Tης Νίκης Κώτσιου.
Το «Ένας Αργός Άνθρωπος» του νοτιοαφρικανού νομπελίστα Τζων Μάξουελ Κουτσί είχε κυκλοφορήσει το 2005 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και φέτος επανεκδίδεται στην ωραία μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου. Στο έργο αυτό που τοποθετείται στην Αυστραλία(χώρα διαμονής του συγγραφέα αφότου εγκατέλειψε τη Νότιο Αφρική, από το 2002 και μετά) ο Κουτσί (επαν)εξετάζει προσφιλή του θέματα όπως η θνητότητα, η απώλεια, ο πόνος, η μοναξιά αλλά εισάγει και νέα όπως η μετανάστευση, το αίσθημα ανοικειότητας ,οι ρευστές ταυτότητες, τα γηρατειά.
Ένα ατύχημα με ποδήλατο αλλάζει άρδην τη ζωή του φωτογράφου Πολ Ρέιμεντ εγκαινιάζοντας μια καινούρια και επώδυνη φάση γεμάτη ανατροπές και αβεβαιότητα. Ο ακρωτηριασμός του ποδιού του εγείρει μια σειρά από ζητήματα, που μέχρι τότε πολύ λίγο τον απασχολούσαν αλλά τώρα τίθενται με τρόπο επείγοντα και επιτακτικό ζητώντας απαντήσεις. Περισσότερο από ποτέ νιώθει αποκομμένος και μόνος, ενώ το πάγιο αίσθημα ανεστιότητας που χρόνια τον ταλαιπωρούσε, αρχίζει πια να γίνεται βασανιστικό. Μετανάστης στην Αυστραλία από τη Γαλλία, χωρίς ρίζες και συναισθήματα πατριωτισμού, αποξενωμένος από τους ανθρώπους αλλά και από μια γλώσσα που δεν τη νιώθει ακριβώς οικεία, ο εξηντάχρονος Πολ Ρέιμεντ, ανάπηρος πια και πολλαπλώς αδύναμος, βλέπει τη ζωή του να ξετυλίγεται χωρίς αίσθηση προοπτικής και χωρίς μέλλον. «Ένας άντρας λοιπόν όχι τελείως άντρας, ένας μισός άντρας, ένας μετα-άντρας, πώς λέμε μετείκασμα, το φάντασμα ενός άντρα που κοιτάζει πίσω μετανιωμένος για το χρόνο που δεν αξιοποίησε σωστά.»
Θέλοντας να αλλάξει ρότα όσο υπάρχει ακόμα καιρός, προσπαθεί απελπισμένα να συνδεθεί με την οικογένεια της Κροάτισσας νοσοκόμας που έχει αναλάβει τη φροντίδα του. Απέναντι στη δυναμική Μαριγιάνα που ξέρει να κάνει κουμάντο και να τα βγάζει πέρα, ο Πολ Ρέιμεντ νιώθει ανάμεικτα θαυμασμό κι ερωτική επιθυμία, καθώς τη βλέπει να ενσαρκώνει μια σειρά από δοκιμασμένες ευρωπαϊκές αξίες, που τον εντυπωσιάζουν και που ο ίδιος στερείται. Εξάλλου, η Μαριγιάνα είναι κι εκείνη μετανάστρια και η κοινή τους μοίρα στην ίδια χώρα υποδοχής μοιάζει να αποτελεί για τον Πολ μια σταθερή βάση, για να οικοδομήσει πάνω της ανθρώπινους δεσμούς φιλίας και αλληλεγγύης, αν όχι έρωτα. Απέναντι στα παιδιά της Μαριγιάνα θα θελήσει να σταθεί πατρικός και προστατευτικός. Ωστόσο, το σχέδιό του να γίνει κι αυτός μέλος της κροάτικης οικογένειας των μεταναστών δεν θα ευοδωθεί.
Αυτό που λείπει από τον Πολ και που θέλει πάση θυσία να το αποκτήσει έστω και αναδρομικά, είναι μια πολυπόθητη αίσθηση του ανήκειν. Το ατύχημα και ο ακρωτηριασμός που ακολουθεί τον κάνουν να αισθανθεί εύθραυστος και ανυπεράσπιστος όσο ποτέ. Για να ισορροπήσει, νιώθει επιτακτική την ανάγκη να σφυρηλατήσει ανθρώπινους δεσμούς και να μετέχει σε μικρές ή μεγαλύτερες κοινότητες ανθρώπων, που θα δώσουν κάποιο νόημα στη ζωή του. Μοναχικός, εργένης, άτεκνος και τώρα ανάπηρος. «Τι θα μπορούσε να είναι πιο εγωιστικό, πιο τσιγκούνικο-αυτό ειδικά είναι που τον τρώει- από το να πεθαίνεις άκληρος, να διακόπτεις εσύ τη σειρά, να εξαιρείς τον εαυτό σου από το μέγα έργο της δημιουργίας; Στην ουσία, είναι χειρότερο κι από τσιγκούνικο, είναι αφύσικο». Η οικογένεια της Μαριγιάνα φαντάζει σαν μια κάποια λύση. Ο Πολ αρχίζει να προσφέρει χρήματα χωρίς φειδώ και χωρίς όρους, προσβλέποντας και περιμένοντας σαν αντάλλαγμα την αγάπη των ξένων. Στην πορεία θα ανακύψουν δυσχέρεις και προβλήματα εκατέρωθεν. Ο Πολ, ωστόσο, θα επιμένει στο σκοπό του, αναζητώντας ανθρώπινα ερείσματα μέσα σ’ έναν κόσμο που φαντάζει μετά το ατύχημα ακόμη περισσότερο ασταθής και αβέβαιος. Αν η μετανάστευση και η εγκατάστασή του στην Αυστραλία ήταν ένα πρώτο πλήγμα που τον σημάδεψε ανεξίτηλα, ο ακρωτηριασμός του ποδιού του στάθηκε το δεύτερο καθοριστικό τραύμα που τον αποσταθεροποίησε αλλάζοντας τη σχέση με τον εαυτό του και τους άλλους. Η προσπάθειά του να συμφιλιωθεί με το σακατεμένο του σώμα και με την καινούρια ταυτότητα του ανάπηρου είναι και το θέμα του βιβλίου.
