Βούλα Κοκολάκη.
«Δεν έχεις καθόλου δίκιο. Δεν είναι γνωστός ο Δον Κιχώτης. Είναι άγνωστος, αγνωστότατος. Κείνο πούχεις διαβάσει και πούχαμε διαβάσει όλοι μας είναι Δον Κιχώτης Γαλλικός. Πρώτα- πρώτα είναι μισός από τον Δον Κιχώτη τον αυθεντικό, του Θερβάντες[…]», είναι το παράθεμα που μας δίνει στο βιβλίο της «Ιδαλγός της Ιδέας, η περιπλάνηση του Δον Κιχώτη στην ελληνική λογοτεχνία» η Αλεξάνδρα Σαμουήλ από την απάντηση του περιοδικού Νουμάς σε αναγνώστη που διαμαρτύρεται στο έντυπο για την προτροπή του στο αναγνωστικό κοινό να γνωρίσει με τη μετάφραση του Καρθαίου τον Δον Κιχώτη.
Ο ανώνυμος αναγνώστης έχει δίκιο. Στην ίδια μελέτη αναφέρεται ότι το 1864 ο Ι. Ισιδωρίδης Σκυλίσσης μετέφρασε στα ελληνικά τη διασκευή του Δον Κιχώτη από τον Florian με τον τίτλο Δον Κιχώτης ο Μαγκήσιος. Η μετάφραση αυτή είναι το κείμενο από το οποίο γνώριζαν οι Έλληνες το μυθιστορηματικό ήρωα για περισσότερο από μισό αιώνα ως το 1919-1921, όταν δηλαδή εμφανίζεται η μετάφραση του Καρθαίου. Μάλιστα ενδέχεται μόλις 4 χρόνια πριν, το 1915, να έγινε μια επανέκδοση στη σειρά των λαϊκών αναγνωσμάτων του τυπογραφείου Δ. Αναγνωστόπουλου και Π. Πετράκου στην Αθήνα. Αλλά και ο Νουμάς με τη σειρά του έχει δίκιο. Το πρότυπο της μετάφρασης είναι γαλλικό.
Ο Κώστας Ουράνης, τον Ιούνιο του 1920, δημοσιεύει στο εν λόγω περιοδικό το ποίημα Δον Κιχώτης:
Δὸν Κιχώτης
Ἀτσάλινος καὶ σοβαρὸς ἀπάνω στ᾿ ἄλογό του
τὸ ἀχαμνό, τοῦ Θερβαντὲς ὁ ἥρωας περνάει,
καὶ πίσω του, τὸ στωικὸ γαϊδούρι του καβάλα
ὁ ἱπποκόμος του ὁ χοντρὸς ἀγάλια ἀκολουθάει.
Αἰῶνες ποὺ ξεκίνησε κι αἰῶνες ποὺ διαβαίνει
μὲ σφραγισμένα ἐπίσημα, ἑρμητικὰ τὰ χείλια
καὶ μὲ τὰ μάτια ἐκστατικά, τὸ χέρι στὸ κοντάρι,
πηγαίνοντας στὰ γαλανὰ τῆς Χίμαιρας βασίλεια…
Στὸ πέρασμά του ἀπ᾿ τοὺς πλατειοὺς τοῦ κόσμου δρόμους, ὅσοι
τὸν συντυχαίνουν, γιὰ τρελλὸ τὸν παίρνουν, τὸν κοιτᾶνε,
τὸν δείχνει ὁ ἕνας τοῦ ἀλλουνοῦ – κι εἰρωνικὰ γελᾶνε
Ὦ ποιητή! παρόμοια στὸ διάβα σου οἱ κοινοὶ
οἱ ἄνθρωποι χασκαρίζουνε. Ἄσε τους νὰ γελᾶνε:
οἱ Δὸν Κιχῶτες πᾶν μπροστὰ κι οἱ Σάντσοι ἀκολουθᾶνε!
