Ένας σαρκαστικός Ντοστογιέφσκι, το Θέατρο του Βουνού και ο υπαρξιακός μονόλογος της Μαρίας Λαϊνά (της Όλγας Σελλά)

0
585
Μαγικά Βουνά

της Όλγας Σελλά

Πλησιάζοντας στο ψυχολογικό και εθιμικό όριο του τέλους της κάθε θεατρικής σεζόν, την Κυριακή των Βαΐων, η αναμονή των μεγάλων παραγωγών μειώνεται με γεωμετρική πρόοδο. Και είναι η περίοδος που αναζητούν το χώρο και την προσοχή μας οι μικρότερες δουλειές, νέων καλλιτεχνών ή παλαιότερων που θέλουν να παρουσιάσουν την πρότασή τους, την ιδέα τους, κάτι που χρόνια λαχταρούν ή ονειρεύονται να δείξουν. Όπως καταλαβαίνετε, είναι ατελείωτος ο κατάλογος αυτού του είδους των θεατρικών προτάσεων αυτής της περιόδου. Κι αν κάτι παρατηρώ, είναι ότι μέχρι πριν λίγα χρόνια, αυτές οι προτάσεις συνωστίζονταν μέσα στον Μάιο, αμέσως μετά το Πάσχα δηλαδή.  Τώρα, αδιάψευστο δείγμα της μεγάλης θεατρικής προσφοράς, είναι ότι οι μικρότερες παραγωγές, είτε από ομάδες είτε από αυτοτελείς προτάσεις ή συνεργασίες καλλιτεχνών, απλώνονται από τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο μέχρι τον Μάιο.

Ποια είναι τα κριτήρια για να επιλέξουμε ποιες απ’ όλες αυτές τις προτάσεις θα δούμε; Ποικίλλουν κι αυτά. Το κείμενο, ο σκηνοθέτης, η συνολική πρόταση…  Σε τρεις από αυτές τις προτάσεις θα σταθώ σήμερα. Εντελώς διαφορετικού ύφους και περιεχομένου, εντελώς διαφορετικής θεατρικής γλώσσας, αλλά όλες είχαν κάτι για να με κινητοποιήσουν. Η πρώτη είναι η θεατρική μεταφορά ενός σχετικά άγνωστου διηγήματος του  Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, με τίτλο «Ο κροκόδειλος», που σκηνοθετούν στο θέατρο «Πόρτα», οι δίδυμοι Ορέστης και Δημήτρης Σταυρόπουλος, απόφοιτοι της Σχολής Σκηνοθεσίας του Εθνικού Θεάτρου. Η δεύτερη παράσταση επιχειρεί να μας μεταφέρει στη Λαϊκή Σκηνή του Γιώργου Κοτζιούλα και στο Θέατρο του Βουνού, στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης. Τίτλος του έργου «Τα μαγικά βουνά». Τη σκηνοθεσία και τη δραματουργία υπογράφουν ο Δημήτρης Αγαρτζίδης και η Δέσποινα Αναστάσογλου και παρουσιάζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Η τρίτη πρόταση-παράσταση είναι ένα θεατρικό κείμενο της πρόσφατα χαμένης ποιήτριας Μαρίας Λαϊνά με τίτλο «Το φαγητό», που παρουσιάζεται στο ΠΛΥΦΑ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιόλιου. Η σειρά παρουσίασης δεν είναι αξιολογική, αλλά είναι αυτή με την οποία τα παρακολούθησα.

Ένας ακόρεστος «κροκόδειλος»

