του Στέφανου Δημητρίου (*)
I
Η φράση του τίτλου, από το δοκίμιο του Τζωρτζ Όργουελ «Κάρολος Ντίκενς», το οποίο περιλαμβάνεται στον παρόντα τόμο, δείχνει σε τι εναντιώθηκε αυτός ο άνθρωπος, με το ανυπότακτο, κριτικό πνεύμα. Αυτή η φράση, με την οποία τελειώνει το συγκεκριμένο δοκίμιο (σ.179), ορίζει και το πεδίο της δοκιμασίας της αδογμάτιστης σκέψης. Είναι μάλλον κοινός τόπος το να αναφέρει κανείς ότι τα δοκίμια του Όργουελ, δηλαδή του Έρικ Μπλερ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ξεχωρίζουν για την ευθύτητα της εκφοράς του λόγου και τη νοηματική καθαρότητα του περιεχομένου του. Θα το κάνω, όμως, για δύο λόγους: ο πρώτος είναι ότι ορισμένοι κοινοί τόποι δικαίως είναι τέτοιοι, δηλαδή κοινοί σε όλους μας, επειδή έχουν κερδίσει, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, τη συγκατάθεση που εξασφαλίζει η αναγνωστική απόλαυση. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το ότι το να σταθώ σε αυτόν τον τόπο ίσως μου δώσει την αναγκαία στερεότητα για να γράψω για τον κατεξοχήν αντιδογματικό, αλλά και μαχητικό, διανοούμενο, δοκιμιογράφο και άνθρωπο του «ουδέποτε μηδέν ησυχία άγειν των ανθρωπίνων», όπως θα μας έλεγε ο Πλάτωνας στον «Πολιτικό» του (294 b). Σε αυτή την τελευταία φράση νομίζω ότι ριζώνει και η «στρατευμένη» πνευματική ανεξαρτησία του Όργουελ, που τον έκανε να σταθεί απέναντι και στην αποικιοκρατία και στον φασισμό και στον σταλινισμό ως ένας, κατά δήλωση του ιδίου «συντηρητικός αναρχικός», αλλά και πολιτικός άνθρωπος του δημοκρατικού σοσιαλισμού, τον οποίον αντιλαμβάνεται με έναν δικό του, ιδιαίτερο τρόπο. Θα μας πει, λοιπόν, στο έξοχο δοκίμιό του «Γιατί γράφω»: « Ο Ισπανικός πόλεμος και τ’ άλλα γεγονότα στα 1936-37 άλλαξαν την κατάσταση και μετά απ’ αυτό έμαθα πού στεκόμουν. Κάθε γραμμή σοβαρού έργου που έχω γράψει από το 1936 γράφτηκε, άμεσα ή έμμεσα, εναντίον του ολοκληρωτισμού και υπέρ του δημοκρατικού σοσιαλισμού, όπως τον καταλαβαίνω. Μου φαίνεται ανοησία, σε μια περίοδο σαν τη δική μας, να νομίζει κανείς ότι μπορεί ν’ αποφύγει να γράψει για τέτοια πράγματα. Ο καθένας γράφει γι’ αυτά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Το πρόβλημα είναι απλώς με ποια πλευρά τάσσεται κανείς και με ποιον τρόπο την προσεγγίζει». [1] Με ποια πλευρά, λοιπόν, τάσσεται ο Όργουελ και με ποιον τρόπο την προσεγγίζει; Η επιλογή αυτής της πλευράς ίσως να εξηγεί τον τρόπο με τον οποίον βλέπει τα πράγματα αυτός ο σπουδαίος, αντιδογματικός δοκιμιογράφος και στοχαστής. Και αυτό το «απλώς», με το οποίο προσδιορίζει τη φύση του συγκεκριμένου προβλήματος, δηλαδή του να διαλέγει κανείς με ποια πλευρά θα ταχθεί, όταν τα πράγματα ζορίζουν, ίσως και να είναι το σημαντικότερο, διότι, για τον Όργουελ, μπορεί και να ήταν όντως έτσι, δηλαδή «απλώς» ως προς την επιλογή του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Αυτό το «απλώς» νομίζω ότι φωτίζει τα περισσότερα από τα δοκίμιά του. Επίσης, αυτό το «απλώς», το οποίο προσδιορίζει τη συνθήκη και τον τρόπο επιλογής της σωστής πλευράς, συνδέεται και με την κριτική, αντιδογματική στάση του, άρα και με το επιχείρημα που κάθε φορά δικαιολογεί το «και με ποιον τρόπο την προσεγγίζει» αυτήν την πλευρά.
