της Βούλας Κοκολάκη (*)
Πριν δέκα και πλέον χρόνια σε ένα φοιτητικό δωμάτιο στο χωριό του Γάλλου, κοντά στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, στο παράρτημα του Ρεθύμνου, μία φοιτήτρια, ξαπλωμένη πρηνηδόν πάνω σε ένα μονό κρεβάτι, αφού ολοκλήρωσε την ανάγνωση του «Εις μνήμην» στην ποιητική συλλογή Στροφή του Γιώργου Σεφέρη, γυρίζει σελίδα στο βιβλίο και πριν καν ολοκληρωθεί ένα λεπτό του χρόνου, ξεσπάει σε ένα κελαρυστό γέλωτα. Τι ήταν αυτό που προκάλεσε το γέλιο της; Είχε μόλις διαβάσει το ποίημα «Δημοτικό Τραγούδι»:
Δημοτικό τραγούδι
Τα μονοκοτυλήδονα
και τα δικοτυλήδονα
ανθίζανε στον κάμπο
σου το ’χαν πει στον κλήδονα
και σμίξαμε φιλήδονα
τα χείλια μας, Μαλάμω!
Πηγή του γέλιου ήταν η μετάβαση από τον τίτλο «Δημοτικό Τραγούδι» στον πρώτο στίχο της πρώτης στροφής «Τα μονοκοτυλήδονα», καθώς αυτός ο στίχος ανατρέπει όλες τις προσδοκίες που καλλιέργησε η επικεφαλίδα. Η γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού είναι απλή, λαϊκή, άμεση, ζωντανή, διάφανη, καθημερινή, φυσική, αυθεντική, γνήσια και εκφραστική, κι εκείνη, αντ’ αυτού, διαβάζει μία επινενοημένη έννοια της επιστημονικής ορολογίας της βοτανολογίας. Επίσης, το γέλιο αυτό οφείλεται στον παράταιρο συνδυασμό της επίσημης βοτανικής ονομασίας «Τα μονοκοτυλήδονα και τα δικοτυλήδονα» με ένα λεξιλόγιο απλό, όπως «κάμπο», «κλήδονα», «Μαλάμω», που καταλαμβάνει τους επόμενους στίχους και κυρίως την δεύτερη και τελευταία στροφή.
Μονοκοτυλήδονο είναι το φυτό που ο σπόρος ή το έμβρυο έχει μόνο ένα εμβρυακό φύλλο ή κοτυληδόνα. Είναι αγγειόσπερμα φυτά. Τα περισσότερα είναι μικρά και ποώδη, λίγα είναι θάμνοι και δέντρα. Σε αυτά ανήκουν τα σιτηρά, το κρεμμύδι, το σκόρδο, οι φοίνικες, η ορχιδέα, το ζουμπούλι, η τουλίπα κ.α. Δικοτυλήδονο είναι το φυτό που ο σπόρος ή το έμβρυο έχει δύο εμβρυακά φύλλα. Επίσης, αγγειόσπερμα. Σε αυτά ανήκουν η μηλιά, η αχλαδιά, η κερασιά, το αμπέλι, η κολοκυθιά, η αγγουριά, το σέλινο, το καρότο, το λάχανο, τα εσπεριδοειδή, φασολιά, τα ρεβιθιά, η πατάτα, η ντομάτα, η μελιτζάνα, η πιπεριά, τα μπαχαρικά, η ελιά, το ηλιοτρόπιο, η καρυδιά, η οξιά, ο ευκάλυπτος, η τριανταφυλλιά, το γιασεμί, η γαρδένια.
Οι λέξεις «μονοκοτυλήδονα» και «δικοτυλήδονα» είναι σύνθετες. Το δεύτερο συνθετικό είναι η «κοτυληδών», λέξη αρχαιοελληνική που σημαίνει κοιλότητα, εσοχή. Σύμφωνα με το λεξικό των Liddle- Scott αποδίδει το σχήμα του κυπέλου, ενώ με τη σειρά της προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη «κοτύλη», δηλαδή κύπελο. Η «κοτυληδών» σήμαινε, επίσης, στον πληθυντικό τις «μυζητικές θηλές» στο χταπόδι. Επίσης, σήμαινε τα εμβρυακά και τα αγγεία της μήτρας συνδεδεμένα με το στόμιο της μήτρας στα ζώα. Στα φυτά, σήμαινε «ὀμφαλοβοτάνη», «ομφαλός της Αφροδίτης».
Ως ταξινομικοί όροι συναντώνται πρωτίστως στον John Ray, Άγγλο βοτανολόγο, ζωολόγο, φυσικό ιστορικό του 17ου αιώνα. Στο βιβλίο του Methodus plantarum emendata et aucta τα φυτά διαιρούνται σε «flore destitute» και «flore florifere», ενώ τα τελευταία χωρίζονται στα δικοτυλήδονα και τα μονοκοτυλήδονα. Σύμφωνα με τον Ray των πρώτων «οι σπόροι γινομένοι με διπλά ανώμαλα φύλλα, επονομαζόμενοι σπερματικοί, βγαίνουν από τη γη ή χωρίζονται σε δύο λοβούς σε όλες τις περιπτώσεις, αν και πάνω από το έδαφος δεν βγαίνουν με τη μορφή φύλλων». Στο πρωτότυπο: «quarum semina fata binis foliis anomalis, seminalibus dictis e terra exeunt vel in binos saltem lobos dividuntur quamvis eos supra terram foliorum specie non eferant». Τα φυτά της άλλης κατηγορίας «ούτε διπλά φύλλα από το σπόρο βγάζουν, ούτε σχηματίζουν δύο λοβούς». Στο πρωτότυπο: «quae nec folia seminalia bina efferunt nec lobos binos condunt».