Είναι «η ιστορία ενός κυρίου κάποιας ηλικίας και κάποιου παρουσιαστικού που τον κατάπιε ο κροκόδειλος», μας εξηγεί, με συστολή και αμηχανία, ο ηθοποιός που έχει τον ρόλο του αφηγήτή, ο Σεμιόν, ο φίλος του Ιβάν Ματβιέιτς που τον κατάπιε ο κροκόδειλος. Όλα ξεκίνησαν ένα πρωινό του 1865 στην Αγία Πετρούπολη, όταν ο Ιβάν Ματβιέιτς με τη σύζυγό του Γιελιένα Ιβάνοβνα πήγαν βόλτα στο πάρκο και ένας κροκόδειλος-έκθεμα κινεί το ενδιαφέρον του Ιβάν. Τον περιεργάζεται και επειδή δεν αντιδρά αποφασίζει να μπει μέσα στο στόμα του! Κι ο κροκόδειλος αντιδρά και τον… καταπίνει. Κι ο Ιβάν γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη αξιοθέατο και επιχειρηματικό προϊόν, (αφού κάπου στην άκρη υπάρχει και ένας Γερμανός μάνατζερ που αξιοποιεί την απρόσμενη εξέλιξη), που δίνει νέο περιεχόμενο στη μέχρι τότε πεζή και αδιάφορη ζωή του φτωχού υπαλλήλου. Ο Ορέστης και ο Δημήτρης Σταυρόπουλος διασκεύασαν εύστοχα αυτό το πανέξυπνο κείμενο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, με το οξύ και πικρό χιούμορ, εντάσσοντας στοιχεία που είναι σήμερα οικεία, όπως την επιχειρηματικότητα, το κυνήγι του κέρδους, τη γραφειοκρατία, την επιπόλαιη έκφραση άποψης και γνώμης ή αρμοδιότητας. Κι έτσι το τεράστιο στόμα του κροκόδειλου συμβολίζει μ’ έναν πανέξυπνο τρόπο «το σπηλαιώδες στόμιο της ασυναρτησίας, του παράλογου, του φαίνεσθαι», της απόλυτης εμπορευματοποίησης, της οποιασδήποτε παράλογης κατάστασης που επιβάλλεται ως μόδα. Ένα κείμενο μέσω του οποίου ο Ντοστογιέφσκι δεν συνομιλεί απλώς με τους ομότεχνους της εποχής του, αλλά εξακολουθεί να επηρεάζει και τους επιγόνους του. Είμαι σίγουρη ότι ο ταλαντούχος Ρώσος θεατρικός συγγραφέας Ντμίτρι Ντανίλoφ έχει πολύ επηρεαστεί από το ύφος αυτού του διηγήματος.

Οι δύο νεαροί σκηνοθέτες έστησαν μια ολοκληρωμένη παράσταση με ρυθμό, με χιούμορ, καθοδήγησαν εύστοχα τους ηθοποιούς τους και ανέδειξαν έξυπνα τον σουρεαλισμό, το χιούμορ και την πικρή μελαγχολία του κειμένου, υποσχόμενοι μια ενδιαφέρουσα πορεία στη συνέχεια. Θα μπορούσα να διακρίνω επιρροές (είναι απολύτως λογικό να υπάρχουν) από το σκηνοθετικό ύφος του Γιώργου Κουτλή (είναι άλλωστε ένα κείμενο που και σ’ εκείνον θα ταίριαζε πολύ), αλλά και στοιχείων της Λένας Κιτσοπούλου, σε άλλο τόνο και κλίμακα. Σίγουρα υπήρχαν στοιχεία που δεν «χωνεύτηκαν» απολύτως, μέσα στη σπουδή των σκηνοθετών να χωρέσουν όσο περισσότερα σχόλια για το σήμερα μπορούσαν (π.χ. η αναφορά στο διάστημα και στην CCCP προς το τέλος της παράστασης, ήταν κάπως στον αέρα, παρότι αντιληπτή η πρόθεση). Οι ηθοποιοί εντάχθηκαν και υπηρέτησαν το κλίμα και το ύφος της παράστασης, με πιο αδύναμη την ερμηνεία της Ερατώς Μανδαλενάκη. Μια ευχάριστη πρόταση, ένα ωραίο και έξυπνο κείμενο, μια παράσταση με άξονα και χιούμορ, παρότι παραπάνω πυκνή σε συμβολισμούς απ’ όσο άντεχε.

Η ταυτότητα της παράστασης

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Σταυρόπουλος, Ορέστης Σταυρόπουλος, Σκηνογραφία: Ελένη Νανοπούλου, Ενδυματολογία: Όλγα Ευαγγελίδου, Σχεδιασμός Φωτισμών: Νίκος Βλασόπουλος, Πρωτότυπη Μουσική & Σχεδιασμός Ήχου: Δήμος Βρύζας, Βοηθός Σκηνοθετών: Ειρήνη Λαμπρινοπούλου, Φωτογραφίες: Karol Jarek

Παίζουν οι ηθοποιοί (αλφαβητικά): Λάμπρος Γραμματικός, Ερατώ Μανδαλενάκη, Μαρία Μοσχούρη, Αντώνης Χρήστου

Θέατρο «Πόρτα» (Μεσογείων 59)

Δευτέρα και Τρίτη στις 9μ.μ.

