Ένα βιβλιοπωλείο, μια ζωή : To Strand στο Μανχάταν (του Χρήστου Τσιάμη)

0
1325

του Χρήστου  Τσιάμη (ανταπόκριση)

 

 Η πρώτη μου δουλειά ήταν ταξινομητής βιβλίων.  Τον Ιανουάριο της πρώτης μου χρονιάς στο πανεπιστήμιο, στη Νέα Υόρκη, στο μηνιαίο διάλειμμα ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο εξάμηνο των σπουδών, ένας ξάδερφός μου, που σπούδαζε για το δόκτορά του στην ίδια πόλη κι αυτός, μου είχε βρει δουλειά στο σπίτι του καθηγητή της κοινωνιολογίας Δρ. Αγκίνσκυ.  Το διαμέρισμα βρισκόταν στην Πάρκ Αβενιου, λεωφόρο των πλουσίων, κοντά στο Ελληνικό προξενείο.  Έτσι, εκείνο το παγερό πρωϊνό του Ιανουαρίου, απεύθυνα έναν νοερό χαιρετισμό στην γαλανόλευκη, που κυμάτιζε στο μπαλκόνι, προτού, ένα τετράγωνο πιο πάνω, μου ανοίξει ο θυρωρός τη βαριά πόρτα του γωνιακού βαρύγδουπου κτιρίου, και ένας κουστουμαρισμένος κύριος κατόπιν μου υποβάλει ερωτήσεις ως πρoς τον προορισμό και τον σκοπό της επίσκεψης μου.  Αργότερα έμαθα ότι στην ίδια πολυκατοικία έμενε και ο κύριος Τζέϊκομπ Τζάβιτς, ο τότε γερουσιαστής της πολιτείας, και πως οι κουστουμαρισμένοι κύριοι ήταν της μυστικής υπηρεσίας που ήταν εκεί για την προστασία του.

Βγήκα από το ασανσέρ, χτυπώ το κουδούνι, και αμέσως η πόρτα υποχωρεί και προβάλει ο χαμογελαστός κύριος καθηγητής που προφανώς είχε προειδοποιηθεί.  Αφού συστηθούμε, με οδηγεί, μέσα από έναν διάδρομο μακρύ (από σκούρο καφέ ξύλο το πάτωμα κι επίσης τα έπιπλα στα μεγάλα δωμάτια που προσπερνάμε) στη μεγάλη και άρτια από ηλεκτρικές συσκευές κουζίνα, που την διασχίζει και ανοίγει την πόρτα σε ένα δωμάτιο έκπληξη.  Κάτασπρο, με έναν τοίχο από μπλε ντουλάπια, μια καρέκλα, ένα μικρό τραπέζι, και στο πάτωμα μεγάλοι κίτρινοι και άσπροι φάκελοι παχουλοί και ακόμα κλειστοί.  Και κάμποσα χαρτονένια κουτιά, άδεια.  «Είναι βιβλία που μου τα στέλνουν διάφοροι, προς ενημέρωση, ή για να γράψω κριτική.  Η δουλειά σου είναι να ξεχωρίσεις αυτά που δεν έχουν σχέση με τις κοινωνικές επιστήμες ή, κι αν έχουν, αυτά που είναι εις διπλούν.  Και όλα αυτά να τα πακετάρεις σε τούτα εδώ τα κουτιά για να σταλούν στο Στράντ.  Τα υπόλοιπα θα τα ταξινομήσεις στη βιβλιοθήκη μου που θα σου δείξω αργότερα.»  Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα αυτό το όνομα και, ευγενικά, του ζήτησα να μου εξηγήσει τι σήμαινε ‘Στράντ’.  Και τότε, με μια σύντομη περιγραφή, ο κύριος καθηγητής μου άνοιξε τον δρόμο που με φέρνει επί δεκαετίες τώρα στο αγαπημένο αυτό βιβλιοπωλείο, χαμηλά στη λεωφόρο Μπρόντγουεϊ, δυο τετράγωνα νότια απ’ την πλατεία Union Square.