Οι λέξεις «μονοκοτυλήδονα» και «δικοτυλήδονα» είναι επιστημονικοί όροι στη βοτανολογία. Όροι, έννοιες που αναφέρονται και διευθετούνται σε επιστημονικά κείμενα, δηλαδή κείμενα τυπικά, απρόσωπα, με λογικό περιεχόμενο, με αυστηρή και λογική οργάνωση. Σε αυτά κυριαρχεί η κυριολεκτική, δηλωτική χρήση της γλώσσας. Παράλληλα, χαρακτηριστικό του δημοτικού τραγουδιού είναι η λαϊκή, ακατέργαστη, αυθεντική γλώσσα, γλώσσα αβίαστη, φυσική, με ενάργεια, με λιτότητα, ταυτόχρονα γλώσσα πλούσια με φραστική δύναμη, γλώσσα με ευφάνταστες, σύνθετες, ποιητικές λέξεις. Η γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών συνίσταται σε σημαντικό βαθμό από τα τοπικά ιδιώματα. Στα δημοτικά τραγούδια η αναφορά στη χλωρίδα γίνεται με την επιμέρους ονομασία που αποδίδεται σε κάθε φυτό, άνθος, δέντρο ειδικά, συγκεκριμένα, με το όνομα που αναφέρεται αποκλειστικά σε αυτό, π.χ. «Ἐσὺ ἔχεις τὶς ἀγριογκορτσιὲς, ἐγὼ ἔχω τὶς μπαμπίτσες, εσὺ ἔχεις τὶς τριανταφυλλιὲς ἐγὼ ἔχω τὶς νυφίτσες, εσὺ ἔχεις τὸ βασιλικὸ ἐγὼ ἔχω τὰ κοτσύφια» (Η άνοιξη κι ου χινόπωρος), «Πορτοκαλιά μου φουντωτή, γεμάτη πορτοκάλια» (Πορτοκαλιά), «Σαράντα πέντε λεμονιές, στὸν ἄμμο φυτεμένες» (Η Λεμονιά). Ο Σεφέρης, εν τούτοις, δεν ακολουθεί την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού, όπως αποδεικνύει η επιλογή των εννοιών «μονοκοτυλήδονα» και «δικοτυλήδονα», διαφορετικά θα ενσωμάτωνε στο ποίημά του την συγκεκριμένη ονομασία για το εκάστοτε φυτό π.χ. υάκινθος, τουλίπα, ορχιδέα ή τριανταφυλλιά, γιασεμί, ηλιοτρόπιο.
Το γέλιο
Πού έγκειται εν προκειμένω το κωμικό στοιχείο για το οποίο προκύπτει το γέλιο; Σύμφωνα με το βιβλίο Comic Relief: A Comprehensive Philosophy of Humor του John Morreall, το γέλιο αναδύεται μέσα από μια ρωγμή. Όταν γελάμε, σπάμε μια σύμβαση, από το οποίο γεγονός προκύπτει αμηχανία. Παρουσιάζουμε φαντασίες σαν να είναι λογικές υποθέσεις. Μιμούμαστε τον τρόπο διατύπωσης, για να τις κάνουμε να φανούν αμήχανες. Σύμφωνα με τον Bergson, η αφηρημένη γνώση είναι χρήσιμη στην επιστήμη και στην μηχανολογία/ τεχνολογία, αλλά όταν αποκτά κυρίαρχο ρόλο στον τρόπο σκέψη μας, διαχειριζόμαστε την καθημερινή μας εμπειρία με ένα αυστηρό και επαναληπτικό τρόπο και διαχειριζόμαστε τα νέα συμβάντα ως ενσάρκωση μιας έννοιας.
Για το γέλιο υπάρχουν πολλές φιλοσοφικές θεωρίες. Στην προκειμένη περίπτωση μας ενδιαφέρει και εφαρμόζεται κατάλληλα η θεωρία της ασυνέπειας. Σύμφωνα με αυτήν αυτό που προκαλεί το γέλιο είναι η αντίληψη ενός πράγματος ασυνεπούς. Τα ασυνεπή πράγματα χαρακτηρίζονται από έλλειψη αρμονίας, συνοχής και συμβατότητας μεταξύ τους. Conguere στα λατινικά σημαίνει «ενώνομαι», «συμφωνώ» και το πρόθεμα in σημαίνει «μη». Επομένως, ασυνεπή πράγματα δεν ταιριάζουν, δεν αντιστοιχούν, δεν εφαρμόζουν κατά κάποιον τρόπο.
H πυρηνική έννοια της θεωρίας της ασυνέπειας βασίζεται στο γεγονός ότι η ανθρώπινη εμπειρία λειτουργεί με μεθόδους μάθησης. Ό,τι έχουμε βιώσει μας προετοιμάζει να διαχειριστούμε ό,τι θα βιώσουμε. Κάποια πράγματα ή γεγονότα που έχουμε αντιληφθεί ή σκεφτεί παραβιάζουν τις κανονικές νοητικές μεθόδους και τις κανονικές προσδοκίες. Αυτή η ιδέα περί του γέλιου εντοπίζεται και στον Αριστοτέλη, ο οποίος κάνει νύξη για τη σύνδεση χιούμορ και παραβίασης των νοητικών μεθόδων και προσδοκιών στη Ρητορική του, όπου αναφέρει ότι, για να προκαλέσει κανείς το γέλιο, πρέπει να δημιουργήσει μια προσδοκία στο κοινό και μετά να την παραβιάσει/ αναιρέσει. Αργότερα, ο Κικέρων στο έργο του Περί ρήτορος αναφέρει ότι το πιο διαδεδομένο είδος αστείου είναι αυτό που ενώ αναμένουμε κάτι για ένα πράγμα, λέγεται κάτι άλλο. Ο Shopenhauer υποστηρίζει ότι το διασκεδαστικό επιτυγχάνεται με την ασυμφωνία ανάμεσα στην έννοια και την αντίληψη του ίδιου πράγματος και η απόλαυση του νοητικού τραντάγματος που μας προκαλεί. Η αιτία του γέλιου είναι η αιφνίδια αντίληψη της ασυνέπειας ανάμεσα στην έννοια και στο επιμέρους αισθητό αντικείμενο, τα οποία τα σκεφτόμαστε μέσα από μια πολύ συγκεκριμένη σχέση. Ο πρώτος φιλόσοφος, ωστόσο, που εισήγαγε τον όρο «ασυνέπεια» είναι ο James Beattie. Υποστηρίζει ότι το γέλιο φαίνεται να προκύπτει από την άποψη των πραγμάτων ανακολούθως ενωμένα μέσα στο ίδιο σύνολο. Το αντικείμενο του γέλιου είναι δύο ή περισσότερα πράγματα αντιφατικά, αταίριαστα ή ανακόλουθα μέρη ή περιστάσεις θεωρούμενα ως ενωμένα σε ένα πολύπλοκο αντικείμενο ή σύνολο. Όσοι απολαμβάνουν την ασυνέπεια είσαι σαν ταξιδιώτες που ανακαλύπτουν ότι βρίσκονται στη λάθος κατεύθυνση και απολαμβάνουν αυτήν την ανακάλυψη. Απολαμβάνει την ασυνέπεια αυτή καθαυτή. Μια ασυνέπεια ως ταίριασμα ενός φαινομενικά ανώμαλου στοιχείου στο ίδιο εννοιακό σχήμα.
