του Στέφανου Δημητρίου (*)
«Εις το δικαστήριον απεδείχθη ότι η απάνθρωπος μεταχείρισις, η τρομοκρατία και οι δολοφονίες των Εβραίων είχαν προσχεδιασθεί υπό των Γερμανών, προ του πολέμου. Επίσημα έγγραφα, τα οποία κατέχει το δικαστήριο, αποδεικνύουν ότι οι Γερμανοί, προκειμένου να εξοντώσουν τους Εβραίους, δεν εδίσταζαν να χρησιμοποιήσουν τις πλέον εγκληματικές και απανθρώπους μεθόδους. Ο Όλεντορφ, ανώτατος αξιωματικός του Γ’ Ράιχ, απεκάλυψε, ενώπιον του δικαστηρίου, τις απάνθρωπες μεθόδους εξοντώσεως των Εβραίων, που εχρησιμοποίησαν οι Γερμανοί Ναζισταί. Κατά τον Όλεντορφ, οι 90.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά, οι οποίοι εδολοφονήθησαν εις διάστημα μικρότερον του ενός έτους, από το ειδικό σώμα των εκτελεστών, ήταν κατά το πλείστον Εβραίοι. Ένας μάρτυς, ονομαζόμενος Μπαχ Τσελέφσκι, εις την ερώτησι, γιατί ο Όλεντορφ παρεδέχθη τη δολοφονία 90.000 Εβραίων απήντησε: ‘ Ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι αναπόφευκτο, διότι από χρόνια τώρα διδασκόμεθα ότι η σλαϋική φυλή είναι κατώτερη φυλή και ότι οι Εβραίοι δεν είναι ούτε κάν άνθρωποι’».[1] Ας σταθούμε λίγο στο αποληκτικό μέρος αυτού του αποσπάσματος, με την απάντηση του Όλεντορφ, ότι δηλαδή «ένα τέτοιο αποτέλεσμα ήταν αναπόφευκτο» και την εξήγηση του αναπόφευκτου με το «από χρόνια τώρα διδασκόμεθα ότι η σλαϋική φυλή είναι κατώτερη φυλή και ότι οι Εβραίοι δεν είναι ούτε κάν άνθρωποι». Έχουμε, πρώτον, μία καταβατική κλίμακα της έννοιας «άνθρωπος», όπου κάποιοι είναι στην κορυφή της κλίμακας και άλλοι στα κατώτερα σκαλοπάτια της, μέχρι το κενό, που διανοίγεται μετά το τελευταίο σκαλοπάτι, στο οποίο καταβαραθρώνονται αυτοί που «δεν είναι ούτε κάν άνθρωποι». Ποιος πολιτισμός και ποια ιδέα περί ανθρώπου «δικαιολογεί» κάτι τέτοιο, ώστε να είναι παραδεκτό ή και φυσικό ακόμη; Νομίζω ότι αυτό το ερώτημα επιτρέπει τη βαθύτερη κατανόηση της προβληματικής που εκτίθεται, με πολύ σαφή τρόπο (λόγω και της εξαιρετικής μετάφρασης, που δείχνει ουσιαστική γνώση, όχι μόνο της γλώσσας του πρωτοτύπου, που είναι και το αυτονόητο, αλλά και της ελληνικής, που είναι το δύσκολο στοίχημα και το οποίο, προς μεγάλο όφελος και απόλαυση του αναγνώστη, κέρδισε επιτυχέστατα ο μεταφραστής) σε αυτό το σημαντικό βιβλίο.