Η Σαμουήλ υποστηρίζει ότι η απεικόνιση του Δον Κιχώτη στο σονέτο του Ουράνη είναι ρομαντική. Μέχρι την ανάγνωση των Γερμανών Ρομαντικών, αφηγείται, οι περιπέτειες του Δον Κιχώτη θεωρούνταν κωμικές ή γελοίες. Από αυτό το χρονικό σημείο και έπειτα αντιμετωπίζονται συμβολικά με υπερβατικό νόημα. Ο Friedrich Schlegel είναι ο εισηγητής της ρομαντικής ερμηνείας του Δον Κιχώτη, μιλώντας για μια «καλλιτεχνικά δομημένη αταξία, τη διαφαινομενική συμμετρία των αντιθέσεών του, τις συνεχείς και θαυμάσιες εναλλαγές ενθουσιασμού και ειρωνείας…». Επηρεασμένος από τον αδερφό του, ο August Wilhelm Schlegel εντοπίζει στο μυθιστόρημα την πάλη ανάμεσα στην ποίηση, που ενσαρκώνει ο Δον Κιχώτης, και τον πεζό λόγο, που αντιπροσωπεύει ο Σάντσο, ενώνοντας το σοβαρό με το κωμικό και ισορροπώντας ανάμεσα στο παρωδιακό και το ρομαντικό στοιχείο. Με αυτήν την άποψη, που προκρίνει την αντίθεση ανάμεσα στο ιδανικό και την πραγματικότητα, συμφωνεί και ο Ludwig Tieck. Εκείνη την εποχή, επίσης, θεωρήθηκε ότι ο Δον Κιχώτης ήταν η πνευματική αυτοβιογραφία του Θερβάντες, προβάλλοντας σε αυτήν την εκδοχή την αντίληψή τους ότι το μυθιστόρημα είναι η ενδόμυχη εξομολόγηση μιας μεγαλοφυΐας. Ο Schelling δε θα αποτελέσει εξαίρεση και θα εστιάσει στη σύγκρουση του ιδανικού με την πραγματικότητα. Η Σαμουήλ αναφέρει το συμπέρασμα: «η γερμανική ρομαντική ανάγνωση του Δον Κιχώτη […] έχει επηρεάσει σημαντικά τον τρόπο που διαβάζουμε ακόμη και σήμερα το έργο. […] ο Δον Κιχώτης θεωρήθηκε μια μορφή που υποστηρίζει με κάθε κίνδυνο το ιδανικό της, επιβεβαιώνοντας την απόλυτη ελευθερία της. Συγχρόνως οι κωμικές συνέπειες των περιπετειών προσέλαβαν μια ειρωνική διάσταση […]». Η διάδοση των γερμανικών ρομαντικών απόψεων για τον Δον Κιχώτη οφείλεται κυρίως στη Mme de Staeel, ιδίως στο κείμενο του 1810 De l’ Allemagne.
Στην ελληνική ποίηση, αυτήν την ανάγνωση, την ανάδειξη της χιμαιρικής αναζήτησης ως δράση υψηλή, ακόμα και όταν γίνεται αστεία, την εγκαινιάζει η Γαλάτεια Καζαντζάκη με το σονέτο της «Δον Κιχώτης».
Ας επιστρέψουμε τώρα στο ποίημα του Ουράνη. Διαβάζοντάς το «ο νους μου πήγε» στον Δον Κιχώτη του Πωλ Βερλαίν, ένα ποίημα θησαυρισμένο στην ποιητική συλλογή Premiers Vers του γάλλου συμβολιστή, το οποίο δεν έλαβε υπ’οψιν η Σαμουήλ.
À Don Quichotte
Ô Don Quichotte, vieux paladin, grand Bohème,
En vain la foule absurde et vile rit de toi :
Ta mort fut un martyre et ta vie un poème,
Et les moulins à vent avaient tort, ô mon roi !
Va toujours, va toujours, protégé par ta foi,
Monté sur ton coursier fantastique que j’aime.
Glaneur sublime, va ! ― les oublis de la loi
Sont plus nombreux, plus grands qu’au temps jadis lui-même.
Hurrah ! nous te suivons, nous, les poètes saints
Aux cheveux de folie et de verveine ceints.
Conduis-nous à l’assaut des hautes fantaisies,
Et bientôt, en dépit de toute trahison,
Flottera l’étendard ailé des Poésies
Sur le crâne chenu de l’inepte raison !