 

 

Το Θέατρο του Νέου Κόσμου στεγάζει το Θέατρο του Βουνού

Ήμουν εξαρχής πολύ περίεργη. Γιατί ο Δημήτρης Αγαρτζίδης και η Δέσποινα Αναστάσογλου επέλεξαν το θεατρικό σύμπαν του Γιώργου Κοτζιούλα, του δημιουργού της Λαϊκής Σκηνής στα χρόνια του ΕΛΑΣ και στα βουνά της Ηπείρου; Αναμφίβολα έχει ιστορικό ενδιαφέρον η πρόταση, μιας που πρώτη φορά παρουσιάζεται αυτή η ιδιαίτερη πτυχή της ιστορίας του σύγχρονου θεάτρου, που έμεινε γνωστή ως το Θέατρο του Βουνού, και βοήθησε εκείνη την περίοδο στην ανάταση και στην έμπνευση των ανθρώπων που μετείχαν στην Εθνική Αντίσταση ή στη στράτευση όσων δεν μετείχαν. Ασφαλώς ήταν στρατευμένη τέχνη, ασφαλώς λειτούργησε διαφωτιστικά, καθοδηγητικά και προπαγανδιστικά. Αλλά ταυτόχρονα έκανε και τομές. Ανέβασε στη σκηνή γυναίκες, που δεν το είχαν καν φανταστεί πριν, μείωσε ή απάλειψε τις προκαταλήψεις για τους ανθρώπους του θεάτρου, και, φυσικά, έδειξε σε ανθρώπους απομακρυσμένων περιοχών μιαν τέχνη που ίσως δεν είχαν δει ποτέ.

Ο Δημήτρης Αγαρτζίδης και η Δέσποινα Αναστάσογλου συνέδεσαν αποσπάσματα από τα θεατρικά έργα του Γιώργου Κοτζιούλα (κυρίως από το «Ξύπνα Ραγιά»), από συνεντεύξεις του, από αυτοβιογραφικά του κείμενα και επιχείρησαν να ζωντανέψουν τη συνθήκη μιας εποχής, δίνοντάς της τον τίτλο «Τα μαγικά βουνά». Σκηνή, το δάσος στο χωριό Βουργαρέλι της Πίνδου, εκεί όπου πρωτοπαίχτηκαν τα έργα. Και σκηνικά αντικείμενα τα λιγοστά ευρισκόμενα: μερικές φλοκάτες, μπόγος με ρούχα, κάποιες σκαλωσιές, εργαλεία. Και το χωνί. Ο τρόπος επικοινωνίας και ενημέρωσης.

Η ομάδα Elephas tiliensis προσπάθησε να αναβιώσει τη συνθήκη, τις συνθήκες, τη ντοπιολαλιά, αλλά και συνδέσει, λίγο υπερβολικά είναι αλήθεια, το τότε με το σήμερα. Και σε ό,τι αφορά τη θέση της γυναίκας ή την τέχνη του θεάτρου. Προσπάθησαν να δείξουν μια συνθήκη αναβίωσης των παραστάσεων, της ατμόσφαιρας και του πολιτισμικού πλαισίου της εποχής, αλαφραίνοντας με μεγάλες δόσεις χιούμορ -που κάποιες φορές άγγιζε το γκροτέσκο- τις δύσκολες πραγματικές συνθήκες του τότε. Οι συντελεστές της παράστασης προσέγγισαν με σεβασμό και αγάπη την περίοδο και τα κείμενα του Γ. Κοτζιούλα. Δεν γνωρίζω πόσα στοιχεία έχουμε για τις πραγματικές συνθήκες και το κλίμα των παραστάσεων της Λαϊκής Σκηνής, πέρα από τις μαρτυρίες και κάποιες λιγοστές φωτογραφίες. Η παράσταση του Δημήτρη Αγαρτζίδη και της Δέσποινας Αναστάσογλου, τόνισε παραπάνω τα φολκλόρ στοιχεία, δίνοντας την εικόνα και την αίσθηση μιας αναβίωσης και μια εικόνα εξιδανίκευσης της εποχής και των συνθηκών. Η μουσική, που υπήρχε έντονα και ενεργά, υπογράμμισε τον χαρακτήρα χαράς, κεφιού, αποφασιστικότητας και ξεσηκωμού που ήθελαν να τονίσουν οι συντελεστές. Από τους ηθοποιούς, όλοι μετείχαν και υποστήριξαν τον σκηνοθετικό άξονα, αλλά ο Άρης Λάσκος, ήταν πραγματικά απολαυστικός και αεικίνητος, υπηρετώντας το ύφος που επέλεξαν οι σκηνοθέτες, ενώ πολύ πειστική στη συνθήκη της παράστασης ήταν η Δέσποινα Αναστάσογλου.