Η αναλογία
Στο εν λόγω ποίημα πραγματοποιήθηκε η ένωση της επιστήμης της βοτανολογίας, της επιστημονικής μεθόδου της και της μαγείας και των δικών της πρακτικών. Το ταίριασμα έγινε μέσα από μια αναλογία: όπως τα φυτά ανθίζουν στη φύση, στην πεδιάδα, με τον ίδιο τρόπο «ανθίζουν» ερωτικά οι δύο λυρικοί ήρωες, το λυρικό υποκείμενο και η επώνυμη γυναικεία φιγούρα. Τα φυτά γεννιούνται, εγείρονται και ανθίζουν, γιατί γονιμοποιήθηκαν, αναλόγως τα δύο ποιητικά πρόσωπα δι-εγείρονται και φιλιούνται. Η αναλογία παραθέτει μια σχεδόν παρομοίωση μιας κατάστασης, διαδικασίας, έννοιας, ιδέας, πράγματος, όντων που πραγματευόμαστε με κάποια άλλα με αντιστοιχίες και καθιστά πιο κατανοητή τη λειτουργία της εξεταζόμενης έννοιας. Παραλληλίζονται καταστάσεις, έννοιες, ιδέες, πράγματα, πλάσματα με σκοπό να αναδειχθούν παρόμοιες, παρεμφερείς ιδιότητές τους. Σύμφωνα με τον Φουκώ, όπως γράφει στο βιβλίο Οι Λέξεις και τα Πράγματα, η αναλογία είναι μια μορφή προσομοιότητας. Η αναλογία αφενός στερεοποιεί την αντιπαράθεση των ομοιοτήτων μέσα στο χώρο, αλλά τονίζει τις προσαρμογές, τους δεσμούς και τις συναρθρώσεις. Πραγματεύεται μη- ορατές και λεπτές ομοιότητες των πραγμάτων. Με κοινή αφετηρία παράγει άπειρες συγγένειες. Η αναλογία αποκτά ένα καθολικό πεδίο εφαρμογής μέσα από την αντιστρεψιμότητα και την πολυμιξία. Χάρη σε αυτήν συμπλησιάζουν όλες οι μορφές του κόσμου. Ο άνθρωπος μέσα σε αυτόν το χώρο έχει σχέση συμμετρίας με τον ουρανό, με τα ζώα και τα φυτά, τη γη, τα μέταλλα, τους σταλακτίτες, τη θύελλα κ.α. (σ. 51). Παραδείγματος χάριν, οικοδομούνται αναλογίες ανάμεσα σε αυτόν και τον ουρανό (ανθρώπινο πρόσωπο/ ουρανός, ανθρώπινος σφυγμός στις φλέβες/ αστρική τροχιά, επτά οπές στο πρόσωπο/ επτά πλανήτες), ανάμεσα στον άνθρωπο και τη γη (ανθρώπινη σάρκα/ χώμα, οστά/ βράχοι, φλέβες/ ποτάμια) κ.α. (σ. 52). Ο χώρος των αναλογιών κατά βάθος είναι ένας χώρος ακτινοβολίας. Ο άνθρωπος έχει να κάνει παντού με τον εαυτό του. Κι αντιστρόφως ο ίδιος ο άνθρωπος μεταδίδει τις ομοιότητες που δέχεται από τον κόσμο. Αποτελεί τη μεγάλη εστία αναλογιών, το κέντρο, όπου οι σχέσεις έρχονται, για να βρουν έρεισμα κι όπου αντανακλώνται εκ νέου (σ. 53).
Μέσα στο ποίημα αυτό συνδέονται η ταξινομία με την οργάνωση, την ακρίβεια, τη σαφήνεια, τη σχολαστικότητα, την εξέταση, την οργάνωση, την αιτιολόγηση, την τεκμηρίωση, τη συνέπεια, την επαλήθευση, τη διασταύρωση, τη συνοχή, τη συνέπεια που τη διέπουν μαζί με τα μαντικά έθιμα, με την ελαστική σύνδεση των γεγονότων που τα απαρτίζουν ως προς την αιτιοκρατική σχέση που τα συνδέει, τη μη αναγκαία, ίσως άλογη, σύνδεσή τους, την αυθαιρεσία, τη τυχαιότητα, που τα ρυθμίζει. Αφενός, ο ορθολογισμός που συνεχώς κέρδιζε έδαφος στην κλασική εποχή της Ευρώπης, με την υποχώρηση των προκαταλήψεων και των δεισιδαιμονιών, με διαχρονική ισχύ μέχρι και πέρα την περίοδο του μοντερνισμού και αφετέρου η μαγεία, η μαντεία, τα μυστηριακά δρώμενα, τα θρησκευτικά δρώμενα, οι λαϊκές παραδόσεις, επίσης, με ασταμάτητη παρουσία, ακόμα «ζωντανές».
Η ταξινομία
Η ταξινομία (από τα αρχαία ελληνικά τάξις και νόμος) είναι μια ευρεία έννοια της επιστήμης και αφορά την ταξινόμηση των ζωντανών και εξαφανισμένων οργανισμών, είναι δηλαδή βιολογική ταξινόμηση. Αποτελεί στην ουσία τη μεθοδολογία και τις αρχές της συστηματικής βοτανικής και ζωολογίας και τοποθετεί σε διατάξεις τα είδη των φυτών και των ζώων, σε ιεραρχίες ανώτερων και υποδεέστερων ομάδων. Στη βιολογία το λινναϊκό σύστημα διωνυμικής ονοματολογίας, που δημιουργήθηκε από τον Σουηδό φυσιοδίφη Κάρολο Λινναίο τη δεκαετία του 1750, είναι διεθνώς αποδεκτό. Με την ταξινόμηση ο Λινναίος ενσωμάτωσε πρόσφατα ανακαλυφθείσες πληροφορίες και προσεγγίζει πιο στενά ένα φυσικό σύστημα.