Ο Σαπουτό, αναφερόμενος σε πολιτισμό, σε σχέση με τον ναζισμό, εννοεί κάτι πάρα πολύ συγκεκριμένο: αναφέρεται στο στην αυτοκατανόηση των ναζί, σε σχέση με την έννοια της αυθεντικότητας. Αυτό σημαίνει ότι, σύμφωνα με τον Σαπουτό, ο πολιτισμός έχει απολέσει όλα τα στοιχεία της αυθεντικότητάς του, έχει αποξενωθεί από την τελευταία. Είναι, δηλαδή, ένας αλλοτριωμένος πολιτισμός. Έχει σημασία, λοιπόν, να καταλάβουμε σε τι συνίστατο αυτή η απολεσθείσα αυθεντικότητα, άρα και η παρεπόμενη αλλοτρίωση. Υπεύθυνος, κατά τον συγγραφέα, για αυτήν τη χαμένη αυθεντικότητα, είναι ο χριστιανισμός. Ο χριστιανισμός είναι αυτός που αλλοιώνει την αυθεντικότητα της ιδιότητα του να είναι κανείς Γερμανός. Αλλοιώνει την, τρόπον τινά, «γερμανικότητα», η οποία είναι και το κύριο γνώρισμα της αντίστοιχης αυθεντικής ταυτότητας, την οποία ο χριστιανισμός παραποιεί ως φορέας του ιουδαϊκού πνεύματος. Δεν είναι, όμως, μόνον αυτό. Εάν, δηλαδή, η «γερμανικότητα» είναι κάτι πολύ συγκεκριμένα ιδιαίτερο, τότε αυτή η ιδιαιτερότητα, για τον ναζισμό, χάνεται μέσα στο εύρος της οικουμενικότητας. Και ο χριστιανισμός είναι οικουμενικός. Οικουμενική είναι, κατά συνέπεια, και η περί ανθρώπου θεώρησή του, οπότε όλοι – ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων γνωρισμάτων τους – είναι το ίδιο άνθρωποι. Αυτός ο ανθρωπισμός, λοιπόν, είναι που, κατά τους ναζί, κηλιδώνει την αυθεντικότητα της «γερμανικότητας» και την αλλοτριώνει. Και αυτό ισχύει για το σύνολο των γερμανικών λαών. Συνεπώς, ο ναζισμός ανοίγει έναν μεγάλο λογαριασμό με την ιστορία. Είναι ο λογαριασμός με τον ανθρωπισμό, τον αναγεννησιακό ανθρωπισμό, που εξελίσσεται σε Διαφωτιστικό και, εν συνεχεία, σε δημοκρατικό ανθρωπισμό, μέσα από τη Γαλλική Επανάσταση. Η φράση του Γκαίμπελς, ότι, δηλαδή, «με το Τρίτο Ράιχ πεθαίνει ο Διαφωτισμός και το έτος 1789», δηλώνει αυτό ακριβώς. Και το δηλώνει ως εναντίωση στην αξίωση να υπάρχει ένας πολιτισμός ο οποίος θα είναι οικουμενικός. Ο ναζισμός έχει ως καταστατική συνθήκη της ιδεολογικής του συγκρότησης την εχθρότητα προς την «Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη». Η οικουμενικότητα είναι, για τους ναζί, ο κερματισμός της γερμανικής καθαρότητας και του φυλετικού αριστοκρατισμού της σε επιμέρους εθνικές ταυτότητες, οι οποίες αποκρυσταλλώνουν και τις αντιγερμανικές διεκδικήσεις ανταγωνιστικών χωρών, όπως η Γαλλία, η Αγγλία, αλλά και η Αμερική. Το μείζον, όμως, είναι άλλο. Και επειδή το ίδιον γνώρισμα της ναζιστικής αντίληψης περί πολιτισμού είναι η φυλετική καθαρότητα, το μείζον ζήτημα είναι βιολογική νόθευση αυτής της καθαρότητας μέσω της πολλαπλότητας που ενδημεί στην οικουμενικότητα. Αυτό, που, στην καθαρότητα και τη γνησιότητά του, είναι ένα και μοναδικό, δεν πρέπει να εκφυλίζεται στην αναυθεντικότητα και τη μίξη με τα πολλά και τα διαφορετικά. Η οικουμενικότητα είναι τα πολλά και τα διαφορετικά μαζί. Και, όχι μόνο μαζί, αλλά και ισότιμα. Αυτό, για τους ναζί, ανατρέπει την τάξη του κόσμου, δηλαδή τη φυλετική τάξη. Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει μια αναδιάταξη. Και από πού θα ξεκινήσει αυτή; Μα από την πρώτη πράξη αυτής της αναδιάταξης, που είναι η Γαλλική Επανάσταση και το ιδεώδες του Διαφωτισμού περί οικουμενικότητας του πολιτισμού, ο οποίος κηρύττει, ως αρχή που συνέχει την οικουμενικότητά του, την ισότητα όλων των ανθρώπων. Εάν όλοι είναι ίσοι, τότε τι νόημα έχει η φυλετική ιεραρχία και η συνακόλουθη ανθρωπολογική ταξινόμηση στην αντίστοιχη κλίμακα που ορίζει ποιοι αξίζει – και σε ποιον βαθμό – να λογίζονται άνθρωποι και ποιοι αποτελούν άχρηστο περίσσευμα; Η ιδεολογία του τρόμου φτιάχνεται με απλά, αγνά υλικά. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο τρόμος είναι απλός, οπότε τον αποδέχονται πολλοί, σχεδόν όλοι, όπως συνέβη στη ναζιστική Γερμανία, όπου η παραπάνω ιδεολογία ήταν η ιδεολογία των περισσοτέρων. Οι άλλοι, οι λίγοι, εξαφανίστηκαν γρήγορα. Συγκαταριθμήθηκαν με τους «λιγότερο» ανθρώπους.
Ο Σαπουτό ξεκινά την ανάλυσή του από την αναφορά στα νορδικά, βόρεια φύλα, τα οποία αποτέλεσαν για τους ναζί αρχετυπικό γνώρισμα, ώστε να γίνεται λόγος για ενσωμάτωση της ελληνικής αρχαιότητας, μέσω μιας υπερερμηνευμένης, στρεβλής απόδοσης του πλατωνικού έργου, και μέσω της πρόκρισης της αρχαίας Σπάρτης ως κοινοτικού, πολιτισμικού και πολεμικού υποδείγματος – εδώ, ο αναγνώστης αξίζει να διαβάσει και το άλλο, πάρα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Σαπουτό, O Εθνικοσοσιαλισμός και η Αρχαιότητα (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, Πόλις, Αθήνα 2012), για να δει την αναγωγή του ναζιστικού ιδεώδους στην αρχαία Σπάρτη και τη ρωμαϊκή λεγεώνα – για την οργάνωση της κοινότητας που αναδεικνύει τη φυλετική αριστεία. Εάν, λοιπόν, αυτός είναι ο κανόνας, τότε αυτός, όπως δηλαδή κάθε κανόνας, θα έχει και μία απόκλιση, δηλαδή την εξαίρεσή του. Με τη διαφορά, ότι, εδώ, ο κανόνας θα πρέπει να θριαμβεύει επί της εξαιρέσεως. Ο κανόνας, που αναγνωρίζει την ελληνική αρχαιότητα ως το την ιδεώδη έκφραση των νορδικών φύλων, θα προσδιορίζεται και σε σχέση με τη «σοφιστική» του. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να καταστεί εφικτό, εάν η εν λόγω «σοφιστική» δεν ταυτιστεί και με τον πλέον χαρακτηριστικό «σοφιστή» της: «Καθώς οι καιροί δεν έχουν αλλάξει καθόλου, αφού οι φυλετικές αρχές που επενεργούν και η σύγκρουση μεταξύ τους είναι οι ίδιες όπως στην Αρχαιότητα, οι νέοι εχθροί της νορδικής φυλής είναι το 1789 και, χαρακτηριστικά, ο ‘σοφιστής’ Ρουσσώ, άξιο τέκνο μιας Γαλλίας νόθας και εξ ολοκλήρου παραδομένης σε μια εξισωτική ιδεολογία, αξιοθρήνητο, λυπηρό και αποκαλυπτικό σύμπτωμα της οποίας αποτελεί το σχέδιο του ριζοσπάστη Herriot για ένα ‘ενιαίο σχολείο’ που βρίσκεται στους αντίποδες της επιλεκτικής και ελιτίστικης εκπαίδευσης του Πλάτωνα» (σ. 51). Σε αυτό το