της Όλγας Σελλά
Μην προσπαθήσετε να απομνημονεύσετε το τίτλο του έργου του Ματέι Βίζνιεκ, που αυτή την περίοδο παίζεται στο θέατρο «Μπέλλος», στην Πλάκα. Έτσι κι αλλιώς του αρέσουν οι παράξενοι και μακρόσυρτοι τίτλοι στα θεατρικά έργα που γράφει ο Ρουμάνος θεατρικός συγγραφέας που από το 1987 κατέφυγε, ζει και εργάζεται στο Παρίσι και γράφει στα γαλλικά, αλλά συνεχίζει να εμπνέεται από την ιστορία της πατρίδας του. Ο τίτλος λοιπόν του έργου, που αυτή τη σεζόν παρουσιάζεται στο θέατρο «Μπέλλος», γράφτηκε περίπου 20 χρόνια πριν και το 2009 απέσπασε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ της Αβινιόν είναι «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα». Ένα έργο κατευθείαν απόγονος του επίσης Ρουμάνου Ευγένιου Ιονέσκο, τον οποίο ο Ματέι Βίζνιεκ (γεννήθηκε το 1956) πρωτοδιάβασε στα δεκαέξι του χρόνια και «η έκπληξη δεν ήταν μεγάλη, γιατί αμέσως σκέφτηκα ότι αυτά που διηγείται ο Ιονέσκο, εγώ τα ζω», έλεγε αργότερα. Ένα έργο που μέσα από τις ελευθερίες και τις ανάσες που δίνει ο σουρεαλισμός και το θέατρο του παραλόγου καταπιάνεται με πολύ δύσκολα θέματα, μ’ έναν τρόπο συγκινητικά θεατρικό: με την ιστορία των εθνικισμών, των συγκρούσεων, των πολέμων, των ερειπίων, των νέων συνόρων και των νεκρών στα Βαλκάνια, παρότι πολύ εύκολα ο νους του θεατή μπορεί να πάει σε οποιονδήποτε πόλεμο, σε οποιαδήποτε ερείπια, σε οποιουσδήποτε ανθρώπους που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, την ιστορία τους, σε οποιουσδήποτε που αναζητούν τους νεκρούς τους απλώς για να τους θάψουν. Ένα έργο που εμπνεύστηκε ο Ματέι Βίζνιεκ με αφορμή τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και που μια ομάδα νέων ανθρώπων, που ανέστησε το θέατρο «Μπέλλος» πριν από δύο χρόνια, η ομάδα The Young Quill και η σκηνοθέτιδα Αικατερίνη Παπαγεωργίου προσέγγισαν με τόλμη, σεβασμό και έμπνευση.
Η ιστορία είναι απλή, σπαρακτική, αλλά και τόσο συχνή: ο Βίγκαν (Δημήτρης Πετρόπουλος) και η Γιάσμινσκα (Μάνια Παπαδημητρίου) επιστρέφουν στο γκρεμισμένο και καμένο σπίτι τους μετά τη λήξη του εμφυλίου, κι αφού νέα σύνορα έχουν χαραχθεί και νέοι γείτονες ζουν δίπλα τους (έποικοι) και αναζητούν τα οστά του νεκρού γιου του, του Βίμπκο (Τάσος Λέκκας). Η παράσταση όμως δεν ξεκινάει από αυτό το σημείο. Ξεκινάει από μια βραδιά συγκρούσεων όπου δύο άνθρωποι, που βρίζονται με αγάπη (ναι, είναι δυνατόν), με τρομερή προσοχή και απίστευτο κίνδυνο προσπαθούν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον. Είναι ο Βίμπκο, που παίζει φυσαρμόνικα για συνθηματικό, και ο άντρας της αδελφής του, ο Στάνκο (Αλέξανδρος Βάρθης) που βρίσκονται σε διαφορετικά στρατόπεδα. Η γυναίκα του Στάνκο μόλις έχει γεννήσει και ο Βίμπκο, η πλευρά του οποίου μάλλον έχει το πάνω χέρι, τους φέρνει κρυφά γάλα σκόνη και τα χρειαζούμενα για το νεογέννητο. Μέσα σε μια σκηνή, οι οικογένειες που χωρίζονται, το μίσος που γεννιέται –μαζί με τα μωρά-, τα συναισθήματα που στραγγαλίζονται. Και είναι η τελευταία φορά που βλέπουμε τον Βίμπκο ζωντανό.