Γενικά, οι ταξινομήσεις των ζωντανών οργανισμών προκύπτουν από τις ανάγκες και είναι συχνά επιφανειακές. Οι βιολόγοι, ωστόσο, προσπάθησαν να εξετάσουν όλους τους ζωντανούς οργανισμούς εξίσου σχολαστικά και έτσι επινόησαν την επιστήμη της ταξινόμησης, η οποία παρέχει τη βάση για μια σχετικά ομοιόμορφη και διεθνώς κατανοητή ονοματολογία, απλοποιώντας έτσι τη διασταύρωση και την ανάκτηση πληροφοριών.
Ο πρώτος στη δυτική ταξινόμηση ήταν ο Αριστοτέλης, ο οποίος ουσιαστικά επινόησε την επιστήμη της λογικής, μέρος της οποίας για 2.000 χρόνια ήταν η ταξινόμηση. Στα γραπτά του περιέγραψε έναν μεγάλο αριθμό φυσικών ομάδων και, παρόλο που τις κατέταξε από απλές σε σύνθετες, η σειρά του δεν ήταν εξελικτική. Προέβη στο διαχωρισμό των ασπόνδυλων ζώων σε διαφορετικές ομάδες και γνώριζε ότι οι φάλαινες, τα δελφίνια και οι φώκες είχαν χαρακτηριστικά θηλαστικών και δεν ήταν ψάρια. Ελλείψει μικροσκοπίου, δεν μπορούσε φυσικά να αντιμετωπίσει τις μικροσκοπικές μορφές ζωής.
Η αριστοτελική μέθοδος κυριάρχησε στην ταξινόμηση μέχρι τον 19ο αιώνα. Η ταξινόμηση ενός ζωντανού πράγματος από τη φύση του -αυτό που πραγματικά είναι, σε σχέση με τις επιφανειακές ομοιότητες- απαιτεί την εξέταση πολλών δειγμάτων, την απόρριψη μεταβλητών χαρακτηριστικών και την καθιέρωση σταθερών. Αυτά χρησιμοποιούνται στη συνέχεια, για να αναπτυχθεί ένας ορισμός που δηλώνει την ουσία του ζωντανού πράγματος, τι το κάνει αυτό που είναι και επομένως δεν μπορεί να αλλάξει. Η ουσία είναι, φυσικά, αμετάβλητη. Η αριστοτελική διαδικασία που εφαρμόζεται στα έμβια όντα είναι επαγωγική από παρατηρούμενα παραδείγματα και έτσι δεν οδηγεί στην αμετάβλητη ουσία, αλλά σε έναν λεξιλογικό ορισμό. Αν και παρείχε για αιώνες μια διαδικασία για την προσπάθεια προσδιορισμού των έμβιων όντων με προσεκτική ανάλυση, παραμέλησε την παραλλαγή των ζωντανών όντων.
Μετά τον Αριστοτέλη και το μαθητή του στη βοτανική, Θεόφραστο, μόλις περίπου τον 12ο αιώνα μ.Χ., τα βοτανικά έργα που ήταν απαραίτητα για την ιατρική άρχισαν να περιέχουν ακριβείς απεικονίσεις φυτών και μερικά άρχισαν να τακτοποιούν παρόμοια φυτά μαζί. Οι εγκυκλοπαιδιστές άρχισαν, επίσης, να συγκεντρώνουν την κλασική σοφία και ορισμένες σύγχρονες παρατηρήσεις. Η πρώτη άνθηση της Αναγέννησης στη βιολογία δημιούργησε, το 1543, την πραγματεία του Andreas Vesalius για την ανθρώπινη ανατομία και, το 1545, τον πρώτο πανεπιστημιακό βοτανικό κήπο, που ιδρύθηκε στην Πάντοβα της Ιταλίας.
Μετά από αυτό το διάστημα, η εργασία στη βοτανική και τη ζωολογία ήκμασε. Ο John Ray συνόψισε στα τέλη του 17ου αιώνα τη διαθέσιμη συστηματική γνώση, με χρήσιμες ταξινομήσεις. Ξεχώρισε τα μονοκοτυλήδονα φυτά από τα δικοτυλήδονα το 1703 και έδωσε έναν εφαρμόσιμο ορισμό της έννοιας του είδους, που είχε ήδη γίνει η βασική μονάδα βιολογικής ταξινόμησης. Περιορίστηκε στην αριστοτελική λογική ταξινόμηση με εμπειρική παρατήρηση.
O 18ος αιώνας συνοδεύτηκε από μια μεγάλη επέκταση της γνώσης της φυσικής ιστορίας. Ο Κάρολος Λινναίος είναι ο ιδρυτής της σύγχρονης ταξινόμησης. Σε αυτό το γενικό πλαίσιο ο Λινναίος δημιούργησε ένα εκτεταμένο σύστημα ταξινόμησης για τα φυτά, αλλά και για τα ζώα. Οι βασικές αρχές του συστήματος αυτού έχουν διαχρονική εφαρμογή στην επιστήμη, αν και το μεγαλύτερο μέρος της ταξινόμησής του έχει υποστεί ευρείες αλλαγές. Το σύστημα του Λινναίου για την διευθέτηση των οργανισμών είναι ιεραρχικό σύστημα ταξινόμησης. Οι κατηγορίες, δηλαδή οι ταξινομικές μονάδες, στις οποίες ομαδοποιούνται οι οργανισμοί, τοποθετούνται σε μια από τις πολλές ταξινομικές βαθμίδες: βασίλειο, ομοταξία (κλάση), τάξη, γένος και είδος. Η ιεραρχία των ταξινομικών βαθμίδων, ωστόσο, έχει επεκταθεί σημαντικά από την εποχή του. Τα βιβλία του θεωρούνται η αρχή της σύγχρονης βοτανικής και ζωολογικής ονοματολογίας, συνέταξε κανόνες για την απόδοση ονομάτων σε φυτά και ζώα και ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη διωνυμική ονοματολογία (δηλαδή, την επίσημη μέθοδο ονοματοδοσίας των ειδών. Οι επιστημονικές ονομασίες των ειδών σχηματίζονται από το συνδυασμό δύο όρων: το όνομα του γένους (γενικό) και το όνομα του είδους (ειδικό)) με συνέπεια (1758). Αν και εισήγαγε την τυπική ιεραρχία της τάξης, του γένους και των ειδών, η σημαντική συνεισφορά του στην εποχή του ήταν η παροχή λειτουργικών «κλειδιών», που καθιστούσαν δυνατή την αναγνώριση φυτών και ζώων από τα βιβλία του. Για τα φυτά χρησιμοποίησε τα μέχρι τότε παραμελημένα μικρότερα μέρη του λουλουδιού. Ο Λινναίος επιχείρησε μια φυσική ταξινόμηση, αλλά δεν έφτασε πολύ μακριά. Η ιδέα του για μια φυσική ταξινόμηση ήταν αριστοτελική σχετική με τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των έμβιων όντων και στη λογική του. Αν και το όνομα του είδους είναι διωνυμικό (π.χ. Canis lupus) και αυτό του υποείδους τριωνυμικό (π.χ. C. lupus occidentalis), όλα τα άλλα ονόματα είναι μεμονωμένες λέξεις. Κάθε μεγάλη ομάδα φυτών έχει τη δική της ταξινομική ιστορία και τα παλιά ονόματα τείνουν να διατηρούνται. Εκτός από μερικές αποδεκτές καταλήξεις, τα ονόματα των ομάδων υψηλής βαθμίδας δεν είναι τυποποιημένα και πρέπει να απομνημονεύονται.