Σε αυτόν τον τόμο, με τα – εξαιρετικώς μεταφρασμένα από τον Οδυσσέα Πάππο – τριάντα πέντε δοκίμια, που εγράφησαν από το 1931 έως το 1949, ο Όργουελ φέρνει το αξιακό του σύστημα, το οποίο συνέχει την ιδέα του δημοκρατικού σοσιαλισμού, έτσι «όπως ο ίδιος τον καταλαβαίνει», στα μέτρα του λεγόμενου «κοινού ανθρώπου», δηλαδή μέσα στην αντάρα των ανθρωπίνων πραγμάτων. Θα το τονίσει αυτό ο Όργουελ, θέλοντας, στο δοκίμιό του για τον Ντίκενς, να εξηγήσει τη δημοφιλία του τελευταίου: «Αλλά στη δική του και στη δική μας εποχή έγινε δημοφιλής κυρίως επειδή είχε τη δυνατότητα να εκφράσει με έναν κωμικό, απλό και επομένως αξιομνημόνευτο τρόπο την έμφυτη εντιμότητα του κοινού ανθρώπου. Και είναι σημαντικό πως από αυτή τη σκοπιά μπορούν να περιγραφούν άνθρωποι πολύ διαφορετικού τύπου ως ‘κοινοί’». (σ.178). Αναφέρθηκα σε ένα αξιακό σύστημα του Όργουελ, όχι επειδή ο ίδιος, σε κάποιο σημείο το εκφωνεί ως κατάλογο διαφόρων ηχηρών «πρέπει», αλλά επειδή η εναντίωση του Όργουελ σε κάθε μορφή ολοκληρωτισμού, καθώς και σε κάθε δυναστική πολιτική ορθοδοξία και συναφώς εθυγραμμισμένη στάση και συμπεριφορά, είναι το σύνολο των θεμελιωδών αρχών του δυτικού πολιτισμού ως κριτικής στάσης, ως πράξης και συνθήκης του διαλόγου, άρα και κατάφασης της πνευματικής ανεξαρτησίας και χειραφέτησης. Σε αυτό το αξιακό βάθρο στηρίζεται ο Όργουελ, όταν στηλιτεύει, με κριτικό τρόπο, χωρίς αναθέματα, την αποικιοκρατία, τον φασισμό και τον σταλινισμό, που, ιδίως ως προς την πρώτη και τον δεύτερο, συνδέονται με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και την πολιτική δημοκρατία ως συνθήκες πλήρους ηθικής ανατροπής και απαξίωσης και των δύο. Ο Όργουελ γράφει και πράττει ως πολιτικός άνθρωπος. Υπό αυτήν την έννοια, αίρει την όποια διάκριση ανάμεσα στο «γράφει» και το «πράττει», όπου και τα δύο – συμφυώς πλέον – εκδηλώνονται, σε αυτά τα δοκίμια, ως στιγμές της ίδιας γρηγορούσας συνείδησης. Πώς εκδηλώνεται λοιπόν αυτή η γρηγορούσα συνείδηση, αυτή που αντιδαστέλλεται προς τη ληθαργούσα συνείδηση της βολικής διανοητικής ραθυμίας και που είναι αυτή η οποία οδηγεί στο ότι «το πρόβλημα είναι απλώς με ποια πλευρά τάσσεται κανείς και πώς την προσεγγίζει»; Εκδηλώνεται μάλλον μέσα από το πώς πράττει, δηλαδή γράφει, ο Όργουελ, άρα θα πρέπει κανείς να εστιαστεί – με όλο το ρίσκο μιας τέτοιας επιλεκτικής εστίασης – σε συγκεκριμένα δοκίμια, μιας και το να αναφερθεί και