Και μετά στη σκηνή του «Μπέλλος», σε σκηνή μαγικού ρεαλισμού, βλέπουμε φιγούρες στα μαύρα, με μάσκες διπλής όψης, και η επιφάνειά τους δεν είναι γύψινη, αλλά πλεκτή, από σεμεδάκια. Μια συνομιλία με τις παραδόσεις, με τον πολιτισμό της καθημερινότητας ανθρώπων που θρηνούν. Και τους υποδέχεται, με ξύλινη αυταρχική γλώσσα, η νέα αρχή του τόπου, του νέου τόπου, που ήταν ο παλιός τους τόπος (οι αλλεπάλληλες ιστορίες των μετακινήσεων και των αναμίξεων). Και γυρνούν σε σπίτια γκρεμισμένα και καμένα. Και οι γονείς του Βίμπκο μαζί. Η σκηνική απεικόνιση του κουτσού τραπεζιού και του τρίτου πιάτου που πάντα στρώνεται πάνω του (το πιάτο για τον Βίμπκο πάντα γλιστράει και σπάει) είναι από τις πιο λιτές, τις πιο σπαρακτικές, τις πιο εύγλωττες. Δυο τσακισμένοι άνθρωποι –με το σώμα τους παρά με τις λέξεις ερμηνεύουν το ρήμαγμα και την αξιοπρέπειά τους η Μάνια Παπαδημητρίου και ο Δημήτρης Πετρόπουλος. Και εμφανίζεται ο νέος γείτονας (Αλέξανδρος Βάρθης, απολαυστικός μέσα στην κυνική του αυτάρκεια), ο έποικος, αυτός που όλα τα πουλάει και για όλα έχει ένα προϊόν να πουλήσει, που απέκτησε ένα νέο σπίτι «και τα σύνορα περνάνε μέσα από τον κήπο μας». Τα νέα ήθη, οι νέες φαντασιώσεις, οι νέες αξίες, η αγορά, το κέρδος.
Και λίγο αργότερα εμφανίζεται η αδελφή του Βίμπκο, η Ίντα (Ελίζα Σκολίδη) που δεν ζει εκεί, αλλά κάπου στην Ιταλία, θύμα κυκλώματος trafficking, που ενώ κάνει pole dance ψιθυρίζει ένα δημοτικό τραγούδι του τόπου της, που θυμίζει τον «Αμάραντο». Και είναι με το δικό της εισόδημα που ζουν οι γέροι γονείς της, που συνεχίζουν να ψάχνουν τα οστά του Βίμπκο. Ψάχνοντας όμως πέφτουν σε άλλα οστά, παλιότερα, ή σε απομεινάρια στρατιωτών από άλλους πολέμους και μ’ έναν περίεργο τρόπο, άκρως θεατρικό, οι νεκροί αφηγούνται την ιστορία. Όχι μόνο την πρόσφατη, αλλά και την παλαιότερη. Και έτσι, σουρεαλιστικά και παράλογα, ο Ματέι Βίζνιεκ περιγράφει συναρπαστικά την ιστορία των Βαλκανίων ως θέατρο πολέμων από πολύ παλιά, εμφύλιων και μη και ως πεδίο καταστροφών, μετακινήσεων, νέων συνόρων, νέων παθών. Και δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο, πότε με αδυσώπητο χιούμορ, πότε με ανελέητη ειλικρίνεια. Τους ανθρωπότυπους που υπάρχουν σε κάθε κοινωνία, και σε πόλεμο και σε ειρήνη, που πατούν στην ανάγκη των άλλων, που κερδίζουν από τον πόνο τους, που χαίρονται με την καταστροφή τους. Τις ανελευθερίες του υπαρκτού σοσιαλισμού και τις ψευδαισθήσεις ευδαιμονίας που υπόσχεται η Δύση. Τη δηλητηρίαση των σχέσεων της καθημερινής συνύπαρξης των ανθρώπων από τους σχεδιασμούς των πολέμων. Τα βρώμικα κυκλώματα που εκμεταλλεύονται τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Τον τρόπο που μαθαίνουν να συνεχίζουν τη ζωή τους.