απόσπασμα, ο Σαπουτό πολύ εύστοχα και πυκνά αποδίδει τη ναζιστική θεώρηση του Πλάτωνα. Βέβαια, η τελευταία σιωπά ως προς τις πολύ σαφείς πλατωνικές και αριστοτελικές καταβολές του δημοκρατικού ρεπουμπλικανισμού, καθώς και της σύνολης πολιτικής φιλοσοφίας, του Ρουσσώ, που καταδεικνύεται από τον συσχετισμό των αντίστοιχων κειμένων, όπως ξέρει όποιος έχει σκάψει αυτά τα κείμενα. Δεν είναι όμως το ζητούμενο, τώρα, αυτή η προφανής σιωπή. Το ζητούμενο είναι το πώς, ο ναζισμός, ελαυνόμενος από τέτοια αφετηρία, φτάνει σε έναν ανακαθορισμό του δικαίου. Το τελευταίο ανακαθορίζεται ως Γερμανικό Δίκαιο. Αλλά, για να γίνει αυτό, θα πρέπει να κατακρημνισθεί το Ρωμαϊκό Δίκαιο και ο αντίστοιχος δικαιικός πολιτισμός, ο οποίος αποτέλεσε τον παλμό της καρδιάς του ευρωπαϊκού, συνταγματικού πολιτισμού, μέγιστο επίτευγμα του οποίου είναι – και σήμερα – η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Είναι μέγιστο επίτευγμα και του ρωμαϊκού νομικού πολιτισμού, αλλά και του χριστιανικού πολιτισμού. Τώρα, οι στόχοι του ναζισμού είναι πιο ξεκάθαροι: ξεκινά από εκεί, επειδή ξέρει πολύ καλά πού πηγαίνει. Βέβαια, ύστερα από ένα ανθρώπινο έλλειμμα έξι εκατομμυρίων ανθρώπων, τους οποίους όμως δεν θεωρούσαν ανθρώπους, καθώς και όλα τα άλλα εγκλήματα, ξέρουμε και εμείς. Μόνο που το συλλογικό «Εμείς» της τωρινής Ευρώπης δεν αναγνωρίζει ιδιαίτερα την αξία της μνήμης και της καθοριστικής της επενέργειας στην ιστορική αυτοκατανόηση του πώς υπάρχουμε ως πολίτες. Ο Σαπουτό, με αναλυτική σαφήνεια, μας δείχνει (σς. 91-92) πώς οι Ναζί αναπροσδιορίζουν τη σημασιακή ταυτότητα των εννοιών «κοινωνία» και «κοινότητα». Η πρώτη, ως πολιτική κοινότητα συστήνεται, κατά την παράδοση των θεωριών του κοινωνικού συμβολαίου του 17ου και 18ου αιώνα, και κυρίως του Ρουσσώ και του ομώνυμου «Κοινωνικού Συμβολαίου», συγκροτούμενη από την ελεύθερη βούληση υποθετικών δρώντων. Αυτοί καθίστανται πραγματικά ισότιμα μέλη αυτής της κοινότητας, ύστερα από επιλογή που συνιστά εκδήλωση ατομικού αυτοκαθορισμού. Αυτή η πράξη αυτοκαθορισμού τούς επιτρέπει να είναι και ισότιμα μέλη μιας συνθήκης συλλογικής πολιτικής αυτονομίας, επί τη βάσει της αρχής όπου μόνο όπου υπάρχει νόμος, ως ισονομία, υπάρχει ελευθερία. Για τους ναζί, δεν χρειάζεται όλη αυτή η «σοφιστική» του Ρουσσώ. Αρκεί η κατάφαση στο ότι προϋπάρχει αυτή η κοινότητα «ως ανθρώπινη ομάδα που προϋπάρχει του ατόμου, της ζωής του και της βούλησής του δίνοντάς του νόημα και ύπαρξη: βασισμένες στο συναίσθημα (η οικογένεια), σε πανάρχαιες παραδόσεις (η συντεχνία), στη θεία υπερβατικότητα (το βασίλειο, η Εκκλησία…) – σε δυνάμεις, με δυο λόγια, που δεν αφήνουν καθόλου χώρο για την ανθρώπινη ελευθερία και βούληση –, αυτές οι ‘παραδοσιακές’ ή ‘φυσικές’ κοινότητες αμφισβητήθηκαν και καταπολεμήθηκαν από τη Γαλλική Επανάσταση, η οποία κατέλυσε τα βασίλεια, διέλυσε τις συντεχνίες και αμφισβήτησε τις Εκκλησίες» (σς. 91-92).