 

Στην πρώτη μου επίσκεψη, με εντυπωσίασε η επιγραφή πριν καλά – καλά μπω στο μαγαζί: «18 μίλια βιβλίων» έλεγε .  Μου πήρε λίγο να καταλάβω πώς χωρούσαν, γεωμετρικά, 18 μίλια σε ένα γωνιαίο κατάστημα με προσόψεις στις δυο πλευρές του, απ’ ό,τι είχα δεί, περίπου είκοσι επί πενήντα μέτρα!  Μέσα, στην ψηλοτάβανη τεράστια αίθουσα, μετά τα μπροστινά τραπέζια που ήταν γεμάτα βιβλία, ήταν αραδιασμένες οι πανύψηλες ξύλινες και μεταλλικές βιβλιοθήκες, κατά πλάτος του μαγαζιού, και στο βάθος άλλες παρόμοιες που ξεκίναγαν από τον πίσω τοίχο και εκτείνονταν κάμποσα μέτρα κάθετα προς τις προηγούμενες.  Όλες αυτές οι βιβλιοθήκες έφταναν σχεδόν μέχρι το ταβάνι με πάνω από είκοσι ράφια η καθεμιά, όπως πρόχειρα υπολόγισα . Τότε λοιπόν κατάλαβα πώς, αν έβαζες όλες αυτές τις σειρές των ραφιών ευθυγραμμικά, θα μπορούσες να καταλήξεις σε μίλια βιβλίων όπως διαφημίζονταν στην ταμπέλα της εξώπορτας. Άσε που υπήρχε και ο ξεχωριστός όροφος των σπάνιων εκδόσεων (που τον είδα πολλά χρόνια αργότερα) κι ένα τεράστιο υπόγειο.  Εκείνο το υπόγειο!  Είναι μια άλλη ιστορία…

Ελισσόμενος στους στενούς διαδρόμους ανάμεσα στις μακριές βιβλιοθήκες, κατά την πρώτη μου εκείνη επίσκεψη, ένιωθα σαν να έκανα περιήγηση μέσα στην ιστορία του βιβλίου μιας και, λίγο από την όψη, λίγο από τη μυρουδιά, τα βιβλία εκείνα σε οδηγούσαν νοερώς σε χρόνια πολύ παλιά. Σε κάποια στιγμή αναρωτήθηκα ‘πού άραγες να βρίσκονται τα καινούργια βιβλία που πακετάριζα στο σπίτι του καθηγητή Αγκίνσκυ με προορισμό εδώ;’  Και τότε άκουσα κάποιον να φωνάζει δυνατά, από έναν πάγκο κοντά στην εξώπορτα, Books to go down!”  Πλησίασα εκεί κοντά, και ύστερα από λίγο είδα έναν νεαρό να πλησιάζει τον πάγκο και να παραλαμβάνει δυο σακούλες γεμάτες βιβλία.  Και τον ακολούθησα.  Κοιτάζοντας τον να κατεβαίνει, απ’ την απέναντι μεριά, τα σκαλιά προς το υπόγειο, λίγο έλειψε να φάω κατάμουτρα την πόρτα που άνοιξε ξαφνικά και διάπλατα κάποιος εξερχόμενος από την τουαλέτα (όπως διαπίστωσα αργότερα) που ήταν, τότε, εκεί ακριβώς, δίπλα στο κεφαλόσκαλο προς το υπόγειο.