Κι όλα αυτά τα πολλά, τα θλιβερά και τα πολύπλοκα της Ιστορίας και της ιστορίας του Ματέι Βίζνιεκ, τα πήρε η Αικατερίνη Παπαγεωργίου και τα ζωντάνεψε στη σκηνή με μια θαυμαστή ισορροπία, ευαισθησία και θεατρικότητα. Με σκηνικά που μοιάζουν υποτυπώδη, αλλά είναι πλήρως ενταγμένα στη γλώσσα του θεάτρου, που ζωντανεύουν όλα τα σουρεαλιστικά στοιχεία του κειμένου και με ερμηνείες καθηλωτικές στους πολλαπλούς ρόλους που όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης έπαιξαν. Δεν ξεχωρίζω κανέναν, σε κανέναν από τους ρόλους τους. Τον Τάσο Λέκκα που ήταν ο Βίμπκο και η τραβεστί φίλη της Ίντα, τον Αλέξανδρο Βάρθη που ήταν ο νέος γείτονας και η νέα αρχή του νέου κράτους, την Ελίζα Σκολίδη που τη μια στιγμή έκανε pole dance και την άλλη ήταν η γριά, καμπουριασμένη και κακιασμένη, γειτόνισσα των γονιών της, τη Μάνια Παπαδημητρίου που ήταν η μάνα του Βίμπκο και η πατρόνα της Ίντα και τον Δημήτρη Πετρόπουλο, τον πατέρα, που με τις μονολεκτικές του απαντήσεις είπε τόσα πολλά…
Ήταν ένα εξαιρετικό σύγχρονο πολιτικό θεατρικό έργο, (ίσως από τα καλύτερα που έχω δει τελευταία, αν και δεν υπάρχει και μεγάλη προσφορά), που περπάτησε με γνώση, ευαισθησία, πικρό σαρκασμό, σουρεαλισμό και την ποίηση του μαγικού ρεαλισμού στην πυκνή ιστορία των Βαλκανίων, στην ιστορία των άγνωστων γειτόνων μας, στην ιστορία των πολέμων της, των χιλιάδων νεκρών της, των παλαιών και των νέων κρατών της. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος που μετέφερε σε ελληνική σκηνή το έργο του Ματέι Βίζνιεκ ήταν ο σκηνοθέτης και θεατρολόγος Νικηφόρος Παπανδρέου, ο οποίος παρουσίασε αυτό το ίδιο έργο το 2007 στην Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, στη Θεσσαλονίκη, στην πόλη που νιώθει πιο άμεσα την ανάσα των Βαλκανίων και είναι περισσότερο ζυμωμένη πολιτισμικά με τους Βαλκάνιους γείτονές μας.
Και η Αικατερίνη Παπαγεωργίου για ακόμη μία φορά αποδεικνύει ότι δεν την τρομάζουν τα δύσκολα. Και διαχειρίστηκε με έμπνευση, γνώση, φαντασία και ευλάβεια ένα πολύ δύσκολο υλικό, ένα πολύ δύσκολο έργο, αξιοποιώντας, πάλι, κάθε γωνιά του θεάτρου «Μπέλλος» (που δεν έχει και την ευκολότερη σκηνή) και δίνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο σε αντικείμενα μικρά, αδιάφορα ίσως, ταπεινά, ενώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το παζλ αυτού του περίπλοκα γοητευτικού έργου. Όπως το μικρό μπουκετάκι με τον αμάραντο που βάζει η Ίνκα στον τάφο του αδελφού της, όπως τη φυσαρμόνικα, που στην αρχή ήταν το σύνθημα της αναγνώρισης και στο τέλος έγινε η ταυτότητα του νεκρού Βίμπκο…
Μια παράσταση-έκπληξη, ένα έργο που διαχειρίζεται την Ιστορία με τον τρόπο του θεάτρου και της ποίησης.
Η ταυτότητα της παράστασης
Κείμενο: Ματέι Βίζνιεκ, Μετάφραση: Έρση Βασιλικιώτη, Σκηνοθεσία: Αικατερίνη Παπαγεωργίου, Σκηνικά: Μυρτώ Σταμπούλου, Κοστούμια: Ειρήνη Γεωργακίλα, Πρωτότυπη μουσική: Μαρίνα Χρονοπούλου, Κινησιολογία: Χρυσηίς Λιατζιβίρη, Σχεδιασμός Φωτισμού: Κωστής Μουσικός, Χορογραφία pole dancing: Mέλλω Διανελλάκη, Βοηθός Σκηνοθέτη: Αλεξάνδρα Μαρτίνη, Ειδικές κατασκευές: Κωνσταντίνος Χαλδαίος, Βοηθός ενδυματολόγου: Ίρις Μυρσίνη Σιδέρδη, Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Παίζουν (αλφαβητικά): Αλέξανδρος Βάρθης, Τάσος Λέκκας, Μάνια Παπαδημητρίου, Δημήτρης Πετρόπουλος, Ελίζα Σκολίδη
Θέατρο Μπέλλος: Κέκροπος 1, Πλάκα – Ακρόπολη, τηλ: 6948230899
Μέρες και ώρες παραστάσεων: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 18:00