στα τριάντα πέντε είναι δουλειά μιας παρουσίασης και όχι ενός κριτικού κειμένου. Νομίζω ότι ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά δοκίμια αυτού του τόμου είναι το «Κάρολος Ντίκενς». Ίσως εκεί να βρίσκεται και εκεί απάντηση στο ερώτημα που κρυπτοφανώς λανθάνει στη φράση του Όργουελ «υπέρ του δημοκρατικού σοσιαλισμού όπως τον καταλαβαίνω». Πώς, λοιπόν, τον καταλαβαίνει; Πώς θα το καταλάβουμε εμείς αυτό, αφού δεν έγραψε ένα πιο συστηματικό κείμενο, ικανό να μας λύσει την απορία. Ίσως, για να λύσουμε αυτήν την απορία, να πρέπει να την δέσουμε περισσότερο. Αλλά να την δέσουμε όχι σαν κόμπο, αλλά να την δέσουμε με κάτι άλλο, που ίσως μας την εξηγήσει. Το δοκίμιο του Όργουελ για το πώς ο ίδιος κατανοεί τον Ντίκενς, ίσως να μας επιτρέψει να καταλάβουμε περισσότερα για τον ίδιο τον Όργουελ και για τη σημασία του «καταλαβαίνω» στο δοκιμιακό έργο του. Όμως, όχι μόνο για τη σημασία, αλλά και για την τεχνική του «καταλαβαίνω». Ενίοτε το «καταλαβαίνω» περιγράφεται και μπορεί να κατανοηθεί (και εδώ ζητώ συγγνώμη από τον αναγνώστη για την ταυτολογία) μέσα από μια πρακτική, όπως το «μαγειρεύω». Προσπαθώντας, μέσα από το δοκίμιο του Όργουελ για τον Ντίκενς, να δείξω το πώς νομίζω ότι δουλεύει ο Όργουελ, αλλά και το πώς προσεγγίζει την πλευρά που επιλέγει, για να δει τα πράγματα, ίσως φανεί αυτό το «απλώς» και σε αρκετά από τα άλλα δοκίμια, που φιλοξενούνται σε αυτόν τον τόμο, και που, με τον τρόπο του το καθένα, συνθέτει την υφή αυτών των πραγμάτων∙ πραγμάτων που μιλούν για «Το πτωχοκομείο», για τον Γέιτς, για «Καλά κακά βιβλία» ή εκθέτουν «Κάποιες σκέψεις για τον κοινό φρύνο» και βεβαίως το «Τολστόι και Σαίξπηρ».
II
Για τον Όργουελ, ο Ντίκενς «είναι ένας από κείνους τους συγγραφείς που σίγουρα αξίζει να κλέψει κανείς» (σ. 90). Ο Όργουελ, αφού, στην αρχή του κειμένου, αναφέρει σειρά κριτικών στο έργο του Ντίκενς, αλλά και προς τον ίδιο τον Ντίκενς, ορίζει τον συγγραφικό τόπο του Ντίκενς: «Η κυρίως δράση των ιστοριών του Ντίκενς λαμβάνει χώρα σχεδόν απαρέγκλιτα σε μεσοαστικά περιβάλλοντα. Εάν εξετάσει κανείς λεπτομερώς τα έργα του ανακαλύπτει ότι το πραγματικό υλικό των θεμάτων του είναι η εμπορική αστική τάξη του Λονδίνου και οι παρατρεχάμενοί της – δικηγόροι, κληρικοί, καταστηματάρχες, πανδοχείς, μικροτεχνίτες και υπηρέτες. Δεν υπάρχει καμία απεικόνιση εργάτη γης και μόνο μία (του Στίβεν Μπλάκπουλ στους Δύσκολους