Αναμφίβολα ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα, που ζωντάνεψε ένα μυθικό κομμάτι της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου, που προσπάθησε να αγγίξει και τα επί και τα εκτός της Λαϊκής Σκηνής και τις συνθήκες της εποχής. Ήταν μια ιδιαίτερου ύφους παράσταση, γιατί πατούσε πάνω σε δεδομένα και μαρτυρίες άλλης εποχής, αλλά δεν ήταν θέατρο-ντοκουμέντο, ούτε ακριβώς αναβίωση, αφού δεν υπάρχει μια ολοκληρωμένη εικόνα που ξαναστήθηκε. Ίσως θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω «ιστορικό θέατρο», κατ’ αναλογία με τον όρο «ιστορική λογοτεχνία». Πέρα από την ονοματοδοσία του εγχειρήματος, ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση.

Η ταυτότητα της παράστασης

Κείμενα: Γιώργος Κοτζιούλας και ο θίασος, Σκηνοθεσία – Δραματουργία: Δημήτρης Αγαρτζίδης, Δέσποινα Αναστάσογλου, Σκηνικά – Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού, Σχεδιασμός φωτισμών: Ναυσικά Χριστοδουλάκου, Επιμέλεια κίνησης – τεχνική Alexander: Δέσποινα Αναστάσογλου, Δραματολόγος: Ρόζυ Δούνια, Επιστημονικός σύμβουλος: Παναγιώτης Μιχαλόπουλος, Μουσική, μουσική διδασκαλία: Χρίστος Θεοδώρου, Α’ βοηθός σκηνοθέτη: Ρόζυ Δούνια, Β’ βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Γκιώνη, Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας, Μουσική επιμέλεια: Δημήτρης Αγαρτζίδης, Δέσποινα Αναστάσογλου, Βοηθός Σκηνογράφου/Ενδυματολόγου: Νικόλ Οικονομίδη

 

 

Παίζουν: Δημήτρης Αγαρτζίδης, Δέσποινα Αναστάσογλου, Μαρκέλλα Γιαννάτου, Άρης Λάσκος, Βίκυ Κατσικα

Θέατρο του Νέου Κόσμου (Αντισθένους 7 και Θαρύπου, Νέος Κόσμος).

Μέρες και ώρες παραστάσεων:

Παρασκευή 9μ.μ., Σάββατο 9.15μ.μ., Κυριακή 6.30μ.μ.

 

«Το φαγητό». Για τι ακριβώς πεινάμε;