Το υπόγειο είχε τη δική του ζωή.  Κι εδώ υπήρχαν οι παράλληλες σειρές από ψηλές βιβλιοθήκες καταμεσής του χώρου κι έναν γύρο στους τοίχους.  Ο χώρος αυτός όμως, με μη κανονική γεωμετρία, φύλαγε τις δικές του εκπλήξεις.  Ακολουθώντας τον νεαρό με τις σακούλες των βιβλίων, έφτασα στην μιαν άκρη του υπογείου όπου υπήρχε μια γωνιακή εσοχή διαστάσεων ενός μεγάλου δωματίου.  Εδώ, πίσω από μια αλυσίδα (προφανώς για να υποδεικνύει «απαγορεύεται η είσοδος»), ήταν μαζεμένοι κάμποσοι νεαροί υπάλληλοι οι οποίοι, συνοδεία μουσικής από ένα κρυφό ραδιόφωνο, και με ακατάπαυστη μεταξύ τους κουβέντα, άδειαζαν όλες εκείνες τις σακούλες και τα κιβώτια με βιβλία που έφταναν καθημερινώς, ετοίμαζαν την αυτοκόλλητη ετικέτα με τον τίτλο και με την τιμή, και τα τοποθετούσαν σε καροτσάκια για να τα παραλάβουν εκείνοι που τα τοποθετούσαν στα ράφια.  Κατάλαβα από νωρίς ότι εδώ χρειάζεται να έχεις πρόσβαση για να προφταίνεις τις νέες αφίξεις δυσεύρετων βιβλίων που γίνονται ανάρπαστα από τη στιγμή που θα μπουν στα ράφια.  Και με τον καιρό το φρόντισα.  Από εδώ άρχιζαν οι πολλαπλές σειρές βιβλιοθηκών στο κέντρο στου υπόγειου όπου μπορούσες να βρεις αντίτυπα καινούργιων εκδόσεων στην μισή τους τιμή!  Πολλές φορές σε ορισμένα αντίτυπα, ανάμεσα στις σελίδες τους, μπορούσες να βρεις το υλικό διαφήμισης του βιβλίου (δελτία τύπου και φωτογραφίες του συγγραφέα) που ο εκδότης τους τα προόριζε για τους κριτικούς μα που, προφανώς, πολλούς από αυτούς δεν τους είχαν συγκινήσει, μιας και τα είχαν εξαποστείλει στο Στράντ, για ένα μικρό αντίτιμο, σαν το καθηγητή Αγκίνσκυ…

Και αν αυτή η γωνιά του υπογείου έβριθε ζωής, υπήρχαν κάτι απόμακρα κατατόπια, στις διαμετρικά αντίθετες άκρες του, που θα μπορούσαν να γίνουν σκηνικά για έργα γκράν γκινιόλ.  Σ’ εκείνες τις γωνιές, όπου συνήθως υπήρχαν περίεργες κατηγορίες μεταχειρισμένων βιβλίων (όπως παλιά βιβλία σλαβικών γλωσσών ή βιβλία στρατιωτικής ιστορίας) το υπόφωτο κάποιων φυματικών λαμπτήρων γινόταν ακόμα πιο υποτονικό από το σκούρο χρώμα που είχαν οι ράχες των ‘αρχαίων’ εκείνων βιβλίων. Άσε που, ενθαρρυμένος από το περιβάλλον, εμφανιζόταν κάπου κάπου και κάποιος ποντικός, με το ενδιαφέρον του να εκτοξεύεται από τη μια στην άλλη, την απέναντι, κατηγορία βιβλίων.  Με μουσική επένδυση τους κρότους στους σωλήνες ατμού, για θέρμανση, που ήταν φωλιασμένοι στις γωνίες των τοίχων με σκασμένη τη μπογιά.  Σπανίως έβλεπες άνθρωπο εδώ.