Στη βοτανική χρησιμοποιείται ο όρος «διαίρεση». Ο αριθμός των βαθμών επεκτείνεται, όπως απαιτείται, χρησιμοποιώντας τα προθέματα υπο-, υπερ- και κάτω- και προσθέτοντας άλλες ενδιάμεσες τάξεις, όπως ταξιαρχία, τμήμα ή φυλή.
Οι ταξινομικές μέθοδοι εξαρτώνται από: 1. την απόκτηση κατάλληλου δείγματος (συλλογή, συντήρηση και, όταν είναι απαραίτητο, παρασκευή ειδικών παρασκευασμάτων), 2. τη σύγκριση του δείγματος με το γνωστό εύρος παραλλαγών των ζωντανών όντων, 3. το σωστό προσδιορισμό του δείγματος εάν έχει περιγραφεί ή να προετοιμάσει μια περιγραφή που να δείχνει ομοιότητες και διαφορές από γνωστές μορφές ή, εάν το δείγμα είναι νέο, να το ονομάσει σύμφωνα με διεθνώς αναγνωρισμένους κώδικες ονοματολογίας, 4. τον προσδιορισμό της καλύτερης θέσης για το δείγμα στις υπάρχουσες ταξινομήσεις και τον προσδιορισμό της αναθεώρησης που μπορεί να απαιτεί η ταξινόμηση ως συνέπεια της νέας ανακάλυψης και 5. τη χρήση των διαθέσιμων στοιχείων, για να υποδείξουν την πορεία της εξέλιξης του δείγματος. Προϋπόθεση για αυτές τις δραστηριότητες είναι ένα αναγνωρισμένο σύστημα κατάταξης στην ταξινόμηση, αναγνωρισμένοι κανόνες για την ονοματολογία και μια διαδικασία επαλήθευσης, ανεξάρτητα από την ομάδα που εξετάζεται. Μια ομάδα συγγενών οργανισμών στους οποίους δίνεται μια ταξινομική ονομασία ονομάζεται taxon (πληθυντικός taxa).
Δεν μπορεί να γίνει χειρισμός οποιουδήποτε είδους ταξινόμησης ή διευθέτησης χωρίς αναφορά στον σκοπό ή τους σκοπούς, για τους οποίους γίνεται. Μια διάταξη που βασίζεται σε όλα όσα είναι γνωστά για μια συγκεκριμένη κατηγορία αντικειμένων είναι πιθανό να είναι η πιο χρήσιμη για πολλούς συγκεκριμένους σκοπούς. Η ομαδοποίηση αντικειμένων, σύμφωνα με χαρακτηριστικά που παρατηρούνται και περιγράφονται εύκολα, επιτρέπει την εύκολη αναγνώριση των αντικειμένων. Οι ειδικοί μπορεί να θέλουν μια ταξινόμηση που να σχετίζεται μόνο με μια πτυχή ενός θέματος.
Ο στόχος της ταξινόμησης είναι να τοποθετήσει έναν οργανισμό σε μια ήδη υπάρχουσα ομάδα ή να δημιουργήσει μια νέα ομάδα για αυτόν, με βάση τις ομοιότητες και τις διαφορές του με γνωστές μορφές. Εάν το φυτό είναι διαφορετικό από οποιοδήποτε άλλο γνωστό, ονομάζεται ένα νέο είδος, καθώς και ανώτερα ταξινομικά είδη, εάν είναι απαραίτητο. Εάν το φυτό είναι νέο είδος σε ένα πολύ γνωστό γένος, απλώς προστίθεται ένα νέο όνομα είδους στο κατάλληλο γένος. Εάν το φυτό είναι πολύ διαφορετικό από οποιοδήποτε γνωστό μονοκοτυλήδονο, μπορεί να απαιτεί, ακόμη και αν μόνο ένα νέο είδος, την ονομασία ενός νέου γένους, οικογένειας, τάξης ή ανώτερης ταξινομικής κατηγορίας. Δεν υπάρχει περιορισμός στον αριθμό των εντύπων σε κάποια συγκεκριμένη ομάδα. Ο αριθμός των βαθμών που αναγνωρίζονται σε μια ιεραρχία είναι θέμα πολύ διαφορετικών απόψεων. Ο ταξινομιστής πρέπει πρώτα να αναγνωρίσει φυσικές ομάδες και μετά να αποφασίσει για την κατάταξη που πρέπει να τους αποδοθεί.
Η διεθνώς αποδεκτή ταξινομική ονοματολογία είναι το λινναϊκό σύστημα, το οποίο, αν και βασίζεται στους κανόνες και τις διαδικασίες του Λινναίου, έχει τροποποιηθεί σε μεγάλο βαθμό με τα χρόνια. Σήμερα τα νεότερα συστήματα ταξινόμησης δεν είναι τεχνικά ή φυσικά, γιατί η εξωτερική ομοιότητα ή η ομοιότητα της εσωτερικής κατασκευής παύει να αποτελεί κριτήριο. Οι ταξινομιστές εφαρμόζουν πλέον τη φυλογενετική ταξινόμηση, επειδή αποβλέπει στην ανεύρεση συγγένειας και κοινής καταγωγής των ειδών. Η σύγκριση του γενετικού υλικού (DNA) των οργανισμών έχει συμβάλει σημαντικά σε αυτή.