Η προετοιμασία έχει ξεκινήσει πριν από την είσοδό μας στη σκηνή. Οι συντελεστές της παράστασης έχουν στήσει μια φιλική ατμόσφαιρα πάρτι, συναναστροφής, παρέας. Έτσι κι αλλιώς για «Φαγητό» ετοιμαζόμαστε. Ένα διαφορετικό φαγητό όμως. Μια διαφορετική παράσταση πάνω στο κείμενο-μονόλογο της Μαρίας Λαϊνά με τίτλο «Το φαγητό». Και η παράσταση στο ΠΛΥΦΑ αρχίζει. Δύο άνθρωποι σ’  έναν χώρο σχεδόν άδειο -μόνο μερικές καρέκλες υπάρχουν που τις μεταφέρουν οι δύο ηθοποιοί εδώ, λίγο πιο εδώ, λίγο πιο εκεί. Ο ψυχαναγκασμός της τελειότητας πριν από μια συνάντηση. Και μετά ακούγεται ο θόρυβος των συζητήσεων που καλύπτουν η μία την άλλη σ’ έναν χώρο με πολλούς ανθρώπους, σ’ ένα εστιατόριο π.χ. Και μετά αρχίζουν οι δύο ηθοποιοί, ο Σταύρος Λιλικάκης και ο Δημήτρης Λιόλιος (που σκηνοθετεί την παράσταση) να μιλάνε με πάθος, με απελπισία, με υστερία σχεδόν. Για τη φαντασίωση της επιθυμίας, της γεύσης, του πάθους, της βιωματικής απόλαυσης. Του φαγητού; Και του φαγητού. Αλλά και του έρωτα, και της τέχνης, και της συναναστροφής, και της απόλαυσης που κάθε ένα από αυτά προσφέρουν. Και σαν ριπές ακούγονται οι λέξεις της Μαρίας Λαϊνά: «Κανείς δεν θέλει να τρώει μόνος του». «Το φαγητό πάει χαμένο σ’ εκείνους που βιάζονται». «Θρέφαμε κι οι δυο καλά την αγάπη μας». «Συγκρότηση και επάρκεια δηλώνει να τρως με άλλους».

Ένα χειμαρρώδες και ιδιαίτερο κείμενο, πληθωρικό, σαρκαστικό, ειρωνικό, αυτοσαρκαστικό, γεμάτο παιχνίδια με τις λέξεις, με τις έννοιες, με τα πρόσωπα. Ένα κείμενο που δύσκολα μπορεί να το φανταστεί κανείς να ανεβαίνει στη σκηνή. Όμως ο Δημήτρης Λιόλιος για δεύτερη φορά (η πρώτη ήταν τη σεζόν 2018-2019) το προσεγγίζει, ζωντανεύοντας επί σκηνής τις λέξεις της Μαρίας Λαϊνά, μ’ έναν τρόπο ταιριαστό, εύστροφο, στήνοντας μια μεταμοντέρνα θεατρική συνθήκη, για ένα μεταμοντέρνο κείμενο. Που αγγίζει μ’ έναν ασθματικό, πληθωρικό και λογοτεχνικό τρόπο τις ανάγκες του σώματος και της ψυχής. Τις ανάγκες της ύπαρξης, την αγωνία της μοναξιάς, τα πάθη, την αυτοκαταστροφή, τη βία εντέλει. Εξαιτίας του φόβου όλα.

Η συνομιλία των δύο (που ήταν ένας και διαχωρίστηκε; Των δύο εαυτών; Των δύο φωνών που κουβαλάμε;) καλλιτεχνών στη σκηνή ήταν απολύτως ταιριαστή, δεδομένου ότι είναι μια παράσταση υψηλής σκηνικής θερμοκρασίας και ισορροπίας. Μια πολύ ενδιαφέρουσα –συνολικά- προσέγγιση, ενός πολύ ενδιαφέροντος όσο και εν πολλοίς άγνωστου κειμένου της Μαρίας Λαϊνά.

Η ταυτότητα της παράστασης

Κείμενο: Μαρία Λαϊνά, Σκηνοθεσία | Δραματουργική επεξεργασία: Δημήτρης Λιόλιος

Ηχητικός σχεδιασμός | Μουσική σύνθεση: Σταύρος Μαρκάλας, Κίνηση: Γιάννης Νικολαΐδης, Επιμέλεια σκηνογραφίας: Αλέγια Παπαγεωργίου, Κοστούμια: Απόστολος  Μητρόπουλος, Φωτισμοί: Δημήτρης  Μπαλτάς, Καλλιτεχνικός συνεργάτης | Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτης Καφούσιας, Φωτογραφίες: Γιώργος Στριφτάρης

Παραγωγή: d.l.p.

 

Παίζουν: Σταύρος Λιλικάκης,  Δημήτρης Λιόλιος

 

ΠΛΥΦΑ, Κτίριο 7Γ (Κορυτσάς 39, Βοτανικός).

Επόμενες παραστάσεις: 22, 23, 29, 30 Μαρτίου. Στις 9.15μ.μ.

Προηγούμενο άρθροΣε διεθνές σχολικό περιβάλλον  (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθροΙζαμπέλ Τρενόν: γράφω σα να είμαι σε διακοπές στη Νάξο (συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