καιρούς) βιομηχανικού εργάτη» (σ. 94). Σε αυτόν τον τόπο, ο Ντίκενς συγκροτεί την κριτική του προς την κοινωνία και την κοινωνική αδικία. Η κριτική του, όπως τονίζει ο Όργουελ, δεν αποσκοπεί στην ανατροπή τους. Δεν είναι μία επαναστατική κριτική, πολλώ δε μάλλον μία επαναστατική πρόταση. Αντιθέτως, «σε κάθε σελίδα του έργου του μπορεί κανείς να διακρίνει μια συνείδηση που πιστεύει ότι η κοινωνία είναι λάθος στη ρίζα της. Όταν ρωτήσει κανείς ‘Σε ποια ρίζα;» τότε είναι που αρχίζει να καταλαβαίνει ποια θέση παίρνει ο ίδιος» (σ. 95). Σε αυτό το σημείο, αναδεικνύεται ξανά αυτό το «απλώς», για το οποίο έγινε λόγος και στην αρχή αυτού του κειμένου. Το ερώτημα του Όργουελ, ως προς τον Ντίκενς, «Σε ποια ρίζα;» – ερώτημα που αποτελεί, σύμφωνα με τον Όργουελ, την αφετηρία για την αυτεπίγνωση, που χαρακτηρίζει τον Ντίκενς, εφόσον αυτός «τότε είναι που αρχίζει να καταλαβαίνει ποια θέση παίρνει ο ίδιος» – είναι το ερώτημα που μας δείχνει ότι «το πρόβλημα είναι απλώς με ποια πλευρά τάσσεται κανείς και με ποιον τρόπο την προσεγγίζει». Μόνο που αυτό το πρόβλημα, όπως και το «απλώς», το οποίο ορίζει τη συνθήκη της συγκρότησης, αλλά και της εκφοράς αυτού του προβλήματος, όταν αναδεικνύεται μέσα από το ερώτημα «Σε ποια ρίζα;», το οποίο, όταν το θέτει, «τότε είναι που αρχίζει να καταλαβαίνει ποια θέση παίρνει ο ίδιος», αυτό το «ο ίδιος», αυτό το υποκείμενο της συγκεκριμένης πράξης, δηλαδή του ότι είναι το πρόσωπο που παίρνει μία συγκεκριμένη θέση, περιλαμβάνει και τον Ντίκενς και τον αναγνώστη του. Αυτή η «διπρόσωπη» μορφή συγγραφέα και αναγνώστη είναι το υποκείμενο που «αρχίζει να καταλαβαίνει ποια θέση παίρνει ο ίδιος», δηλαδή που καταλαβαίνει το «απλώς», το οποίο ορίζει και τον τύπο του προβλήματος, που αφορά το «με ποια πλευρά τάσσεται κανείς και με ποιον τρόπο την προσεγγίζει». Εδώ είναι που το «Γιατί γράφω» προβάλλει μέσα από το «Κάρολος Ντίκενς». Το δεύτερο είναι ένα κάλλιστο παράδειγμα του πρώτου. Το «με ποια πλευρά τάσσεται κανείς και με ποιον τρόπο την προσεγγίζει» και το «τότε είναι που αρχίζει να καταλαβαίνει ποια θέση παίρνει ο ίδιος» είναι «απλώς» οι αρμοί που συνέχουν το γιατί – αλλά και το πώς – γράφει ο Όργουελ, ιδίως όταν, στο «Κάρολος Ντίκενς», όπως είδαμε στο συγκεκριμένο σημείο, βλέπει ταυτόχρονα και τον Ντίκενς και τον αναγνώστη του Ντίκενς και, βεβαίως, και εμάς ως αναγνώστες δικούς του, δηλαδή αναγνώστες του Όργουελ.