Φυσικά, ο μαγνήτης που σε τραβούσε σε αυτό το μέρος ήταν τα βιβλία.  Αυτά που τα εύρισκες σε τιμές ευκαιρίας, ή βιβλία που δεν θα τα εύρισκες καν σε άλλα βιβλιοπωλεία (εξαντλημένες εκδόσεις, βιβλία πανεπιστημιακών εκδόσεων με θέματα περιορισμένου ενδιαφέροντος, βιβλία underground μικρών εκδοτικών οίκων).  Και κάπου κάπου όλο και ψάρευες και κάποιο αναπάντεχο εύρημα, ένα μαργαριτάρι για αυτόν που αγαπάει τα βιβλία: μια πρώτη έκδοση βιβλίου ενός αγαπημένου συγγραφέα!  Να! του Ντύλαν Τόμας «Τα Χριστούγεννα ενός παιδιού στην Ουαλία» (‘A Childs Christmas in Wales’), εικονογραφημένο.  Το τελευταίο βιβλίο των Cantos”, «Σχέδια και Αποσπάσματα» (‘Drafts and Fragments’) του Εζρα Πάουντ.  Οι «Λαβύρινθοι», στην αμερικανική τους έκδοση, του Χόρχε Λούις Μπόρχες. «Οι στρατιές της νύχτας» (‘The armies of the night’) και «Διαφημίσεις για τον εαυτό μου» (‘Advertisements for myself’) του Νόρμαν Μέϊλερ«Η κόρη του αισιόδοξου» (‘The Optimists Daughter’) της Γιουντόρα Γουέλτυ.  Χτύπαγε η καρδιά σου όταν, τυχαία, τα χτύπαγε το μάτι σου, μοναχικά και στριμωγμένα, στα ράφια ανάμεσα σε τόσα άλλα βιβλία χωρίς κανένα ενδιαφέρον για σένα.  Κι αν τα είχες διαβάσει παλιότερα (είτε απ’ του πανεπιστημίου τη βιβλιοθήκη δανεισμένα, είτε από κάποια φτηνή χαρτόδετη έκδοση), διαβάζοντάς τα τώρα ξανά στην πρώτη τους έκδοση σε έφερνε, ένιωθες, πιο κοντά στην εποχή του συγγραφέα, μέσα από μια συναισθησία (της αφής, της οσμής, και της όρασης) που φαινόταν να σε μετατοπίζει, δια μαγείας, από τον φυσικό χώρο στον ιστορικό ταυτοχρόνως με το ταξίδι σου το πνευματικό!

Κι ενώ τα βιβλία ήταν η κυρίως θαυμαστή εντύπωση, για μένα υπήρχε και το sideshow των ανθρώπων.  Όχι τόσο των πελατών, αλλά όλων αυτών που απασχολούντο στο βιβλιοπωλείο.  Ως επί το πλείστον νεαροί εκκεντρικοί.  Το έδειχνε η φορεσιά τους, η κόμη τους, τα στολίδια τους.  Τα σκουλαρίκια, τα περιδέραια, οι χάντρες  στον λαιμό και στα χέρια, οι κονκάρδες με μηνύματα κάθε είδους, πολιτικά, λογοτεχνικά, χιουμοριστικά.  Κι αν κοντοστεκόσουν δίπλα εκεί όπου δυο, καθώς στον πάγκο τους τακτοποιούσαν σωρούς από βιβλία, είχαν ανοίξει μεγάλο διάλογο, θα έπαιρνες και μια γεύση απ’ την εκκεντρικότητα της σκέψης τους.  Πριν χρόνια οι Τάϊμς είχαν γράψει για το κουίζ βιβλιογνωσίας και λογοτεχνίας με το οποίο εξετάζονταν όσοι έκαναν αίτηση για δουλειά στο Στράντ.  Προφανώς, δεν δούλευε όποιος κι όποιος εκεί μέσα…

Πόσοι και πόσοι μου έρχονται στον νου!  Αρχίζοντας από τον φίλο μου τον Νίκο, αριστούχο μαθητή από τη Θεσσαλονίκη, που σπούδαζε με υποτροφία στο Κολούμπια.  Είμαστε συμφοιτητές για κάμποσα χρόνια, σε διαφορετικές σχολές όμως, εγώ στους Χημικούς Μηχανικούς κι εκείνος στη σχολή  Κλασσικών Σπουδών.  Χαθήκαμε όταν αποφοίτησα και άρχισα να δουλεύω στη βιομηχανία, ενώ εκείνος συνέχισε την πορεία του για διδακτορικό.  Και νάτος!  Φάντης μπαστούνι, μετά από χρόνια, ανάμεσα στα ράφια του Στράντ τοποθετώντας βιβλία!  Τέλειωνε όπου νάταν το δίπλωμα, μου είπε, και η δουλειά εδώ του προσέφερε, πέρα από το εισόδημα, και φοβερές ευκαιρίες στα βιβλία, που τα χρειαζόταν με τη σέσουλα στον κλάδο του.

