της Μάρθας Κουτσιούμπα
Ένας πανεπιστημιακός, άγνωστος, γνωστός ή ακόμα και στενός φίλος, από αυτούς που συντροφεύουν τις γιορτές και τα φιλικά τραπέζια, τυλιγμένος στο δικό του κουκούλι, σε έναν εσωτερικό κόσμο που δεν υποψιάζεσαι ότι είναι τόσο προβληματικός, δυσλειτουργικός και δυσβάσταχτος, είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος «Κόμπος» της Ζωής Μπόζεμπεργκ,.
Ένα ανεκπλήρωτο εγώ, που δεν μπόρεσε ποτέ να αναδυθεί, χωρίς υγιείς ταυτίσεις και στηρίγματα από τους πρωταρχικούς «σημαντικούς άλλους» της ζωής κάθε ανθρώπου. Η κακοποίηση από την αυθεντία των γονέων και του κλειστού οικογενειακού περίγυρου, τον οδηγεί σε μόνιμη αναπηρία, σε συναισθηματική εξάρτηση από το πλέγμα της μικροαστικής και ανορθολογικής οικογένειας, που ενώ την αποδομεί λογικά, δεν βρίσκει πρακτικά τη δύναμη να αντιδράσει. Στον πυρήνα της ύπαρξής του αυτή η αίσθηση, ότι αποτελεί απλώς αντικείμενο απόλαυσης ενός «άλλου» ο οποίος είναι πλήρης.
Μια ορισμένη ματαιότητα του κόσμου που φυσιολογικά χαρακτηρίζει τους πνευματικούς και ευφυείς ανθρώπους, στην περίπτωση του ήρωα γίνεται αίτιο ανηδονίας. Συμβαίνει ο ήρωας να είναι παράταιρος σε ένα νοσηρό επαγγελματικό περιβάλλον, που επιδεινώνει το αίσθημα αδικίας και την υποκρισία, τα οποία επισκιάζουν τη ζωή του και ενδυναμώνουν το αίσθημα ότι είναι ανήμπορος να αλλάξει κάτι. Ζητάει αυθεντικότητα, αλήθεια, ανιδιοτελή φιλία και ειλικρίνεια, αλλά σε λάθος χώρο και από λάθος ανθρώπους. Ο κόμπος τον πνίγει ακόμα περισσότερο, χωρίς να μπορεί να τον αντέξει.
Μια καταπιεσμένη και ανέκφραστη οργή για τον ρόλο κομπάρσου στον οποίο τον τοποθέτησε η οικογένεια από τη γέννησή του, θαρρείς οριστικά, αναπόδραστα και ενάντια στη δική του θέληση, γίνεται αίτιο αυτοκαταστροφής. Οι περιορισμοί και τα όρια που του επέβαλε ο καθωσπρεπισμός δεν του επιτρέπουν να εξαπολύσει την αντίδραση σε αυτούς που την οφείλει. Ευγενικά, τη στρέφει προς τον ίδιο του τον εαυτό. Χωρίς να μπορεί να νιώσει ευχαρίστηση από το εγώ του, αντλεί ικανοποίηση από την αυτοκαταστροφή του. Είναι η δημιουργική του ικανότητα. Η επιβεβαίωση της ανεπάρκειάς του. Και μετά ο φαύλος κύκλος της κατάθλιψης.