Ο κλήδονας
Ο κλήδονας είναι έθιμο με τις ρίζες του στην αρχαιότητα, γιορτάζεται στις 23- 24 Ιουνίου και σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη εμφανίζεται στις άγαμες κοπέλες η ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου. Εντάσσεται στα λατρευτικά έθιμα, σχετίζεται με τη διαδοχή των εποχών του έτους (συμπίπτει με το θερινό ηλιοστάσι), ενώ πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ενέχει την τεχνική της μαντείας (μάλιστα, η ετυμολογία της λέξης το μαρτυρεί, καθώς κατά τους Liddel- Scott «κλήδων» σημαίνει «οιωνός», μήνυμα με μαντικό περιεχόμενο). Είναι τελετουργική γιορτή με συμβολισμούς. Διακρίνεται, επίσης, για τη θεατρικότητά του, ενώ έχει έντονο το φολκλορικό στοιχείο.
Ο κλήδονας τελείται διαχρονικά, ως έθιμο στην αρχαιότητα αναφέρεται στην αρχαία ελληνική γραμματεία με την έννοια του «γνωστοποιώ». Συνεχίζεται στο Βυζάντιο και στην Τουρκοκρατία.
Πώς, όμως, πραγματοποιείται το έθιμο του κλήδονα; Στις 23 Ιουνίου, παραμονή του Αϊ Γιαννιού τα αγόρια της γειτονιάς ανάβουν τρεις μεγάλες φωτιές στη σειρά, μόλις αρχίσει να βραδιάζει. Χρησιμοποιούν τα μαγιάτικα στεφάνια που έφερναν τα κορίτσια ως προσανάμματα. Πάνω από τις φωτιές πηδάνε όλοι, αγόρια και κορίτσια. Επίσης, προετοιμάζεται ο κλήδονας σε ένα σπίτι της κοινότητας. Το απόγευμα της ημέρας ένα μικρό αγόρι ή κορίτσι πηγαίνει σε μια πηγή ή ένα πηγάδι ή τρεις διαφορετικές βρύσες και παίρνει νερό με ένα δοχείο. Το μεταφέρει στο σπίτι χωρίς κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του να μιλήσει. Γι΄αυτό το νερό ονομάζεται αμίλητο (η αλαλία σχετίζεται με τη μαντική αξία, τη μυστηριακότητα). Όταν τελικά φτάσει στον προορισμό του χύνεται σε δοχείο με στενό λαιμό, για να μη βλέπει αυτός που βγάζει τα αντικείμενα, όταν ανοιχτεί ο κλήδονας. Όσοι πάρουν μέρος στον κλήδονα φέρνουν διάφορα μικροκοσμήματα ή αντικείμενα, δαχτυλίδια, δαχτυλήθρες, καρφίτσες, κουμπιά, ακόμα και φρούτα, όπως μήλα σημαδεμένα με κρυφά σημάδια, τα ρίχνουν μέσα στο νερό, αφού αφιερωθούν νοερά σε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο. Ακολουθεί το κλείδωμα του δοχείου, ενώ μια γυναίκα απαγγέλει: «Κλειδώνουμε τον κλήδονα, με τ΄ Αϊ-Γιαννιού τη χάρη κι όποια ‘χει καλορίζικο, να δώσει να το πάρει». Στη συνέχεια ο κλήδονας σκεπάζεται με πανί ή με μαντίλι κόκκινου χρώματος (το κόκκινο χρώμα ταυτίζεται με την ταχύτητα) και στεφανώνεται με φύλλα. Μετά τη δύση του ηλίου οι κοπέλες βγάζουν το κλειδωμένο αγγείο, σκεπασμένο και στεφανωμένο στο ύπαιθρο. Εναλλακτικά σε δωμάτιο του σπιτιού ή κάτω από μια τριανταφυλλιά. Τα άστρα, θεωρείται, πως θα επιδράσουν στο αγγείο και ο κλήδονας θα προσλάβει μαντική και τελεστική δύναμη. Το βράδυ της παραμονής γίνεται χρήση και άλλων τρόπων της μαντικής, όπως ονειρομαντεία, κατοπτρομαντεία, για να αποκαλυφθεί στο κορίτσι ο μελλοντικός σύζυγός του. Πριν την ανατολή του ηλίου, για να μην καταστρέψει το ηλιακό φως το μαγικό πλέγμα που έχει δημιουργήσει η προηγούμενη νύχτα, το αγγείο μεταφέρεται μέσα στο σπίτι σε σκιερό μέρος, μέχρι να ανοίξει ο κλήδονας. Όταν προσέλθουν στο σπίτι τα κορίτσια και τα αγόρια που έχουν βάλει τα «ριζικάρια», αρχίζει η τελετή του ανοίγματος, βγάζοντας ένα ένα τα αντικείμενα με τυχαία σειρά. Καθώς τα αντικείμενα βγαίνουν με τυχαία σειρά στο κάθε ένα απαγγέλεται ένα αυτοσχέδιο δίστιχο- προφητεία για τον κάτοχο του σημαδιού. Τα δίστιχα δεν είναι μόνο ερωτικά ή προφητικά αλλά και σκωπτικά, σατιρικά. Μετά ακολουθεί κέρασμα και χορός. Όταν οι κοπέλες επιστρέφουν στα σπίτια τους, προσέχουν ποιο όνομα ή λέξη θα πρωτακούσουν στο δρόμο, γιατί θα συσχετίζεται με την ανοιχτή τύχη τους εκείνη τη βραδιά.
Οι γυναίκες κατέφευγαν στη μαγεία και σε μαντικές τέχνες, όπως ο κλήδονας, για να μάθουν για το μελλοντικό τους σύντροφο. Εξ ου και περιοριζόταν τα θέματα των μαντικών διστίχων σε θέματα γάμου αλλά και το ακροατήριο περιοριζόταν σε άγαμους νέους και κυρίως κορίτσια, τα οποία επιθυμούσαν να μάθουν πώς θα αποκατασταθούν. Ο κλήδονας έδινε την ευκαιρία στα κορίτσια να βγουν από το σπίτι τους και να συναναστραφούν με το άλλο φύλο σε ένα πλαίσιο «εθιμικά διασφαλισμένο», εξασφαλίζοντας μια στοιχειώδη δημόσια προβολή μέσα από το χορό και το τραγούδι και παράλληλα γνωριμία με κάποιον μελλοντικό σύντροφο.