Στο σημείο που ο Πολ εξομολογείται την αγάπη του στη Μαριγιάνα και κείνη προς στιγμήν αποσύρεται από τη ζωή του, κάνει την εμφάνισή της η Ελίζαμπεθ Κοστέλο, πρόσωπο ήδη γνωστό από προηγούμενο βιβλίο του Κουτσί(«Ελίζαμπεθ Κοστέλο», 2003), στο οποίο μάλιστα πρωταγωνιστούσε επέχοντας θέση alter ego του συγγραφέα. Η Κοστέλο ισχυρίζεται ότι γράφει ένα βιβλίο για τη ζωή του Πολ και τον προτρέπει να τη βοηθήσει ενεργά στο εγχείρημά της παρέχοντάς της πληροφορίες και υλικό. Επίσης τον προτρέπει να εγκαταλείψει τη στάση παθητικότητας που τον χαρακτηρίζει και να αναλάβει δράση και πρωτοβουλίες ώστε να εξελιχθεί σε ενδιαφέροντα και συναρπαστικό χαρακτήρα. «Σπρώξε!» τον παροτρύνει, παρουσιάζοντας τη δημιουργία του βιβλίου σα μία πράξη γέννησης, στην οποία αυτός, ως χαρακτήρας και δημιούργημα της μυθοπλασίας, καλείται να συμβάλλει αποφασιστικά, αναλαμβάνοντας ρόλο περίπου ισοδύναμο με αυτόν του συγγραφέα.
Το τέχνασμα του Κουτσί να εγγράψει μέσα στην πλοκή μία συγγραφέα, που παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τους χαρακτήρες της και συνδιαμορφώνει μαζί τους την εξέλιξη του βιβλίου της, ίσως είναι ενδεικτικό και της δικής του στάσης απέναντι στη συγγραφή. Ο συγγραφέας κομίζει τις λέξεις αλλά δεν έχει την απόλυτη εξουσία, ούτε είναι ο κατεξοχήν αρμόδιος να νοηματοδοτήσει τα λόγια και τα έργα των υπό κατασκευή ηρώων του. Σύμφωνα με το σκεπτικό της Κοστέλο, ο συγγραφέας μοιάζει να είναι κι αυτός ο ίδιος ένας ακόμη χαρακτήρας ενταγμένος στη μυθοπλασία που προσπαθεί να κατασκευάσει, και ως τέτοιος πρέπει να εκλαμβάνεται. Δεν πρέπει, ωστόσο, να μας διαφεύγει ότι τόσο ο Πολ όσο και η ίδια η Κοστέλο-συγγραφέας δεν είναι, κατά τα άλλα, παρά τα δημιουργήματα-αθύρματα του Κουτσί, που διαθέτει τη συγγραφική παντοδυναμία να εξουσιάζει και να ρυθμίζει κατά βούληση απ΄την αρχή μέχρι το τέλος τα τεκταινόμενα μέσα σ’ αυτόν το συναρπαστικό κόσμο της μετα-μυθοπλασίας.
Όσο για το πάσχον σώμα, που πρωταγωνιστεί στον Αργό Άνθρωπο, είναι ένα θέμα που επανέρχεται συχνά στο έργο του Κουτσί καθορίζοντας και το στίγμα των μυθιστορηματικών προσώπων. Η Ελίζαμπεθ Κοστέλο μιλάει στο ομώνυμο βιβλίο για ένα γερασμένο γείτονά της, που η ανημποριά τον έχει καθηλώσει μέσα στο σπίτι κι αυτή προσφέρεται να τον βοηθήσει. Αυτός ο γείτονας μοιάζει να έχει αρκετά κοινά με τον Πολ Ρέιμεντ και ίσως να αποτέλεσε ένα είδος προπλάσματος για τον «Αργό Άνθρωπο». Αλλά και η κυρία Κάρεν στα «Χρόνια του Σιδήρου» είναι παρομοίως γερασμένη και άρρωστη και ,υπό την επήρεια του πόνου, επιχειρεί στο τέλος της ζωής της να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό της και τους άλλους μέσα από ένα ολότελα διαφορετικό σύστημα αναφοράς. Ορμώμενος από ανάλογα πάνω-κάτω αισθήματα, ο Επίτροπος στο «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» θα δει τον κόσμο με άλλα μάτια και με μια όραση κρυστάλλινη και αδιαμεσολάβητη, μετά από τα σωματικά βασανιστήρια που υφίσταται. Το σώμα, βασανισμένο και ταλαιπωρημένο, γίνεται ο τόπος του πιο αδιαμφισβήτητου πόνου και οδηγεί σε μία συνταρακτική αυτοσυνείδηση, σε μία τρόπον τινά φώτιση, που επιβάλλει νέες ιεραρχήσεις και σημασιοδοτήσεις.
INFO: J.M. Coetzee: Ένας Αργός Άνθρωπος, μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου,σελ.320, εκδ.Μεταίχμιο,2014