Σε παλαιότερους καιρούς, αυτό ίσως να λέγαμε ότι είναι γνώρισμα της δεξιοτεχνικής δουλειάς μιας μαστορικής τέχνης. Και στους σημερινούς καιρούς, που είναι πλούσιοι σε πολλά, αλλά και φτωχοί συνάμα, επειδή τους λείπει η ιδιοφυής μοναδικότητα ενός Όργουελ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι και πάλι είναι γνώρισμα μιας μαστορικής δουλειάς. Έτσι, τουλάχιστον, αντιλαμβάνομαι ο ίδιος τη συγγραφική δεινότητα του δοκιμιακού λόγου του Όργουελ. Μάλιστα, είμαι της γνώμης ότι το στοχαστικό βάθος αυτού του λόγου δεν θα αναδεικνυόταν τόσο καθαρά, αλλά και με τέτοια ευθύτητα ως προς την εκφορά, χωρίς αυτή τη μαστορική δουλειά. Το «απλώς», που λέγαμε πριν, είναι στοιχείο αυτής της μαστοριάς. Δεν είναι απλώς το στολίδι της. Συμπυκνώνει την ομορφιά που έχει η απλότητα. Αυτό θα προσπαθήσω να δείξω και παρακάτω. Ο Όργουελ μάς δείχνει ότι ο Ντίκενς, αν και στηλιτεύει την απανθρωπιά της κοινωνικής αδικίας, δεν ασκεί κάποια ανατρεπτική κριτική, ούτε παίρνει αντίστοιχη θέση: «Δεν υπάρχει κάποιο ξεκάθαρο σημάδι ότι θέλει να ανατραπεί η καθεστηκυία τάξη ή ότι πιστεύει πως θα υπήρχε πολύ μεγάλη διαφορά εάν ανατρεπόταν. Γιατί, στην πραγματικότητα, ο στόχος του δεν είναι τόσο η κοινωνία όσο η ‘ανθρώπινη φύση’» (σ. 96). Ο Όργουελ μετατοπίζει το εξεταστικό του πρίσμα από τις συνθήκες στους ανθρώπους. Άλλωστε, σεβόμενοι ορισμένες κοινοτοπίες, δεν θα λέγαμε, κάνοντας κύκλους γύρω από το αυτονόητο και το τετριμμένο, ότι οι άνθρωποι φτιάχνουν τις συνθήκες, οι οποίες, όμως, είναι αυτές που φτιάχνουν τους ανθρώπους, όπως είναι; Ωστόσο, αυτή η κοινοτοπία βρίσκεται στον πυρήνα της ερμηνείας του Όργουελ, ο οποίος την αναδεικνύει σχεδόν ως προϋπόθεση για να καταλάβουμε τον Ντίκενς, όχι επειδή και οι δύο αναζητούσαν την αναπαυτική νωχέλεια στην ασφάλεια της κοινοτοπίας, αλλά επειδή η αναφορά στον στόχο του Ντίκενς, που «δεν είναι τόσο η κοινωνία όσο η ‘ανθρώπινη φύση’», περιλαμβάνει αυτήν την κοινοτοπία. Άλλωστε, η ίδια η φράση – και όχι κατ’ ανάγκην και η έννοια- «ανθρώπινη φύση» είναι πυρήνας πολλών κοινότοπων αποφάνσεων. Η μαστορική του Όργουελ όμως, με τη λεπτοφυή δεξιότητα της ευθύτητας του «απλώς» της, θα τα βάλει όλα στη θέση τους: «Το όλο ‘μήνυμα’ του Ντίκενς είναι κάτι που εκ πρώτης όψεως φαίνεται σαν μια γιγάντια κοινοτοπία: εάν οι άνθρωποι συμπεριφέρονταν καλά, ο κόσμος θα ήταν καλός» (σ. 97). Έτσι εξηγεί ο Όργουελ το γιατί ο Ντίκενς πάντοτε φιλοτεχνεί χαρακτήρες πλουσίων που φέρονται καλά. Μόνον έτσι μπορεί, στη συνέχεια, να δείξει ότι αυτή η αγαθή προαίρεση, η ανθρώπινη καλοσύνη δηλαδή, είναι κάτι σαν σχόλιο στη σχέση ματαιότητας, προσδοκίας και κοινωνικής αδικίας. Άλλωστε ο Ντίκενς – και αυτό ο Όργουελ το δείχνει ακόμη καθαρότερα – έχει τη δική του μαστορική ικανότητα. Φαίνεται αυτό από τη σοφία με την οποία σκηνοθετεί ρόλους και χαρακτήρες, μέσα από αντιθέσεις, εναρμονίσεις, αλλά και εντάσεις μεταξύ των προσώπων. Δεν