Ο Σεφέρης παίρνει τους όρους «μονοκοτυλήδονα» και «δικοτυλήδονα» μέσα από ταξινομικούς πίνακες, μέσα από σχεδιαγράμματα, στο τέλος ευθύγραμμων τμημάτων γραφικών παραστάσεων και τους τοποθετεί δίπλα στον κλήδονα, που ανασυγκροτώντας τον, αναπαριστάνοντάς τον στη φαντασία μας, ανακαλούμε την πύλινη στάμνα, μέσα στην οποία τοποθετήθηκαν εκτός των άλλων αντικειμένων που προαναφέραμε και φρούτα και λουλούδια, άτακτα, ακανόνιστα, μπερδεμένα, απείθαρχα, ανοργάνωτα, χωρίς κριτήρια και κανόνες.
Η ηδονή
Στο βοτανολογικό κεφάλαιο του Systema Naturae ο Λινναίος ως αποτέλεσμα της μελέτης δοκιμίων για τη σεξουαλική αναπαραγωγή σε φυτά από τον Vaillant και τον Γερμανό βοτανολόγο Rudolph Jacob Camerarius είχε πειστεί για την ιδέα ότι όλοι οι οργανισμοί αναπαράγονται σεξουαλικά. Ως αποτέλεσμα, περίμενε ότι κάθε φυτό θα είχε αρσενικά και θηλυκά σεξουαλικά όργανα (στήμονες και υπέρους) ή «συζύγους». Σε αυτή τη βάση, σχεδίασε ένα απλό σύστημα διακριτικών χαρακτηριστικών για την ταξινόμηση κάθε φυτού. Ο αριθμός και η θέση των στημόνων ή συζύγων, καθόριζε την τάξη στην οποία ανήκε, ενώ ο αριθμός και η θέση των υπέρων καθόριζε τη σειρά. Αυτό το «σεξουαλικό σύστημα», όπως το ονόμασε ο Λινναίος, εξελίχθηκε σε δημοφιλές, λόγω της πρακτικότητάς του και ενδεχομένως, γιατί όχι, λόγω της ερωτικής του σημασίας που εγείρει υπαινιγμούς στις σύγχρονες σχέσεις των φύλων.
O Ζυλιέν Οφρέ ντε Λα Μετρί (1709- 1751), Γάλλος ιατρός, φιλόσοφος και υλιστής του Διαφωτισμού, στο κείμενο «Man as Plant» στο Machine man and other writings, -εδώ μεταφρασμένο από τα γαλλικά στα αγγλικά-, επιχείρησε μια σαφή αναλογία ανάμεσα στο αναπαραγωγικό σύστημα του ανθρώπου και των φυτών. H ωοθήκη είναι ο μη ακόμα γονιμοποιημένος σπόρος. Ο «στύλος» της γυναίκας είναι ο κόλπος. Το αιδοίο, το εφηβαίο και η οσμή των αδένων αυτής της περιοχής αντιστοιχούν στο στίγμα του άνθους. Η μήτρα, ο κόλπος και το αιδοίο στο γυναικείο ανθρώπινο σώμα συνολικά αντιστοιχούν στον ύπερο (στύλος, στίγμα, ωοθήκη), τα θηλυκά αναπαραγωγικά όργανα του λουλουδιού (σ. 79). Το περικάρπιο του άνθους είναι παρόμοιο με τον ανθρώπινο γυναικείο κόλπο σε κατάσταση εγκυμοσύνης, καθώς λειτουργεί ως κάλυψη του εμβρύου, όπως το πρώτο ως περίβλημα του σπόρου (σ. 79). Το νέκταρ διαχωρίζει τα γένη μέσα στο ανθρώπινο είδος. Για να προκύψει η γυναικεία ουσία, πρέπει να συνδυάσουμε το νέκταρ και τον ύπερο (σ. 79). Τα ανθρώπινα γυναικεία στήθη είναι όπως το μπουμπούκι, ο οφθαλμός στο κλήμα (σ. 80).
Στο ανθρώπινο ανδρικό σώμα, o στήμονας, αναπαραγωγικό τμήμα του φυτού, είναι το πέος. Το σπέρμα είναι η γονιμοποιούσα σκόνη. Κάποια φυτά είναι εξ ολοκλήρου αρσενικά και αναλόγως στο ανθρώπινο είδος στους άνδρες υπάρχει μονανδρία και στις γυναίκες μονογυνία, δηλαδή έχουν μόνο μία μήτρα. Το ανθρώπινο είδος διαιρεμένο σε θήλεα και άρρενες αυξάνει την τάξη των dieciae, όρο τον οποίο δανείζεται ο Λα Μετρί από τον Λινναίο (σ. 80).
Τα άνθη είναι θηλυκά και αρσενικά μαζί. Μικροσκοπικά σταγονίδια πάνω στους σπόρους της σκόνης, με την οποία καλύπτονται οι στήμονες των λουλουδιών, τυλίγονται στον φλοιό των σπόρων. Σταγόνες του σπέρματος του ανδρικού σώματος αντιστοιχούν σε αυτούς τους σπόρους και τα σπερματοζωάρια στα σταγονίδια (σ. 80).
Το υγρό των φυτών διασκορπίζει, πιο αποτελεσματικά συγκριτικά με άλλα, την ουσία που πρόκειται να το γονιμοποιήσει, ώστε μόνο το πιο λεπτό μέρος αυτής της ουσίας επιτυγχάνει το σκοπό. Αντίστοιχα, το πιο λεπτό μέρος του ανδρικού σπέρματος μεταφέρει τα σπερματοζωάρια στην ωοθήκη (σ. 81). Το καθαρό νερό και κυρίως το υγρό των φυτών επενεργεί στους σπόρους της σκόνης με τον ίδιο τρόπο που το αίμα και άλλα πνεύματα επιδρούν στους μύες και στα αποθέματα του σπέρματος. Η εκσπερμάτιση των φυτών διαρκεί όσο και των ανθρώπων, περίπου δύο δευτερόλεπτα (σ. 81).
H αμνιοκέντηση, το χόριο, δηλ. η μεμβράνη γύρω από το έμβρυο, ο ομφάλιος λώρος, ο κόλπος εντοπίζονται και στα δύο βασίλεια. Το ανθρώπινο έμβρυο βγαίνει έξω από το μητρικό εγκλεισμό με τις δικές του προσπάθειες και το εμβρυικό φυτό πέφτει με την πιο λεπτή κίνηση, όταν είναι ώριμο (σ. 82).