Ο συμβολισμός στην ποίηση στην Ελλάδα τράφηκε κυρίως από το έργο των Γάλλων συμβολιστών. Η παρουσία του Βερλαίν στη νεοελληνική γραμματεία εντοπίζεται, ανάμεσα σε άλλα,και στο χώρο της μετάφρασης. Ο Άγρας, ο Καρυωτάκης, ο Μαλακάσης, ο Πορφύρας, ο Παπατσώνης μετέφρασαν ένα τμήμα από την ποιητική γραφή του Βερλαίν. Πιο συγκεκριμένα, εν τούτοις, δεν είμαι σε θέση να προσκομίσω τεκμήρια για τη σχέση ανάμεσα στον Δον Κιχώτη του Ουράνη και το À Don Quichotte του Βερλαίν, δεν έχω επαρκές υλικό τη δεδομένη στιγμή για να εντοπίσω τους συνδετικούς κρίκους που έφεραν σε διακειμενική επικοινωνία τα δύο ποιητικά κείμενα. Ωστόσο, υπάρχει ένας ικανοποιητικός αριθμός συγκλίσεων που μας κάνει διστακτικούς στο να απορρίψουμε το ενδεχόμενο μιας ανάγνωσης του À Don Quichotte από τον Ουράνη. Αρχικά, και τα δύο ποιήματα αναπαράγουν τη ρομαντική παράδοση του Δον Κιχώτη, που διατηρεί τη διάκριση ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα και αναγνωρίζει ως κίνητρο της περιπέτειας το υψηλό ιδανικό («με τα μάτια εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια», «coursier fantastique», «à l’assaut des hautes fantaisies»). Δίπλα σε αυτό, και τα δύο διαγράφουν μια ειρωνική προοπτική για τον Δον Κιχώτη, που σχετίζεται με τη ρομαντική ειρωνεία, σύμφωνα με την οποία ο καλλιτέχνης αποστασιοποιείται από τις αγαπημένες του ψευδαισθήσεις (ο Δον Κιχώτης είναι «ατσάλινος και σοβαρός» και «ήρωας», αλλά καβαλάει «αχαμνό… άλογο», έχει «σφραγισμένα επίσημα… τα χείλια», αλλά είναι «ατσάλινο[υ] σκιάχτρο[υ]». Ανάλογα και ο Βερλαίν: «vieux paladin, grand Bohème», «Et les moulins à vent avaient tort, ô mon roi», «Glaneur sublime») Επίσης, και στα δύο θεματοποιείται η αντιστοιχία Δον Κιχώτης- ποιητής («Ω ποιητή! Στο διάβα σου παρόμοια…», «grand Bohème», «poètes saints», «l’étendard ailé des Poésies»). Επιπλέον, προβάλλουν αμφότερα τον εμπαιγμό του Δον Κιχώτη-ποιητή από το πλήθος («οι άνθρωποι γυρνάνε, τον δείχνει ο ένας τ’ αλλουνου κι ειρωνικά γελάνε», «οι κοινοί άνθρωποι χασκαρίζουνε», «Άσε τους να γελάνε», «En vain la foule absurde et vile rit de toi »). Παρόλα αυτά, κοινό γνώρισμα είναι η προτροπή για πίστη στα ιδεώδη και συνέχεια της πορείας παρά τον εξευτελισμό («οι Δον Κιχώτες παν μπροστά», «Va toujours, va toujours»). Τέλος, χρησιμοποιούν και στα δύο την ίδια φόρμα, το σονέττο.