Από εκείνη την εποχή, θυμάμαι και τον συμπαθέστατο μαύρο, τον Μπέν, που με τα χρόνια έχασε κάμποσα από τα μαλλιά του μα κράτησε το περιποιημένο γενάκι του και σε κάποια στιγμή πρόσθεσε και διαμαντένιο σκουλαρίκι στο ένα του αυτί.  Τον Μπέν, που κάποτε με είχε επιπλήξει όταν σε αναζήτηση ενός βιβλίου είχα καταλήξει σε αυτόν αφού είχα προηγουμένως ρωτήσει έναν αριθμό άλλων υπαλλήλων. ‘Θα έπρεπε να είχες έρθει σε μένα απ’ την αρχή’, μου είπε αυστηρά, καθώς μου παρέδιδε το ζητούμενο βιβλίο.  Ήταν κι ο άλλος, ο μικροσκοπικός, σωματώδης τύπος, με τις τετραγωνικές μαύρες διόπτρες, ένας αγέλαστος τροχονόμος των εισερχόμενων βιβλίων, πίσω από τον πάγκο υποδοχής τους.  Με τον καιρό, έμαθα από την κοινή μας φίλη τη Σούζαν (επιμελήτρια, τότε, φωτογραφίας στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης), πως εκείνος ο τύπος ήταν ένας φωτογράφος δεινός, που όμως χρειαζόταν το εισόδημα από τη δουλειά του στο Στράντ για να συντηρήσει την οικογένεια του.

Υπήρξαν και κάποιοι διάσημοι που, πριν τους αγγίξει η φήμη, είχαν περάσει από εκεί.  Ο Μπέν θυμάται, σε κάποια του συνέντευξη, τον συγγραφέα Luc Sante που είχε ‘αναλάβει να τακτοποιεί από μόνος του τα paperbacks.  Κι εγώ θυμάμαι κάτι που είχε αναφέρει εδώ και χρόνια η τραγουδίστρια του ροκ Patti Smith.  Είχε πει ότι για ένα διάστημα είχε δουλέψει κι αυτή στο Στράντ ‘στο υπόγειο’, το 1974, πριν ακόμα γίνει γνωστή.  Και σκέφτομαι πως εκείνη την εποχή πέρναγα από εκεί τρείς και τέσσερις φορές τη βδομάδα, και σίγουρα οι δρόμοι μας θα είχαν διασταυρωθεί, στη μοναξιά, τότε, εκείνου του υπογείου, στα στενά μονοπάτια ανάμεσα στων βιβλίων τα ράφια.  Και ίσως και αργότερα, μετά τη δουλειά, να είχαμε συντύχει καμιά βραδιά, στο Maxs Kansas City, από την άλλη μεριά της πλατείας Union Square, όπου μαζεύονταν οι άσημοι ακόμη νεαροί της καινούργιας μουσικής punk που διαμορφωνόταν τότε στην πόλη. Εκεί και εμείς, χωρίς επίγνωση ακόμα του τι γινόταν, καταλήγαμε καμιά φορά σ’ εκείνο το στέκι απλώς για ένα χάμπουργκερ και μπύρες στα φτηνά.  Και τι μ’ αυτό, θα μου πεις.  Γιατί και τώρα που έχει γίνει πιά διάσημη, και πάνω από μια εικοσαετία γειτόνισσα, και την αναγνωρίζεις, τί παραπάνω ανταλλάσσεις μαζί της πέρα από ένα γειά κοινωνικής φιλοφρόνησης, όταν τη συναντάς στην ουρά στο μπακάλικο του  Κορεάτη ή όταν την πετύχεις, προσπερνώντας, να διαβάζει την αλληλογραφία της στα σκαλιά στου σπιτιού της;  Δεν ξέρω.  Ίσως να μη σημαίνει τίποτα.  Απ’ την άλλη, όμως, ίσως η διαίσθηση και μόνο μιας τέτοιας μικρότερης κοινωνίας γύρω σου να σε αγγίζει κάπου βαθύτερα…

