό τρόμο και το αμερικανικό, ίσως κινηματογραφικό πρωτίστως, σκληρό δράμα της δεκαετίας του 1970, το «Σκριάμπιν», που εγκιβωτίζει στη ρεαλιστική αφήγηση μια μυστηριακή ιστορία με άρωμα 19ου αιώνα ή το «Κατμαντού», που επίσης εγκιβωτίζει στην αστυνομική αφήγηση ψευδοημερολογιακές καταγραφές με αγγελοπουλικές αναφορές. Έτσι, σε καθεμιά από αυτές τις περιπτώσεις, οι κανόνες που παραδοσιακά διέπουν τα είδη καταλήγουν να παραβιάζονται, κατά τρόπο ώστε ιδίως η λύση της πλοκής να προβάλλει στερούμενη κλιμάκωσης ή μη αναμενόμενη, ματαιώνοντας τις αναγνωστικές προσδοκίες.
Πάντως, ο Μπαλαμπανίδης δεν εγκαταλείπει, καταρχάς, την αναζήτηση της πιστότητας και της αληθοφάνειας, δημιουργώντας, μέσω των λεπτομερών και ακριβόλογων περιγραφών που κοπιωδώς συνθέτει, μια εντύπωση ρεαλισμού, η οποία, όμως, υπονομεύεται από μια ιδιαίτερη −και γι’ αυτό χαρακτηριστική της συγγραφικής του ιδιοπροσωπίας– στρατηγική: Στα διηγήματα του Largo, το εκφραστικό σχήμα της μεταφοράς παρουσιάζεται στην κυριολεκτική του διάσταση. Αν ο Μπέρμαν κάνει λόγο για τη δυνατότητα των γραφειοκρατικών μηχανισμών να συνθλίβουν ιδανικά, συλλογικότητες και ανθρώπους, ο Μπαλαμπανίδης, σε δύο τουλάχιστον διηγήματα, συναιρεί τον δυσλειτουργικά τυποποιημένο κόσμο της ιδιωτικής όσο και της δημόσιας εργασίας και τον πραγματικό, βιολογικό θάνατο: στο διήγημα «Mergers and Acquisitions», ένα τοπικό παράρτημα μιας εταιρείας χαρτιού παραμένει αιωνίως υπό το μεταβατικό καθεστώς της συγχώνευσης (και εδώ ας μη μας διαφεύγει άλλη μια αντίφαση, χρονικής υφής αυτή τη φορά), καθώς το προσωπικό αρχίζει σταδιακά να εξολοθρεύεται, ενώ στο διήγημα «Ωράριο εργασίας» ο αποθανών δημόσιος υπάλληλος συνεχίζει απαράλλακτη την εργασιακή του ρουτίνα, ενόσω προχωρεί η σαρκική του αποσύνθεση.
Παρατηρούμε, επομένως, ότι αν στην πρώιμη νεωτερικότητα, όπως το έθεσε ο Μαρξ, «καθετί το κλειστό και το στεκούμενο εξατμίζεται», συμπεριλαμβανομένης της υποκειμενικότητας και της αίσθησης του εαυτού, και, όπως το έθεσε ο Μπέρμαν, από τη σκοπιά, πια, της όψιμης νεωτερικότητας, «όλα γύρω σου λιώνουν», στην παρούσα συλλογή διηγημάτων δεν αποτυπώνεται ο διασκορπισμός και η αποκέντρωση του υποκειμένου, αλλά ο πλήρης, και βιολογικός, αφανισμός του∙ παραφράζοντας τον Μπέρμαν, θα λέγαμε ότι «όλα μέσα σου τελειώνουν». Ένα «σου», ασφαλώς, ταξικά προσδιορισμένο, διότι ο συγγραφέας, εξ επαγγέλματος και εκ κοινωνικής ευφυίας, αντιλαμβάνεται ότι η διάλυση των σταθερών αφορά πρωτίστως, πλέον, τη μεσαία τάξη – η εργατική είχε από καιρό, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, παροπλιστεί, καθώς είχε υποχρεωθεί να υποστεί την αντικατάσταση της εξωστρεφούς εργασιακής ρουτίνας με την εγκαταβίωση στον χώρο του ιδιωτικού και της οικιακότητας, πεδία κατεξοχήν αστικά.
Σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο του συγκερασμού ετερογενών στοιχείων, στρατηγική που, όπως ήδη επισημάνθηκε, χαρακτηρίζει τη γραφή του Μπαλαμπανίδη και σε επίπεδο θεματικής, όχι μόνο η εργασία, δραστηριότητα κατεξοχήν παραγωγική, αλλά και ο έρωτας, πεδίο −θεωρητικά, τουλάχιστον− ζωογόνο, καταλήγει, στις ποικίλες εκδοχές του, να διαπλέκεται με τον θάνατο, σε τρία μάλιστα διηγήματα της συλλογής (αναφέρομαι στο «Χορευτό», στην «Αγρύπνια στο Τουπέλο» και στον «Ένα όμηρο»), εκ των οποίων, μάλιστα, τα δύο, το «Χορευτό» και ο «Ένας όμηρος», πλαισιώνουν τη συλλογή. Στην πρώτη ιστορία, βέβαια, η απρόσμενη, έντονα τραυματική, στιγμή οδηγεί στην εμφάνιση μιας φασματικής μορφής που καταδικάζεται ή επιθυμεί (ή καταδικάζεται να επιθυμεί) να επαναλαμβάνει ακριβώς την αγωνιώδη σκηνή, δίχως όμως να βρίσκει λύτρωση μέσω της αφήγησης. Αντιθέτως, στην καταληκτική ιστορία, η υπέρβαση της απώλειας επιτυγχάνεται, και κατά συνέπεια ο θάνατος επέρχεται ή, αλλιώς, το φάσμα ξορκίζεται και η μελαγχολία, με ψυχαναλυτικούς όρους, υπερβαίνεται, όταν το απωλεσθέν αντικείμενο του έρωτα επανέρχεται στη ζωή, σε νεότερη όμως ηλικία, για να μετατρέψει τον έρωτα σε φροντίδα, και άρα σε αγάπη. Είναι, επίσης, φανερό ότι ο θάνατος, παρά την φαινομενικά αναφορική του λειτουργία εντός των αφηγηματικών συμφραζομένων, θα όφειλε μάλλον να εννοηθεί με όρους ποιητικότητας – δηλαδή, ως ενδιάμεσο στάδιο εξαφάνισης πριν την επερχόμενη μεταμόρφωση. Διότι, στο διήγημα «Ο προορισμός ενός νησιού», πώς αλλιώς θα έπρεπε να εννοηθεί η σταδιακή απώλεια των μνημονικών τόπων του Χαγιάο και η ανησυχία που του προκαλεί, αν όχι, για να ξαναγυρίσουμε στον Μπέρμαν, ως επιθυμία «να κρατηθείς από κάτι μολονότι όλα γύρω σου λιώνουν» αλλά συγχρόνως και ως γνώση ότι αυτή η επιθυμία είναι ανέφικτη; Και πώς θα έπρεπε να εννοηθεί ο συγγραφέας, αν όχι ως άλλος, μπενγιαμινικής κοπής και αυτός, «Άγγελος Νόβος», όπως στο ομώνυμο διήγημα, που επιμένει να ατενίζει το καταστροφικό παρελθόν, δηλαδή να το συντηρεί στο παρόν ως μη ευλογοφανές ενδεχόμενο, παρά την ασυμβατότητά τους, τρέφοντας έτσι ό,τι προβάλλει ως κειμενική παραδοξότητα;
Κλείνοντας, έχει, νομίζω, σημασία να τονιστεί ένα ακόμη σημείο που καθιστά την πρώτη πεζογραφική απόπειρα του Μπαλαμπανίδη τουλάχιστον αξιοσημείωτη για την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή· πρόκειται για τον κοσμοπολιτισμό από τον οποίο διέπονται τα διηγήματα της συλλογής. Σταχυολογώ πρόχειρα: Ιαπωνία, Ιταλία, Σκωτία, Σκράντον της Πενσυλβάνια, ενώ ακόμη και όσα διηγήματα εκτυλίσσονται εντός της ελληνικής επικράτειας είναι πλήρως αποκαθαρμένα από ηθογραφικές ή ηθογραφίζουσες αναφορές που τόσο συχνά διανθίζουν (ή μαστίζουν) τα εγχώρια διηγηματογραφικά δεδομένα. Συναιρώντας, επομένως, γόνιμα την αναγνωστική παραπλάνηση και την περιπλάνηση, ο Μπαλαμπανίδης εισβάλλει με αποφασιστικότητα στην επικράτεια της λογοτεχνίας και ξανοίγεται με επιδεξιότητα στα βαθιά, δηλαδή… al largo.
[1] Το απόσπασμα προέρχεται από την έκδοση Καρλ Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1984, σ. 23.
[2] Marshall Burman, All That Is Solid Melts Into Air. The Experience of Modernity, Verso, Λονδίνο – Νέα Υόρκη, 1983, σ. 13. Η μετάφραση είναι δική μου.
Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Largo, Πόλις, 2020