Ήδη, όμως, κατά τον 19ο αιώνα, εμφανίζεται η φυλετική ανθρωπολογία. Όταν, το 1899, ο Αγγλογερμανός , μετέπειτα μέλος του ναζιστικού κόμματος, Huston Stewart Chamberlain, γράφει το έργο του Τα Θεμέλια του 19ου αιώνα, όπου διατυπώνει την κρίση ότι η φυλή των Αρίων ήταν ο φορέας ενός ιστορικού πεπρωμένου, με αποστολή το να κυριαρχήσει, ώστε να δημιουργήσει και έναν νέο, φυλετικά καθαρό, πολιτισμό, η συνάντηση ανάμεσα στη ρατσιστική, ναζιστική ερμηνεία της αρχαιότητας και τη φυλετική ανθρωπολογία έχει ήδη προκαθοριστεί σε τόπο και χρόνο. Από αυτό το εγχείρημα της στρατηγικής ιδιοποίησης έλειπε μόνο ο Καντ. Οι ναζί βρήκαν θέση και για την κατηγορική προσταγή, αυτονομώντας, στρεβλωτικά, τη μορφική της συγκρότηση, ως προς το καθήκον και τον ηθικό νόμο. Κάτι τέτοιο, δηλαδή αυτήν τη μορφική αυτοτέλεια, επικαλέστηκε και ο Άιχμαν στη δίκη του. Όλα αυτά, όπως δείχνει ο Σαπουτό, αποτέλεσαν το σύνολο των ιδεών, τις οποίες επικαλέστηκαν οι ναζί, για να συστηθούν στην ιστορία ως δημιουργοί πολιτισμού. Δημιουργοί ενός πολιτισμού που απέβλεπε στο να αποτελέσει κανόνα για το τι θα περιλαμβάνει η ανθρωπότητα. Η αυτοτέλεια αυτού του κανόνα προέβλεπε πρωτίστως την απαλλαγή του από τις ανθρωπολογικά απογοητευτικές εξαιρέσεις. Το βιβλίο του Σαπουτό, μέσα από την ιστορία των ιδεών, αλλά και τη στοχαστική επεξεργασία τους, οδηγεί τον αναγνώστη στην αναστοχαστική υποβολή του ερωτήματος ως προς το γιατί να επιβάλλεται ένας τέτοιος κανόνας. Το βέβαιο είναι ότι η πρώτη εξαίρεση ήταν οι αρχές της ισότητας και της αδελφοσύνης της Γαλλικής Επανάστασης, καθώς και οι ιδέες της ισονομίας και της πολιτικής ελευθερίας της αρχαιοελληνικής σκέψης, τις οποίες διατράνωσε ο Διαφωτισμός. Χωρίς αυτές, ο «κανόνας» είχε ανοιχτό μπροστά του τον δρόμο του μέλλοντος…
(*) Ο Στέφανος Δημητρίου είναι Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
[1] Ρ. Α. Στέινιγκερ, Η Δίκη της Νυερεμβέργης, μεφρ. Ιωάννα Μπαζίλη, επιμ. Στέφανος Μιχαλόπουλος, Αθήναι: Ενωμένοι Εκδότες, 1960, σ. 137.