Να ζει κανείς ή να μη ζει; Κάθε ξημέρωμα από την αρχή, κάτω από τα σκεπάσματα, ο ίδιος ανυπόφορος ιδεασμός: Να πεθάνω. Τώρα. Πώς μπορείς να ζεις χωρίς συναισθήματα, χωρίς να αισθάνεσαι χαρά, ικανοποίηση, αγάπη, χωρίς να νιώθεις ότι υπάρχεις, χωρίς να απολαμβάνεις κάτι από την ύπαρξή σου, χωρίς ένα νόημα; Με έναν κόμπο;
Μπορεί η ψυχιατρική επιστήμη να αλλάξει αυτά τα συναισθήματα; Μπορεί να λύσει αυτόν τον κόμπο; Και τις σκέψεις, κι αυτά που πιστεύεις, τη ζωή σου ολόκληρη, τις σχέσεις σου, το παρελθόν σου, κι αυτά τα αλλάζει; Ίσως ναι, αλλά ο ευφυής μας ήρωας είναι πιο έξυπνος από τον γιατρό του, τον ξεγελά, τον χειρίζεται. Όσα και να του λέει, η αλήθεια πάντα είναι μισοειπωμένη. Τα πιο προσωπικά δεδομένα, τα κρατά για τον εαυτό του, είναι ο απαραβίαστος χώρος, εκεί που νιώθει κυρίαρχος, το πεδίο της αυτονομίας του. Τυχαίνει να είναι επιστήμονας και συγγραφέας και δεν θέλει να μοιραστεί τις σκέψεις του πριν τις αποτυπώσει στο χαρτί ή πριν τις κάνει πράξη, κάτι που φοβίζει πολύ τους ψυχιάτρους.
Και το λάθος γίνεται, από τον γιατρό, τους οικείους, τους στενούς φίλους, τους συναδέλφους, από όλους. Ο ήρωας έχει συλλάβει το σενάριο. Κουβαλάει εξ άλλου τη μοίρα μιας ταυτότητας που πρέπει να εκπληρωθεί. Κάποιες τελευταίες σκέψεις στο σκοτάδι μήπως και βρει τίποτα για να κρατηθεί. Αναπολεί τη ζωή του, τι ήταν γι’ αυτόν πραγματικό, τι ήταν αλήθεια; Ένιωσε καμιά ευτυχισμένη στιγμή; Τον αγάπησε κανείς αληθινά; Η μαμά; μαμά;….. Μαζεύεται σε εμβρυακή στάση, μήπως και νιώσει την αγάπη της… Μια βουβή γαλήνη από τα βάθη της απρόσωπης μαμάς.
Το ζήτημα όμως είναι να λυθεί ο κόμπος και στη σκέψη του ήρωα ο κόμπος θα λυθεί τραβώντας του τις άκρες. Η έσχατη λύση στην ψυχική δυσφορία, η ανακούφιση από την οδύνη, όταν η ψυχιατρική αποτυγχάνει να τη θεραπεύσει. Ο κομπάρσος στη ζωή των άλλων θα γίνει ήρωας στην τελευταία πράξη.
Το πέρασμα στην πράξη γίνεται τώρα μηχανικά, αυτόματα, χωρίς κανέναν έλεγχο της σκέψης. Η ιδέα πραγματοποιείται, βιώνεται θαρρείς από άλλον κι εκείνος παρατηρεί, γιατί ο ήρωας δεν νιώθει, αυτός μπορεί μόνο να παρατηρεί, σαν θεατής τη ζωή του. Τον παρατηρεί να αγωνιά, να υποφέρει, να προσπαθεί να λύσει τον κόμπο, να ασφυκτιά, να παιδεύεται, αρκετή ώρα. Μετά τον βλέπει να ανακουφίζεται, να ελευθερώνεται, να λυτρώνεται, να πετάει ελεύθερος, να έχει λυθεί ο κόμπος, «έτσι που ούτε ως ανάμνηση δεν υπάρχει πια».
Η ιστορία τελειώνει εδώ με το κενό μιας απώλειας που μπορεί να γεμίσει πολλές ακόμα σελίδες στο βιβλίο. Οι θεατές του έργου χειροκροτούν και περιμένουν να δουν τον ήρωα να βγει στη σκηνή. Μάταια όμως, γιατί ο ευφυής ήρωας έχει μεταμορφωθεί σε κάποιον άλλον που βρίσκεται μέσα στο κοινό. Εξ άλλου, ο λακανικός ήρωας δεν είναι ποτέ ο ίδιος μετά την πράξη.
info: Ζωή Μπόζεμπεργκ, Κόμπος, Εκδόσεις Στερέωμα, 2018.