Μετά το 2000, άλλαξε η Νέα Υόρκη, προς το πιο λουσάτο και το πιο τουριστικό, άλλαξε και το Στράντ παρομοίως.  Κατ’ αρχάς μπήκε κλιματιστικό!  Πάνε εκείνες οι καυτές ημέρες του καλοκαιριού που οι υπάλληλοι του την άραζαν φαρδιά πλατιά μέσα στο βιβλιοπωλείο μαζί με τους λίγους κάθιδρους φανατικούς του βιβλίου. Άλλαξε και ο φωτισμός (κατάφωτος πιά ο χώρος), μπήκαν καινούργιοι ξύλινοι πάγκοι και καινούργια ράφια σε χρώμα ανοιχτό, να ταιριάζουν με το καινούργιο ξύλινο πάτωμα, προστέθηκε κι ένας δεύτερος όροφος εσωτερικός (κυρίως για τα βιβλία τέχνης και τα παιδικά), και το Στράντ ήταν έτοιμο πιά για να δεχτεί μια καινούργια πελατεία, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που κατέφθαναν με τα εξήντα πέντε εκατομμύρια των τουριστών ετησίως που είχαν προορισμό την πόλη.  Τώρα, ένα μεγάλο μέρος του μαγαζιού, μπροστά – μπροστά, μετά την είσοδο, είναι γι αυτούς που…δεν εμβαθύνουν.  Αφιερωμένο στο εμπόρευμα  των σουβενίρ: τσάντες, φανελάκια, κάλτσες, κούπες, αφίσες κλπ. με το μαγαζιού το όνομα ή με έξυπνες λογοτεχνικές φράσεις και γνωμικά.  Σίγουρα, οι πελάτες έχουν αλλάξει.  Να, ένα περιστατικό, αρχές του περασμένου Μάρτη: απ’ την άλλη μεριά του πάγκου των βιβλίων της ποίησης ακούω τον διάλογο δυο νεανίδων.  ‘Αχ, νάτο! Θα το αγοράσω αυτό το βιβλίο΄, λέει η μια.  Η άλλη, με κάποια έκπληξη τη ρωτάει ‘Από πού το ξέρεις;’ Και έρχεται η απάντηση ‘Απ’ το τουίτερ!’.  Οπότε η έκπληκτη φίλη ανταπαντάει κάπως απαξιωτικά: ‘Μα καλά, για ποίηση στο τουίτερ πας!’  

Απ’ τα καλά που ήρθαν με την ανακαίνιση του βιβλιοπωλείου ήταν και ένα οργανωμένο πρόγραμμα εκδηλώσεων, μιας και τώρα υπήρχε μεγαλύτερος ανοιχτός, και καθ’ όλα ευχάριστος, χώρος, χειμώνα καλοκαίρι.  Πολλές από τις αναγνώσεις γίνονται στον δεύτερον όροφο, αλλά και στον ξεχωριστό όροφο,  όπου υπάρχουν οι συλλογές των σπάνιων βιβλίων και των πρώτων εκδόσεων.  Εκεί, μια χρονιά, σχετικά πρόσφατα, έτυχε να δω, κοντά χρονικά, να διαβάζουν από το έργο τους, η σημαντική Αμερικανίδα ποιήτρια Jorie Graham, και η δική μας η Ερση Σωτηροπούλου, που η αμερικανική μετάφραση του μυθιστορήματος της «Τι μένει από τη νύχτα», ήταν ένα βιβλίο επιλεγμένο από το προσωπικό του Στράντ για εκείνον τον μήνα.