εστιάζεται στις ιδέες. Αυτό που κυρίως κάνει – εάν καταλαβαίνω καλά την ανάλυση του Όργουελ – είναι το να χαράσσει έναν δρόμο, πορευόμενος με τα πρόσωπα, τους χαρακτήρες που σκηνοθετεί, προς τις αντινομίες της ζωής, ιδίως όταν ο πόνος και η καθημερινότητα μοιάζουν αξεχώριστοι καημοί: Ο Ντίκενς περιγράφει λεπτομερώς και με αποτροπιασμό την περίοδο της Τρομοκρατίας της Γαλλικής Επανάστασης, σε τέτοιον βαθμό, ώστε ο Όργουελ να τονίζει ότι «Αλλά τα ματωμένα μαχαίρια και κάρα που μετέφεραν τους μελλοθάνατους δημιουργούν στο μυαλό του μία ιδιαίτερα δυσοίωνη εικόνα την οποία έχει καταφέρει να περάσει σε γενιές αναγνωστών. Εξαιτίας του Ντίκενς, η ίδια η λέξη ‘κάρο’ έχει αποκτήσει δολοφονική χροιά∙ ξεχνά κανείς ότι το κάρο είναι απλώς ένα είδος αγροτικού οχήματος» (σ.110). Παράλληλα, όμως, ο Όργουελ δεν παραλείπει να τονίσει ότι ο Ντίκενς ήταν υπέρ των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης πολύ περισσότερο από τον μέσο Άγγλο της εποχής του. Σε τι, λοιπόν, θα μπορούσε να ελπίζει ένας συγγραφέας όπως ο Ντίκενς; Η απάντηση του Όργουελ έχει μεγάλο ενδιαφέρον: «Εάν μισείς τη βία και δεν πιστεύεις στην πολιτική, το μόνο γιατρικό που σου απομένει είναι η παιδεία. Ίσως η κοινωνία να είναι αδιόρθωτη, υπάρχει όμως πάντοτε η ελπίδα για τον μεμονωμένο άνθρωπο, εάν μπορέσεις να τον μεταμορφώσεις από αρκετά μικρό. Αυτή η άποψη εξηγεί εν μέρει και την προκατάληψη του Ντίκενς σχετικά με την παιδική ηλικία. Κανείς ποτέ, τουλάχιστον Άγγλος συγγραφέας, δεν έγραψε καλύτερα για την παιδική ηλικία απ’ ό, τι ο Ντίκενς» (σς. 110-111). Ο Ντίκενς συσχετίζει την παιδική ηλικία με την ανώφελη σκληρότητα του σχολείου της εποχής του, αποσκοπώντας σε ένα σχολείο με «ηθική ατμόσφαιρα» (σ.116). Τι είναι, όμως, μία ηθική ατμόσφαιρα, όταν δεν είναι η μεγαλαυχία του ηθικισμού; Για τον Ντίκενς του Όργουελ, δηλαδή για τον πλέον πραγματικό Ντίκενς, είναι μάλλον ένα δίλημμα, ένας δρόμος που διχαλούται, όπως λεγόταν παλιά: «Υπάρχει πάντοτε ένας νέος τύραννος έτοιμος να διαδεχθεί τον παλιό – ίσως όχι τόσο κακός, αλλά τύραννος. Κατά συνέπεια δύο απόψεις υπάρχουν. Η μία είναι, πώς μπορείς να βελτιώσεις την ανθρώπινη φύση έως ότου να αλλάξεις το σύστημα; Κι η άλλη, ποια είναι η αξία τού να αλλάξεις το σύστημα προτού βελτιώσεις την ανθρώπινη φύση; Ελκύουν διαφορετικά άτομα και πιθανώς τείνουν να αλλάζουν στον χρόνο. Ο μοραλιστής και ο επαναστάτης υπονομεύουν διαρκώς ο ένας τον άλλον. Ο Μαρξ πυροδότησε εκατό τόμους δυναμίτη κάτω από τη μοραλιστική θέση και ζούμε ακόμη στον απόηχο αυτής της τρομερής έκρηξης. Αλλά ήδη, κάπου, οι σκαπανείς έχουν πιάσει δουλειά και νέος δυναμίτης φυτεύεται για να τινάξει τον Μαρξ στο φεγγάρι. Τότε ο Μαρξ, ή κάποιος σαν κι αυτόν, θα επιστρέψει με ακόμα περισσότερο δυναμίτη κι έτσι θα συνεχίζεται η διαδικασία, μέχρι ενός σημείου που δεν μπορούμε να προβλέψουμε. Το κεντρικό πρόβλημα – πώς να αποτρέψουμε την κατάχρηση