Τι συμπέρασμα μπορούμε να εξάγουμε από τα παραπάνω; Μονοκοτυλ-ήδονα, δικοτυλ-ήδονα, κλ-ήδονα, φιλ-ήδονα. Οι λέξεις «μονοκοτυλήδονα», «δικοτυλήδονα» και «κλήδονα» κρύβουν μέσα τους, στις τελευταίες συλλαβές, τη λέξη «ηδονή». Αν και δεν έχουν καμιά ετυμολογική σχέση, δημιουργείται, αν και αυθαίρετα, ένας συνειρμός, μια παραπομπή μέσω της γραφής και της φωνητικής, της ορθογραφίας και του ήχου των λέξεων, πλάθεται μια ψευδαίσθηση ότι η λέξη «ηδονή» αποτελεί το δεύτερο συνθετικό τους.
Η ηδονή στο συγκεκριμένο ποίημα είναι ο κοινός παρονομαστής της επιστήμης και των λαϊκών εθίμων. Η ομπρέλα κάτω από την οποία στεγάζονται ομού η ταξινομία και οι εθιμικές πρακτικές.
Η ηδονή κρύβεται, είπαμε στις παραπάνω λέξεις, αλλά αποκαλύπτεται και απογυμνώνεται στη λέξη «φιλήδονα», που καταδεικνύει ρητά και κυριολεκτικά την αναζήτηση, την προτίμηση, την έλξη, την αγάπη για τις ηδονές, την αρέσκεια στις απολαύσεις, την αναγωγή των ηδονών σε θεμελιώδη σκοπό ζωής, την επιδίωξη έντονων αισθησιακών απολαύσεων, κυρίως σαρκικών, ιδιαίτερα ερωτικών, που προκύπτει από την ικανοποίηση ενστίκτων και ορμών («και σμίξαμε … τα χείλια μας»).
Το συνταίριασμα των αντιθέτων ως ποιητική τεχνική της Στροφής
Το ποίημα αυτό, το «Δημοτικό Τραγούδι», αφομοιώνει ως ένα βαθμό τη μεθοδολογία γραφής που εφαρμόζει ο Σεφερης στα δεκατέσσερα κομμάτια της Στροφής. Στη μελέτη Φθορά και λόγος: εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη του Ιταλού νεοελληνιστή Mario Vitti διαβάζουμε ότι υπάρχει από τον ποιητή η συνειδητή πρόθεση να κάνει κάτι νέο για την ανανέωση της ελληνικής ποίησης της εποχής του. Περιορίζει απόλυτα το λυρισμό, όπως είχε καλλιεργηθεί στον τόπο μέχρι εκείνη τη στιγμή. Εξετάζει πώς θα πειθαρχήσει τα συναισθήματα ωθώντας τα να βρουν θέση μέσα σε συγκεκριμένους αδοκίμαστους ως τότε, καινοτόμους τρόπους έκφρασης.
Δύο είναι οι κύριες τάσεις της Στροφής: από τη μια πλευρά, η μοντέρνα εκδοχή της «καθαρής» ποίησης με βασικές προσλαμβάνουσες το Μαλλαρμέ και το Βαλερί, πάνω στην οποία πειραματίζεται στον «Ερωτικό Λόγο» και από την άλλη πλευρά, μια ποίηση που υπερβαίνει ενδοιασμούς σχετικά με το ταπεινό, το χαμηλό, την καθημερινότητα και την «κατωτερότητα» του εκφραστικού προφορικού υλικού. Η δεύτερη τάση γενεαλογείται ως τον Laforgue. Eίναι χαρακτηριστικό ότι τα δύο πρώτα μέρη της συλλογής, αυτά ανήκουν στη δεύτερη τάση, «Κοχύλια Σύννεφα», φέρουν ως επιγραφές- υπότιτλους στίχους από τον Ερωτόκριτο, λαϊκή φυλλάδα που πουλούσαν στους δρόμους της Σμύρνης, όταν ήταν παιδί.
Μπορούμε να προσθέσουμε ότι γενικά στα «Κοχύλια, Σύννεφα» παρατηρούμε αναφορές σε όργανα μέτρησης του χρόνου «κλεψύδρα», γεωμετρικά όργανα σχεδιασμού «διαβήτη», όργανα έλξης «μαγνήτης», προϊόντα της τεχνολογικής και μηχανικής προόδου και του εκσυγχρονισμού «Αυτοκίνητο», «φωνογράφος», «αντένες», «Ρουκέτα», σε στοιχεία που μελετά η χημεία «θειάφι», σε δυνάμεις που μελετά η φυσική «φυγόκεντρη», ακόμα και αν όλα τα παραπάνω χρησιμοποιούνται και μεταφορικά, μαζί με αναφορές σε λέξεις και πράγματα από το λαϊκό κόσμο, από μια κοινότητα με ξεχωριστή πολιτισμική φυσιογνωμία και ταυτότητα, π.χ. «λαγήνι», «δημοσιά», «βιτσιά», «αλάργα», «γελάδια», «μετόχια», «άρμενα», «γαρούφαλο».
Βιβλιογραφία
Βιβλία
Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1981
Μανώλης Βαρβούνης, «Ο κλήδονας», Λαογραφικά δοκίμια. Μελετήματα για τον ελληνικό παραδοσιακό πολιτισμό, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα, 2000
Οι Λέξεις και τα Πράγματα, Michel Foucault, Μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου, μετάφραση Κωστής Παπαγιώργης, εκδόσεις Γνώση, 1986
Comic Relief: A Comprehensive Philosophy of Humor, John Morreall, Wiley-Blackwell Publications, United States, 2009
Φθορά και λόγος: εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, Mario Vitti, εκδόσεις Εστία, Αθήνα, 1994 (3η έκδοση)
Σύνδεσμοι
Methodus Plantarum Emendata et aucta, Joannis Raji, Londini, 1733, στο https://www.biodiversitylibrary.org/item/186871#page/42/mode/1up
https://www.britannica.com/science/taxonomy, written by Α. J. Cain, fact-checked by Editors of Encyclopedia Britannica
https://iep.utm.edu/hedonism/#SH2b, author Dan Weijers, Victoria University of Wellington, New Zealand
Man as Plant, in Machine Man and Other Writings, Julien Offroy de La Mettrie, english translation based on the 1750 version, downloaded from https://www.cambridge.org/core, University of Sussex Library
(*) Η Βούλα Κοκολάκη είναι φιλόλογος