Τελευταία, πήγα στο Στράντ τον Οκτώβρη.  Είχα να πάω πάνω από μισόν χρόνο.  Από τότε δηλαδή που έπεσε η πανδημία.  Ήταν Σάββατο απόγευμα, όταν συνήθως το βιβλιοπωλείο είναι κατάμεστο.  Αυτή τη φορά όμως ήμασταν εκεί μέσα εγώ κι ένας κούκος.  Απ’ τις δεκάδες του προσωπικού υπήρχαν ελάχιστοι τώρα που κάθονταν διασπαρμένοι εδώ κι εκεί, πίσω από τους πάγκους, άπραγοι και κατηφείς.  Πρόσφατα, στη μοναξιά της πανδημίας, είχα κατεβάσει από τα ράφια της βιβλιοθήκης μου διάφορα αδιάβαστα βιβλία, μαζί και την αυτοβιογραφία «A Country Girl» της γνωστής Ιρλανδέζας μυθιστοριογράφου Εντνα Ο’Μπράϊαν.  Κάτι με είχε τραβήξει για τη ζωή της όπως την διάβαζα. Κι έτσι τώρα στο Στράντ , χωρίς περιήγηση στο χώρο του βιβλιοπωλείου, όπως συνήθιζα, πήγα απευθείας στο ράφι που ήταν αλφαβητικά τα βιβλία της Ο’Μπράϊαν και βρήκα το τελευταίο της μυθιστόρημα, «Girl».  Μπροστά στον μακρύ πάγκο του ταμείου, απ’ όπου συνήθως έξη-εφτά νεανικές φωνές καλούσαν όσους περίμεναν στην ουρά για να πληρώσουν, ένας μοναχικός τώρα νεαρός μου έκανε νόημα να πλησιάσω.  Έφυγα όχι με τον συνήθη μου ενθουσιασμό για ένα καινούργιο αναγνωστικό απόκτημα, αλλά γεμάτος σκέψεις βαριές για το κενό που είχα νιώσει λίγο νωρίτερα.  Δεν εννοώ το άδειο μαγαζί, αλλά κάτι το άδειο μέσα μου που πήγαινε να με καταπιεί…

Μια δυο βδομάδες αργότερα, γράφτηκαν στις εφημερίδες κάποια άρθρα, ένα είδος SOS από την ιδιοκτήτρια του Στράντ.  Για να επιβιώσει η επιχείρηση, είχε πει, πρέπει να πουληθούν βιβλία.  Έτσι απλά.  Και μέσα σε τρείς μέρες, ένα νέο άρθρο μας πληροφόρησε  ότι το βιβλιοπωλείο είχε λάβει εικοσιπέντε χιλιάδες παραγγελίες μέσω του διαδικτύου, με ένα σεβαστό τζίρο, και είχε εισπράξει περίπου ένα παρόμοιο  ποσό από το πλήθος των επισκεπτών που είχαν αποφασίσει να δώσουν το παρόν αυτοπροσώπως στο μαγαζί!  Έτσι για να θυμόμαστε ότι οι άνθρωποι του βιβλίου (αυτοί που αγαπάνε τα βιβλία δηλαδή ) είναι μια μικρή, πολύ μικρή, κοινωνία, σιωπηλή, μέσα στην πολύβουη σημερινή κοινωνία, που όμως ανταποκρίνονται με μιας στο κάλεσμα όταν αρχίζουν να θίγονται τα…πάτρια.

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά…και, μαζί με όλα τα καλά που ευχόμαστε, μετά από τέτοια ταλαιπωρία τον χρόνο που μας πέρασε, μακάρι νάρθουν μέρες λαμπρές για το Στράντ και για τα βιβλιοπωλεία όλου του ντουνιά!  Γιατί μέσα από τους κόσμους που μας περιμένουν σε αυτούς τους χώρους, με υπομονή, σιωπηρά, ανάμεσα σε δυο εξώφυλλα, ξεκινούν τα όμορφα, τα παράξενα και τα απρόσμενα, που ανεβάζουν τη ζωή μας ένα  τοσοδά, που αρκεί, για να πετάξει λίγο πάνω απ’ το χώμα.

 

                        Νοέμβρης 2020– 2 Ιανουαρίου 2021

Προηγούμενο άρθροΑυτά τα χέρια είναι μαχαίρια (του Σταύρου Χατζηθεοδώρου)
Επόμενο άρθροΟ ξανακερδισμένος τ(ρ)όπος της λογοτεχνίας (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