εξουσίας – παραμένει άλυτο. Ο Ντίκενς, που δεν είχε τη διορατικότητα να δει ότι η ατομική ιδιοκτησία είναι ένα εμπόδιο, έχει τη διορατικότητα να δει ότι το ‘εάν οι άνθρωποι συμπεριφέρονταν σωστά, ο κόσμος θα ήταν σωστός’ δεν είναι τόσο κοινότοπο όσο ακούγεται» (σς. 118-119). Να, λοιπόν, που επανέρχεται η σχέση του «απλώς», καθώς και τη θέσης που παίρνει κάποιος, με την κοινοτοπία για την οποία μιλούσα παραπάνω. Ο Όργουελ, σε όλη τη μετέπειτα έκταση του δοκιμίου, δεν θα σταματήσει να μας δείχνει διαφορετικές όψεις του Ντίκενς, έτσι ώστε να μας φαίνεται και οικείος και ανοίκειος. Βλέπουμε, έτσι, όλες αυτές τις εκδοχές, τις όψεις, τις ποικίλες εκφράσεις, που μαζί συνθέτουν ένα σύνολο από χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Όταν αυτά τα χαρακτηριστικά δέσουν μεταξύ τους, τότε σχηματίζουν ένα πρόσωπο: «Όταν διαβάζει κανείς ένα δυνατό κείμενο, έχει την αίσθηση ότι βλέπει ένα πρόσωπο πίσω από τις σελίδες. Δεν είναι υποχρεωτικά το πραγματικό πρόσωπο του συγγραφέα», θα πει ο Όργουελ ως αναγνώστης του Ντίκενς (σ. 179). Μάλλον έχει τύχει σε όλους μας. Για παράδειγμα, ποιο πρόσωπο βλέπουμε διαβάζοντας τον «Μεγάλο Ιεροεξεταστή» του Ντοστογιέφσκη, τα διηγήματα του Βιζυηνού ή τον «Μαύρο Μοναχό» του Τσέχωφ; Σημασία, όμως, έχει ποιο είναι το πρόσωπο που βλέπει ο Όργουελ, διαβάζοντας τον Ντίκενς: «Είναι το πρόσωπο ενός άντρα που μάχεται διαρκώς ενάντια σε κάτι, αλλά που πολεμάει στον καθαρό αέρα και δεν φοβάται, το πρόσωπο ενός άντρα που είναι γενναιόδωρα οργισμένος [πλάγια γράμματα στην έκδοση] – με άλλα λόγια, ενός φιλελεύθερου του δέκατου ένατου αιώνα, μιας ελεύθερης διάνοιας, ενός τύπου που μισήθηκε απ’ όλες τις δύσοσμες, μικρές ορθοδοξίες που σήμερα μάχονται για το ποια θα κυριεύσει την ψυχή μας» (σ. 179). Κλείνουμε όπως ξεκινήσαμε: Στο «Γιατί γράφω», ο Όργουελ μάς είπε ότι «κάθε γραμμή σοβαρού έργου που έχω γράψει από το 1936 γράφτηκε, άμεσα ή έμμεσα, εναντίον του ολοκληρωτισμού και υπέρ του δημοκρατικού σοσιαλισμού όπως τον καταλαβαίνω». Να, λοιπόν, πώς τον καταλαβαίνει και με ποιο πρόσωπο μας κοιτάζει. Το ζήτημα θα είναι πάντα τι βλέπουμε εμείς. Όμως, αυτό έχει να κάνει με μας και τις «μικρές ορθοδοξίες» που διεκδικούν να έχουν μερτικό, όχι μόνο σε ό, τι είμαστε, αλλά και σε ό, τι θα μπορούσαμε να γίνουμε. Με άλλα λόγια, έχει να κάνει με το δικό μας πρόσωπο. Γι’ αυτό το τελευταίο, εμείς – και μόνον εμείς – έχουμε ευθύνη. Μας το φωνάζουν αυτό και ο Πλάτων και ο Ρουσσώ και ο Καντ και ο Μιλλ. Δεν είναι και τυχαία πρόσωπα.
(*) Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
[1] Τζωρτζ Όργουελ, «Γιατί γράφω», Δοκίμια, μετάφραση: Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου-Στέφανου Ροζάνη, Έρασμος, Δεύτερη Έκδοση, σ. 19.
Τζορτζ Όργουελ, Ό, τι μου κάνει κέφι. Δοκίμια για τη λογοτεχνία και την πολιτική, ανθολόγηση-επίμετρο: Σταύρος Ζουμπουλάκης, μετάφραση: Οδυσσέας Πάππος, Μεταίχμιο, Αθήνα 2022.