Υπάρχουν, ωστόσο, τρεις διαφοροποιήσεις. Αρχικά, στο γαλλικό ποίημα γίνεται εμφανέστερη η διάκριση του νοητού και αισθητού κόσμου, τηρούνται με μεγαλύτερη σαφήνεια οι όροι της ρομαντικής ανάγνωσης («loi», «raison»). Η αναφορά στη λογική ως το αντίπαλο δέος της Χίμαιρας δεν απαντάται στο ποίημα του Ουράνη. Δεύτερον, θεωρώ ότι το κάθε ποίημα συνδιαλέγεται με διαφορετικό μέρος του βιβλίου του Θερβάντες. Στο γαλλικό σονέττο ήδη στην πρώτη στροφή του γίνεται λόγος για το θάνατο του ήρωα («Ta mort»). Άρα, ο Βερλαίν έχει διαβάσει και το τελευταίο κεφάλαιο του δέυτερου μέρους του El ingenioso hidalgo don Quijote de la Mancha, από όποια έκδοση και μετάφραση κι αν το διάβασε. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου γράφτηκε το 1615, δέκα χρόνια μετά το πρώτο. Θα ήταν κατατοπιστικό αν γνώριζα ποια έκδοση είχε ο Βερλαίν στα χέρια του (αν το μέσο από το οποίο προσέλαβε τον Δον Κιχώτη ήταν βιβλίο, και όχι το θέατρο π.χ.), αλλά η βιβλιογραφία που βρίσκεται μπροστά μου τη δεδομένη στιγμή μου προσφέρει οριοθετημένες απαντήσεις. Ποια είναι, όμως, τα σημεία εκείνα που μας οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα; Όπως ήδη επισημάναμε, η αναφορά στο θάνατο του Δον Κιχώτη. Ο ιππότης πέφτει θύμα του πυρετού, αναγνωρίζει τον εαυτό του ως ηττημένο, καθώς δεν κατόρθωσε να απελευθερώσει τη Ντουλτσινέα και επανέρχεται η λογική του. Αντίθετα, θεωρώ ότι ο Ουράνης δεν έχει προχωρήσει τόσο την ανάγνωσή του κειμένου, διαφορετικά θα έδινε στο ποιητικό κείμενο περισσότερες πληροφορίες. Νομίζω ότι το ελληνόφωνο ποίημα συνδιαλέγεται με το πρώτο μέρος του ισπανόφωνου μυθιστορήματος. Αν και στο À Don Quichotte το λυρικό υποκείμενο έχει επίγνωση του τέλους, συνεχίζει να διατυπώνει τις προτροπές του. Δεν συμβιβάζεται με το τέλος του βιβλίου, δεν το εμποδίζει η βιολογική περατότητα του ήρωα, γιατί όπως όλοι οι λογοτεχνικοί ήρωες, έτσι και εκείνος συμβολοποιείται. Για αυτό μετά την αναφορά στο θάνατο («Ta mort») έρχεται η ενθάρρυνση (va toujours»). Η επιλογή αυτή κατασκευάζει ένα λυρικό υποκείμενο που ενώ έχει συνειδητοποιήσει την αυτοκαταστροφική δύναμη της συμμετοχής σε ένα κόσμο που δεσπόζει το παράλογο και απέχει από την πραγματικότητα, συνεχίζει να ενδίδει απερίσπαστος σε αυτόν, μέσα από μια αντιφατικότητα που εκφράζεται πάνω του ανάμεσα στην υλιστική του υπόστασή και την εξιδανικευμένη. Το λυρικό υποκείμενο θα μπορούσε να έχει αντικαταστήσει το Σάντσο. Στο ποίημα του Ουράνη αναφερεται ο πιστός ακόλουθος, στο γαλλικό όμως όχι. Μήπως επειδή μιλάει ο ίδιος; Επειδή απευθύνεται à Don Quichotte ; Στο τελευταίο κεφάλαιο του δεύτερου μέρους του El ingenioso hidalgo don Quijote de la Mancha ο Σάντσο, γράφει στον τάφο του Δον Κιχώτη ένα μικρό ποίημα με δύο στροφές όπου σε ένα στίχο αναφέρει ότι ο νεκρός είχε λογικό θάνατο και παράλογη ζωή. Θα μας θύμιζε ίσως τον ίδιο ακαριαίο τρόπο με τον οποίο γράφει ο Βερλαίν («Ta mort fut un martyre et ta vie un poème») με την αντίστροφη φορά.
Με αυτό το εγχείρημα θέλησα να πραγματοποιήσω έναν μικρό έλεγχο για το αν ο Δον Κιχώτης του Ουράνη (και κατ’επέκταση οι Δον Κιχώτες του Καρυωτάκη) είναι συγγενικός με εκείνον του Βερλαίν. Η εξέταση μας έδειξε ότι υπάρχουν συγκλίσεις αλλά και αποκλίσεις. Σε αυτό το σημείο χρειάζεται περισσότερο ενδελεχής έρευνα πάνω στις σχέσεις Ουράνη και γαλλικού συμβολισμού και ειδικότερα του γάλλου ποιητή που μας απασχολεί εδώ για να βρούμε μια ισορροπημένη απάντηση.